Φωτογραφίες από τα βιβλία μου και την 'Αμυγδαλιά'

Όλα τα βιβλία της Τ. Μπούτου, επιλεγμένα τεύχη από τα Πειραϊκά Γράμματα, θεατρικές παραστάσεις, εκδηλώσεις, βραβεύσεις κ.α

.

.

.

Μικρό απόσπασμα από το νέο μου βιβλίο «Η Κίνα του 1978, Το μεγάλο ταξίδι της ζωής μου», από τις εκδόσεις Vivliologia (2015)

Κριτικές και αναφορές στο έργο της Τούλας Μπούτου

δείτε κι άλλες κριτικές εδώ

.

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

Νέοι Καιροί… όμως λίγο πιο παλιά…

Δεκέμβριος 2004. Κι οι γιορτές παρούσες, με τα κεκτημένα τους δικαιώματα που αψηφούν τόσες αναποδιές, δυστυχίες και τρομερά σαρώματα πάνω στον πλανήτη. Θα περάσουν αυτές οι μέρες διαγράφοντας τη φωτεινή τους τροχιά, που τη θέλουν πάντα ξεχωριστή και ανίκητη.
Ο αρθρογράφος της «Ελευθεροτυπίας» με πρόλαβε. Με το μελαγχολικό του αρθράκι, όμως σαν να μου χάρισε και κάποια ενδόμυχη παρηγοριά, κάτι σαν μοιρολατρικά γλυκιά παραδοχή, μου απάλυνε την αίσθηση της πίκρας που ακολουθούσε τη ματιά μου σαν ακουμπούσε εκεί, στην ίδια θέση. Μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη, όπου μία – μία από κάτω αραδιασμένες οι ευχετήριες κάρτες. Τις θυμόμουνα πολλές, πάρα πολλές, άλλες μεγάλες, άλλες μικρότερες, χρωματιστές, χρυσοστόλιστες, λιγόλογες ή κάπως πιο μακρόστιχες. Ακουμπούσε πάνω τους η ματιά μας κι ευφραινόταν… Όσο παλαιότερα τόσο περισσότερες… Μα τούτη τη χρονιά έχουν φτάσει να ‘ναι πια τόσο λίγες, τόσο κοντή κι αραιωμένη η επάλληλη γραμμή τους! Κι έλεγα λοιπόν με τον νου μου. Ε! περάσανε τα χρόνια! Θάμπωσε η σπαργή της νιότης, κόντυνε η φλόγα της επιτυχίας, η στιλπνάδα της επικαιρότητας, η ορμή της πρωτοπορίας… Μας ξεχνούν, βουλιάζουμε στην αφάνεια, κοινή των ανθρώπων η μοίρα!

Κι είναι ευτύχημα που ο Παντελής, αυτός που καμάρωνε τόσο και δεν εννοούσε να τις μαζέψουμε ακόμη και πολλές μέρες αφού οι γιορτές είχαν περάσει, «Άφησέ τις ακόμα λίγο! Μ’ αρέσουν! Να τις βλέπω» δεν μπορεί πια ν’ αξιολογήσει αριθμό και ονόματα φίλων που δεν ξεχνούν…
Όμως να, η μελαγχολική πέννα του αρθρογράφου της «Ελευθεροτυπίας» έδωσε μια άλλη διάσταση. Τόσο πραγματική, ψυχρή και αλάνθαστη. Τώρα πια τα e-mail (ηλεκτρονικό ταχυδρομείο) και τα SMS (σύντομα μηνύματα μέσω κινητών) πήραν τη θέση της ανθρώπινης γραφής και της ανθρώπινης φωνής μέσα από την τηλεφωνική συσκευή.

Στο πατάρι μου πριν κάποια χρόνια, βρισκόταν η αγαπημένη μου κόκκινη βαλίτσα, η οποία ήταν γεμάτη από την προσωπική μου αλληλογραφία, που είχε αξία ανεκτίμητη για μένα αφού ήταν γεμάτη από περιστατικά ζωής, αναμνήσεις, σχέδια για το μέλλον, εξομολογήσεις κλπ. Κάποτε, με ένα τυχαίο ατύχημα -μια πλημμύρα- καταστράφηκε η κόκκινη βαλίτσα και μου έμεινε  ο καημός. Μια απώλεια για μένα που ακόμη μετράει.
Η τεχνολογία λοιπόν θριαμβολογεί κι εδώ παντοδύναμη. Οι άνθρωποι ξέχασαν να γράφουν. Η λέξη «αλληλογραφία» με την στενή της έννοια σε λίγα χρόνια θα λείψει από τα λεξικά… Όπως επίσης και το γράμμα, η επιστολή, το ραβασάκι και ότι έχει σχέση με την αλληλογραφία.


Κι ας αφήσουμε τον χρόνο, που έχει να κρίνει τόσα πολλά και καινούργια, να βρει κι εδώ μια μικρή απάντηση. Θα μπορέσει ο Άνθρωπος να γίνει ευτυχέστερος; Θα μπορέσουν αυτά, που ακολουθούν, ν’ αντικαταστήσουν επάξια και θριαμβευτικά αυτά που όλο και φεύγουν νικημένα;


Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

Μια ιστορία του πολέμου



(Το διήγημα πήρε βραβείο Λασκαριδείου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού από το Λύκειο Ελληνίδων)


Η θύελλα είχε κατέβει χαμηλά, μας έφτασε ως την πιο μικρή απόμακρη ακρούλα, μας έκλεισε μέσα στα φοβερά πλοκάμια της. Σαν φωτιά που ανάβει κι απλώνεται πάνω-κάτω, απλώνεται, θεριεύει κλείνοντας μέσα στην καταλυτική της αγκαλιά ό,τι συντυχαίνει στο φλογερό της δρόμο.
Ύστερα όλα καταλάγιασαν. Έσβησε η φωτιά, κατακάθισε και στάχτη πολλή σκέπασε τις ζωές μας, σκέπασε τις ψυχές. Ξέραμε πως η στάχτη δεν είχε παγώσει, λάβα πυρακτωμένη το κέντρο της στάχτης, όμως έπρεπε να περιμένουμε κι η ζωή να πορεύεται το δρόμο της. Τα καθημερινά δεν αλλάζουν. Αντέχουν σε όλα τα ανέλπιστα.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος αναποδογύρισε την ήρεμη πορεία μας μέσα στο χρόνο και προσπαθούσαμε να γαντζωθούμε απ’ τα καθημερινά, τα σίγουρα. Να ζούμε μέσα τους και να ‘ναι όλα σαν πριν.
Από την πρώτη μέρα, εκείνο το αξέχαστο πρωινό μιας Δευτέρας του Οκτώβρη, που οι σειρήνες άρχισαν να ουρλιάζουν δαιμονισμένα όλες μαζί, κόβοντας τον ύπνο μας σε χίλια κομμάτια, ξεσκίζοντας τ’ αυτιά μας, μια άλλη ζωή άρχιζε για όλους. Στην αρχή ήταν ο τρόμος, η απορία. Τι θα ‘ναι ο πόλεμος; Πόσο μπορεί να τ’ αλλάξει όλα; Πόσο κρατάει ένας πόλεμος;
Από την πρώτη μέρα, οι συναγερμοί, τα καταφύγια, η συσκότιση. Τα σπίτια φόρεσαν την πένθιμη στολή τους, τη σκοτεινή, οι δρόμοι γίναν σκυθρωποί, οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν με τα πρόσωπα αγέλαστα, γεμάτα φροντίδα. Η αμφιβολία, η ανησυχία, η αγωνία, η προσμονή, σύντροφοί μας αχώριστοι.
Εμείς παιδιά τότε στο Γυμνάσιο, ίσια μπροστά στη μαγική πόρτα της ζωής, που ήταν έτοιμη ν’ ανοίξει, για μας. Ήμασταν μια συντροφιά, τρελοπαρέα τη λέγαμε, ίσαμε πέντε κοριτσόπουλα. Τ’ απογέματα να μαζευόμαστε στο σπίτι της μιας μας. Οι κουβέντες έπαιρναν κι έδιναν. Τι θα γίνει, πώς θα γίνει, πόσος ο κίνδυνος, τι να κάνουμε;
Η Νίκη η αδελφή της φίλης μας της Μαρίνας ερχόταν πολύ σπάνια. Αυτή ήταν μεγάλη για τη συντροφιά μας, δε μας έκανε πολύ γούστο, δεν τη βλέπαμε συχνά, όμως τη θαυμάζαμε πολύ. Το κορμί της πλέρια μεστωμένο, με τις τονισμένες τορνευτές του στρογγυλάδες. Πάντα ντυμένη μ’ έναν αέρα απλησίαστο για μας. Ακόμα θυμάμαι τα παπούτσια της τα κρέπ, χρώμα βαθύ καστανό, ανάλαφρα και τόσο αριστοκρατικά! Ποτέ ως τότε δεν είχα δει κάτι παρόμοιο κι απόμενα να τα χαζεύω κάθε φορά που καταδεχόταν να μας πλησιάσει. Όνειρο άπιαστο ένα τέτοιο ζευγάρι παπούτσια στα δικά μας πόδια. Αμ τα σκουλαρίκια; Το κολλιέ με τις γαλάζιες χάντρες στον ψηλόλιγνο λαιμό της; Η Νίκη ζούσε μιαν άλλη ζωή ανέκαθεν.
Η Μαρίνα, η φιλενάδα μας, έξι – επτά χρόνια μικρότερη, ήταν τόσο κοντινή μας, με τη μαύρη σχολική ποδιά και το άσπρο κατακάθαρο γιακαδάκι, τα καφέ της παπούτσια με το κλασικό λουράκι και το κουμπάκι στο πλάι.
Το σπίτι τους έκρυβε κι αυτό κάποιο μυστήριο. Στον ήσυχο δρόμο, μα τόσο κοντά στην πλατεία μας, ένα ισόγειο διαμέρισμα, σε μια γκρίζα τετραώροφη πολυκατοικία. Δεν μπορούσαμε να εξηγήσουμε γιατί η μητέρα μας δεν ήθελε να πηγαίνουμε στο σπίτι αυτό. Έβρισκε λογιών – λογιών δικαιολογίες να μας εμποδίζει -την αδελφή μου κι εμένα-  να πάμε. Μα και τις άλλες οι μητέρες τους. Κι εμείς μετά το σχολείο, λαχανιαστά και γρήγορα, όποτε βέβαια και όσο μπορούσαμε, στο σπίτι της Μαρίνας. Μας υποδεχόταν πάντα σκοτεινό και κατσουφιασμένο. Μια γυναίκα -η κυρά Κατίνα- μας άνοιγε την πόρτα, μας έγνεφε βιαστικά. Περάστε στο δωμάτιο δεξιά…, μπαίναμε και έκλεινε την πόρτα μέχρι να ειδοποιήσει τη φίλη μας. Τα κλεισμένα παντζούρια, η πνιχτική σιωπή, τα βήματα που ακούγαμε μερικές φορές, οι κλειστές πόρτες, μας έκαναν να μιλάμε σιγά, να περπατάμε στις μύτες των ποδιών.
Όταν βγαίναμε ύστερ’ από λίγη ώρα, σαν να χαιρόμαστε διπλά τον ήλιο και το φως.
Όμως την άλλη μέρα θέλαμε να ξαναπάμε, κάτι μας τραβούσε. Μπορεί το κρυμμένο μυστικό του. Σπάνια άνοιγε την πόρτα του δωματίου που βρισκόμαστε κλεισμένες η μητέρα της Μαρίνας. Ήταν μια ψιλή, γεμάτη γυναίκα. Τα μάτια της μεγάλα και σκοτεινά, φορτωμένα έγνοια και σκέψη, που βάραιναν στο βλέμμα της. Μας μιλούσε αφηρημένα με τη βαθιά της φωνή, το χαμόγελο αβέβαιο και λίγο. Μαντεύαμε πως βιαζόταν να μας δει να φύγουμε. Πήγαινε κι εσύ Μαρίνα με τα κορίτσια, έλεγε τις περισσότερες φορές.
Όσο για τον πατέρα, αυτός κι αν ήταν παράξενος! Η Μαρίνα μιλούσε λίγο γι’ αυτόν, κι είχε έναν αέρα περιφρόνησης στη φωνή. Απορούσαμε. Το νιώθαμε πως τον είχε πολύ χαμηλά τον πατέρα στην καρδιά της.
Τον συναντούσαμε πολύ σπάνια στην πόρτα. Έφευγε πάντα βιαστικός με το καπέλο κατεβασμένο μέχρι τα φρύδια. Και δεν κοιτούσε ποτέ ίσια στα μάτια, αν τύχαινε να μας χαιρετήσει και να μιλήσει μια στιγμή.
Όμως εμείς αγαπούσαμε τη φίλη μας μ’ όλα της τα παράξενα. Η Μαρίνα ήταν γλυκιά και πρόσχαρη και καλή.
-«Πού τα βρίσκει όλ’ αυτά τα ωραία η αδελφή σου; Εσένα γιατί δε σου παίρνουν τα ίδια;» ρωτούσαμε καμιά φορά, όχι τόσο ευγενικά.
-«Εγώ είμαι μικρή, δε θέλω. Ύστερα η Νίκη εργάζεται και τ’ αγοράζει μόνη της».
Ποτέ δεν κατορθώσαμε να μάθουμε πού εργαζόταν η Νίκη.
Γρήγορα ήρθαν οι μέρες που μας γέμισαν χαρά και περηφάνια. Νικούσαμε. Εκεί στα βουνά της Αλβανίας οι Ιταλοί έπαιρναν ένα μάθημα λεβεντιάς και παλικαριάς απ’ τους στρατιώτες μας. Κορυτσά, Πρεμετή, Αργυρόκαστρο. Σε μια-μια απ’ τις πόλεις της Αλβανίας η σημαίας μας στηνόταν και κυμάτιζε υπερήφανη.
Τα σχολειά έκλεισαν, άνοιξαν πάλι. Ζούσαμε μέσα σε μιαν έξαψη και πυρετό. Τόσο καινούργια όλ’ αυτά! Ένα απόγεμα η Μαρίνα μας ήθελε στο σπίτι της. «Ελάτε! Η Νίκη έφτιαξε ένα γλυκό για μας!»
Μια μικρή ψευτιά για τις αντιρρήσεις της δικής μας μαμάς, που δεν άλλαζαν, και φύγαμε. Παρέα τρεις-τέσσερις φιλενάδες. Η κυρά-Κατίνα μας άνοιξε με τις ίδιες κινήσεις. Μας ήθελε να περάσουμε γρήγορα στο δωμάτιο δεξιά.
Η Νίκη κι η Μαρίνα ήρθαν αμέσως να μας βρουν. Η Νίκη πάντα ντυμένη φανταχτερά και καλόγουστα, καλοχτενισμένη κι όμορφη. Γελαστή και καταδεχτική τούτη τη φορά. Μας σερβίρισε ένα ζουμερό γλυκό, κέικ με χαρουπόμελο και καρύδια, όνειρο για την εποχή. Ύστερα ήρθε και κάθισε κοντά μας. Χαρτιά κρατούσε στα χέρια της.
-«Βρε Ανθουλάκι,» μου λέει. «Μια μεγάλη χάρη θα σου ζητήσω. Ξέρω πως γράφεις τις ωραιότερες εκθέσεις στο σχολείο, η Μαρίνα μας λέει γράφεις και τις δικές της μερικές φορές. Θέλω ν’ αρχίσω αλληλογραφία μ’ ένα φίλο μου στρατιώτη στο μέτωπο, κι εγώ δεν τα καταφέρνω καλά. Μπορείς λοιπόν να μου γράφεις εσύ τα γράμματα;»
-«Μα πώς!» Είπα απορημένα. «Τι να γράφω; Πού θα ξέρω τα γράμματα;»
-«Θα στα δίνω εγώ! Και θα μου γράφεις την απάντηση με το δικό σου χέρι. Ο γραφικός μου χαρακτήρας και η ορθογραφία μου είναι για κλάματα! Να χαρτοφάκελα. Πάρε κι αυτό το μολύβι -μου δίνει ένα ασημένιο βιδωτό πανωραίο μολυβάκι- για να γράφεις καλύτερα. Πάρε και τα γράμματα του Γιώργου μου που πολεμάει στο μέτωπο…»
Ο Γιώργος της… Πήρα τα γράμματα, βιάζομαι να φύγω, να βρεθώ μόνη, να τα διαβάσω. Ήμουν στην ηλικία της προσμονής και του ονείρου, γύρω στα δεκαπέντε-δεκάξι, κι όλα θαυμαστά και φωτεινά σε τούτον τον κόσμο. Ούτε ο πόλεμος δεν κατάφερνε να θαμπώσει τη χαρά που ανάβλυζε πολλές φορές αναίτια, από την ξεκούραστη ψυχή μας. Θα ζούσα ένα μεγάλο φανταστικό έρωτα. Ο Γιώργος της! Τον φανταζόμουν ψηλό κι όμορφο, να παλεύει τον εχθρό στα χιονισμένα βουνά, και να περιμένει ένα γλυκό λόγο, απ’ την πολυαγαπημένη του που έμεινε πίσω. Κι ήμουν εγώ που θα ‘γραφα το λόγο αυτό. Η πολυαγαπημένη του… Τα φάκελα ταλαιπωρημένα και λίγο λερωμένα, είχαν ανοιχτεί πρόχειρα και βιαστικά. Σκισμένα στις άκριες. Δεν τα πρόσεξαν τα καημένα καθώς τ’ άνοιγαν.
Μόνη στο δωμάτιό μου, βράδυ και ησυχία, ανοίγω με τόση συγκίνηση το πρώτο.
-«Γεια σου ρε Νικάκι!» έμεινα λίγο απορημένη. «Γεια σου ρε κοπελάρα μου! Σε θυμάμαι δω πάνω στις ερημιές, που βρίσκομαι, κι αχ! Να σ’ είχα για λίγο κοντά μου να κάναμε τα ωραία μας! Θυμάσαι;» Αχ τι λόγια είν’ αυτά; Γιατί ο Γιώργος γράφει έτσι; Πού είναι το “πολυαγαπημένη μου”; Ήταν αδύνατο με την απειρία της ηλικίας και της εποχής το κλίμα, να πιάσω ένα τέτοιο νόημα.
Τέλειωσα το γράμμα. Κάποια ελπίδα για το δεύτερο χάθηκε με πολλά άλλα παρόμοια.
-«Θυμάσαι κουκλάρα το ξενοδοχείο στην Ομόνοια; Θυμάσαι τα ξημερώματα που παραδέρναμε στους δρόμους; Τι κέφια ήταν εκείνα! Πότε βρε Νικάκι θα ξεφαντώσουμε ξανά; Κάνε καμιά προσευχή να βγω ζωντανός, από τούτο το μακελιό και να ξαναβρούμε τα κέφια μας».
Απόμεινα πολύ σκεφτική. Ο πόλεμος αλλάζει τους ανθρώπους, χάνουν το δρόμο, τον ίδιο τους τον εαυτό…
Πήρα τα χαρτοφάκελα, το ζηλευτό ασημένιο μολυβάκι.
Πολυαγαπημένε μου, αρχίζω, κι έβαζα όλη την ψυχή μου. Σε συλλογίζομαι κει στ’ απάτητα βουνά να διαφεντεύεις το δίκιο μας και τη λευτεριά μας…
Γράφοντας κάτι σαν μεθύσι με συνεπαίρνει. Το χέρι μου πετάει, τα γράμματα βγαίνουν σίγουρα, στρογγυλά, κρατούν ακόμα τον παιδιακίσιο χαρακτήρα τους. Όλα μια φλόγα να φτάσουν το Γιώργο της… το Γιώργο μου.
Παρά λίγο θα’ βαζα το όνομά μου, καθώς τέλειωσα το γράμμα. Μα συνέφερα.
-«Σε φιλώ με απέραντη αγάπη, η Νίκη σου».
Η υπογραφή βγήκε τόσο πειστική, ήμουν στ’ αλήθεια η Νίκη του. Παράδωσα το γράμμα στη Μαρίνα να της το δώσει, να το στείλει. Κι η απάντηση δεν άργησε.
-«Έλα βρε Ανθουλάκι! Καλά τα γράφεις, τον συγκίνησες το λεβέντη!» μου είπε η Νίκη, δίνοντάς μου το γράμμα από το μέτωπο. Η ανυπομονησία μου ακόμη μεγαλύτερη μέχρι να βρεθώ μόνη να τ’ ανοίξω.
«Αγαπημένο μου Νικάκι! Τούτη τη φορά πολύ με συγκίνησε το γραμματάκι σου. Μου κράτησε συντροφιά μέσα στην αγριάδα και την παγωνιά που ζούμε. Χτες δώσαμε μάχη στο διπλανό ύψωμα. Μας είχαν περικυκλώσει οι Ιταλοί. Μας χτυπούσαν απ’ όλες τις μεριές. Λες να κλάψει καθόλου η Νίκη αν σκοτωθώ; Σκέφτηκα κάποια στιγμή…»
Αχ! Κινδύνεψε ο Γιώργος! Πόσο θα ‘θελα να είχα μια φωτογραφία του! Πρέπει να ζητήσω μια της Νίκης να τον βλέπω τουλάχιστον καθώς του γράφω.
«Κινδύνεψες πολυαγαπημένε μου, γράφω, για μας όλους. Την ώρα που εμείς περνάμε μια υποφερτή ζωή εδώ εσύ παίζεις τη ζωή σου κορώνα-γράμματα. Είσαι ένας ήρωας, όπως και τόσοι άλλοι, όμως για μένα είσαι ο ΕΝΑΣ κι αν λείψεις, μου λείπει η ίδια η ζωή».
Πού τα βρήκα τέτοια λόγια και τόσο πάθος; Είχα διαβάσει βιβλία ερωτικά βέβαια. Η ωραία του Πέραν, η Στέλλα του Φλαμμαριόν, καμάρωναν στη μικρή βιβλιοθήκη μας, μαζί μ’ άλλα πολλά. Κι αυτός, ο Γιώργος ήταν τ’ όνειρο κι οι προσμονές μου. Θα ‘ρχόταν και για μένα ο έρωτας μια μέρα…
Τούτη τη φορά το γράμμα του Γιώργου μια πελώρια απορία. «Βρε Νικάκι, εσύ γράφεις τέτοια γράμματα; Είναι δυνατό; Δεν μπορώ να το πιστέψω. Πού τον έκρυβες αυτόν τον εαυτό σου; Ποτέ στις όμορφες ώρες που περάσαμε παραδέρνοντας εδώ κι εκεί, δεν άφησες να φανεί κάτι τέτοιο!»
-«Αυτή ήμουν πάντα» του απαντώ. «Κι έπρεπε εσύ να σκύψεις μέσα μου και να με βρεις… Εγώ αγάπη μου απ’ την πρώτη μέρα που σε γνώρισα περίμενα να μ’ ανακαλύψεις…»
Η Νίκη ενθουσιασμένη. Του ‘στελνε και κανένα γλυκό, κανένα πουλόβερ πλεγμένο -τάχα απ’ τα χέρια της- που η κυρά Κατίνα με μια μικρή πληρωμή το καλόπλεξε στα γρήγορα.
-«Βρε Ανθούλα! Αν μου τον καταφέρεις μέχρι το τέλος θα ‘χεις ένα μεγάλο δώρο!» μου λέει μια φορά.
-«Τι να καταφέρω;» ρώτησα ανόητα.
-«Μα να τον τυλίξουμε! Είναι από πλούσια οικογένεια, μορφωμένος και καλός. Γαμπρός με τα όλα του! Να τον καταφέρεις να παντρευτούμε!»
Έμεινα ακόμα πιο ανόητα απορημένη.
-«Μα και βέβαια πρέπει να παντρευτείτε αφού τον αγαπάς και σ’ αγαπά!»
Η Νίκη με χτύπησε στην πλάτη με συμπάθεια.
-«Άντε βρε μικρό!» είπε μονάχα και ψευτογέλασε.

Ο Χειμώνας όλο και πιο σκληρός. Όλα δυσκολεύουν και τα γράμματα μια αχτίδα στη σκοτεινιά. Έρχονται απανωτά και κάθε φορά ένα βήμα προσέγγισης. Ένας αέρας σεβασμού άρχισε να φυσάει ανάμεσα στις γραμμές τους. Εγώ δεν μπορούσα τότε να το αξιολογήσω, μόνο χαιρόμουν το “Αγαπημένη μου”, “Κορίτσι μου γλυκό” και “Πόσο λαχταρώ να βρεθώ κοντά σου”, “Αν δε σε είχα και σένα τι θα γινόμουν εδώ στη παγωνιά μας”.
«Γράφε μου Νίκη μου, γράφε μου φως της ζωής μου», έλεγε το τελευταίο γράμμα του Γιώργου.
Εγώ δεν περίμενα πια μήτε απάντηση. Έγραφα, έγραφα, να του κρατώ συντροφιά, όλες τις ώρες της μοναξιάς του. «Να σε φυλάει το γράμμα μου, από κάθε κακό. Βάλε το κοντά στη καρδιά σου. Με την εικόνα της Παναγιάς».
Κι η Νίκη μόνον τον κόπο να το στέλνει και να γελάει τρανταχτά κάθε φορά.
-«Μωρέ μάγια του ΄κανες και τον άλλαξες! Μπράβο Ανθούλα! Να ‘σαι καλά!»
-«Θα μου τον γνωρίσεις, όταν γυρίσει;» είπα μια φορά κι ήθελα στ’ αλήθεια τόσο να γνωρίσω το Γιώργο της, το Γιώργο μου.
-«Πώς! Πώς!» είπε και γέλασε πιο δυνατά. Οι φίλες μου με πείραζαν. Άντε να δούμε!
-«Μήπως τον ερωτευτείς στο τέλος; Θα ‘χει γούστο! Διάβασέ μας τουλάχιστον τι του γράφεις!»
Ποτέ δεν τους διάβασα ούτε μιαν αράδα.
-«Του γράφω όπως θα ‘νιωθα, αν ήμουν εγώ η Νίκη» είπα μονάχα.

Τον Απρίλη το μέτωπο το Αλβανικό έσπασε. Δεύτερο θηρίο, η Γερμανία, ήρθε στο πλευρό της Ιταλικής αυτοκρατορίας να βοηθήσει, να συντρίψουνε τη μικρή, πεισματάρα χώρα μας. Θλίψη και πόνος! Τι μας περίμενε πάλι!
-«Ανθούλα! Φτάνουν πια τα γράμματα. Σ’ ευχαριστώ» είπε η Νίκη μια μέρα. «Ο Γιώργος γυρίζει ζωντανός».
-«Θα τον δούμε λοιπόν!» είπα κι η χαρά πάλευε με τη λύπη. Δε θα ξαναγράψουμε λοιπόν στο Γιώργο μας! Τέρμα τα όνειρα κι η αγάπη.

Τα σχολεία έκλεισαν πάλι. Τη Μαρίνα είχαμε καιρό να τη δούμε. Στο σκυθρωπό της σπίτι η πόρτα θεόκλειστη. Περάσαμε, χτυπήσαμε πολλές φορές, του κάκου.
Ξαφνικά έν’ απόγεμα στην πόρτα μας η Νίκη! Ήμασταν όλες μαζί στο σπίτι το δικό μου και κουβεντιάζαμε, περνούσαμε τις άχαρες μας ώρες. Και να ‘τη! Πιο όμορφη και καλοντυμένη παρά ποτέ! Και το γέλιο της το πιο ξάστερο πράγμα στη σκοτεινιά μας!
-«Γεια σας βρε παιδιά! Τι κάνετε; Πώς τα περνάτε;»
Την κοιτάζαμε άφωνες.
-«Εσύ τι κάνεις;» είπα επιτέλους εγώ.
-«Καλά Ανθούλα μου! Για σένα ήρθα!»
Ανοίγει την τσάντα της, βγάζει ένα τούλινο μπαλάκι γεμάτο κουφέτα.
-«Γιου Χου!» Φωνάζει και μου πετάει το χαρούμενο μπαλάκι. «Παντρεύτηκα Ανθούλα! Γι’ αυτό χαθήκαμε! Και στα δικά σας! ‘Ένα γρήγορο κατοχικό γάμο! Αυτή είναι η μπομπονιέρα, δε γινόταν καλύτερη!»
Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Οι φωνές πάλευαν μέσα μου. Παντρεύτηκε! Ο Γιώργος της, ο Γιώργος μου παντρεύτηκε, κι ούτε που τον έχω γνωρίσει! Μόλις γύρισε κουβαλώντας τα γράμματά μου, τόσο γρήγορα, παντρεύτηκε!
-«Να ζήσετε!» Κατάφερα να πω. Και στην αμηχανία μου: «Έχω και το ασημένιο σου μολύβι, να στο δώσω!»
-«Α! Όχι! Στο χαρίζω, να θυμάσαι τα γράμματα που μου ‘γραφες!» είπε μεγαλόψυχα. «Αυτό λοιπόν ήταν το δώρο, για το που τα καταφέραμε!» σάρκασα μυστικά.

Η ζωή μας πήρε τον ανηφορικό αγκαθωτό δρόμο, να διαβούμε τα σκληρά χρόνια του ξενικού ζυγού. Τη Νίκη δεν τη βλέπαμε πια καθόλου. Από τη Μαρίνα μαθαίναμε πως περνάει καλά στο καινούργιο σπιτικό της, κάπου στο κέντρο της Αθήνας.
Το Γιώργο μας ποτέ δεν τον γνώρισα. Ποτέ κι αυτός δεν έμαθε ποιος του κρατούσε συντροφιά, στις σκληρές ώρες του πολέμου.
Το μόνο που έφτασε στ’ αυτιά μας είναι πως αυτός ο γάμος δεν κράτησε πολύ. Διαλύθηκε γρήγορα και ανεξήγητα.
Αργότερα η Νίκη παντρεύτηκε έναν Αμερικανό από το Τέξας -έλεγαν πως είχε πετρελαιοπηγές- κι έφυγε για πάντα από την Ελλάδα.


(Μία αληθινή ιστορία του πολέμου)



Το νέο μου βιβλίο "Διαδρομές σε παραμύθια που δεν είναι παραμύθια"


Κυκλοφορεί
το νέο βιβλίο της Τούλας Μπούτου

Είδε το φως της επικαιρότητας το νέο μου βιβλίο “Διαδρομές σε παραμύθια που δεν είναι παραμύθια” από τις εκδόσεις J&J Publications. Ευτυχώς είχαμε από την πρώτη στιγμή κάποια τυπική ανταπόκριση στον κόσμο του βιβλίου, ο οποίος δεν είναι πια τόσο απέραντος.

Το βιβλίο “Διαδρομές σε παραμύθια που δεν είναι παραμύθια” περιέχει 10 ιστορίες ζωής και ελπίδας για μικρούς και μεγάλους με τα εξής κεφάλαια:
    
     
     
     Το μπαλκόνι της προσευχής
     Ο Ιβάν
     Το μεγάλο έλατο
     Ένα μικρό θαύμα
     Στο δάσος
     Το μυστικό της Κλαίρης
     Μια υιοθεσία
     Ο θρήνος της σφήκας
     Το άρρωστο χελιδόνι
     Σαμποτάζ


Η εικονογράφηση του βιβλίου πραγματοποιήθηκε από την Ιώ Γρανιτσιώτη-Μαθιανάκη.



Τεχνικά χαρακτηριστικά βιβλίου
Διάσταση 17 x 24
Σελίδες 70
Εξώφυλλο Μαλακό
ISBN 978-960-93-7915-1

Κυκλοφορία βιβλίου Αύγουστος 2016.
Πληροφορίες:Παρ’ Ημίν”   Χαρ. Τρικούπη 11α
Αθήνα,   τηλ. 210 3811201


http://aristeaboutou.blogspot.gr/



Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2016

Αναπάντεχες κλήσεις



Υπενθυμίζω στους αγαπητούς φίλους που διαβάζουν αυτή την ιστοσελίδα ότι το νέο μου έργο "Αναπάντεχες κλήσεις" θα παίζεται από τις 21 Οκτωβρίου στο Θέατρο Ελπίδας (Αριστοτέλους 53 & Σμύρνης).

Είναι μία σύγχρονη κοινωνική κωμωδία, που αναφέρεται στα προβλήματα της εποχής μας και στις δυσκολίες που βιώνουμε όλοι. Διανθίζεται με όνειρα και απορρέει ελπίδα για το μέλλον!

Κάτω από τη στάχτη…



Λοιπόν, είναι κι αυτές οι μνήμες οι πιο απόμακρες, χαμένες στο βάθος του χρόνου, που ξεπροβάλλουν έτσι άξαφνα και απρόσμενα, ξεπετιώνται κάτω από τόνους στάχτης και χώμα λησμονιάς που τις κρατάει αόρατες και καταπλακωμένες… Και να χορεύουν πάνω τους τόσα πολλά πιο πρόσφατα «χτες», και «έρωτες», και «μέρες λαμπροφόρετες» και «νύχτες αγρύπνιας» και «ασημένιας μαγείας», και «μέρες δυστυχίας». Ν’ ακολουθείς κιβούρια με τα δάκρυα να ραίνουν το δρόμο που πατάς. Και πέπλα γάμου, γεννητούρια βλασταριών με συμβόλαια ατράνταχτα για αμέτρητα «αύριο» και «πάντα». Τόσα, τόσα πολλά…

Κι αυτή μια μικρούλα απρόσμενη θύμηση να ξεπετιέται ολόξαφνα απ’ την ανυπαρξία της σαν χορταράκι, που ξεμυτίζει θαρρετά μέσα από πέτρες και χωμάτινη ένδεια. Ναι. Ξεκρέμαστη θύμηση! Με κείνο το ντενεκεδένιο κουτί… το σκέπασμα του καλά, σφιχτά κλεισμένο για να κρατάει όσο γίνεται τη διαπεραστική οσμή της φορμόλης, να μη μπορεί να βγει από το πατάρι να σκορπίσει και να ρυπάνει τον καθαρό αέρα του σπιτικού της εποχής εκείνης… τόσο αμέτοχης σε καυσαέρια και αναθυμιάσεις όλων των ειδών. Βάζαμε την ξύλινη σκαλίτσα… κι ανεβαίναμε στο πατάρι, πότε γω, πότε κάποιο από τ’ άλλα παιδιά, αν ήταν τ’ αγόρια κάποιο απ’ αυτά σαν ιππότης, το πατάρι ήταν μικρό και άβολο με τις στίβες των άχρηστων πραγμάτων και σε μιαν άκρη, μόλις ανοίγεις την πόρτα, για να το πιάνεις αμέσως, το ντενεκεδένιο κουτί. Στο δωμάτιο η παρέα περίμενε, παλιές εφημερίδες και χαρτιά στρωμένα, κι ένα τσίγκινο μεγάλο πιάτο (η «ευλογία» του πλαστικού τελείως άγνωστη). Δύο λαβίδες στο πλάι, όλα μαζί υποδέχονταν τον ντενεκέ.

Η Ανατομία ήταν για μένα, και γι’ άλλους πολλούς συμφοιτητές, το δυσκολότερο μάθημα. Το μόνο στο οποίο είχα «κοπεί» στην πρώτη εξεταστική περίοδο. Κι ο αθεόφοβος σαδιστής καθηγητής με τα τρομερά κατεβαστά γυαλιά στη μύτη του, μου είχε βάλει για βαθμό 4.5. Σκέτη ειρωνεία αφού η βάση ήταν το 5 και τόση αγωνία για τη δεύτερη «εξεταστική» που θαρχόταν σε λίγο.

Ο Βασίλης Π. ήταν ένα πολύ γλυκό μελαχρινό αγόρι, θυμάμαι, έρχεται στ’ αυτιά μου μαζί με τα παλιά κι εκείνο το χαρούμενο, καμπανιστό ανοιχτόκαρδο γέλιο του. Προχωρημένος φοιτητής στο 5ο έτος της Ιατρικής και πολύξερος, εργαζόταν και σαν βοηθός πλάι στον Ιατροδικαστή Μ. για να βγάλει κάποιο χαρτζιλίκι. Δύσκολοι, δύσκολοι καιροί, και η μόνη αφθονία των… πτωμάτων.
Αδιαχώρητο στο νεκροτομείο. Άσε πια με κείνη την ατέλειωτη μακρυά αίθουσα του ανατομείου, κάθε μαρμάρινος πάγκος κι από ένα «πρώην» ανθρώπινο πλάσμα, που είχαν σκοτώσει η πείνα, οι κακουχίες, οι αρρώστιες, οι κακοποιήσεις του εχθρού.

Η ανθρώπινη ζωή σε τραγική ευτέλεια. Όμως οι υποψήφιοι γιατροί έπρεπε να εκπαιδευτούν!
Ο Βασίλης μας έκανε ένα μικρό φροντιστήριο. Είχε λυπηθεί την αγωνία μου για το δύσκολο μάθημα, ήθελε να μας βάλει τέτοιες γνώσεις στο μυαλό έτσι, να μη βγαίνουν ούτε μπροστά στο πιο άγριο ως απάνθρωπο βλέμμα του μισητού καθηγητή. Το πιο δύσκολο κεφάλαιο, ο ανθρώπινος εγκέφαλος.
Έφτιαξε λοιπόν ένα «παρασκεύασμα» από έναν ανθρώπινο εγκέφαλο, που ξέκλεψε από τα αζήτητα -τόσα, τόσα πολλά τότε πτώματα- του νεκροτομείου. Πιο πολλά ήταν τα πτώματα από τα δυσεύρετα πολύτιμα λάχανα στην αγορά. Ωραία διατηρημένο μέσα σε μπόλικη φορμόλη (μπορεί να διατηρηθεί και για μήνες μας είπε, όμως εμείς θα βιαστούμε, να βιαστείτε να προσέχετε για να τα δούμε όλα. Να τελειώνουμε μ’ αυτό το δύσκολο κεφάλαιο της Ανατομίας…).

Πότε τρία, πότε τέσσερα ή πέντε παιδιά μαζευόμασταν στο μικρό δωμάτιο του δικού μου σπιτιού, πλάι στο «μέρος» (όπως λέγαμε την τουαλέτα). Ανοίγαμε το τσίγκινο ταλαιπωρημένο κουτί, η φορμόλη μας φλόμωνε. Ο Βασίλης έπιανε προσεκτικά με τις λαβίδες -τα χέρια του σε μίαν αέρινη κίνηση- το ωχροκίτρινο μαλακό ανθρώπινο κομμάτι, το έβαζε πάνω στο τσίγκινο πιάτο κι άρχιζε το μάθημα. Μας έδειχνε την παραμικρή λεπτομέρεια. Οι λοβοί… οι σχισμές… οι έλικες, τα επάρματα η πληκτραία σχισμή, οι κοιλίες, η παρεγκεφαλίτιδα… Ένα – ένα καθαρά ιδωμένα. Τέτοιο ξάστερο, ζωντανό μάθημα δεν ματάκανα ποτέ στη ζωή μου. Εκτός κι από τα οστά που κι αυτά υπήρχαν σ’ ένα χαρτονένιο κουτί στο πατάρι, προς μεγάλη στενοχώρια της καημένης της μαμάς μου που τι να κάνει, ας έβλεπε την κόρη της γιατρό… και χαλάλι!

Ο δάσκαλος Βασίλης μας έδειχνε, ακούγαμε, μας ρωτούσε, απαντούσαμε με τα μάτια πάντα στο «αντικείμενο…» θυμάμαι κάποια φορά ο Λώλος (χαϊδευτικό του Γιώργου) τόσο χαριτωμένο παιδί συνοδοιπόρος – συμφοιτητής (χάθηκε κι αυτός τόσο νωρίς) που ξαφνικά σαν κάτι να τον μελαγχόλησε…
Του άλλαξε τη διάθεση, κι ας είχαμε πια τόσο συνηθίσει στη θέα του μακάβριου κουτιού. «Για σταθείτε βρε παιδιά» είπε. Ερχόμαστε εδώ τόσες μέρες, να πασπατέψουμε τα μυαλά αυτού του ταλαίπωρου ανθρώπινου πλάσματος… αναρωτηθήκαμε ποτέ ποιος, ποια, τι υπήρξε; Το ξέρετε πως το φάντασμά του, η ψυχή του μπορεί να περιπλανιέται τώρα δα, εδώ, ανάμεσά μας; Και θαχει τόσο δίκιο να μας οικτίρει για την αναισθησία μας!»

Ψευτογελάσαμε είναι η αλήθεια. Μέσα μας σαν κάποια ανησυχία, κάποιες τύψεις. «Τι να κάνουμε;» είπα σιγά… Να του ανάψουμε ένα κερί στην εκκλησία, να τον σκεφτούμε. Τι άλλο; «Τι μπορούμε να κάνουμε; Να τον μνημονεύουμε…!» είπε στοχαστικά η Μαίρη.

«Ελάτε εμπρός!» είπε βιαστικά ο Βασίλης. «Όχι άλλο χάσιμο χρόνου… Οι συναισθηματισμοί για μετά! Μεθαύριο τελειώνουμε… Δεν παίρνει άλλο. Τι να πω εγώ μ’ αυτά που ζω και βλέπω στο νεκροτομείο μέρα – νύχτα; Με σκέφτεστε εμένα;»
«Μεθαύριο» τελειώσαμε… Είχαμε εξερευνήσει πια κάθε γωνία του φτωχού εγκεφάλου… Σαΐνια πια όλοι, ο Βασίλης έδειχνε με τη λαβίδα απαλά… (Το «παρασκεύασμα» όλο και διαλυόταν, και φύραινε σιγά – σιγά). «Τι είναι αυτό;» ρωτούσε πολλές φορές σιωπηλά κρατώντας “κάτι” με τη λαβίδα. Κι εμείς απαντούσαμε αμέσως με τη σειρά μας. Αλάθευτα.

Προσωπικά είχα εξασφαλίσει το 9άρι στην εξέταση για τούτη τη φορά. Όχι, καθόλου δεν πτοήθηκα από τον κίνδυνο των κατεβαστών γυαλιών και την κατσουφιασμένη φάτσα του κ. καθηγητή.
Ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στον Βασίλη. «Και τώρα; Τι θα τον κάνουμε;» είπε ξαφνικά ο Λώλος δείχνοντας τον φτωχό μας σύντροφο πάνω στο πιάτο. «Να πάμε κάπου να τον θάψουμε;» είπε η Αφρούλα. Ο Βασίλης ετοιμαζόταν βιαστικός. «Όχι παιδιά, όχι» είπε σοβαρά. Θα το πάρω πίσω όπως το έφερα. Υπάρχει κλίβανος… όπου πηγαίνουν «όλ’ αυτά»…


Έτσι τέλειωσαν «όλ’ αυτά». Κι η θύμηση του, που θα υπάρχει όσο θα μπορούμε ν’ αναπολούμε τα νιάτα και την τότε ζωή, κουκουλώθηκε πάλι περήφανη και καρτερική κάτω από τη στάχτη της λησμονιάς…

Το ξημέρωμα της Αθήνας από τον ξενικό ζυγό

Μυθιστόρημα του 1988 
από τις εκδόσεις "Αστήρ"

     Και τώρα έτοιμοι για τη Μεγάλη Μέρα! Στις 11 Οκτωβρίου το απογευματάκι, σταθήκαμε λίγο στην Πλατεία Αγάμων, στην πλατεία μας. Κόσμος μαζεμένος πολύς, σιωπηλός. Γερμανοί περνούσαν, στρατός Γερμανικός. Μα δε θύμιζαν πια τον βαρύ, ατσάλινο στρατό τους. Κεφάλια σκυφτά, πρόσωπα βλοσυρά, περνούσαν και ήταν ασύντακτοι, ξεπεσμένοι.
     -Σα νεοσύλλεκτοι! λέει η Ξένη και γελάμε κρυφά.
Προσοχή, κρατούνε όπλα ακόμη. Πολλοί πλήρωσαν με τη ζωή τους τον ενθουσιασμό τους, ίσα – ίσα τις τελευταίες ώρες. Έτσι, τελείως αναίτια, αρπάζουν απ’ το πλήθος απ’ τους περαστικούς, και σκοτώνουν…
Υπόκωφοι κρότοι ακούγονται.

     -Τινάζουν αποθήκες, σταθμούς, χτίρια που χρησιμοποιούσαν. Ό,τι κακό μπορούν θα το κάνουν ως την τελευταία στιγμή! λέει κάποιος σιγά. Φεύγουν, φεύγουν, αυτό μονάχα μετράει τώρα!
Μαζευτήκαμε νωρίς στο σπίτι. Πουθενά ησυχία. Ύπνος άφαντος! Το καλό μου το τετράδιο! Δύο σελίδες μένουν μόνον. Κάθομαι στο γραφειάκι κι απόψε. Και γράφω, γράφω, γιατί ξεχειλίζω!


Πατρίδα μου γλυκιά!
Ο ήλιος πάλι
ανάτειλε για σένα. Ευλογημένος!
Σάλπιγγας ήχος ακριβός κι ονειρεμένος
σαλπίζει το: ΕΛΛΑΣ ΑΝΕΣΤΗ! ΘΑΛΛΕΙ!
Πατρίδα μου γλυκιά, Γαλάζια χώρα
μ’ αίμα τα θέμελά σου έχουν ποτίσει!
Τι νιάτα τα παιδιά σου έχουν σκορπίσει!
Μα είναι τρανό! είν’ άφταστο το ΤΩΡΑ!


   Ναι, σερ Ουϊλσων. Ήταν πολλή η σκοτεινιά, λίγο πριν σκάσει μύτη η αυγούλα! Μα δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς! Θα ξημέρωνε! Πάντα υπάρχει μια φωτεινή μέρα για την Ελλάδα μας ύστερα απ’ την καταχνιά! Και την πρόσκαιρη νύχτα!

     Απ’ τον ξένο σταθμό μάθαμε, πως το Διοικητή τον Άγγλο στην Ελλάδα, τον λένε Σκόμπυ. Έλα, Σκόμπυ, ελάτε σύμμαχοί μας, δεν την μπορούμε άλλο την προσμονή!
Χτυπάνε καμπάνες ή τις ονειρεύομαι! Είναι πάλι Οκτώβρης, είναι πρωί, είναι 12 Οκτωβρίου. Δε μας κρατά το κρεβάτι, δε μας χωρά το σπίτι, δε μας χωρά η πόλη, ο κόσμος ολάκαιρος δε μας χωρά! Να μπορούσαμε να πετάξουμε, ναι, να πετάξουμε, γύρω – γύρω απ’ τη Γη, να τη χαρούμε έτσι λεύτερη, νεογέννητη, μια καταγάλανη κρυστάλλινη σφαίρα!

     Βγαίνουμε, ξεχυνόμαστε μες στους δρόμους. Ως και η γιαγιά κούτσα – κούτσα με το μπαστούνι, στήθηκε χαμογελαστή στο κατώφλι.
Ναι, χτυπάνε οι καμπάνες. Οι τοίχοι δε μιλάνε σήμερα, μείναν εκστατικοί να κοιτάνε τις γαλάζιες σημαίες που κρέμονταν από παντού.



(Απόσπασμα από το βραβευμένο βιβλίο μου «ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΝΙΑΣ» με εξώφυλλο και εσώφυλλο από τον αγαπητό μου φίλο Παναγιώτη Τέτση).

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016

83 χρόνια από το θάνατο του Κ. Καβάφη


Ο Κ. Καβάφης γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1863 στην Αλεξάνδρεια στην οδό Σερίφ. Από πατέρα πλούσιο έμπορο και μητέρα από εκλεκτή Φαναριώτικη οικογένεια. Μετά το θάνατο του πατέρα του, ήταν 7 ετών, έζησε στην Αγγλία. Το 1877 η οικογένεια, η μητέρα με τα παιδιά της, επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια κι ο ποιητής αρχίζει να διδάσκεται την Ελληνική γλώσσα.

Σαν έφηβος θα μείνει για 2 χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, χρόνια που έζησε με ένταση και περιπέτεια και στα οποία αναφέρεται συχνά στο κατοπινό έργο του. Από το 1899 θα παραμείνει μόνιμος κάτοικος της Αλεξάνδρειας, θα εργασθεί στην υπηρεσία της Αιγυπτιακής κυβέρνησης, στο τμήμα άρδευσης όπως και σαν χρηματομεσίτης. Αν και δεν πίστευε πως η βιοποριστική εργασία ήταν κάτι που του αρμόζει. «Επιτέλους ελευθερώθηκα απ’ αυτό το μισητό πράγμα» έγραψε όταν παραιτήθηκε από την υπηρεσία του.

Πολύ μικρά και σύντομα τα διαστήματα που έλειψε για να επισκεφτεί την Αγγλία, τη Γαλλία και την Ελλάδα όπως το 1903 με αφορμή το θάνατο της μητέρας του ή και για το θάνατο των αδελφών του αργότερα. Πρωτοδημοσιεύει ποίημά του σε κάποιο περιοδικό της Λειψίας σε ηλικία 23 ετών. Και το 1904 εκδίδει την πρώτη του ολιγοσέλιδη ποιητική συλλογή, 14 ποιήματα όλα κι όλα. Το 1910 άλλα 7 ποιήματα στη δεύτερη συλλογή του. Από τότε αποσύρεται αποφασιστικά από τον κόσμο των εκδόσεων. Τα ποιήματά του κυκλοφορούν ένα ένα τυπωμένα σε μονόφυλλα χαρτιά, ανάμεσα στους κύκλους των μυημένων, των φίλων, του κοινού που εκείνος επιλέγει. Και που όμως περιμένει με μεγάλο ενδιαφέρον, με αδημονία τις κρίσεις του. Πολλές οι κακές κριτικές και οι σαρκασμοί. «Στιχοπλόκο», «λογοπαίκτη», «πεζολόγο», «ανόσιο» και άλλοι χαρακτηρισμοί που τον ταπεινώνουν. Η είσοδός του στην ποιητική σκηνή έχει δυσάρεστα ξαφνιάσει πολλούς από του κύκλους της.

«Μέσα στον φόβο και τες υποψίες, με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια» θα γράψει κάπου. Όμως δεν παύει την προσπάθεια με επιμονή και πάθος. Πολλά από τα ποιήματά του τα αποκήρυξε ο ίδιος, ιδίως τα προ του 1900, με λίγες εξαιρέσεις όπως για τα ποιήματα «Η Πόλις» που έγραψε το 1896. Μετά το θάνατό του και με την επιμέλεια φίλων και θαυμαστών, όπως του Γ.Π. Σαββίδη, του Αλεξανδρινού λόγιου Τίμου Μαλάνου, που υπήρξε βιογράφος και βαθύς μελετητής του Καβαφικού έργου κ.α., βγήκαν στην επιφάνεια και τα μη αναγνωρισμένα, πολλά που γράφτηκαν μέχρι το 1923. Σύνολο 154 ήταν τα ποιήματα που αναγνωρίσθηκαν από τον ποιητή.

Πάντα κάτοικος της αγαπημένης πόλης, της Αλεξάνδρειας, στην οδό Λέψιους. «Κατοικώ μεταξύ ηδονής και πόνου» έλεγε ο ίδιος (επειδή το σπίτι βρισκόταν ανάμεσα σ’ ένα νοσοκομείο και έναν οίκο ανοχής). Ζει την ιδιόρρυθμη ζωή του. «Ανεπαισθήτων μ’ έκλεισαν από τον κόσμο έξω», αναφέρει στο περίφημο ποίημά του «Τα τείχη». Και στο ποίημα «Παράθυρα» μαντεύει κανείς πως η ίδια σκοτεινή καθοδήγηση λειτούργησε για να γραφεί. Φανερώνει το αδιέξοδο που ζει μέσα στους «ψυχικούς του λαβύρινθους».
Όμως η ποίησή του αυτή με τη σφραγίδα μιας μοναδικότητας, την ανάμειξη καθαρεύουσας, αρχαίας και δημοτικής με μια φαινομενική απλότητα στη δομή του στίχου, των λέξεων πολλές φορές που χρησιμοποιεί, πλησιάζει ολοένα και θέλγει ανθρώπους και ποιητές όπως τον Τέλλο Άγρα, τον Άλκη Θρύλο, τον Ναπ. Λαπαθιώτη, τον Περικλή Γιαννόπουλο, τον Μιλτ. Μαλακάση. Ο Γρ. Ξενόπουλος αγκαλιάζει πρώτος κι ανεπιφύλαχτα αυτή την ποίηση. «Τώρα είναι αδύνατον να μην ιδώ πια με τα μάτια της ψυχής μου την ζωντανή γραμμή των αναμμένων κεριών και τη θλιβερή, αλλίμονον, των σβησμένων», θ’ αναφωνήσει για το τόσο γνωστό ποίημα «Κεριά», γραμμένο το 1896. Όμως, ο Φώτης Πολίτης, ο Δημ. Ταγκόπουλος θα παρομοιάσουν με «επιδημία» τον «Καβαφισμό». Αντίθετα, ο Νίκος Καζαντζάκης θα φθάσει μέχρι την Αλεξάνδρεια, στην κατοικία του ποιητή για να τον γνωρίσει από κοντά. «Είναι από τα τελευταία άνθη του πολιτισμού. Αρχηγός, ερημίτης, τελεί τον άθλο της τέχνης με υπερηφάνεια και σιωπή. Έπρεπε να είχε γεννηθεί τον 15ο αιώνα στη Φλωρεντία… Καρδινάλιος, απεσταλμένος στο παλάτι του Δόγη στη Βενετία… Πίνοντας, αγαπώντας, γράφοντας να διαπραγματευτεί τις πιο σατανικές, πολύπλοκες υποθέσεις της Καθολικής Εκκλησίας…». Έτσι θα γράψει ο μεγάλος πεζογράφος μας κάτω από την υποβολή και την επιρροή αυτής της ξεχωριστής ποιητικής πένας και της επαφής με τον δημιουργό.

Η συνάντηση του Καζαντζάκη με τον Καβάφη περιγράφεται στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Ε.Ν. Μόσχου «Κ.Π. Καβάφη: Επιστολές στον Μάριο Βαϊάνο», εκδόσεις Εστία.
Από τις πολύ ενδιαφέρουσες επιστολές του Κ. Καβάφη προς τον Μ. Βαϊάνο, που ο τελευταίος συγκέντρωσε με τέτοια θρησκευτική προσήλωση και με έναν απεριόριστο θαυμασμό και αφοσίωση για τον ποιητή, ο αναγνώστης μπορεί να πάρει πολλές πληροφορίες για την εποχή και τους πνευματικούς ανθρώπους και τις σχέσεις του Κ. Καβάφη με τους ανθρώπους αυτούς. Η αλληλογραφία αυτή άρχισε το 1923 και κράτησε σχεδόν μέχρι το τέλος όμως. Δυστυχώς δεν έχουν βρεθεί οι επιστολές του Μ. Βαϊάνου προς τον ποιητή.

Ο Ν. Καζαντζάκης δημοσίευσε από τις 3-7 Μαϊου του 1927 στην εφημερίδα «Ελεύθερος Λόγος» λεπτομέρειες από αυτή την συνάντηση. Κι αυτά αργότερα θα μπουν στον τόμο της σειράς «Ταξιδεύοντας» με τίτλο «Ιταλία – Αίγυπτος – Ιερουσαλήμ – Κύπρος – Μοριάς».
«…Τα ωραία μαύρα μάτια του ξάφνου αστράφτουν μόλις πέσει πάνω τους μια μικρή αχτίδα από το φως των κεριών… Η φωνή του είναι γεμάτη ακκισμούς και χρώμα και χαιρόμαστε με τέτοια φωνή να διατυπώνεται η “πονηρή” όλο κοκεταρία, βαμμένη, στολισμένη γραία αμαρτωλή ψυχή του… Νοιώθω πόσο σοφά μια τέτοια περίπλοκη βαρυφορτωμένη ψυχή της άγιας παρακμής κατόρθωσε να βρει τη φόρμα της –αυτή που της ταιριάζει– την τέχνη και να σωθεί… Ο Καβάφης έχει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός εξαιρετικού ανθρώπου της παρακμής. Σοφός, ειρωνικός, ηδονιστής, γόης, γιομάτος μνήμες… Ζει αδιάφορος, σα θαρραλέος. Κοιτάζει ξαπλωμένος σε μια μαλακή πολυθρόνα από το παράθυρο και περιμένει τους βαρβάρους να προβάλλουν… Κρατάει περγαμηνή με καλλιγραφικά εγκώμια και ντυμένος γιορτάσιμα, βαμμένος με προσοχή περιμένει… Μα οι βάρβαροι δεν φθάνουν κι αναστενάζει κατά το βράδυ και χαμογελά ειρωνικά για την απλοϊκότητα της ψυχής του να ελπίζει». Και ν’ αναζητεί πάντα κάποιο «αλλού» που να χωρέσει εντός του…

Αυτό το μικρό μέρος από την έξοχη περιγραφή του Ν. Καζαντζάκη μοιάζει με πίνακα ζωγραφικής που ζωντανεύει μπρος στα μάτια μας την εικόνα του ποιητή, εισχωρώντας και μέσα από την Πύλη των ματιών του μέχρι τα μύχια της ψυχής του… θαρρείς κι αυτή σκιτσαρισμένη από τα χέρια εκστασιασμένου ψυχαναλυτή.

«Ο Καβάφης ήρθε εγκαινιάζοντας τη φειδώ της λυρικής προσφοράς» αναφέρει ο Γιάννης Χατζίνης στα «Ελληνικά κείμενά» του. «Κι ό,τι τον φέρνει ορμητικά στην επικαιρότητα είναι ακριβώς τα αντιποιητικά στοιχεία του έργου του».
Η αλήθεια είναι πως την ίδια εποχή ο ρωμαλέος λυρισμός ενός Παλαμά είχε κατακτήσει την ποιητική σκηνή και με άλλους ποιητές στην δική του γραμμή. «Ο Παλαμάς είναι μεγάλος λυρικός ποιητής… Μα δεν μου αρέσει η λυρική ποίηση, η πολλή ενθουσιώδης λυρική ποίηση… Κι ο Παλαμάς έχει πολλές εξάρσεις…» θ’ αναφέρει ο Καβάφης σε μια συνέντευξη προς κάποιον Γιοκαρίνη (από τις επιστολές του Μ. Βαϊάνου).

Κι ο Παλαμάς θα γράψει με ειρωνικά υπονοούμενα στον «Ελεύθερο Λόγο», αντιπαραθέτοντας τον ηδονισμό του Καβάφη με άλλον, όπως του Μπωντλαίρ, του Πωλ Βαλερύ, με την τόση έκφραση συντριβής για το πάθος τους και για τον τρόπο ζωής τους.
Όμως δεν μπορεί να μην εντυπωσιασθεί από την παράξενη ποιητική στόφα του Καβάφη και με τη βαθιά κριτική του αντίληψη να μην πει: «Είναι απλοϊκά ή περισπούδαστα τα ποιήματά του; που θέλουν να πουν περισσότερα από όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά, που πρέπει πολύ να εμβαθύνεις για να φθάνεις στην ουσία;»

Το 1930, μας πληροφορεί ο Ε.Ν. Μόσχος μέσα από το βιβλίο με τις επιστολές του Μ. Βαϊάνου, θα γίνει η αποκατάσταση και η δίκαιη αξιολόγηση των δύο ποιητών.
Ο θόρυβος ο λογοτεχνικός γύρω από τον Αλεξανδρινό να αυξάνεται ολοένα. Κριτικές, δημοσιεύσεις, μεταφράσεις, βιογραφικές εργασίες ο Καβάφης ένας ποιητής του Μείζονος Ελληνισμού και όχι μόνον με διαχρονικότητα και παγκοσμιότητα που όλο και περισσότερο φαίνεται στην ποίησή του. Έτσι γρήγορα ξεπερνά τα σύνορα της Ελλάδος. Ο ίδιος ήθελε να λέγεται «Ελληνικός». «Δεν είμαι Έλλην. Ούτε Ελληνίζων! Είμαι Ελληνικός» έλεγε κατά μαρτυρία του Τίμου Μαλάνου. Ίσως για την ιδιότητά του στην παροικιακή, αφού δεν έζησε στην Ελλάδα, δεν περιορίζεται σε στενά όρια ο χώρος των θεμάτων του. Όμως ο Εθνισμός του ήταν πάντα κάτι για το οποίο υπερηφανευόταν. Γράφει στο ποίημά του «Αντιόχεια»: «…Μα πιο πολύ, ασυγκρίτως απ’ όλα, η Αντιόχεια καυχιέται που είναι πόλις παλιόθεν “Ελληνίς”».

Πιστεύει βαθύτατα στην ανωτερότητα του Ελληνικού πολιτισμού. «Υπάρχει μια φυλετική περηφάνια στον Καβάφη» θα παρατηρήσει κι ο Απ. Σαχίνης. Είναι αρχιπέλαγος Καβάφη, κορυφές μιας ιστορίας βυθισμένης που μόλις πρόσφατα διαφαίνεται. Το έργο του είναι τοποθετημένο κυρίως σε μια νεκρή ιστορική εποχή, ορόσημο κοινωνικής παρακμής οι Ελληνιστικοί Χρόνοι. Κι είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος που δίνει ζωή σ’ αυτήν την εποχή, δημιουργώντας μιας ενότητα με το «σήμερα» και τον περίγυρό του. Τα πρόσωπα, τα ονόματα είναι πολύ φανταστικά, όμως ο Καβάφης τα εντάσσει τόσο πετυχημένα στο κλίμα της εποχής εκείνης και γίνεται τόσο πειστικός για την ύπαρξή τους.
Το παρελθόν ασκεί μεγάλη αίγλη και επιρροή πάνω του. Κι είναι μια ανθρωποκεντρική κι εγωκεντρική ποίηση. Πολλά είναι τα ηδονιστικά του ποιήματα που φανερώνουν συχνά απροκάλυπτα την ερωτική του ιδιαιτερότητα. Έχει μια ικανότητα και δύναμη στη συμπυκνωμένη γραφή, την επιγραμματική πολλές φορές που όμως μπορεί να δίνει τις καίριες κατευθύνσεις, αποφεύγοντας και τις λεπτομερείς αναλύσεις που τον πονούν, είναι φυσικό.

Ο Δ. Σιατόπουλος στο βιβλίο του «Κ. Παλαμάς – Κων/νος Καβάφης – δυο ποιηταί, δυο κόσμοι» θα μιλήσει για άνθρωπο κλεισμένο σε μια ηθική Βαστίλη που κανένα πάθος ελευθερίας δεν τον έσπρωξε ποτέ να επιχειρήσει μιαν έξοδο. Ή, πολύ περισσότερο, να την γκρεμίσει».
Στο ποίημά του «Τείχη» εκφράζει όλη την απογοήτευση του προδομένου από τον ίδιο τον εαυτό του ανθρώπου. Πώς ποτέ δεν άκουσε τον ύπουλο θόρυβο των κτιστών… ούτε ήχο κανένα; Πώς άφησε να τον καταδικάσουν έτσι ζωντανό σε μια φρικτή απομόνωση;
Η ειρωνική έκφραση είναι κι αυτή μια χαρακτηριστική ιδιότητα στην ποίηση του Κ. Καβάφη. Στο ποίημά του «Στα 200 π.Χ.» αναφέρεται στον Μ. Αλέξανδρο και την αποστολή από μέρους του μετά τη μάχη του Γρανικού, των 300 περίτεχνων ασπίδων σαν λάφυρα για την Αθήνα για τον Παρθενώνα, με το μήνυμα “Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων…”. Για να σχολιάσει την άρνηση των Λακεδαιμονίων να συμμετάσχουν στην περίλαμπρη νικηφόρα εκστρατεία, στο ποίημα με τη λεπτή ειρωνεία. Και με την πληθώρα των επιθέτων, πράγμα όχι συνηθισμένο στην ποίηση του Καβάφη.

«Κι από τη θαυμάσια πανελλήνια εκστρατεία, την νικηφόρα, την περίλαμπρη, την περιλάλητη, τη δοξασμένη ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμία, την απαράμιλλη βγήκαμε εμείς Ελληνικός καινούργιος κόσμος μέγας. Εμείς οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς, οι Σελευκείς κι οι πολυάριθμοι επίλοιποι Έλληνες Αιγύπτιοι και Συρίας. Κι οι εν Μηδεία κι οι αν Περσίδι κι όσοι άλλοι. Με τις εκτεταμένες επικράτειες, με την ποικίλη δράση, την στοχαστική προσαρμογήν. Και την κοινή Ελληνική Λαλιά! Ως μέσα στη Βακτριανή την πήγαμε, ως τους Ινδούς. Για Λακεδαιμονίους θα μιλούμε τώρα;»

«Το έργο του Καβάφη δεν ενθουσιάζει…», λέει ο Πέτρος Χάρης. Αλλά κάνει κάτι καλύτερο (προ πάντων σε έναν τόπο που τον κατέστρεψαν οι ενθουσιασμοί, τα μεγάλα λόγια και οι εύκολες αποφάσεις). Προετοιμάζει τον άνθρωπο για τις μεγάλες περιπέτειες, για τα φοβερά διλήμματα, για τις κρίσιμες στιγμές και τον οπλίζει με την καρτερία και την αξιοπρέπεια που πρέπει να έχει όποιος δεν θέλει να ποδοπατηθεί στη ζωή. Για το Νικηφόρο Βρεττάκο ο Κ. αποτέλεσε το πιο παράδοξο φαινόμενο των γραμμάτων μας. Το έργο του είναι πάντα άξιο μελέτης κι έρευνας για τον τρόπο που αυτή η ποίηση με την αξεκαθάριστη γλώσσα, τους στίχους τους χωρίς ρυθμό και ρίμα, κατέκτησε τόσο πολλές ανθρώπινες ομάδες. Έγινε πηγή ποιητικής ευφροσύνης, καθιερώθηκε, αγαπήθηκε. Φαίνεται πως πάρα πολλοί αναγνώρισαν σ’ αυτό τον εαυτό τους με τις πληγές, την ανασφάλεια, το ταπεινωμένο εγώ και δεν μιλούμε μόνον για την σεξουαλική εκτροπή που σε πολλές στιγμές δέχεται με παρρησία αλλά και για σκοτεινές και αξεδιάλυτες ψυχικές καταστάσεις αμφιβολίας, δισταγμού μπροστά στα μονοπάτια της ζωής που προβληματίζουν κάθε μέρα και σε κάθε εποχή τον Άνθρωπο. Για το αίσθημα της Μοναξιάς τελικά και για το αναντικατάστατο και τη μοναδικότητα του κάθε ανθρωπίνου όντος.

Είναι «διδακτικός» ο Καβάφης όπως πολύ σωστά χαρακτηρίστηκε από τον Ε. Παπανούτσο. Μέσα όμως από τις «διδαχές» που αναδύονται από τα ποιήματά του, ίσως προσπαθεί να εμψυχώσει τον ίδιο του τον εαυτό. Πάνω από τον «διδακτικό» Καβάφη κυριαρχεί ο «δραματικός». Το μυστικό της τέχνης του Καβάφη είναι αυτή η ανάγκη του για μια λύτρωση.
Γράφει και αφήνει τόσα πολλά να εννοηθούν στο ποίημα «Σατραπεία»: «Τι συμφορά! / Ενώ είσαι καμωμένος / για τα ωραία και τα μεγάλα έργα / η άδικη αυτή σου τύχη πάντα / ενθάρρυνση κι επιτυχία να σε αρνείται! / Να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες / και μικροπρέπειες κι αδιαφορίες / Και η φρικτή ημέρα που ενδίδεις! / (Η μέρα που αφέθηκες να ενδίδεις!)»

Παρ’ όλη την αναγνώριση που εισέπραξε για το έργο του, οι έμπρακτες αποδείξεις λίγες. Η δικτατορία του Πάγκαλου το 1926 του απένειμε το «Παράσημο του Φοίνικα». Το 1932 ο ποιητής θα επισκεφθεί την Ελλάδα για τελευταία φορά με την ελπίδα κάποιας θεραπείας. Πρόκειται για σοβαρό θέμα της υγείας του, οι γιατροί έχουν διαγνώσει πως πάσχει από καρκίνο του λάρυγγα. Στο ξενοδοχείο «Κοσμοπολίτ» της Ομόνοιας όπου θα καταλύσει, οι πάρα πολλοί θαυμαστές του τον πολιορκούν ασταμάτητα, τον κουράζουν. Ο Μ. Βαϊάνος που τόσο λαχταρούσε να γνωρίσει από κοντά τον ποιητή – ίνδαλμά του, απογοητεύεται, και το περιγράφει, από την ψυχρή, απόμακρη στάση του Καβάφη. Ήδη η αλληλογραφία τους έχει δραματικά αραιώσει, από το 1929 είναι σχεδόν μηδαμινή. Άλλοι είναι τώρα οι φίλοι του. Το ζεύγος Αλέκου και Ρίκας Σιγκοπούλου που θεωρεί και κληρονόμους του. Έφυγε από τη ζωή στις 29 Απριλίου 1933 την ίδια μέρα των γενεθλίων του. Στο νοσοκομείο Αλεξάνδρας.

Προσωπικά είχα την ευκαιρία να γνωρίσω πριν από χρόνια τον νοσοκόμο, που είχε περιποιηθεί τον ποιητή τον τελευταίο καιρό της ζωής του στον Ερυθρό Σταυρό, μετά την χωρίς επιτυχία εγχείρηση που είχε υποστεί. Θυμόταν πάντα τον άνθρωπο, τον δύστροπο πολλές φορές, τον κλεισμένο απόλυτα στον εαυτό του γέροντα που αφηνόταν με τα μάτια κλειστά στις ιατρικές περιποιήσεις.

Έχοντας πλήρη συνείδηση πως δεν υπήρχε πια πλοίο, δεν υπήρχε οδός για κείνον…

Και πως είχε έρθει η ώρα για να αποχαιρετήσει περήφανα και μοιρολατρικά τη δική του Αλεξάνδρεια.

Οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες το 1896 στο “Παναθηναϊκό Στάδιο”



Μια μικρή αναδρομή στην ιστορία των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων που έγιναν στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Αθήνα το 1896.

Τώρα που και οι φετινοί Ολυμπιακοί Αγώνες στο Rio έλαβαν τέλος, και αρκετά επιτυχημένα για τις διεθνείς συνθήκες τις οικονομικές, τις κοινωνικές, τις ανθρωπιστικές, αφού όλα βροντοφωνούσαν για τις δυσκολίες και τις χίλιες μύριες αντιξοότητες για την πραγματοποίηση ενός  τέτοιου άθλου, ας αναπολήσουμε με συντομία όμως και με περηφάνια και με τις ελληνικές μας καρδιές ευαισθητοποιημένες πάντα για ό,τι είναι ακραιφνώς Ελληνικό, για όποιο γεγονός συνδέει την Ελλάδα με το Αρχαίο πνεύμα το Αθάνατο, του Ωραίου, του Μεγάλου και του Αληθινού. Όπως ο δικός μας ποιητής, ο ελληνικός μας Παλαμάς το απαθανάτισε στον αθάνατο Ύμνο του, που από το 1958 καθιερώθηκε σαν ο επίσημος Παγκόσμιος Ολυμπιακός ύμνος με απόφαση της ΔΟΕ.

Νικητής του τότε Μαραθωνίου ήταν ο αξέχαστος Σπύρος Λούης που μπήκε ταλαίπωρος και ρακένδυτος στο στάδιο. Όμως κάτοχος μιας Νίκης Τρανής, που την θαύμασε όλος ο κόσμος και τον αντάμειψαν με ιδιαίτερες θριαμβευτικές εκδηλώσεις.

Ο διευθυντής τότε της εφημερίδας “Εστία”, ο αγαπημένος μου ποιητής ο Γεώργιος Δροσίνης, ήταν από τους υψηλότερα ιστάμενους που εργάστηκαν ακατάπαυστα για την επιτυχία των Ολυμπιακών Αγώνων και συνέτεινε πολύ σημαντικά στο γεγονός αυτό.
Το Παναθηναϊκό Στάδιο είχε χτισθεί τον 4ο π.Χ. αιώνα από τον Λυκούργο και βελτιώθηκε τον 2ο μ.Χ. αιώνα από τον Ηρώδη τον Αττικό.

Ο Δημ. Βικέλας, αυτή η ξεχωριστή Ελληνική πολυσχιδής προσωπικότητα, είχε την αμέριστη εύνοια και παραδοχή του αρχαιολάτρη βαρόνου Pierre de Coubertin, που ήταν η ψυχή και το όνειρο της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων. Στην Ελλάδα. Εκεί όπου γεννήθηκαν.
Έτσι λοιπόν, τον Ιούνιο του 1894 στο Διεθνές Αθλητικό Συνέδριο στο Παρίσι ψηφίζεται και ορίζεται η Αθήνα ως η πρώτη πόλη για την επίτευξη αυτού του σημαντικού, για όλον τον πολιτισμένο κόσμο, γεγονότος. Ο Δημ. Βικέλας, ο πρώτος πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. Ήταν 60 χρόνια (από το 1834) που η Αθήνα έγινε η πρωτεύουσα του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους. Επικρατεί ενθουσιασμός, ένα πλήθος κόσμου από όλα τα μέρη της Ελλάδας έρχεται να εγκατασταθεί στην πρωτεύουσά μας, ανεβάζοντας έτσι το πνευματικό και πολιτιστικό επίπεδο και την θέση της Αθήνας σε πολύ διαφορετική κλίμακα σαν πόλη.

Όμως υπάρχει η επίπτωση κάποιας άναρχης οικοδόμησης που επακολούθησε και που θα στοιχίσει στο εγγύς μέλλον στη μορφή της οικοδομικής μορφής της πρωτεύουσας.
Η ανάληψη των αγώνων είχε βέβαια τεράστια προβλήματα, κυρίως οικονομικά και θέματα συνδεόμενα με την κυβερνητική κατάσταση. Η Ελλάδα ήταν σε δεινή οικονομική θέση.
Με θέληση και αποφασιστικότητα ο Ελληνικός λαός κατόρθωνε να ξεπερνά ένα-ένα τα εμπόδια και να χτίζει τα θεμέλια για τη δημιουργία των προϋποθέσεων για την τέλεση των Αγώνων. Η Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή κατάφερε με την ιδιωτική κινητοποίηση και συνεισφορά, δωρεές αλλοδαπών και Ελλήνων ομοεθνών του εξωτερικού, ακόμη και προπώληση εισιτηρίων να καλύπτει τα ατελείωτα έξοδα. Ο αρχιτέκτων της ανακατασκευής του Παναθηναϊκού Σταδίου Αναστάσιος Μεταξάς στηρίχθηκε στις αρχαιολογικές μελέτες και ανασκευές του Ε. Τσίλλερ για το Παναθηναϊκό Στάδιο τα οποία είχαν γίνει πάνω στα σχέδια του Σταδίου του Ηρώδου του Αττικού.

Το Παναθηναϊκό Στάδιο ήταν ο κύριος χώρος διεξαγωγών των έργων των Ολυμπιακών Αγώνων. Το αρχαίο μνημείο αποκαταστάθηκε πολύ αποτελεσματικά (550 εργάτες εργάστηκαν στα διάφορα λατομεία: Πεντέλης και των γύρω χώρων –των αθλητικών εκδηλώσεων).

Η γιορτή της Αθήνας υπήρξε λαμπρή. Πάρα πολλές οι τελετές με μεγάλη συμμετοχή του αθηναϊκού λαού. Το 10ήμερο ήταν πλήρες από κόσμο. Μεγάλη η τελετή και για τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Γ. Αβέρωφ. Η ημέρα έναρξης ήταν η Κυριακή του Πάσχα 2η Μαρτίου.

Δεν θα μιλήσω για τους δικούς μας σύγχρονους (2004) Ολυμπιακούς Αγώνες, που ναι μεν υπήρξαν επιτυχημένοι σαν θέαμα, όμως τα έξοδα που στοίχισαν, ήταν ένας οικονομικός όλεθρος για την χώρα μας, και ακόμη έχουμε μπροστά μας αυτά τα ακριβοπληρωμένα, ερείπια. Για τα οποία δεν υπήρξε καμία πρόβλεψη για την μετέπειτα τύχη και χρησιμότητά τους. Θλιβερή ανάμνηση φροντίσαμε να γίνουν. Και -ελπίζω!- κάποιας μεταμέλειας για τους υπεύθυνους.

Όμως οι Έλληνες έχουν ακατάβλητη επιμονή και χαρίσματα, στο αρκετά νοθευμένο, όμως πάντα ισχυρό, όσο απέμεινε, DNA τους. Μια φωτεινή παρουσία η Ελληνική συμμετοχή, με σημαντικά μετάλλια και βραβεία στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Rio της Βραζιλίας. Και όχι μόνον με τους αθλητές μας αλλά και με τους ξεχωριστούς, για ένα βάθρο πολύ υψηλότερο, αθλητές, τους παραολυμπιακούς μας. Που τίμησαν την πατρίδα μας με χρυσά, ασημένια, χάλκινα μετάλλια πάρα πολλά, σε αναλογία μεγέθους χώρας, και συγκρινόμενα με πολύ μεγαλύτερες χώρες.

Κι εδώ το μελανό σημείο, το όνειδος εκφρασμένο από το στόμα κάποιου (πολιτικού;) Αρτέμη Σώρρα. Που τόλμησε να χαρακτηρίσει όλους τους αθλητές (που παρά την κάποια σωματική τους πλημμέλεια, συνήθως λόγω ατυχήματος, συναγωνίζονται επάξια τους συναδέλφους τους αθλητές στον στίβο) σαν “υβρίδια και ζώα που φτιάχνουν τον πλανήτη των αναπήρων κλπ.”. Κάποια αυστηρή δικαστική, καταδικαστική απόφαση χρειάζεται γι’ αυτόν τον υβριστή των ανθρώπινων χαρισμάτων και δικαιωμάτων. Κι ας θυμηθεί και την σοφή παροιμία. “Ουδένα προ του τέλους μακάριζε”.

Τελειώνοντας αυτή τη μικρή αναδρομή μου σε κάτι αιώνιο, θα προσθέσω πως ελπίζω κάποτε ν’ αναγνωρισθεί το δικαίωμα οι Ολυμπιακοί Αγώνες να διεξάγονται πάντα στο χώμα και τον χώρο που τους γέννησε, μαζί με τον πολιτισμό που η μικρή Μεγάλη χώρα μας, διέσπειρε σ’ όλο τον κόσμο.

Εδώ θα ήθελα να εντάξω κάποιο ποίημα, που έχω γράψει και έχω αφιερώσει αντικρίζοντας τους παραολυμπιονίκες.


Αντικρίζοντας τους Παραολυμπιονίκες

Πηγή ζωής αστείρευτη
Νάματα που αναβλύζουν
Από βαθύσκιωτες πληγές σώματος και ψυχής.
Μα βρήκαν δρόμους να περνούν και να νικούν
Να υψώνουν, να καταυγάζουν σκοτεινιές.
Σημαία πανανθρώπινη είν’ η παλικαριά σας
Η αλκή που αντικρίσαμε
Σ’ αδούλωτους αρμούς.
Φραγμοί δε βρίσκονται για σας
Κόντρα στη λεβεντιά σας
Κόντρα στην Πίστη την Αγνή
Που υψώθηκε τρανή
Κι εστάθη φωτοστέφανος στα ωραία μέτωπά σας
Τη θεία φλόγα υπέρλαμπρη

Να αφήσει να διαβεί…