Δειλινό
Σαν
το’πες το τραγούδι σου στον Πλάστη σου
μη
νοιάζεσαι τι θα γενεί πιο κάτω.
Της
ζήσης το ποτήρι ως τον πάτο
ποιος
να το πει πως το’πιε μπόρεσε;
Ποιος
να το πει ποτέ πως χόρεψε
στης
ηδονής και της χαράς το πανηγύρι
ως
τις στερνές στροφές του, και όσοι γύροι
ως
να χορτάσει η ψυχή του πως το μπόρεσε;
Διψώντας
φεύγουμε, και αν φτάσαμε
στης
χειμωνιάς τους χιονισμένους πύργους
και
αν φθινόπωρα και άνοιξες διαβήκαμε
τρυγώντας
τις κυψέλες του ονείρου
άδειο
το κύπελλο. Στεγνή η ματιά. Αχόρταγη
να
δει όσα δεν διάβηκαν μπροστά της.
Νιώθει
η ψυχή τα κουρασμένα τα φτερά της
και
γονατίζει σε μιαν ήττα ανυπόταγη
μα
ως είδες τα βλαστάρια και μπουμπούκιασαν
κι
ως φώτισαν ανθοί τη σκοτεινιά σου
ανάερη
άσε την αποθυμιά σου
για
κάτι που κι αν το’βρες δεν το όρισες.
Κι
άσε του τραγουδιού ο απόηχος
τ’αυτιά
σου να χαιδεύει.
Κι
ω! το θάμα!
Της
άνοιξης που αναγεννιέται σ’άλλην άνοιξη.
και
σβιέται του φθινόπωρου το κλάμα.
Ω
της ζωής το νιο ξεκίνημα!
Από
το ξεχασμένο μονοπάτι.
Θαρρείς
πως είσαι εσύ καλπάζοντας
πάνω
στο ξέφρενό σου άτι.
Σαν
το’πες το τραγούδι σου στον Πλάστη σου,
του
δειλινού κραυγή και προσευχή σου
πάρε
όσα διάβηκαν στερνά μαζί σου
και
διάβαινε περήφανα τη στράτα σου.