Φωτογραφίες από τα βιβλία μου και την 'Αμυγδαλιά'

Όλα τα βιβλία της Τ. Μπούτου, επιλεγμένα τεύχη από τα Πειραϊκά Γράμματα, θεατρικές παραστάσεις, εκδηλώσεις, βραβεύσεις κ.α

.

.

.

Μικρό απόσπασμα από το νέο μου βιβλίο «Η Κίνα του 1978, Το μεγάλο ταξίδι της ζωής μου», από τις εκδόσεις Vivliologia (2015)

Κριτικές και αναφορές στο έργο της Τούλας Μπούτου

δείτε κι άλλες κριτικές εδώ

.

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016

83 χρόνια από το θάνατο του Κ. Καβάφη


Ο Κ. Καβάφης γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1863 στην Αλεξάνδρεια στην οδό Σερίφ. Από πατέρα πλούσιο έμπορο και μητέρα από εκλεκτή Φαναριώτικη οικογένεια. Μετά το θάνατο του πατέρα του, ήταν 7 ετών, έζησε στην Αγγλία. Το 1877 η οικογένεια, η μητέρα με τα παιδιά της, επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια κι ο ποιητής αρχίζει να διδάσκεται την Ελληνική γλώσσα.

Σαν έφηβος θα μείνει για 2 χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, χρόνια που έζησε με ένταση και περιπέτεια και στα οποία αναφέρεται συχνά στο κατοπινό έργο του. Από το 1899 θα παραμείνει μόνιμος κάτοικος της Αλεξάνδρειας, θα εργασθεί στην υπηρεσία της Αιγυπτιακής κυβέρνησης, στο τμήμα άρδευσης όπως και σαν χρηματομεσίτης. Αν και δεν πίστευε πως η βιοποριστική εργασία ήταν κάτι που του αρμόζει. «Επιτέλους ελευθερώθηκα απ’ αυτό το μισητό πράγμα» έγραψε όταν παραιτήθηκε από την υπηρεσία του.

Πολύ μικρά και σύντομα τα διαστήματα που έλειψε για να επισκεφτεί την Αγγλία, τη Γαλλία και την Ελλάδα όπως το 1903 με αφορμή το θάνατο της μητέρας του ή και για το θάνατο των αδελφών του αργότερα. Πρωτοδημοσιεύει ποίημά του σε κάποιο περιοδικό της Λειψίας σε ηλικία 23 ετών. Και το 1904 εκδίδει την πρώτη του ολιγοσέλιδη ποιητική συλλογή, 14 ποιήματα όλα κι όλα. Το 1910 άλλα 7 ποιήματα στη δεύτερη συλλογή του. Από τότε αποσύρεται αποφασιστικά από τον κόσμο των εκδόσεων. Τα ποιήματά του κυκλοφορούν ένα ένα τυπωμένα σε μονόφυλλα χαρτιά, ανάμεσα στους κύκλους των μυημένων, των φίλων, του κοινού που εκείνος επιλέγει. Και που όμως περιμένει με μεγάλο ενδιαφέρον, με αδημονία τις κρίσεις του. Πολλές οι κακές κριτικές και οι σαρκασμοί. «Στιχοπλόκο», «λογοπαίκτη», «πεζολόγο», «ανόσιο» και άλλοι χαρακτηρισμοί που τον ταπεινώνουν. Η είσοδός του στην ποιητική σκηνή έχει δυσάρεστα ξαφνιάσει πολλούς από του κύκλους της.

«Μέσα στον φόβο και τες υποψίες, με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια» θα γράψει κάπου. Όμως δεν παύει την προσπάθεια με επιμονή και πάθος. Πολλά από τα ποιήματά του τα αποκήρυξε ο ίδιος, ιδίως τα προ του 1900, με λίγες εξαιρέσεις όπως για τα ποιήματα «Η Πόλις» που έγραψε το 1896. Μετά το θάνατό του και με την επιμέλεια φίλων και θαυμαστών, όπως του Γ.Π. Σαββίδη, του Αλεξανδρινού λόγιου Τίμου Μαλάνου, που υπήρξε βιογράφος και βαθύς μελετητής του Καβαφικού έργου κ.α., βγήκαν στην επιφάνεια και τα μη αναγνωρισμένα, πολλά που γράφτηκαν μέχρι το 1923. Σύνολο 154 ήταν τα ποιήματα που αναγνωρίσθηκαν από τον ποιητή.

Πάντα κάτοικος της αγαπημένης πόλης, της Αλεξάνδρειας, στην οδό Λέψιους. «Κατοικώ μεταξύ ηδονής και πόνου» έλεγε ο ίδιος (επειδή το σπίτι βρισκόταν ανάμεσα σ’ ένα νοσοκομείο και έναν οίκο ανοχής). Ζει την ιδιόρρυθμη ζωή του. «Ανεπαισθήτων μ’ έκλεισαν από τον κόσμο έξω», αναφέρει στο περίφημο ποίημά του «Τα τείχη». Και στο ποίημα «Παράθυρα» μαντεύει κανείς πως η ίδια σκοτεινή καθοδήγηση λειτούργησε για να γραφεί. Φανερώνει το αδιέξοδο που ζει μέσα στους «ψυχικούς του λαβύρινθους».
Όμως η ποίησή του αυτή με τη σφραγίδα μιας μοναδικότητας, την ανάμειξη καθαρεύουσας, αρχαίας και δημοτικής με μια φαινομενική απλότητα στη δομή του στίχου, των λέξεων πολλές φορές που χρησιμοποιεί, πλησιάζει ολοένα και θέλγει ανθρώπους και ποιητές όπως τον Τέλλο Άγρα, τον Άλκη Θρύλο, τον Ναπ. Λαπαθιώτη, τον Περικλή Γιαννόπουλο, τον Μιλτ. Μαλακάση. Ο Γρ. Ξενόπουλος αγκαλιάζει πρώτος κι ανεπιφύλαχτα αυτή την ποίηση. «Τώρα είναι αδύνατον να μην ιδώ πια με τα μάτια της ψυχής μου την ζωντανή γραμμή των αναμμένων κεριών και τη θλιβερή, αλλίμονον, των σβησμένων», θ’ αναφωνήσει για το τόσο γνωστό ποίημα «Κεριά», γραμμένο το 1896. Όμως, ο Φώτης Πολίτης, ο Δημ. Ταγκόπουλος θα παρομοιάσουν με «επιδημία» τον «Καβαφισμό». Αντίθετα, ο Νίκος Καζαντζάκης θα φθάσει μέχρι την Αλεξάνδρεια, στην κατοικία του ποιητή για να τον γνωρίσει από κοντά. «Είναι από τα τελευταία άνθη του πολιτισμού. Αρχηγός, ερημίτης, τελεί τον άθλο της τέχνης με υπερηφάνεια και σιωπή. Έπρεπε να είχε γεννηθεί τον 15ο αιώνα στη Φλωρεντία… Καρδινάλιος, απεσταλμένος στο παλάτι του Δόγη στη Βενετία… Πίνοντας, αγαπώντας, γράφοντας να διαπραγματευτεί τις πιο σατανικές, πολύπλοκες υποθέσεις της Καθολικής Εκκλησίας…». Έτσι θα γράψει ο μεγάλος πεζογράφος μας κάτω από την υποβολή και την επιρροή αυτής της ξεχωριστής ποιητικής πένας και της επαφής με τον δημιουργό.

Η συνάντηση του Καζαντζάκη με τον Καβάφη περιγράφεται στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Ε.Ν. Μόσχου «Κ.Π. Καβάφη: Επιστολές στον Μάριο Βαϊάνο», εκδόσεις Εστία.
Από τις πολύ ενδιαφέρουσες επιστολές του Κ. Καβάφη προς τον Μ. Βαϊάνο, που ο τελευταίος συγκέντρωσε με τέτοια θρησκευτική προσήλωση και με έναν απεριόριστο θαυμασμό και αφοσίωση για τον ποιητή, ο αναγνώστης μπορεί να πάρει πολλές πληροφορίες για την εποχή και τους πνευματικούς ανθρώπους και τις σχέσεις του Κ. Καβάφη με τους ανθρώπους αυτούς. Η αλληλογραφία αυτή άρχισε το 1923 και κράτησε σχεδόν μέχρι το τέλος όμως. Δυστυχώς δεν έχουν βρεθεί οι επιστολές του Μ. Βαϊάνου προς τον ποιητή.

Ο Ν. Καζαντζάκης δημοσίευσε από τις 3-7 Μαϊου του 1927 στην εφημερίδα «Ελεύθερος Λόγος» λεπτομέρειες από αυτή την συνάντηση. Κι αυτά αργότερα θα μπουν στον τόμο της σειράς «Ταξιδεύοντας» με τίτλο «Ιταλία – Αίγυπτος – Ιερουσαλήμ – Κύπρος – Μοριάς».
«…Τα ωραία μαύρα μάτια του ξάφνου αστράφτουν μόλις πέσει πάνω τους μια μικρή αχτίδα από το φως των κεριών… Η φωνή του είναι γεμάτη ακκισμούς και χρώμα και χαιρόμαστε με τέτοια φωνή να διατυπώνεται η “πονηρή” όλο κοκεταρία, βαμμένη, στολισμένη γραία αμαρτωλή ψυχή του… Νοιώθω πόσο σοφά μια τέτοια περίπλοκη βαρυφορτωμένη ψυχή της άγιας παρακμής κατόρθωσε να βρει τη φόρμα της –αυτή που της ταιριάζει– την τέχνη και να σωθεί… Ο Καβάφης έχει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός εξαιρετικού ανθρώπου της παρακμής. Σοφός, ειρωνικός, ηδονιστής, γόης, γιομάτος μνήμες… Ζει αδιάφορος, σα θαρραλέος. Κοιτάζει ξαπλωμένος σε μια μαλακή πολυθρόνα από το παράθυρο και περιμένει τους βαρβάρους να προβάλλουν… Κρατάει περγαμηνή με καλλιγραφικά εγκώμια και ντυμένος γιορτάσιμα, βαμμένος με προσοχή περιμένει… Μα οι βάρβαροι δεν φθάνουν κι αναστενάζει κατά το βράδυ και χαμογελά ειρωνικά για την απλοϊκότητα της ψυχής του να ελπίζει». Και ν’ αναζητεί πάντα κάποιο «αλλού» που να χωρέσει εντός του…

Αυτό το μικρό μέρος από την έξοχη περιγραφή του Ν. Καζαντζάκη μοιάζει με πίνακα ζωγραφικής που ζωντανεύει μπρος στα μάτια μας την εικόνα του ποιητή, εισχωρώντας και μέσα από την Πύλη των ματιών του μέχρι τα μύχια της ψυχής του… θαρρείς κι αυτή σκιτσαρισμένη από τα χέρια εκστασιασμένου ψυχαναλυτή.

«Ο Καβάφης ήρθε εγκαινιάζοντας τη φειδώ της λυρικής προσφοράς» αναφέρει ο Γιάννης Χατζίνης στα «Ελληνικά κείμενά» του. «Κι ό,τι τον φέρνει ορμητικά στην επικαιρότητα είναι ακριβώς τα αντιποιητικά στοιχεία του έργου του».
Η αλήθεια είναι πως την ίδια εποχή ο ρωμαλέος λυρισμός ενός Παλαμά είχε κατακτήσει την ποιητική σκηνή και με άλλους ποιητές στην δική του γραμμή. «Ο Παλαμάς είναι μεγάλος λυρικός ποιητής… Μα δεν μου αρέσει η λυρική ποίηση, η πολλή ενθουσιώδης λυρική ποίηση… Κι ο Παλαμάς έχει πολλές εξάρσεις…» θ’ αναφέρει ο Καβάφης σε μια συνέντευξη προς κάποιον Γιοκαρίνη (από τις επιστολές του Μ. Βαϊάνου).

Κι ο Παλαμάς θα γράψει με ειρωνικά υπονοούμενα στον «Ελεύθερο Λόγο», αντιπαραθέτοντας τον ηδονισμό του Καβάφη με άλλον, όπως του Μπωντλαίρ, του Πωλ Βαλερύ, με την τόση έκφραση συντριβής για το πάθος τους και για τον τρόπο ζωής τους.
Όμως δεν μπορεί να μην εντυπωσιασθεί από την παράξενη ποιητική στόφα του Καβάφη και με τη βαθιά κριτική του αντίληψη να μην πει: «Είναι απλοϊκά ή περισπούδαστα τα ποιήματά του; που θέλουν να πουν περισσότερα από όσα δείχνουν με την πρώτη ματιά, που πρέπει πολύ να εμβαθύνεις για να φθάνεις στην ουσία;»

Το 1930, μας πληροφορεί ο Ε.Ν. Μόσχος μέσα από το βιβλίο με τις επιστολές του Μ. Βαϊάνου, θα γίνει η αποκατάσταση και η δίκαιη αξιολόγηση των δύο ποιητών.
Ο θόρυβος ο λογοτεχνικός γύρω από τον Αλεξανδρινό να αυξάνεται ολοένα. Κριτικές, δημοσιεύσεις, μεταφράσεις, βιογραφικές εργασίες ο Καβάφης ένας ποιητής του Μείζονος Ελληνισμού και όχι μόνον με διαχρονικότητα και παγκοσμιότητα που όλο και περισσότερο φαίνεται στην ποίησή του. Έτσι γρήγορα ξεπερνά τα σύνορα της Ελλάδος. Ο ίδιος ήθελε να λέγεται «Ελληνικός». «Δεν είμαι Έλλην. Ούτε Ελληνίζων! Είμαι Ελληνικός» έλεγε κατά μαρτυρία του Τίμου Μαλάνου. Ίσως για την ιδιότητά του στην παροικιακή, αφού δεν έζησε στην Ελλάδα, δεν περιορίζεται σε στενά όρια ο χώρος των θεμάτων του. Όμως ο Εθνισμός του ήταν πάντα κάτι για το οποίο υπερηφανευόταν. Γράφει στο ποίημά του «Αντιόχεια»: «…Μα πιο πολύ, ασυγκρίτως απ’ όλα, η Αντιόχεια καυχιέται που είναι πόλις παλιόθεν “Ελληνίς”».

Πιστεύει βαθύτατα στην ανωτερότητα του Ελληνικού πολιτισμού. «Υπάρχει μια φυλετική περηφάνια στον Καβάφη» θα παρατηρήσει κι ο Απ. Σαχίνης. Είναι αρχιπέλαγος Καβάφη, κορυφές μιας ιστορίας βυθισμένης που μόλις πρόσφατα διαφαίνεται. Το έργο του είναι τοποθετημένο κυρίως σε μια νεκρή ιστορική εποχή, ορόσημο κοινωνικής παρακμής οι Ελληνιστικοί Χρόνοι. Κι είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος που δίνει ζωή σ’ αυτήν την εποχή, δημιουργώντας μιας ενότητα με το «σήμερα» και τον περίγυρό του. Τα πρόσωπα, τα ονόματα είναι πολύ φανταστικά, όμως ο Καβάφης τα εντάσσει τόσο πετυχημένα στο κλίμα της εποχής εκείνης και γίνεται τόσο πειστικός για την ύπαρξή τους.
Το παρελθόν ασκεί μεγάλη αίγλη και επιρροή πάνω του. Κι είναι μια ανθρωποκεντρική κι εγωκεντρική ποίηση. Πολλά είναι τα ηδονιστικά του ποιήματα που φανερώνουν συχνά απροκάλυπτα την ερωτική του ιδιαιτερότητα. Έχει μια ικανότητα και δύναμη στη συμπυκνωμένη γραφή, την επιγραμματική πολλές φορές που όμως μπορεί να δίνει τις καίριες κατευθύνσεις, αποφεύγοντας και τις λεπτομερείς αναλύσεις που τον πονούν, είναι φυσικό.

Ο Δ. Σιατόπουλος στο βιβλίο του «Κ. Παλαμάς – Κων/νος Καβάφης – δυο ποιηταί, δυο κόσμοι» θα μιλήσει για άνθρωπο κλεισμένο σε μια ηθική Βαστίλη που κανένα πάθος ελευθερίας δεν τον έσπρωξε ποτέ να επιχειρήσει μιαν έξοδο. Ή, πολύ περισσότερο, να την γκρεμίσει».
Στο ποίημά του «Τείχη» εκφράζει όλη την απογοήτευση του προδομένου από τον ίδιο τον εαυτό του ανθρώπου. Πώς ποτέ δεν άκουσε τον ύπουλο θόρυβο των κτιστών… ούτε ήχο κανένα; Πώς άφησε να τον καταδικάσουν έτσι ζωντανό σε μια φρικτή απομόνωση;
Η ειρωνική έκφραση είναι κι αυτή μια χαρακτηριστική ιδιότητα στην ποίηση του Κ. Καβάφη. Στο ποίημά του «Στα 200 π.Χ.» αναφέρεται στον Μ. Αλέξανδρο και την αποστολή από μέρους του μετά τη μάχη του Γρανικού, των 300 περίτεχνων ασπίδων σαν λάφυρα για την Αθήνα για τον Παρθενώνα, με το μήνυμα “Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων…”. Για να σχολιάσει την άρνηση των Λακεδαιμονίων να συμμετάσχουν στην περίλαμπρη νικηφόρα εκστρατεία, στο ποίημα με τη λεπτή ειρωνεία. Και με την πληθώρα των επιθέτων, πράγμα όχι συνηθισμένο στην ποίηση του Καβάφη.

«Κι από τη θαυμάσια πανελλήνια εκστρατεία, την νικηφόρα, την περίλαμπρη, την περιλάλητη, τη δοξασμένη ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμία, την απαράμιλλη βγήκαμε εμείς Ελληνικός καινούργιος κόσμος μέγας. Εμείς οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς, οι Σελευκείς κι οι πολυάριθμοι επίλοιποι Έλληνες Αιγύπτιοι και Συρίας. Κι οι εν Μηδεία κι οι αν Περσίδι κι όσοι άλλοι. Με τις εκτεταμένες επικράτειες, με την ποικίλη δράση, την στοχαστική προσαρμογήν. Και την κοινή Ελληνική Λαλιά! Ως μέσα στη Βακτριανή την πήγαμε, ως τους Ινδούς. Για Λακεδαιμονίους θα μιλούμε τώρα;»

«Το έργο του Καβάφη δεν ενθουσιάζει…», λέει ο Πέτρος Χάρης. Αλλά κάνει κάτι καλύτερο (προ πάντων σε έναν τόπο που τον κατέστρεψαν οι ενθουσιασμοί, τα μεγάλα λόγια και οι εύκολες αποφάσεις). Προετοιμάζει τον άνθρωπο για τις μεγάλες περιπέτειες, για τα φοβερά διλήμματα, για τις κρίσιμες στιγμές και τον οπλίζει με την καρτερία και την αξιοπρέπεια που πρέπει να έχει όποιος δεν θέλει να ποδοπατηθεί στη ζωή. Για το Νικηφόρο Βρεττάκο ο Κ. αποτέλεσε το πιο παράδοξο φαινόμενο των γραμμάτων μας. Το έργο του είναι πάντα άξιο μελέτης κι έρευνας για τον τρόπο που αυτή η ποίηση με την αξεκαθάριστη γλώσσα, τους στίχους τους χωρίς ρυθμό και ρίμα, κατέκτησε τόσο πολλές ανθρώπινες ομάδες. Έγινε πηγή ποιητικής ευφροσύνης, καθιερώθηκε, αγαπήθηκε. Φαίνεται πως πάρα πολλοί αναγνώρισαν σ’ αυτό τον εαυτό τους με τις πληγές, την ανασφάλεια, το ταπεινωμένο εγώ και δεν μιλούμε μόνον για την σεξουαλική εκτροπή που σε πολλές στιγμές δέχεται με παρρησία αλλά και για σκοτεινές και αξεδιάλυτες ψυχικές καταστάσεις αμφιβολίας, δισταγμού μπροστά στα μονοπάτια της ζωής που προβληματίζουν κάθε μέρα και σε κάθε εποχή τον Άνθρωπο. Για το αίσθημα της Μοναξιάς τελικά και για το αναντικατάστατο και τη μοναδικότητα του κάθε ανθρωπίνου όντος.

Είναι «διδακτικός» ο Καβάφης όπως πολύ σωστά χαρακτηρίστηκε από τον Ε. Παπανούτσο. Μέσα όμως από τις «διδαχές» που αναδύονται από τα ποιήματά του, ίσως προσπαθεί να εμψυχώσει τον ίδιο του τον εαυτό. Πάνω από τον «διδακτικό» Καβάφη κυριαρχεί ο «δραματικός». Το μυστικό της τέχνης του Καβάφη είναι αυτή η ανάγκη του για μια λύτρωση.
Γράφει και αφήνει τόσα πολλά να εννοηθούν στο ποίημα «Σατραπεία»: «Τι συμφορά! / Ενώ είσαι καμωμένος / για τα ωραία και τα μεγάλα έργα / η άδικη αυτή σου τύχη πάντα / ενθάρρυνση κι επιτυχία να σε αρνείται! / Να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες / και μικροπρέπειες κι αδιαφορίες / Και η φρικτή ημέρα που ενδίδεις! / (Η μέρα που αφέθηκες να ενδίδεις!)»

Παρ’ όλη την αναγνώριση που εισέπραξε για το έργο του, οι έμπρακτες αποδείξεις λίγες. Η δικτατορία του Πάγκαλου το 1926 του απένειμε το «Παράσημο του Φοίνικα». Το 1932 ο ποιητής θα επισκεφθεί την Ελλάδα για τελευταία φορά με την ελπίδα κάποιας θεραπείας. Πρόκειται για σοβαρό θέμα της υγείας του, οι γιατροί έχουν διαγνώσει πως πάσχει από καρκίνο του λάρυγγα. Στο ξενοδοχείο «Κοσμοπολίτ» της Ομόνοιας όπου θα καταλύσει, οι πάρα πολλοί θαυμαστές του τον πολιορκούν ασταμάτητα, τον κουράζουν. Ο Μ. Βαϊάνος που τόσο λαχταρούσε να γνωρίσει από κοντά τον ποιητή – ίνδαλμά του, απογοητεύεται, και το περιγράφει, από την ψυχρή, απόμακρη στάση του Καβάφη. Ήδη η αλληλογραφία τους έχει δραματικά αραιώσει, από το 1929 είναι σχεδόν μηδαμινή. Άλλοι είναι τώρα οι φίλοι του. Το ζεύγος Αλέκου και Ρίκας Σιγκοπούλου που θεωρεί και κληρονόμους του. Έφυγε από τη ζωή στις 29 Απριλίου 1933 την ίδια μέρα των γενεθλίων του. Στο νοσοκομείο Αλεξάνδρας.

Προσωπικά είχα την ευκαιρία να γνωρίσω πριν από χρόνια τον νοσοκόμο, που είχε περιποιηθεί τον ποιητή τον τελευταίο καιρό της ζωής του στον Ερυθρό Σταυρό, μετά την χωρίς επιτυχία εγχείρηση που είχε υποστεί. Θυμόταν πάντα τον άνθρωπο, τον δύστροπο πολλές φορές, τον κλεισμένο απόλυτα στον εαυτό του γέροντα που αφηνόταν με τα μάτια κλειστά στις ιατρικές περιποιήσεις.

Έχοντας πλήρη συνείδηση πως δεν υπήρχε πια πλοίο, δεν υπήρχε οδός για κείνον…

Και πως είχε έρθει η ώρα για να αποχαιρετήσει περήφανα και μοιρολατρικά τη δική του Αλεξάνδρεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου