Μπήκαν
βιαστικά, η πόρτα πρόθυμη ν’ανοιχτεί, να κλείσει αμέσως πίσω από τις βρεγμένες
πλάτες τους. Σταγόνες παντού, υγρά πατήματα στις λερωμένες πλάκες από άλλα
πατήματα.
Διάλεξαν την πιο απόμακρη γωνία. Το τραπέζι
στολισμένο πρόσφατη αναχώρηση από ποτήρια και πιατάκια, εκείνος τα έσπρωξε με
το χέρι μακριά. Την τράβηξε στο μέσα κάθισμα. Εδώ… να’σαι προφυλαγμένη. Ακόμα κι
από μάτι κακό.
-Η βροχή καραδοκεί απέξω! Γέλασε αυτή.
Μας περιμένει ν’αποτελειώσει το λούσιμο! Και χωρίς ομπρέλα; Δεν γλυτώνουμε!
-Ομπρέλα! Τα χέρια σου, πόσο τ’αγαπώ.
Τα πήρε ανοιχτά, παγωμένα, μέσα στα δικά του, τα στέγνωσε. Τα θέλω πάντα για
μένα! Νάναι η δική μου σκέπη!
-Ο χρόνος! είπε εκείνη. Πόσο θα μας χαριστεί;
Πρέπει να τον έχουμε πλάι μας την κάθε στιγμή σαν τη σκιά που μας ακολουθεί
στον ήλιο! Κριτής και φρουρός ο χρόνος. Μας το θυμίζει ολοένα. Και μένα τα
χέρια μου που αδυνατούν πια να γίνονται σκέπη κι ασπίδα ζωής; Μην τα βλέπεις σε
παρακαλώ.
-Όχι, μη μου τα παίρνεις. Έσκυψε και
τα φίλησε ένα – ένα, το κάθε δάχτυλο και πάλι απ’την αρχή. Είναι διαμάντι
ατόφιο η κάθε στιγμή του δικού μας χρόνου! Μόνο τα δάκρυα μπορεί να ξεπλένει η
βροχή… είναι πιο μέσα όλα τ’άλλα, τα δικά μας, τ’ακριβά μας. Τόσο βαθειά μέσα μας.
Κανείς δεν τα φτάνει.
Το φρέσκο νερό που έφτασε μαζί με τους
καφέδες έδιωξε όλα τα παλιά, τα στοιβαγμένα. Άπλωσε το ζεστό της χέρι στο μάγουλό
του. Μια βελουδένια ανατριχίλα…
-Δεν κρυώνω πια! Στ’αλήθεια, κι ούτε
φοβάμαι πια! Άδικα μας φοβερίζει ο χρόνος. Θα με κρύψεις κάτω απ’τη μασχάλη σου
… τόση δα μικρούλα θα γίνω. Και θα περπατάμε στο δρόμο, αόρατη εγώ και χτες…
και προχτές… και αύριο.
Έσκυψε στα χείλη της.
Σηκώθηκαν, βγήκαν. Η βροχή είχε
θεριέψει. Κι η μουσική απ’το πλατσούρισμα μια γλυκιά υπόκρουση στο γρήγορο
βηματισμό τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου