Φωτογραφίες από τα βιβλία μου και την 'Αμυγδαλιά'

Όλα τα βιβλία της Τ. Μπούτου, επιλεγμένα τεύχη από τα Πειραϊκά Γράμματα, θεατρικές παραστάσεις, εκδηλώσεις, βραβεύσεις κ.α

.

.

.

Μικρό απόσπασμα από το νέο μου βιβλίο «Η Κίνα του 1978, Το μεγάλο ταξίδι της ζωής μου», από τις εκδόσεις Vivliologia (2015)

Κριτικές και αναφορές στο έργο της Τούλας Μπούτου

δείτε κι άλλες κριτικές εδώ

.

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

ΧΑΪ – ΚΟΥ




Θυρίδα Χρόνου
Διπλοκλείδωσα εντός
Κάποτε στιγμές του


Σελήνης ώρα
Ασημένια ξεγνοιασιά
Σκιάς νικήτρα
Ω! να’ταν έστω
μιας στιγμής ανασαιμιά
η έλευσή του


Στητές λαμπάδες
Δέντρων τραγική θανή
Ανθρώπων τύψη
Φλόγες δαμάστρες
Δέντρων άδικος χαμός
Φύση βιασμένη


Δεν θ’ακουστούνε
πια οι ύμνοι των πουλιών
Δοξαστικό μας
Καρδιά του Δάσους
Τάφος ζώων και πουλιών
Χαράς Αυλαία


Θαύμασε τώρα
Του χρωστήρα τη μαύρη
ξετσιπωσιά του
Νανούρισέ με!
θα κλέψω τα όνειρα
να μοιραστούμε…

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

Κι έλαμψε…



Ημίφως. Η ζωντανή ορχήστρα παίζει ένα από τα διαχρονικά ‘μπλουζ’. Αργό, νωχελικό, γεμάτο περιπάθεια. Ένα αχνογάλαζο συννεφάκι πλανιέται ολόγυρα, οι χρωματιστοί χαμηλότονοι προβολείς από την πίστα περνούν ανάμεσά τους, με τη δέσμη τους και το κάνουν πιο πραγματικό. Τα τόσα χέρια που πηγαινοέρχονται αδιάκοπα από το στόμα στο τασάκι εμπρός του το αναπαράγουν ασταμάτητα.
            Οι παρέες στα στρογγυλά τραπέζια με τα βαθειά καθίσματα, γυρισμένα όλα προς την πίστα και όλα τα μάτια σ’αυτήν και στα ζευγάρια που αργοσαλεύουν στον μαυλιστικό σκοπό.
            Η κοντινή παρέα… Όλοι νέοι, πολύ νέοι, αποξεχάστηκαν κι αυτοί. Κάποιος σιγομουρμουρίζει το σκοπό… Η και κοπέλα με το βελούδινο μαύρο κοστούμι της αντρικής κοψιάς και το τσιγάρο κολλημένο συνέχεια στο πλάι των χειλιών, όμως με τα μαλλιά άφθονα και γυαλιστερά, χυμένα στο σακάκι, να διαφωνούν… Πως όχι, είναι πέρα για πέρα θηλυκιά η ‘κτήτωρ’ της ανδρικής μόδας. Πλάι της ο νεαρός, προκλητικά ατημέλητο το ντύσιμό του και μια αλογοουρά να σείεται σε κάθε στροφή της κεφαλής, καλοχτενισμένη και άφθονη αλογοουρά ν’αφήνει ελεύθερο το αυτί με το χρυσό κρίκο καρφωμένο στο λοβίο. Και ‘βιζά βι’, αντικριστά που λένε, η άλλη κοπελιά ανεμίζει κ’αυτή τον καπνό του σιγαρέτου της… Έχει καθίσει με πλαστική ανεμελιά βαθειά στο κάθισμα. Μαύρο σπαραξικάρδια κολλητό το φόρεμά της, έχει τελείως παραιτηθεί από τον ρόλο του τον ‘αποκαλυπτικό’. Παίζει το ρόλο κορνίζας για τους δυο τροφαντούς καρπούς που προκλητικά ξεπετιούνται στο πλούσιο άνοιγμά του.
            Δυο καλοκαμωμένες κνήμες, δύο αρμονικοί μηροί, ντυμένοι στο μαύρο διαφανέστατο ‘καλσόν’, που αφήνει να μαντεύεις ελεύθερα την κρουστή θαμπόλευκη σάρκα. Παρακολουθείς ελεύθερα με τα μάτια… Το ένα πόδι πάνω στ’άλλο, η διαχωριστική γραμμή ανεβαίνει, σκοτεινή μα ολοφάνερη, ψηλά, κάτι λευκότερο, η γραμμή έγινε ένα μικρό τρίγωνο, κάπου εκεί θα σταματούν όλα… Δεν ξέρεις, αν ο φωτισμός βοηθούσε λίγο περισσότερο, ίσως να φαινόταν και η… ‘επιγραφή’.
            Η κοπέλα κουνάει το από πάνω πόδι ρυθμικά, στο σκοπό του τραγουδιού, που τώρα είναι μια γνωστή, ζωντανή ‘σάμπα’. Παρατηρώ το νεαρό με την ακούραστη αλογοουρά που ψηλά δεμένη σείεται πάντα με την παραμικρή κίνηση… Παρατηρώ τον άλλο της παρέας που κουβεντιάζει κι αυτός σοβαρά κι αδιάφορα με την αντροφορεμένη νέα γυναίκα… Παρατηρώ… Καμιά ιδιαίτερη συγκίνηση, καμιά δόνηση στην ατμόσφαιρα, κανένα αγκίστρωμα ματιάς, εκεί, ανάμεσα στο δρόμο που ελεύθερα οδηγεί στον υποσχόμενο παράδεισο…
            Μου ήρθε στο μυαλό ένα τραγουδάκι… Ο σκοπός του καλύπτει τον ρυθμό της σάμπας εντός μου… Έτσι μούρχεται να το τραγουδήσω να τ’ακούσουν όλοι τριγύρω και να ξαφνιαστούν… Είναι κάτι ‘σκοποί’ τραγουδιστικοί και άλλοι που ποτέ δεν πεθαίνουν!
            Κάτω στο γιαλό, λοιπόν, κάτω στο περιγιάλι… Φύσηξ’ ο γιαλός κοντή νεραντζούλα φουντωτή… Και της φάνηκε ο παραστράγαλός της… ΚΙ’ ΈΛΑΜΨ’Ο ΓΙΑΛΟΣ κοντή νεραντζούλα φουντωτή.

Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΑ ΥΛΙΚΑ




ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΑ ΥΛΙΚΑ

Όλα μεθοδικά. Στις αμέτρητες στήλες της εφημερίδας μια μικρή αγγελία. Όχι και μικρή, μέτρησε τις λέξεις μια μια. Τριάντα, τριάντα πέντε λέξεις θα τις πάρει, θα την πληρώσει.
 Σταμάτησε να πάρει μια βαθειά ανάσα, να φέρει το στυλό του στη σωστή θέση. Το άσπρο χαρτί απλωμένο μπροστά του, μια βραχνή μελωδία από το μικρό ραδιόφωνο πλάι στο μαξιλάρι: ‘θέλω να ζήσω εδώ ακόμα λίγο… υπάρχει λόγος…’ Παράξενοι, ανακατεμένοι στίχοι. Δεν τόχει ξανακούσει αυτό το τραγούδι… ναι, για λίγο… Το άσπρο χαρτί περιμένει.
Πολλά πολλά τα λουλούδια πάνω στο άσπρο μάρμαρο σήμερα. Ποιος να τα έβαλε; Μυρωδάτα λουλούδια αγάπης λόγια ξεχασμένα. Τα δικά του ήθελε να μπαίνουν πάντα ψηλά και πίσω. Εκεί που από κάτω ξεκουράζεται το λατρεμένο κεφάλι. Έβαλε μηχανικά το χέρι στην τσέπη του. Όχι, δεν ήταν το όπλο εκεί. Το είχε σκεφθεί, πόσες φορές δεν το είχε σκεφθεί. Όμως το όπλο δεν ήταν εκεί όταν ξεχείλιζε ο χείμαρρος του πόνου του. Δεν το είχε στην τσέπη του όταν στεκόταν με τις παλάμες ακουμπιστές στο  άσπρο μάρμαρο. Εξήντα χρόνια ζωής σβησμένα πάνω του. Άφαντα πια, μακρινά, αχρηστευμένα.
            ‘Θέλω’, έγραψε αργά, σκάβοντας πάνω στο χαρτί. ‘Χαρίζω όργανά μου σε κάποιον που τα έχει ανάγκη’. Ξέρω οι γιατροί δεν σκοτώνουν, φροντίζουν να δίνουν ζωή. Το νεφρό μου το ένα, το πνευμόνι μου το ένα, το μάτι μου… και την καρδιά μου, παραβλέψτε μια φορά τους κανόνες! Για κάποιον που τόσο θα την χρειάζεται να ζήσει. Είμαι 60 χρόνων. Μεταχειρισμένα υλικά. Όμως για κάποιον που δεν θα έχει άλλη λύση; Για όση ζωή μπορεί να στραγγιχτεί από την χαμένη τους ικμάδα;
ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΑ ΥΛΙΚΑ έγραψε πάνω πάνω. Τηλέφωνα επικοινωνίας της εφημερίδας.  Πέρασε το γραμμένο χαρτί, έπιασε το τηλέφωνο και πάτησε το Fax

The invaders

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

Στο φεγγάρι

Στο Φεγγάρι

Κι έτσι που σε θωρώ σε όποιον ουρανό
            δρεπανάκι ελπίδων που δεν πρόφτασε να θερίσει
Κούνια παραμυθένια βρεφικών ονείρων
            Μετέωρη στο Άπειρο
Κι ύστερα πάλι σφαίρα από ατόφιο χρυσό,
            Υπόσχεση πολύ υψηλά ιστάμενη,
όμως, υποσχετικά ορατή
            από τους κλειστούς μας ορίζοντες…
μ’εκείνες τις χρυσόκλωνες αχτίδες σου
τις σκαλωμένες στο παράθυρο της στείρας μοναξιάς
θαυμάζω τη μεγαλοψυχία και το κουράγιο σου.
που τους παραστρατημένους μας δρόμους, να φωτίζεις
            δεν έπαψες
δεν δίστασες ούτε στιγμή έτσι να πράττεις
            αντίβαρο, λες της προδοσίας μας,
κι ούτε λογάριασες εκείνη τη Σημαία της μεγάλης μας έπαρσης
            που χωρίς τη δική σου βούληση
καρφώσαμε αδίστακτα πάνω στη γενναία σου τέφρα.
            Εσύ, με τη δική σου Μοναξιά
που την έχεις πλάσει Φως κι ονειροφαντασιά
και γενναιόδωρη φωτοσπατάλη από το δανεισμένο σου φως,
προς ένα κόσμο που πια εδώ δεν αναπαράγει
            υψιπετείς προοπτικές…
Καρτερικά, χωρίς αντάλλαγμα
            ξοδεύεσαι προσμένοντας με παρρησία
Και μ’όλα τα ερωτηματικά να έπονται
            Την καταλυτική μας ΕΛΕΥΣΗ

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

Εικόνα




Μπήκαν βιαστικά, η πόρτα πρόθυμη ν’ανοιχτεί, να κλείσει αμέσως πίσω από τις βρεγμένες πλάτες τους. Σταγόνες παντού, υγρά πατήματα στις λερωμένες πλάκες από άλλα πατήματα.
Διάλεξαν την πιο απόμακρη γωνία. Το τραπέζι στολισμένο πρόσφατη αναχώρηση από ποτήρια και πιατάκια, εκείνος τα έσπρωξε με το χέρι μακριά. Την τράβηξε στο μέσα κάθισμα. Εδώ… να’σαι προφυλαγμένη. Ακόμα κι από μάτι κακό.
-Η βροχή καραδοκεί απέξω! Γέλασε αυτή. Μας περιμένει ν’αποτελειώσει το λούσιμο! Και χωρίς ομπρέλα; Δεν γλυτώνουμε!
-Ομπρέλα! Τα χέρια σου, πόσο τ’αγαπώ. Τα πήρε ανοιχτά, παγωμένα, μέσα στα δικά του, τα στέγνωσε. Τα θέλω πάντα για μένα! Νάναι η δική μου σκέπη!
-Ο χρόνος! είπε εκείνη. Πόσο θα μας χαριστεί; Πρέπει να τον έχουμε πλάι μας την κάθε στιγμή σαν τη σκιά που μας ακολουθεί στον ήλιο! Κριτής και φρουρός ο χρόνος. Μας το θυμίζει ολοένα. Και μένα τα χέρια μου που αδυνατούν πια να γίνονται σκέπη κι ασπίδα ζωής; Μην τα βλέπεις σε παρακαλώ.
-Όχι, μη μου τα παίρνεις. Έσκυψε και τα φίλησε ένα – ένα, το κάθε δάχτυλο και πάλι απ’την αρχή. Είναι διαμάντι ατόφιο η κάθε στιγμή του δικού μας χρόνου! Μόνο τα δάκρυα μπορεί να ξεπλένει η βροχή… είναι πιο μέσα όλα τ’άλλα, τα δικά μας, τ’ακριβά μας. Τόσο βαθειά μέσα μας. Κανείς δεν τα φτάνει.
            Το φρέσκο νερό που έφτασε μαζί με τους καφέδες έδιωξε όλα τα παλιά, τα στοιβαγμένα. Άπλωσε το ζεστό της χέρι στο μάγουλό του. Μια βελουδένια ανατριχίλα…
-Δεν κρυώνω πια! Στ’αλήθεια, κι ούτε φοβάμαι πια! Άδικα μας φοβερίζει ο χρόνος. Θα με κρύψεις κάτω απ’τη μασχάλη σου … τόση δα μικρούλα θα γίνω. Και θα περπατάμε στο δρόμο, αόρατη εγώ και χτες… και προχτές… και αύριο.
Έσκυψε στα χείλη της.
            Σηκώθηκαν, βγήκαν. Η βροχή είχε θεριέψει. Κι η μουσική απ’το πλατσούρισμα μια γλυκιά υπόκρουση στο γρήγορο βηματισμό τους.

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011

Ζοζέ Μαρία Ντε Ερεντιά


ΖΟΖΕ ΜΑΡΙΑ ΝΤΕ ΕΡΕΝΤΙΑ (1785 - 1859)

της Τούλας Σουβαλιώτη-Μπούτου


25 Οκτ. 2008

Ο Ζοζέ -Μαρία ντε Ερεντιά γεννήθηκε το 1842 στη Φορτούνα - Kαφιέρα κοντά στο Σαντιάγκο της Κούβας και πέθανε το 1905 στην έπαυλη του Μπουρντονέ, κοντά στο Χουντάν του Ρήνου. Ο πατέρας του ήταν Ισπανός ευγενής και η μητέρα του Γαλλίδα. Πήγε μικρός στο Παρίσι κι αφού τέλειωσε τις σπουδές του στο κολέγιο του Σενλίς ξαναγύρισε στην Πατρίδα του και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Αβάνας, αλλά ύστερα από ένα χρόνο το εγκατέλειψε και ήλθε πάλι στο Παρίσι όπου εγκαταστάθηκε οριστικά.
Μαθητής του Λεκόντ ντε Λιλ ακολούθησε τη σχολή των Παρνασσικών και με τα πρώτα σονέτα που δημοσίευσε σε διάφορα περιοδικά και που τα εξέδωσε κατόπιν σε συλλογή με τον τίτλο "Τρόπαια" κατέκτησε τη δόξα και γίνηκε Ακαδημαϊκός.
Τριάντα ολόκληρα χρόνια είχε βυθισθεί στη μελέτη και μάζευε τ' απαραίτητα στοιχεία για να γράψει τα εκατόν είκοσι σονέτα του, αυτά τα αριστουργήματα της φόρμας και της επιγραμματικότητας, μέσα στα οποία αποκρυσταλλώνεται όλη η εποποιία του  Ανθρώπου από την Αρχαιότητα ως την Αναγέννηση. Καθένα απ' αυτά, λέγει ο διάσημος κριτικός Λεμαίτρ, δεν έχει παρά όπως όλα τα σονέτα, δεκατέσσερις στίχους. Οι στίχοι, όμως, τούτοι λέγουν τόσα πράγματα σα να ήταν εξήντα τέσσερις. Είναι σοφοί, αραχνοΰφαντοι, πολυσύνθετοι και θαρρεί κανείς πως ο ποιητής προετοιμάστηκε πολύ κι έζησε στη χώρα και στην εποχή που κλείνουν, προτού να τους γράψει. Καθρεφτίζουν όλο τον ωραίο μύθο, το πνεύμα μιας φυλής κι ενός πολιτισμού. Προ πάντων ο Μεσαίωνας και η Αναγέννηση δεν μπορούσαν να ζωγραφιστούν ωραιότερα.
Αφού εξάντλησε έτσι τα ιστορικά θέματα ο Ερεντιά, γίνεται τέλος υποκειμενικότερος και καταλήγει στη φύση, στο όνειρο και στην Παράδοση. Διαβάζοντας κανείς το "Κρεβάτι" νομίζει πως η ίδια ψυχή της οικογενειακής Εστίας ανασταίνεται για μια στιγμή και μιλεί για ό,τι τίμιο, ωραίο και ιερό κληροδοτεί ο πατέρας στο παιδί και στο εγγόνι του.
Γενικά, τα σονέτα του Ερεντιά δεν τα βρίσκει κανείς τόσο τέλεια σε κανένα άλλο Γάλλο ποιητή και όπως είπε ο Ζολά: "το καθένα απ' αυτά λάμπει σαν άστρο μέσα στο σκοτάδι".

Ο ΚΥΔΝΟΣ
Σ' ένα θριαμβικό ουρανό που ο ήλιος τον φλογάει,
η ασημένια τρίηρα μέσ' στο ποτάμι ασπρίζει,
και μύρο σα θυμίαμα στ' αυλάκωμα σκορπάει,
με τα τραγούδια των αυλών, τη μέταξα που τρίζει.
Στην πλώρη τη χρυσόφωτη που ένα γεράκι γέρνει,
έξω απ' το θρόνο κρεμαστή για να καλοκοιτάει,
η Κλεοπάτρα ορθή στο φως που η δύση xρυσοσπαίρνει,
μοιάζει τρανό χρυσοπουλί που σε πουλάκι ορμάει.
Να ή Ταρσός που ο ήρωας ξαρμάτωτος προσμένει!
Κι ' ανοίγει η ομορφορήγισσα μι' αγκάλη αφροπλασμένη,
ρόδινη απ' την πορφύρα της μέσ' στ' αγεριού το χάδι.
Και δεν είδαν τα μάτια της κάποιο της Μοίρας βάρος,
κοντά της που τραντάφυλλα μαδούσαν στο σκοτάδι
του κύματος δυο θεία παιδιά, η Αποθυμιά κι' ο Χάρος!

Kοιτούσαvε κι οι δυο μαζί απ' τ' αψηλό μπαλκόνι,
ν' αποκοιμάται η Αίγυπτος σ' αέρι πυρό από κάτου.
Τον ποταμό που ολόμαυρος το Δέλτα χαρακώνει,
προς τη Σαΐδα να κυλά τα ολόπηχτα νερά του.
Και να ο Ρωμαίος ένοιωθε στο xαλκοθώρακά  του,
-σαν που κοιμίζει αιχμάλωτος πολεμιστής παιδάκι,-
να γέρνει, να λιγοθυμά στην άτρομη καρδιά του,
το ηδονικό που έσφιγγε στα στήθια του, κορμάκι.
Κι' αύτη τ' ωχρό κεφάλι της χωμένο στα μαλλιά της
γυρίζοντας γλυκά σ' αυτόν που μύρο εμέθα πλάνο,
το στόμ' απλώνει για φιλί, τα μάτια τα λαμπρά της.
Κι' ο λάβρος Ιμπεράτορας σκυφτός εκεί από πάνω,
είδε στα βαθιά μάτια της στιχτά με xρυσαστέρες,
μια δίχως άκρη θάλασσα που φεύγανε γαλέρες!

ΤΟ ΚΡΕΒΒΑΤΙ
Κι αν τούλιv' η μεταξωτη κουρτίνα το σκεπάζει,
κι' αν ειν' σαν τάφος θλιβερό, πρόσχαρο σα φωλίτσα,
εκεί γεννιέται ο άνθρωπος και σμίγει κι ησυχάζει,
παιδιά, γυναίκες, γέροντες, αvτρόγεvα, κορίτσα.
Νυφιάτικο για νεκρικό πάνω αγιασμό ας σκορπούνε!
το σκέπουν βάγια, στέφανα και του Σταυρούη λαμπράδα,
κι όλα κει πάνω αρχίζουνε, όλα κει πάνω σβούνε,
από την πρώτη χαραυγήν ως τη στερνή λαμπάδα.
Φτωχό, χωριάτικο κι απλό γι' άρxοvτοστολισμένο,
καμαρωτό, κατάxρυσο γι' απ' έβενο φτιασμένο,
ή από ξύλο, σίδερο γι' αδούλευτον ελάτι,
Χαρά στον που μπορεί χωρίς τρομάρες στην ψυχή του,
να κοιμηθεί στο γονικό, τίμιο, βαρύ κρεββάτι,
που γεννηθήκαν κι έσβησαν κει πάνω όλοι οι δικοί του.
(Τα δυο, πάνω ποιήματα είναι αριστουργηματικές
μεταφράσεις του Γιώργη Σημηριώτη )

Σ' ΕΝΑ ΠΟΙΗΤΗ
(Γράφτηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1905 επέτειο ημέρα, που γεννήθηκε ο Βίκτωρ Ουγκώ κι ύστερα από ένα διάβασμα του Οράτιου).
Πάντοτε νέος θα ζεις κι αυτό χάρη στις Πιερίδες.
Γκάλλε, ποτέ συ δε θα δεις στο μέτωπο ρυτίδες.
Τα χέρια τους θα πλέκουνε, τα ωραία τους χέριααιώνια,
στο μέτωπό σου ολόγυρα, πράσινα δάφνηςκλώνια.
Και κάτω από το θείο φως όπου οι σκιές σαλεύουν,
τα μάτια σου γεμάτα φως ή νύχτα, θ' αναδεύουν,
θα καθρεφτίζουνε καθώς στους στίχους σου, βαθιά των,
το θέαμα τ' ατέλειωτο της χλαλοής των τόπων,
των αδιάφορων θεών, των πληχτικών ανθρώπων,
και θα σου μείνει η ομορφιά μονάχα των πραγμάτων.
(Μετάφραση: Γιώργης Σημηριώτης)

ΤΟ ΚΡΕΒΒΑΤΙ
Του γάμου τα κλωνάνθια αν το στολίζουν
ή κάποτε τα κρέπια του θανάτου
στ' άσπρα κλινοσκεπάσματα από κάτου
μ' όνειρα, νιοι και γέροι το πλουμίζουν.
Της νύφης τις ντροπές τι πρώτο αν νοιώνει
κάτω απ' του σταυρού την άγια σκέπη
να 'ρχονται τ' αγγελούδια πρώτο βλέπει
και τον Αρχάγγελο το έργο του ν' αποσώνει.
Σε φτωχικό καλύβι ή σε παλάτι
άρχοντα αν είναι η κλίνη είτε σταυλίτου
από χρυσό φτιαγμένο γι' απ' ελάτι
Τιμή σ' αυτόν που σ' όλη τη ζωή του
κάνει το δίκιον ύπνο στο κρεββάτι
όπου ήλθανε κι εφύγαν οι γονιοί του.
(Μετάφραση: Γιώργης Σακκάς)