Φωτογραφίες από τα βιβλία μου και την 'Αμυγδαλιά'

Όλα τα βιβλία της Τ. Μπούτου, επιλεγμένα τεύχη από τα Πειραϊκά Γράμματα, θεατρικές παραστάσεις, εκδηλώσεις, βραβεύσεις κ.α

.

.

.

Μικρό απόσπασμα από το νέο μου βιβλίο «Η Κίνα του 1978, Το μεγάλο ταξίδι της ζωής μου», από τις εκδόσεις Vivliologia (2015)

Κριτικές και αναφορές στο έργο της Τούλας Μπούτου

δείτε κι άλλες κριτικές εδώ

.

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

ΚΑΙ ΞΑΦΝΙΚΑ…

Μέσα στην τεχνητή ευτυχία
των φώτων της νύχτας
περπατούσαμε γοργά. Αμέριμνοι.
Θυμίαμα ζωής στον αγέλαστο Θεό
η γλυκειά τους ανταύγεια
Προσδοκία ανέφελου ουρανού. Αστεριών ασπασμοί
πίσω απ’ τη νικητήρια λάμψη της
Κι ήρθε απ’ τα ουρανοθέμελα…
η απρόσμενη μπόρα.
Ξαφνική. Αναπάντεχη. Ανελέητη.
«Κανείς δε σκέφτηκε να κρατήσει ομπρέλα»
Είπε κάποιος δίπλα μου
Και προχωρήσαμε όλοι σκυφτοί
Μπορεί και νικημένοι.




Τούλα Μπούτου

ΠΡΟΔΟΜΕΝΟ ΦΕΓΓΑΡΙ

Φεγγάρι μου!
που περιφρονείς τη νεκρή σου έρημο
Με μιαν επιμονή χωρίς ελπίδα.
Φεγγάρι μου αργυρό. Τραγουδισμένο μου φεγγάρι.
Σε προδώσαμε!
Ξεγελάσαμε την εμπιστοσύνη σου.
Παραβιάσαμε το θανάσιμο μυστικό σου.
Το φύλαγες καλά κλεισμένο στο σκληρό σου κέλυφος.
Σαν μαργαριτάρι ανεκτίμητο.
Σαν άβυσσο αγκαλιασμένη το θείο φως.
Σα βάραθρο ντυμένο την πράσινη μαγεία!
Το φύλαγες!
Άστους να πλανώνται στο φως μου, έλεγες.
Άστους να ερωτεύονται στους δρόμους
που τους χαράζω στα σκοτάδια της νύχτας
και να μου γράφουν ύμνους μιας φρούδας ομορφιάς.
Άστους να με διαβάζουν στα παιδικά τους όνειρα
και να μ’ αναζητούν στ’ αβέβαια ταξίδια τους.
Και ‘μεις-αναζητήσαμε τον θρίαμβο στην κατάχτησή σου.
Στήσαμε τη σημαία της ανθρώπινης ματαιοδοξίας μας
πάνω στην άσπρη τέφρα σου.
                                                                                Μ’ αλαλαγμούς χαράς.
                                                                                      Με ιαχές θριάμβου.
Καταχτήσαμε τη βέβαιη Απουσία
Και χάσαμε το δικαίωμά
                                                                                            της Αναζήτησης.




Τούλα Μπούτου, από την ποιητική συλλογή «Με μιαν ανάσα»

ΜΙΑ ΜΑΚΡΥΝΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ - ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ

Γιατί πρέπει να μην ξεχνούμε...

Κάτι που πολύ αγαπήσαμε, που έχει δεθεί με τη χρυσή ώρα της νιότης μας, δεν ξεχνιέται ποτέ. Μπορεί να επανέρχεται πάντα κοντά μας, αλώβητο από την σκληρή μεταχείριση του Χρόνου.

Τη Μαρία Πολυδούρη την είχα πρωτοδιαβάσει και με είχε κερδίσει στην τρυφερή ηλικία των 20 χρόνων. Την άνοιξη λοιπόν, κάθε άνοιξη εκεί κοντά στα τέλη του Απρίλη, με κάποια λογοτεχνική αφορμή, θυμάμαι πως χάθηκε αυτή η γλυκειά ποιήτρια του Μεσοπολέμου, μόλις στα 28 της χρόνια.

Γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1902 και έσβησε στις 29 Απριλίου 1930 σε κάποια κλινική Χρηστομάνου στα Πατήσια. Η ποίησή της, που όπως έγραφε ο Ανδρέας Καραντώνης στα «ποιητικά» του το 1977, «έχει κάτι από την αίγλη των τραγικών θρύλων των πλασμένων από ποίηση, έρωτα και θάνατο», μπόρεσε στα λιγοστά χρόνια της δημιουργίας της να καταγράψει και να δώσει με πληθωρική ορμή, μέσα από τη λυρική της έξαρση, όλο το απόσταγμα της ζωής, του έρωτα και του θανάτου. Γιατί η Πολυδούρη στη σύντομη πορεία της σε τούτο τον κόσμο έτσι ήθελε να ζήσει και να εκφρασθεί.

Είχε από πολύ νωρίς δείξει τον ορμητικό και παράφορο χαρακτήρα της. Αυτό το είχε επισημάνει ο Γυμνασιάρχης της και είχε πει στους γονείς της: «Στη Μαρία διακρίνω ένα δαιμόνιο μυαλό που καλπάζει. Προς Θεού μη σας φύγουν ούτε στιγμή τα γκέμια γιατί θα αφηνιάσει!»

Ο πατέρας της Γυμνασιάρχης, η μητέρα της μια μορφωμένη για την εποχή γυναίκα, με το όνειρο να σπουδάσουν οι κόρες της. Η Μαρία Πολυδούρη ήταν μια από τις πρώτες φοιτήτριες στη Νομική Αθηνών. Ταυτόχρονα έχει ολοκληρώσει τα πολιτικά της «πιστεύω» και τα υπερασπίζεται με πάθος. Το ζήτημα της ισότητας των 2 φύλλων, η απελευθέρωση της γυναίκας από τις άδικες καταπιεστικές προλήψεις, την απασχολούν όλο και πιο πολύ. Είναι πάντα μπροστά από την εποχή της και το αποδεικνύει κάθε στιγμή με τον τρόπο που ζει, περιφρονώντας τα κοινωνικά «ταμπού» του καιρού της. Ντύνεται, συμπεριφέρεται προκλητικά για τους νόμους και τους κανόνες που έπρεπε ν’ ακολουθούν τότε οι ομόφυλές της.

Μια φλογερή προσωπικότητα με μάτια που λάμπουν πελώρια και καθρεφτίζουν τη δίψα για ζωή. Που δε φοβούνται ν’ αντικρίζουν τη ζωή κατάματα και να την αντιμετωπίζουν. Άρχισε να γράφει ποίηση από πολύ νωρίς. «Μαργαρίτες» είναι η πρώτη ποιητική της συλλογή που έγραψε σε ηλικία 15 ετών αλλά δεν κυκλοφόρησε ποτέ.

Στη Νομαρχία Αττικής, όπου την απέσπασαν για να εργασθεί, θα γνωρίσει τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη. Είναι ένας αδύνατος άχρωμος άνθρωπος, που τα 26 του χρόνια δεν φωτίζουν τη νεανική του μορφή. Όμως είναι ήδη ένας φτασμένος ποιητής. Η Μαρία τον θαυμάζει, γοητεύεται από την προσωπικότητά του, που είναι ακριβώς η αντίθετη από τη δική της. Εκείνον τον απογοητεύει η παραμικρή δυσκολία στη ζωή, μια δειλία τον ακολουθεί σε κάθε του βήμα. Πολλές φορές τον κατακτά η σκέψη του θανάτου κι ο τρόπος που θα τον φέρει κοντά του. Η Μαρία και στις πιο επώδυνές της ώρες δεν σκέφτηκε να προκαλέσει τον θάνατο. Την απασχολεί η σκέψη του, πότε μ’ εγκαρτέρηση, πότε με τη διάθεση να παλέψει μαζί του, ποτέ όμως με την πρόθεση να του παραδοθεί.

Έχει πολύ συζητηθεί η σχέση η ερωτική αυτών των δύο ποιητών. Η γνώμη μας είναι πως υπήρξε, και πως εμπόδιο για την ολοκλήρωσή της που πολύ ποθούσε η Πολυδούρη, ήταν η βεβαιότητα του Καρυωτάκη πως έπασχε από μια από τις μάστιγες της εποχής, τη Σύφιλη, που στάθηκε και το μεγάλο του δράμα, και η αιτία της δυστυχίας και της ανασφάλειας στη ζωή του.

Η Μαρία έχει εγκαταλείψει τις σπουδές της. Αφήνει τη σίγουρη ζωή στην πατρίδα και φεύγει στο Παρίσι, μπορεί για ν’ απομακρυνθεί από μια πρόσκαιρη μνηστεία με κάποιον νέο δικηγόρο Γεωργίου (ίσως σ’ αντιπερισπασμό για τη διακοπή της σχέσης της με τον Καρυωτάκη).

Εκεί θα την πλήξει η άλλη μάστιγα της εποχής, η Φυματίωση. Γυρίζει στην Ελλάδα και μπαίνει στη  «Σωτηρία», αυτό το καταθλιπτικό ίδρυμα – καταφύγιο της εποχής, όπου όποιος περνούσε το κατώφλι ήξερε πως πάνω του είχε μπει αμετάκλητη η σφραγίδα του μελλοθάνατου. Τότε θα εκδοθεί η πρώτη ποιητική της συλλογή «Τρίλλιες που σβήνουν». Η ποιητική της φωνή δεν θρηνολογεί, τραγουδά μόνο μ’ έναν αγέρωχο τόνο.

Στα στήθη μου βαθειά η πληγή ματώνει,
σαν νέο λουλούδι, νοιώθω την ορμή της
που μου ρουφά το αίμα και με λύνει.
Το είναι μου τώρα η δύναμή της
που θα δουλεύει ανύποπτα για κείνη.
Οι «Τρίλλιες που σβήνουν» γίνονται δεκτές μ’ ενθουσιασμό από τους Φιλολογικούς κύκλους της εποχής. Κοντά της συχνάζουν ηχηρά ονόματα της Λογοτεχνίας. Η Μυρτιώτισσα, ο Άγγελος Τερζάκης, ο Σπ. Παναγιωτόπουλος, ο Ρίτσος (νεαρός τότε), ο Σικελιανός είναι μερικοί απ’ αυτούς. Ο τελευταίος θα της γράψει:

Μη στοχαστείς πως ήρθα αργά κοντά σου.
Είναι κρυφός ο δρόμος μου και δεν τον ξέρουν άλλοι.
Και χρόνια τώρα είμαι για σένα αδελφός
όπου σου σιάζει μυστικά το προσκεφάλι.
Κάποια μέρα του 1928 ο Καρυωτάκης θα επισκεφθεί τη Μαρία στο νοσοκομείο. Μια επίσκεψη όπως λένε, σε ήρεμο φιλικό τόνο. Ο ποιητής έχει μετατεθεί στην Πρέβεζα. Η διάθεσή του είναι χειρότερη παρά ποτέ. Έχει εκφράσει την απογοήτευση και την πίκρα για τη ζωή σε πολλά ποιήματα όπως «Δημόσιοι υπάλληλοι», «Ιδανικοί αυτόχειρες», «Νύχτα» κ.α., με το φάσμα του θανάτου να πλανιέται παντού σκυθρωπό. Όμως η πληθωρική Μαρία τραγουδάει ακράτητη για τον «Γυρισμό».

Ήρθες! Ήρθες! Πλημμύρισε η χαρά μου
κι η λαχτάρα με σφίγγει να με πνίξει.
Ήρθες όσο κι αν μάκρυνε ο χρόνος
ο ίδιος χρόνος την πόρτα σου’ χει ανοίξει.

Και θα προσπαθήσει αυτή, τόσο κοντά στο θάνατο να του δώσει κουράγιο.

…Φαίδρυνε τα χείλη!
στης πάναγνης χαράς μου το μεθύσι
Τι σημαίνει πως ο χειμώνας ήρθε
πριν τίποτε για μένανε ν’ ανθίσει;
Όμως η Μαρία ούτε και τώρα συμβιβαζόταν με την κατάστασή της. Τα βράδια φεύγει κρυφά από τη «Σωτηρία», συχνάζει σε νυκτερινά κέντρα, πίνει, καπνίζει, γλεντάει. Και πολύ νωρίς το πρωί γυρίζει τσακισμένη στο κρεβάτι της. Και με την ποιητική της επίγνωση θα πει:

Τον νεκρό που’ χω μέσα μου
περήφανα και στοργικά μαζί μου θα τον πάρω.
θα’ μαι σα χαρωπή. Σα μυστικόπαθη
θα’ μαι μι’ αποσταλμένη από τον Χάρο.
Λίγες μέρες μετά την επίσκεψη του Καρυωτάκη, θα μάθει για το τραγικό του τέλος. Λένε πως λιποθύμησε από την ταραχή της. Με συγκρατημένο πόνο και σκοτεινή συνοφρύωση γράφει το ποίημα «Σ’ ένα νέο που αυτοκτόνησε».
Το 1929 εκδίδεται η ποιητική της συλλογή «Ηχώ στο χάος». Ο σωματικός και ψυχικός πόνος έχει βαθειά ωριμάσει την ποιήτρια. Ο στίχος της τιθασευμένος και άρτιος, κι η διορατικότητά της τραγική.

Το τελευταίο τραγούδι μου το άγραφο
θ’ ανατείλει απ’ των ματιών τη δύση.
Το τελευταίο τραγούδι μου παρθένο θ’ αναβρύσει
στα πέτρινά μου χείλη.
Για άλλη μια φορά η περήφανη αδάμαστη και τόσο πονεμένη Μαρία θα κρούσει την στερνή καμπάνα, να σφραγίσει το γήινο πέρασμά της, με το ποίημα:

Και τώρα κλείστε ερμητικά τις θύρες!
                        Τέλειωσαν όλα!
Να μείνω μοναχή μου!
Όλα δικά μου ήταν εδώ μέσα.
                        Κι όλα μου λείψαν.
Κι έμεινε τόσο απίστευτα μοναχική η ψυχή μου!

Η Μ.Π. θα ελπίζει πάντα, και θα επανέρχεται. Γιατί έχει τη σφραγίδα της δωρεάς, του αληθινού ποιητή. Και γιατί είναι βαθειά ανθρώπινη.

Για τη Μαρία Πολυδούρη έχω μιλήσει και έχω γράψει αρκετές φορές. Έχω δώσει διάλεξη για εκείνη τρεις φορές με τίτλο:
Μαρία Πολυδούρη
«Οι τρίλλιες που δεν σβήνουν»



Τούλα Μπούτου

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΕΛΠΙΔΑΣ 2016-2017

Το Θέατρο ΕΛΠΙΔΑΣ θα παρουσιάσει τον χειμώνα του 2016-2017 τα εξής έργα: 

1) Το καινούργιο έργο της ΤΟΥΛΑΣ ΜΠΟΥΤΟΥ:  ''ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΕΣ ΚΛΗΣΕΙΣ'' 
2) την κωμωδία του Κλωντ Μανιέ:  ''ΕΝΑ ΖΕΥΓΑΡΙ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ''  και 
3) τον μονόλογο της Τούλας Μπούτου για 4η χρονιά: ''ΤΑ ΡΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ''. 


Έναρξη τον ΟΚΤΩΒΡΙΟ.

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ στο περιοδικό 3η Χιλιετία



Το περιοδικό 3η Χιλιετία, κυκλοφορεί υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Πιστικού με επιμελημένη και εκλεκτή ύλη. Στο τελευταίο τεύχος του δημοσιεύτηκε το δοκίμιο της Τούλας Μπούτου “Μελισσάνθη”. Το δοκίμιο αυτό, αφορά στη ζωή και το έργο της κορυφαίας Ελληνίδας ποιήτριας Μελισσάνθης (ψευδώνυμο) της Ήβης Κούγια -Σκανδαλάκη.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΕΤΣΗΣ

Για τον εκλεκτό καλλιτέχνη και αγαπημένο φίλο μου Παναγιώτη Τέτση, ένα μικρό κριτικό σημείωμα για την τελευταία του έκθεση με θέματα Ύδρας, το οποίο δημοσιεύτηκε και στο τεύχος 54 του περιοδικού Μανδραγόρας τον Απρίλιο 2016.



«Κρατώ τα λευκώματα του εκλεκτού – Ανθρώπου – Καλλιτέχνη – Δαμαστή του χρωστήρα Π. Τέτση πάνω μου. Τα ξεφυλλίζω. Μια ορχήστρα χρωμάτων με χιλιάδες χρωματιστές εναλλαγές – από το αγαπημένο του κυρίαρχο μαύρο, του ήλιου το χρυσαφί - «επιμένω να ζωγραφίζω». Με τη σιγουριά του πύρινου ήλιου γραμμένη πάνω από την υπογραφή του καλλιτέχνη. Κι η υδάτινη Αλήθεια της θάλασσας του ν’ αναβλύζει μ’ ένα γαλάζιο σε όλες τις υποδιαιρέσεις και τις αυξομειώσεις, όχι, δεν μπορεί να λείπει καμία, ούτε η παραμικρή υποσημείωση θαλασσινής σταγόνας με το δικό της χρωματικό αποτύπωμα από την απεραντοσύνη τους στο έργο του Π. Τέτση.

Ο αγαπημένος φίλος και κορυφαίος ζωγράφος έφυγε στις 5 Μαρτίου νικημένος, όπως όλα τα όντα, από την επίγεια Μοίρα. Κερδίζοντας την ανθρώπινη αθανασία για τ’ ανθρώπινα μέτρα. Δόξασε και απαθανάτισε ό,τι πέρασε από την «σοφία των μεγάλων χεριών του». Τα βλέπω δεμένα, να στοχάζονται έτσι καθώς το βλέμμα από το σκυμμένο κεφάλι του καλλιτέχνη τα αντικρίζει, κάποια θλίψη στην έκφραση, πόσο ακόμα θα μπορούν ίσως σκέφτεται - για πόσα ακόμα θα μιλήσουν σε αυτήν την πανανθρώπινη γλώσσα τους. Τι θα χαρίσει ακόμα στην Ελλάδα μας και διαμέσου αυτής σε όλο τον κόσμο.

Είναι για μένα σε αναλογία ένας Γεώργιος Παπανικολάου (Επιστήμη), ένας Μότσαρτ (Μουσική), ένας Ελύτης - υμνητής του Αιγαίου (Ποίηση) και πάνω απ’ όλα ένας μοναδικός Άνθρωπος. Η «Λαϊκή Αγορά» του ένα επίγειο δοξαστικό στην καθημερινότητά μας. Θα συγκεντρώσει πάνω της στην απέραντη αίθουσα που καταλαμβάνει στο μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου  για πάντα ατελείωτες ανθρώπινες θαυμαστικές ματιές. Δεν είμαι εγώ ικανή να μιλήσω περισσότερο για αυτά που μίλησαν πολλοί ειδικοί στα θέματα της Τέχνης του. Εγώ κρατώ τη θλίψη στην καρδιά μου για την απώλειά του και το ανθρώπινο καμάρι μου, γιατί δύο βιβλία μου έχουν εξώφυλλο φιλοτεχνημένο από το δικό του χέρι, που το θεωρώ υπέρτατη τιμή για εμένα. Ας είναι ένα προσκέφαλο γαλήνης το χώμα της Ύδρας που θα τον αγκαλιάζει για πάντα.»



Τούλα Μπούτου

ΣΟΦΙΑ ΜΠΕΦΟΝ

Η λαμπρή γιορτή για την τίμηση της ηρωίδας - ιατρού Σοφίας Μπεφόν, η οποία έγινε στις 4 Ιουνίου στο Θέατρο ΕΛΠΙΔΑΣ, είχε πολύ μεγάλη επιτυχία. Η ομιλία έγινε σε κείμενο της Τούλας Μπούτου και με ομιλητές τρεις ηθοποιούς όπως ο Μανώλης Δεστούνης, η Νίτα Παγώνη και ο Οδυσσέας Σταμούλης. 

Ακολούθησε η μητέρα της Σοφίας Μπεφόν, η Ευαγγελία Μπεφόν, με ένα εμπνευσμένο κείμενο για την κόρη της κυρίως με λεπτομέρειες από την παιδική της ηλικία. Ακολούθησε επίσης ο τ. Πρόεδρος  του Πανελλήνιου Ελεγκτικού Συνεδρίου κ. Σχοινιωτάκης Γιώργος με μια αξιόλογη ομιλία και πολύ ενημερωτική για την ύπαρξη, την χρησιμότητα και τις ελλείψεις των ελικοπτέρων του ΕΚΑΒ της μεταφοράς ασθενών από μακρινές περιοχές στο κέντρο. 

Με την παρουσία τους στην γεμάτη αίθουσα, μας τίμησαν πολλοί πνευματικοί άνθρωποι και καλλιτέχνες όπως ο Κώστας Πρέκας. Διαβάστηκαν πολλά και αξιόλογα ποιήματα αφιερωμένα στη μνήμη και την προσωπικότητα της αξέχαστης Σοφίας Μπεφόν – Σοφίας της Αγάπης – Σοφίας “παντός καιρού”.

Τούλα Μπούτου

ΗΛΙΑΧΤΙΔΑ


Ποίημα από την ποιητική συλλογή "Γλυκόπικρες νότες"


«Είσαι το δροσερό μου αεράκι.
Ο ήλιος που φωτίζει τη μέρα μου.
Η δροσοσταλίδα τις νύχτες μου».
Αυτά μου έλεγες κι εγώ κουνούσα το κεφάλι.
«Δεν μπορώ να σε πιστέψω» σου αποκρίθηκα.
«Μα γιατί; Γιατί, αγάπη μου;
Δεν καταλαβαίνεις πώς νιώθω;».
«Ακριβώς επειδή αισθάνομαι πώς νιώθεις,
δε θέλω να σε πιστέψω, ηλιαχτίδα μου».


της Ευφροσύνης Χαντζούλη

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

ΠΑΤΡΙΔΑ



(Από την ποιητική συλλογή Υπέρβαση)


Πάλλευκο νούφαρο
που ταξιδεύεις απτόητο
μέσα σε μι’ αγκαλιά
ανάμεσα σε Ιόνιο κι Αιγαίο
χωρίς σταματημό.
Νούφαρο από το μίσχο
κρατημένο του Βορά σου
και της καρδιάς σου την αλάθητη
πυξίδα για οδηγό.
Υπάρχεις! 
Λικνίζοντας ακούραστα 
τις δαντελλένιες σου όχθες
στη γαλανή κολυμπήθρα
μιας αέναης αναβάπτισης!
Υπάρχεις! 
Ρίζα γερή ρουφώντας 
στο “πάντα” τα νάματα
της απέθαντης Ιστορίας σου.
Υπάρχεις! 
Κι ας να σε κόψουν πόσοι το πόθησαν!
Πόσοι να ξεριζώσουν βάρβαρα 
τις ρίζες τις βαθειές σου!
Πόσοι να διαφεντέψουν
τ’ αστραφτερό σου Παρόν! 
Να φυλακίσουν τ’ αστραποβόλημα
της ασύγκριτης παρουσίας σου
στο κύλισμα του Χρόνου
Κράτει καλά νούφαρο του Φωτός! 
Κλείνοντας όλη τη λάμψη
του Χτες, του Σήμερα, του Αύριο
στα ολόρθα σου πέταλα.
Κράτει καλά!
Το αίμα της καρδιάς μας 
Ποτάμι ασίγαστο που κυλά
στα ζωντανά σου σπλάχνα.
Κι όλοι για σένα σφιχταγκάλιασμα
Γη των προγόνων μας. 
Δική μας Γή.

Τούλα Μπούτου