Φωτογραφίες από τα βιβλία μου και την 'Αμυγδαλιά'

Όλα τα βιβλία της Τ. Μπούτου, επιλεγμένα τεύχη από τα Πειραϊκά Γράμματα, θεατρικές παραστάσεις, εκδηλώσεις, βραβεύσεις κ.α

.

.

.

Μικρό απόσπασμα από το νέο μου βιβλίο «Η Κίνα του 1978, Το μεγάλο ταξίδι της ζωής μου», από τις εκδόσεις Vivliologia (2015)

Κριτικές και αναφορές στο έργο της Τούλας Μπούτου

δείτε κι άλλες κριτικές εδώ

.

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

"Στέκεται περήφανη και ακμαία..."


Γιώργου Μπαλούρδου
ΤΟΥΛΑ  ΜΠΟΥΤΟΥ
«Το παραμύθι μιας ζωής», εκδόσεις Γαβριηλίδης
 
(...) Το βιβλίο με τον ευαίσθητο και λυρικό τίτλο «Το παραμύθι μιας ζωής» της συγγραφέως Τούλας Μπούτου έρχεται με τη σειρά του να προστεθεί στις αυτοβιογραφικές μαρτυρίες των ανθρώπων που είτε γεννήθηκαν είτε κατοίκησαν είτε σταδιοδρόμησαν επαγγελματικά στον Πειραιά, προσφέροντας στην πόλη μας κάθε ικμάδα της ύπαρξής τους.
     Η Τούλα Μπούτου εκτός της επιστημονικής-ιατρικής-της ιδιότητας(είναι η πρώτη αναισθησιολόγος στον Ελλαδικό χώρο) που για πάνω από σαράντα χρόνια υπηρέτησε με αυταπάρνηση και ατομικό ψυχικό κόστος ασχολείται και με την λογοτεχνία. Έχει γράψει ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα, μικρές μελέτες και πρόσφατα ασχολήθηκε και με το θέατρο.
   Οι διηγηματικές της προτάσεις είναι κατά την γνώμη μου εκείνες που υπερτερούν των άλλων καλλιτεχνικών της δραστηριοτήτων, και οι οποίες τις προσφέρουν με άνεση την ταυτότητα της συγγραφέως επάξια.
(...) «Το παραμύθι μιας ζωής»είναι το πρώτο της στο είδος της αυτοβιογραφίας. Το βιβλίο είναι μια εξιστόρηση της συνολικής πορείας της ζωής της, τόσο της προσωπικής όσο και της επαγγελματικής. Επίσης υπάρχουν σελίδες που περιγράφει και διηγείται γεγονότα και καθημερινά συμβάντα που δεν αφορούν άμεσα την ιστορία της ζωής της, όμως σχετίζονται κατά κάποιον τρόπο με αυτήν και στα οποία η ίδια ήταν παρούσα ως αυτόπτης μάρτυρας, και ιδιαίτερα αυτού που αφορούν την εξέλιξη της Ιατρικής επιστήμης στον τομέα της αναισθησιολογίας που συμπορεύεται με την ατομική της σταδιοδρομία και δράση.
   Στην συνολική του θεώρηση το βιβλίο, εξιστορεί ευθύγραμμα και ειρηνικά χωρίς εκφραστικές ή υφολογικές κορώνες την πορεία της ζωής της από τις «θαμπωτικές καλοκαιρινές ώρες» ενός πρωινού του 1950, όταν κατέβηκε στον Πειραιά συντροφιά με έναν συμφοιτητή της έως σήμερα που ο χρόνος και η μοίρα την σημάδεψαν τραγικά και ανεξίτηλα. Στην αφήγηση πρυτανεύει η νηφαλιότητα της αποδοχής, η στωική ματιά του κλαυσίγελου του βίου, μια που η Ειμαρμένη ότι είχε να της δώσει της το πρόσφερε στα πρώτα φοιτητικά της χρόνια. Το παιδικό της όνειρο που ακόμα την κνίζει κράτησε περίπου μια πενταετία.
Η Μπούτου, δεν αναπλάθει σε ένα «ταμπλό βιβάντ» τους μύθους της εποχής της, δεν μας περιγράφει στοιχεία και γεγονότα του Πειραϊκού χώρου της ατμόσφαιρας του λιμανιού, των χρόνων της ζωής της, εκτός του πολύ στενού οικογενειακού της περιβάλλοντος. Δεν υπερβαίνει τα όρια προστασίας που της παρέχει  η ιατρική της κλινική που ήταν όνειρο ζωής και δημιούργημα του ιατρού και πολιτευτεί Θεόδωρου Λαμπράκη αλλά και της ίδιας μεταγενέστερα. (Ο Θεόδωρος Λαμπράκης υπήρξε αδερφός του Γρηγόρη Λαμπράκη, βουλευτή και αγωνιστή της Αριστεράς και της Ειρήνης, που δολοφονήθηκε στην  Θεσσαλονίκη).
Με στρωτό αφηγηματικό λόγο «απομυθοποιεί» τα ουσιαστικότερα συμβάντα του βίου της και των οραματικών φιλοδοξιών της δίνοντάς τους μια γήινη, πιο ανθρώπινη υφή ούτως ώστε να τα αναδείξει στις σωστές τους διαστάσεις, στις οικείες σε εμάς κλίμακες  των προσωπικών μας βιωμάτων, των ατομικών μας κοινωνικών και ψυχολογικών προβλημάτων. Οι κεραυνοί της μοίρας που συνταράσσουν εξακολουθητικά την ζωή της, δεν της αφήνουν περιθώρια για κοινωνικούς συμβιβασμούς, για εφησυχασμούς που προσφέρει η ασφάλεια μιας ισορροπημένης και ίσως μίζερης οικογενειακής ζωής.
    Ο λόγος της είναι έντονα αυτοαναφορικός και αυτό επιβεβαιωτικός των προσωπικών της επιλογών. Οι εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη με εκπληκτική ταχύτητα χωρίς όμως να μας κουράζουν. Η ροή των γεγονότων δεν αφήνει περιθώρια καλλιτεχνικής ανάπαυλας. Η γλώσσα χωρίς μπουκώματα εξεζητημένων εκφράσεων ισοζυγιάζει μεταξύ αυτοβιογραφικής πρόθεσης και μυθιστορηματικής ανάπλασης.
Η μνήμη που τροφοδοτεί συνεχώς την γραφή της αυτό συγκρατείται ώστε να μην καταφύγει στο διδακτισμό, στην εξαίρεση της προσωπικής πρόθεσης, αρνείται να υιοθετήσει την γυναικεία αισθηματολογία που θα καθιστούσε την αφήγηση ένα είδος λυδικού αυτοβιογραφικού ρομάντζου. Στέκεται περήφανη και ακμαία μέσα στην λαίλαπα των δεκάδων αρνητικών ζυμώσεων της μοίρας και των αδιεξόδων, και σηματοδοτεί τα γεγονότα χωρίς να τα φορτίζει με ψυχρούς εγκεφαλικούς σχεδιασμούς. Το ύφος της είναι στρωτό  και λαγαρό, χωρίς παχύρρευστους τόνους γυναικείας λυγρότητας.
Μέσα από την σημαδεμένη από την μοίρα αλλά σημαντική προσωπική της ιστορία και σταδιοδρομία, η συγγραφέας αναφέρεται στα ηθικά φορτία και ψυχικά βάρη που επωμίζεται εδώ και χρόνια. Μια ατομική διαδρομή που θα τις δώσει την δυνατότητα να αναμετρηθεί με τις αντοχές της, να παλέψει με τις φοβίες της, να οργανώσει ανετότερα τα αδιέξοδά της σε ένα σύγχρονο και μοντέρνο παραμύθι με απρόβλεπτη πραγματικά εξέλιξη. Οι κοριτσίστικες φαντασιώσεις της δεν θα διαρκέσουν πολύ. Οι αρρώστιες, οι θάνατοι, τα οικονομικά προβλήματα, δεν της παρέχουν την πολυτέλεια να ονειρεύεται για μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε με ευκολία να συμπαρασταθεί στο οικογενειακό της περιβάλλον. Η εξέλιξή της και η σταδιοδρομία της στον χώρο της Ιατρικής είναι η ζωοδότρα πνοή της προσωπικής της πορείας που αγκομαχά μέσα στα νέφη της σκοτεινής προσωπικής της μοίρας. Ο σεβασμός προς τον ιατρικό μέντορά της και κατοπινό σύζυγό της είναι μεγάλος και απεριόριστος. Όπως και η βαθειά ευγνωμοσύνη απέναντι στους πρωτεργάτες δασκάλους της αναισθησιολόγους που μαθήτευσε με θέρμη κοντά τους. Η συναισθηματική της ευκρασία για τα πρόσωπά τους και την ιατρική τους στάση είναι θερμή και απεριόριστη.
    Ο πρόωρα χαμένος της έρωτας όπως φαίνεται από την σύνολη αφήγηση  διατηρείται μέχρι σήμερα στην μνήμη και θα ολοκληρωθεί με την έλευση του γιου της και θα κλείσει τον κύκλο του με την ξαφνική και απρόοπτη εκδημία του. Οι άντρες που αγάπησε, έφυγαν με τραγικό τρόπο πριν από εκείνη. Και το μόνο που τις απομένει είναι να στέκεται μοιραία και σπαρακτικά και να παρακολουθεί την πορεία των εξελίξεων με έναν σαρκασμό και μια γυναικεία ωριμότητα
    Ο κύκλος της οικογένειας Λαμπράκη έκλεισε με βίαιο τρόπο. Όπως γράφει η ίδια: «Αυτή είναι η ζωή μου. Κάνε το χρέος σου μια επιταγή από τον Θεό-Μοίρα στον κάθε άνθρωπο, με την μεγάλη ή την μικρή αποστολή του».
    Και αυτό το χρέος-το Σολωμικό Χρέος-απέναντι στην κοινωνία αλλά και απέναντι στον εαυτό της είναι που εδώ και χρόνια πράττει με συνέπεια η συγγραφέας και ιατρός Τούλα Μπούτου. Ένα χρέος όχι μόνο σαν απάντηση στο νόημα της ζωής, αλλά σαν ασπίδα απέναντι στον ίδιο τον θάνατο που καιροφυλαχτεί κάθε στιγμή σε κάθε μας βήμα να ανατρέψει το όποιο μικρό ή μεγάλο προσωπικό ή καλλιτεχνικό μας κατόρθωμα.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση εφημερίδα,
«Κοινωνική», Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010, σελίδα 6.
Πειραιάς, Δευτέρα, 16 Δεκεμβρίου 2013.

Ολόκληρο το κείμενο στο ιστολόγιο του Γιώργου Μπαλούρδου

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Ένας σύγχρονος πνευματικός φάρος...



Βιβλιοθήκη «Καίτη Λασκαρίδη»

Μ
ια λαμπρή βραδιά στις 18 Δεκεμβρίου για τη γιορτή της Βιβλιοθήκης που συμπλήρωσε τα 20 χρόνια της. Άνθρωποι κάθε ηλικίας γέμισαν και την κύρια και τη βοηθητική αίθουσα του Ιδρύματος της οδού 2ας Μεραρχίας για ν’ακούσουν, να συμμετάσχουν και να χαρούν μέσα σε μια ατμόσφαιρα στοχασμού, παρηγοριάς για τα απαράδεκτα συμβαίνοντα στη χώρα μας και κάποιας μελλοντικής ελπίδας για άνοιγμα κι άλλων τέτοιων πνευματικών διεξόδων. Το έχουμε τονίσει κι άλλη φορά. Το Λασκαρίδειο Ίδρυμα (με τη Βιβλιοθήκη του) ήταν μια μοναδική ιδανική περίπτωση ιδιωτικής πρωτοβουλίας για τον Πειραιά.
Θυμάμαι με συγκίνηση την ιστορία του ωραίου νεοκλασικού κτηρίου την εποχή που σκόρπιζε γαλλικό φως και γνώσεις στα παιδιά μας. Την εποχή που ήταν η καταφυγή μας (πολλών πνευματικών ανθρώπων) για αξέχαστες πνευματικές εκδηλώσεις και αναφορές. Και χαίρομαι τόσο που η μεταμόρφωση του σε ένα σύγχρονο πνευματικό φάρο ήταν δικαίωση και μια αξιοθαύμαστη συνέχεια.
Ομιλητές: όλοι ξεχωριστοί και ο καθένας με τη δική του λεκτική προσθήκη. Η κ. Μαριλένα, πρόεδρος της Βιβλιοθήκης είναι μια φωτεινή αξιαγάπητη παρουσία απ’όπου κι αν τη δεις. Ο πρόεδρος κος Πάνος Λασκαρίδης μια ελληνική προσωπικότητα, υπόδειγμα του είδους. Η κ. Καλή Κυπαρίσση, πηγή φωτός για να φωτίζει και να καθοδηγεί αυτό το μοναδικό, για την Ελλάδα, ίδρυμα.
Παρακολούθησα τους εκλεκτούς ομιλητές, φροντίζοντας να μη χάσω ούτε λέξη από τα λεγόμενά τους όμως μια υποχρέωση προς τον Πειραϊκό Σύνδεσμο με ανάγκασε να χάσω τη μουσική συνέχεια. Συγκράτησα μια φράση της ποιήτριας Κικής Δημουλά που αναφέρθηκε στην αγάπη του κ. προέδρου στους φάρους και ναι, κάτι τέτοιο πόσο ταιριάζει στην φωτοδότρα Βιβλιοθήκη Λασκαρίδη! Κι εγώ, μ’αυτή την αλληγορική αγάπη στους φάρους βαθιά στην καρδιά μου, παραθέτω ένα μου ποίημα με την ευχή το Ίδρυμα Λασκαρίδη να εκπέμπει πάντα από την έπαλξή του καινούργιο φως που να βοηθάει πνευματικά στη σωστή ρότα των επερχόμενων ελληνικών γενεών.




Ο Φάρος

Ο φάρος στ’ακρωτήρι που το κούρσεψε ο καιρός
μόνος απόμεινε μέσα στη νύχτα
να καρτερεί για κάποιαν έλευση.
Απτόητος. Ανυποχώρητος.
Αδιάκοπα σπαταλώντας το πληθωρικό του φως.
-Σταμάτα πια να προσφέρεις του κάκου!
Τα πλοία αλλάξανε πορεία!
του μηνούσαν οι γλάροι οι περαστικοί.
-Και η βάρκα, η πιστή συντρόφισσά μας
βούλιαξε κι αυτή. Δεν θα περάσει πια.
-Εγώ θα φωτίζω!
Πρέπει να το ξοδέψω το φως που με καίει.
Απαντούσε ο φάρος.
Να΄ναι μια παρουσία μέσα στο σκοτάδι.
Έστω για ένα μόνο πλανεμένο καράβι.
Έστω μόνο για μια μικρή ξεστρατισμένη ρότα.
Έστω μόνο για σας!
Της μέρας της φωτεινής
τους σίγουρους γλάρους

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

ΚΑΛΗ ΜΕΡΑ ΠΕΙΡΑΙΑ ΜΟΥ


πηγη φωτο: http://nimertis.blogspot.gr/



ΚΑΛΗ ΜΕΡΑ ΠΕΙΡΑΙΑ ΜΟΥ
Η πρώτη γνωριμία

Πάντα υπήρχαν στη σκέψη μου, σκόρπιες εικόνες, στιγμές, και κάποια μακρινή γεύση από «Πειραιά».  Ακόμη και από την εποχή… που υπήρξα σαν «έμβρυο», οι πρώτες αθέατες παρουσίες μου ήταν εκεί, αφού ο γάμος των γονιών μου είχε γίνει στον Πειραιά, χωρίς να έχουν άμεση σχέση με καταγωγή τους από το Λιμάνι αυτό, όμως η γνωριμία τους έγινε με τη μεσολάβηση κάποιου συμπεθεριού του πατέρα μου, την αδελφή του δηλαδή είχε παντρευτεί κάποιος από τα’ αδέλφια της μητέρας μου.
Έγινε λοιπόν ο γάμος κάπου κοντά στην οδό Φιλελλήνων (τότε οι γάμοι γίνονταν μέσα στα σπίτια). 
Ο γαμήλιος μήνας τους συνεχίστηκε εκεί γύρω, κι εγώ ήμουν ο καρπός που «έδεσε» από την πρώτη βραδιά του γάμου τους, όπως έδειξαν τα μερομήνια κατόπιν.  Δηλαδή μέσα στον Πειραϊκό αέρα.  Ύστερα βέβαια έγινα μια βέρα Αθηναία, γεννήθηκα-μεγάλωσα στην Αθήνα, Πλατεία Αγάμων, όπως έλεγαν τότε την πλατεία Αμερικής.
Ο Πειραιάς δεν υπήρξε παρά ελάχιστες φορές σε όλη την παιδική μου ζωή… Αυτές οι εντυπωσιακές μνήμες από την περιφορά της εικόνας του Αγίου Σπυρίδωνα, το κρέμασμα από τα παράθυρα του σπιτιού της θείας Μαρίκας μαζί με τα’ άλλα ξαδελφάκια, για το ποιος θα δει καλύτερα αυτή την υποβλητική ιερή πομπή της περιφορά της εικόνας.
Μια επίσκεψη μαζί με τη μητέρα μου στο νοσοκομείο «Σαπόρτα» τότε για να δούμε ένα άρρωστο θείο (θυμάμαι τα στριμωγμένα κρεβάτια του τότε νοσοκομείου (Κρατικό σήμερα) μιας αποθήκης στην πραγματικότητα, την έντονη μυρωδιά αρρωστίλας που με τρόμαζε, της κλεισούρας, των βογγητών, το βιαστικό μου περπάτημα για να προφταίνουν τα βηματάκια μου εκείνα της μαμάς για να βγούμε μια ώρα αρχύτερα από το χαμηλό σκυθρωπό κτίριο.
Κάποια παιδική γιορτή στο Πειραιώτικο σπίτι της θείας, δεν θυμάμαι πια σε ποιο δρόμο, ένα σπίτι με ένα μικρό κήπο και μια μεγάλη συκιά, απ’ όπου το κέρασμα με τα κρύα ολόφρεσκα σύκα.
Κι οι πολλές διηγήσεις! Σαν παραμύθια από το στόμα της μαμάς.  Για το 1918, όταν νέα κοπέλα φερμένη από την Πόλη για να φιλοξενηθεί για λίγο καιρό από την αδελφή της μητέρας της, σ’ ένα σπιτάκι σκαρφαλωμένο στο λόφο της Καστέλας.
Όμως έγινε ο φοβερός «αποκλεισμός», η μητέρα μου αποκλείστηκε μακριά από τους δικούς της χωρίς να έχει καμιά επικοινωνία με τους δικούς της για 2 ολόκληρα χρόνια.  Που πέρασαν τόσο δύσκολα, ανυπόφορα κοντά στη τσιγκούνα κακιά θεία της  και το γιό της Φραγκίσκο, το γλυκό αγόρι, πρώτο της ξάδελφο, άρρωστο βαριά από φυματίωση που με τόση καλοσύνη την προειδοποιούσε «Μην τρως από το δικό μου πιάτο που σου δίνει η μάνα μου!  Να φας, έχω χτικιό και θα κολλήσεις!»  Φαίνεται η θεία την είχε κουράσει και αγανακτήσει μ μακρά φιλοξενία.
Αυτή η θεία Μαρία, έτσι το έφερε πολύ αργότερα η ζωή, όταν εγώ έγινα πια μια «καθαρόαιμη» Πειραιώτισσα (έτσι το ένοιωθα και το νοιώθω) εκείνη, μια πολύ ηλικιωμένη χωρίς κανένα στον κόσμο πια, αφού ο γιός της Φραγκίσκος είχε φύγει νεότατος από τη ζωή κατατρεγμένος κι αυτό και η μητέρα του από τους ανθρώπους που τότε θεωρούσαν τους φυματικούς κάτι σαν «χολεριασμένους», τόσο που τους ανάγκασαν να πάνε οι δυο τους μακριά σ’ ένα έρημο ορεινό χωριό στην Πελοπόννησο, εξόριστοι σ’ ένα καλυβόσπιτο, μέχρι το τέλος του παιδιού.  Κι εκείνη τότε να γυρίσει στον Πειραιά, σε ένα παλιό σπίτι της οδού Σηραγγίου, και στο τέλος της τραγικής ζωής της να «φιλοξενηθεί» στη δική μας Κλινική, τον «Λευκό Σταυρό».  Να γεροκομηθεί, μια συμπαθητική γριούλα πια, κι η μαμά μου να πηγαίνει να τη βλέπει, κι εγώ φυσικά σας γιατρός της Κλινικής.  Και λίγο πριν πεθάνει να πει της ανιψιάς της «Σ’ ευχαριστώ καρδούλα μου.  Συγχώρεσε με παιδί μου!»
Θυμάμαι απ’ όλα πιο πολύ τις ώρες ενός καλοκαιριάτικου πρωινού του 1950.  Κατεβαίναμε με τον φίλο και συμφοιτητή μου Κώστα με τον ηλεκτρικό στον Πειραιά.  Κάτι πολύ καινούργιο για μένα, μια νέα πόλη που γεννιόταν μπροστά μου κείνη τη στιγμή.
«Θέλεις να περπατήσουμε;» ρώτησε ο Κώστας καθώς βγαίναμε από τον Σταθμό.  «Να δεις λίγο Πειραιά;»
«Γιατί όχι; Αν έχουμε καιρό, με τέτοια λαμπρή μέρα, τέτοιο προορισμό κι ελπίδες, και τόσο καλή παρέα;  Θέλω πολύ!» είπα.
Ετοιμαζόμουν για το πρώτο μεγάλο βήμα της ζωής μου.  Φοιτήτρια στο τελευταίο έτος της Ιατρικής πια, με δυο μόνο χρωστούμενα μαθήματα.  Με μια πολύ πιεστική ανάγκη να βρω κάποια δουλειά.  Ο πόλεμος του 40 είχε γκρεμίσει πολλά από τα στηρίγματα της ζωής μας, η δουλειά του πατέρα μου (χρηματιστή) σε πολύ δεινή θέση.  Κατεστραμμένοι οικονομικά, κι η ιατρική χρειάζεται τόσα πολλά χρόνια μέχρι ν’ αρχίσεις να κερδίζεις κάποια δικά σου χρήματα.
Πειραιάς λοιπόν, φωτεινή αχτίδα ελπίδας για μια θέση «υποβοηθού» σε μια κλινική, το «Λευκό Σταυρό», όπως υποσχόταν ο Κώστας που δούλευε κιόλας εκεί.  Και παράλληλα ν’ αρχίσω και ειδικότητα.
Μια αλμυρένια φρεσκαδούρα από τη θάλασσα δεξιά μας, καραβάκια αραγμένα, κόσμος που πηγαινοερχόταν, μια τόσο συμπαθητική ζωντάνια στη μικρή βασανισμένη πόλη.
«Δεξιά μας ο Άγιος Σπυρίδωνας!» λέει ο Κώστας.
«Ωχ! Θυμάμαι την περιφορά της εικόνας του!» λέω με συγκίνηση.
«Να! Αριστερά η Αγία Τριάδα, η Μητρόπολη μας.  Πλησιάζουμε τώρα στο καμάρι μας, το Δημοτικό μας θέατρο.  Εδώ είναι το κέντρο του Πειραιά.»  Ο Κώστας τα τόνιζε όλα μ’ ενθουσιασμό, να μου ανεβάζει την καλή μου διάθεση.  «Κοίταξε καλά το ωραιότερο Θέατρο των Βαλκανίων! Κι ας πέρασε και πόλεμο!»  Θαύμασα την παρουσία του άσπρου εντυπωσιακού κτιρίου που δέσποζε μέσα στο Πειραιώτικο πρωινό.
Ο δρόμος, η Λεωφόρος Γεωργίου Α’, δεξιά-αριστερά κτίρια με την ξεχωριστή τους Αρχοντιά το καθένα.
Φτάσαμε – για πότε; - στο Πασαλιμάνι.  Έκλεισα τα μάτια μπροστά στο φως μιας πανέμορφης θάλασσας που στραφτάλιζε φιλικά απέναντι από τις μεγαλόπρεπες θύρες όπου σταματήσαμε.  «Ιδού ο Λευκός Σταυρός!  Ακτή Μουτσοπούλου 36».
Κτίριο νεοκλασικό, με τη σφραγίδα της διαχρονικής ομορφιάς να το στολίζει από πάνω ως κάτω.
«Η κλινική του Θ. Λαμπράκη, αυτή που ήρθαμε να γνωρίσεις, να δοκιμάσεις την τύχη σου, περνώντας βέβαια από την κρίση του Θόδωρου Λαμπράκη.
Έμεινα για λίγη ώρα με τα μάτια καρφωμένα στο κτήριο που έκρυβε το μυστικό του μέλλοντός μου.
Πλάι του, ένα χαμηλό μικρό κτίριο.  Ο Καραγκιόζης του Χαρίδημου!  Απέναντι ένα χαριτωμένο άσπρο κτίριο, που λες ήταν φυτεμένο μέσα στη κοντινή θάλασσα.  Ο «Όμιλος Ερετών!»
Είχα μια πρώτη τόσο εντυπωσιακή εικόνα αυτού του όμορφου λιμανιού, της δροσερής πόλης, που μου έφεραν στο νου τα παιδικά ονειρένια βήματα μου.  Τ’ ακούσματα μου για αυτή, που να, ήρθε η ώρα να τη γνωρίσω από πολύ κοντά χωρίς βέβαια να ξέρω κείνες τις ώρες που θα ήτα για ΠΑΝΤΑ.


Τούλα Μπούτου