Φωτογραφίες από τα βιβλία μου και την 'Αμυγδαλιά'

Όλα τα βιβλία της Τ. Μπούτου, επιλεγμένα τεύχη από τα Πειραϊκά Γράμματα, θεατρικές παραστάσεις, εκδηλώσεις, βραβεύσεις κ.α

.

.

.

Μικρό απόσπασμα από το νέο μου βιβλίο «Η Κίνα του 1978, Το μεγάλο ταξίδι της ζωής μου», από τις εκδόσεις Vivliologia (2015)

Κριτικές και αναφορές στο έργο της Τούλας Μπούτου

δείτε κι άλλες κριτικές εδώ

.

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

Το δίλημμα του Μάρκου Τέναγου

                Η αίθουσα γεμάτη... θυμάται… Κι ολοφώτεινη, αστραποβολούσε καθαρή, περιποιημένη και άπλατα φωτεισμένη. Όχι πως δεν είχε σταθεί σαν κύριο πρόσωπο, σαν ομιλητής και σε άλλες όχι λίγες παρόμοιες αίθουσες, όμως τώρα εδώ, το ζούσε τόσο δυνατά, τόσο ηδύαιχμα, αυτό το βράδυ! Κι όπως του άρεσε να βρίσκει νεόπλαστες λέξεις από την απέραντη «ελληνική λογοθάλασσα», την είχε βρει λοιπόν αυτή τη λέξη και την κρατούσε πετράδι πολύτιμο στο νου και στα κείμενά του. Ήταν και το θέμα «ηδύαιχμο» και όλη η διαδρομή. Εκείνο το βράδυ, θα παρουσίαζε ο ίδιος το βιβλίο του, έτσι το επιθυμούσε. Αλλιώς μιλάς εσύ με τη δική σου φωνή, για το δημιούργημά σου, και αλλιώς ένας ξένος οποιοσδήποτε ομιλητής.

             Το θέμα τον είχε απασχολήσει για πολύ καιρό, κοντά ένα δύο μήνες για να το γράψει. Συναρπαστικό. Το θέμα αυτής της ομιλίας για τον κύριο καθηγητή ήταν μοναδικό, συναρπαστικό. Και με τον εαυτό του το είχε κουβεντιάσει συχνά. Όχι γιατί τον έσπρωχνε προς τα εκεί η ηλικία του. Στη χρυσή εποχή της «Γνώσης» βρισκόταν ακόμη. Στα εξήντα του θολερά χρόνια. Με τις άριστες θεολογικές – λογοτεχνικές κατακτήσεις του, που ήταν πλατιά αναγνωρισμένος. Και στο πανεπιστήμιο λέκτορας, και εκτός ακαδημαϊκής καριέρας σε κύκλους πνευματικούς να «διαλέγεται» και να κρέμονται από τα χείλη του. Θέμα ήταν η ευθανασία. Το δικαίωμα ενός πλάσματος να αποφασίζει για την ίδια του την τύχη, όταν η ποιότητα της ζωής έχει ανεπανόρθωτα ευτελιστεί. Όταν ο σωματικός ή και ο ψυχικός, ο διανοητικός κόσμος έχει καίρια θιχθεί (είναι θιγμένος), τότε η Φυγή είναι μια έντιμη λύση. Η εθελουσία σε όλη της την έκταση Φυγή. Να διαλέγεις την ώρα, τον τρόπο, ακόμα και τη στάση, την εμφάνισή σου στο πρώτο αντίκρισμα από τους άλλους, και τις τελευταίες σου σκέψεις. Όλα! Σε επέκταση και όταν το αδύνατο ανθρώπινο πλάσμα δεν θα είναι σε θέση να αποφασίσει μόνο του, να έχουν το δικαίωμα και οι άλλοι, με τις σωστές προϋποθέσεις, να του χαρίζουν μια «ηδυθανάτια» απόλαυση.

            Θρίαμβος η βραδιά! Άλλη μια ολόκληρη ώρα κατόπιν η συζήτηση με τους ακροατές και τις απορίες τους. Το συμπέρασμα; Η συντριπτική πλειοψηφία των παρόντων συμφώνησε απόλυτα με τις απόψεις του. Πολλοί ανέφεραν κοντινά τους παραδείγματα και τα δήλωναν απερίφραστα. «Και για τον εαυτό μας τον ίδιο αν ξέραμε πως θα βρισκόταν σε μια τέτοια θέση, ακόμα και την ώρα που θα βιώναμε αυτή τη θέση τόσο σκληρά, ζωντανά, εξ επαφής, θα λέγαμε, ναι, προχωρήστε!». Αφού δεν μπορούμε να ορίσουμε πια τη σωματική μας συμπεριφορά, δεν μπορούμε να επιστρατεύουμε την καθάρια λογική για να πάρει τις σύντομες, σωστές αποφάσεις, ας εναποθέσουμε την ευθύνη της εκτέλεσης στους άλλους. Τους δικούς μας ανθρώπους που με κίνητρο την αγάπη και την συμπόνια για τον πάσχοντα θα θελήσουν να προχωρήσουν.

            Ευθανασία: Πόσοι από τα ανθρώπινα πλάσματα έχουν την θεία εύνοια να βιώνουν αυτή την καλόηχη λέξη στο φυσικό τους θάνατο; Τον απρόκλητο, όμως σίγουρο για την «κάποτε», «κάποια» έλευσή του;

            Το βιβλίο ήταν καλοτυπωμένο, το εξώφυλλο καλλιτεχνικό με αφηρημένα σχεδιάσματα, έτσι αόριστα, με την χρωματική τους πανδαισία και ο τίτλος τρανταχτός, δυναμικός και σίγουρος για τη χιλιόδρομη σημασία του. ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ. Η λέξη αγκαλιασμένη μέσα στα χρώματα όμως ευκολοδιάκριτη.

            Το όνομα του συγγραφέα κάτω δεξιά στη σελίδα σε μια όχι συνηθισμένη για τίτλους βιβλίων θέση, ήταν σα να σήκωνε όλο το βάρος από τα σχέδια, τα χρώματα, τα νοήματα. Πάνω στις δυο του λέξεις. Μάρκος Τέναγος.

            Δέσποζαν στην είσοδο της αίθουσας πάνω στο καλοβαλμένο τραπεζάκι οι μικροί τόμοι των βιβλίων και δεν υπήρξε κανένας που να μην πλησίασε στο τραπεζάκι να αποθέσει το αντίτιμο και να πάρει το αντίτυπο. Ο Μάρκος Τέναγος πόσο τη χάρηκε αυτή την ώρα μετά το τέλος της όλης παράστασης, όρθιος, να βάζει με σίγουρο χέρι τη σύντομη υπογραφή  στην πρώτη άσπρη σελίδα. Και η βοηθός του, η όμορφη κατάξανθη, θαλασσομάτα Μάρω (πόσο ταίριαζε με την θριαμβευτική βραδιά) να προσφέρει σε όσους ήθελαν το ποτηράκι με το «ηδύποτο» από το μεγάλο δίσκο στο πλάι.

            Θυμόταν… παράξενο! Ήταν τα πρώτα που του ήρθαν στο θολωμένο μυαλό όλα τούτα από τη στιγμή που ένιωσε εκείνη τη φοβερή ζαλάδα, την αστάθεια, την αντάρα και το φόβο ενός «επικείμενου» θανάτου μέσα στο κεφάλι του. Λες; Λες;

            Ύστερα, δεν ήξερε πως… βρέθηκε σε ένα άσπρο δωμάτιο και τα φώτα ασπριδερά και οι φορεσιές των γιατρών  αντρών και γυναικών που ήταν πολλοί τριγύρω του, άσπρες κι αυτές. Προσπάθησε να σηκώσει το χέρι να χαιρετήσει… Όμως όλα είχαν γίνει ακατόρθωτα. Και η ομιλία του, λέξη δεν έβγαινε από το κλειδωμένο στόμα. Μόνο κάποιοι παράξενοι, ηχηροί αναστεναγμοί. Έκλεισε τα μάτια να μην βλέπει. Τότε κατάλαβε πως άκουγε! Ναι! Οι θεραπευτές είχαν ξεθαρρέψει, μιλούσαν αναμεταξύ τους, σιγά βέβαια, όμως τόσο που μπορούσε αυτός να ακούει.

            «Εγκεφαλικό επεισόδιο»
            «Θρομβωτικό επεισόδιο, αναμφισβήτητα»
            «Η μαγνητική τομογραφία είναι σαφής»
            «Αφασία, θρόμβος στην αριστερά κροταφική χώρα»
            «Καταλαβαίνω», ήθελε να τους φωνάξει, «Σας ακούω και καταλαβαίνω»

            «Είναι ο Μάρκος Τέναγος, συγγραφέας της Ευθανασίας, βιβλίο “ιατρολογοτεχνικό”». Κάποιος τον γνώριζε ως φαίνεται.

            Δεν ζαλιζόταν πια. Όμως ήταν έτοιμος να βυθιστεί σε έναν μακάριο ύπνο, ένα σβήσιμο που όλο και πιο σίγουρο γινόταν. Τόσο αδύναμος στις κινήσεις. Έτσι λοιπόν; Είναι το τέλος; Μα, έτσι, στα ολόξαφνα; Χθες ακόμα με τη Μάρω σ’ ένα ξεφάντωμα… τώρα η γυναίκα του στεκόταν στο πλάι. Είχε γυρίσει από το νησί όπου είχε πάει με το σύλλογο «Γυναικείες Εξορμήσεις» και του κρατούσε το ακούνητο χέρι, μιλούσε με τους γιατρούς: «Σας παρακαλώ κάντε ό,τι μπορείτε. Και μόλις λίγες μέρες πριν, είχε παρουσιάσει ο ίδιος το βιβλίο του που το αγαπούσε τόσο» (στον αόριστο χρόνο το ρήμα) κι αυτός να μην μπορεί να μιλήσει να μην δύναται να κουνηθεί και το βιβλίο εκεί, τόσο πειστικό. Όταν η ζωή ευτελιστεί… είναι παραδεκτή, είναι νόμιμη η ευθανασία; Λες να την γυρέψει για κείνον η γυναίκα του; Είχαν και μερικούς πρόσφατους καβγάδες για την τόσο συχνή παρουσία της Μάρως κοντά του… η γυναίκα του ήξερε και τις ενθουσιώδεις απόψεις του περί ευθανασίας. Μα κι αυτός τώρα να τις συζητήσει ήθελε. Κάντε την να τελειώνουμε! Μια ζωή τόσο υποβαθμισμένη θα είναι ζωή; Νέος ακόμη και ικανός για πολλά. Τι δίλημμα! Προχωρήστε λοιπόν! Κάντε με ό,τι θέλετε, να τελειώνουμε.

            Μια όμορφη γιατρίνα προσπαθούσε να βρει τη φλέβα στο «καλό» χέρι. Ο ορός κρεμόταν από ένα «στατό». Οι σύριγγες άδειαζαν μέσα του από το χέρι μιας νοσοκόμας. Πόσο βαριά τα πόδια του! Μόνο το αριστερό μπορούσε κάπως να κινηθεί. Ευθανασία λοιπόν, και όλα τα δεινά τετελεσμένα.

            Είχαν σταματήσει όλοι μαζί, και η γυναίκα του που είχε αφήσει το χέρι του και είχε προχωρήσει μαζί τους, απομακρυσμένοι πια όλοι από κείνον, κοντά στην πόρτα να συνομιλούν ζωηρά.

            Τώρα θα πάρουν τελική απόφαση. Ίσως κάτι σαν υπακοή στα κελεύσματα του βιβλίου. Αυτό θέλει; Αυτό;

            Η ανάσα του έγινε γρήγορη. Είναι σίγουρος; Λίγη επιείκεια από το χρόνο. Ο Θεός είναι μεγάλος. Πάλευε με την νάρκη που τον κύκλωνε, πάλευε με το κλειστό του στόμα που είχε αφύσικα αλλάξει σχήμα, με την επιθυμία να εκφραστεί, να τους δώσει να καταλάβουν. Μια γιγάντια επιστράτευση του «θέλω», του «μπορώ», του «ελπίζω».

           Η λέξη βγήκε καθαρή, ηχηρή, απίστευτα δυνατή. ΟΧΙ! φώναξε, ΟΧΙ! Και δεύτερη φορά με την ίδια ένταση. Στάθηκαν όλοι ξαφνιασμένοι… γύρισαν κοντά του. Ο πιο ηλικιωμένος έβαλε το χέρι του πάνω στο δικό του. «Μη φοβάστε κ. καθηγητά, όλα θα πάνε καλά. Θα σας βοηθήσουμε. Μη φοβάστε», είπε.

            «Ευχαριστώ!», είπαν τα χείλη του Μάρκου Τέναγου, χωρίς να κινηθούν.

            Ένας παμφώτεινος ήλιος δυνάστευε έξω το τοπίο.

«Αι ειδοί του Μαρτίου»

Στην αναγγελία των θεαμάτων της τηλεοράσεως, το έτος 2014, υπήρχε ένα έργο με τίτλο «Αι ειδοί του Μαρτίου». Επειδή ομολογώ δεν ήμουν γνώστης της σημασίας αυτής της λέξης και επειδή ήθελα να δω το έργο, κατέφυγα στα εγκυκλοπαιδικά λεξικά και βέβαια αφού είχα στην κατοχή μου και τα πιο σύγχρονα. Δεν βρήκα την ερμηνεία της λέξης. Τότε κατέφυγα στο παλιό Λεξικό της Πρωίας (οικογενειακό κειμήλιο). Και ενημερώθηκα πλήρως. Ήταν ρωμαϊκή αργία και θύμιζε την αποφράδα ημέρα της 15 Μαρτίου του 44 π.Χ. όταν δολοφονήθηκε ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρ. Έτσι παρέμεινε στην ιστορία. Και σήμερα ακόμη μπορεί να χρησιμοποιηθεί, όταν θέλουμε να μιλήσουμε προφητικά για κάποια αποφράδα ημερομηνία. Η λέξη προέρχεται βέβαια από το λατινικό “idus”, όμως δεν παύει να συνδέεται με την ατέρμονη σε πλούτο και έννοιες ελληνική μας γλώσσα.

Σχετικό με τις ειδούς είναι και το ωραιότατο ποίημα του Κ. Π. Καβάφη “Μάρτιαι Ειδοί” που αρχίζει έτσι:

Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή.
Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις
αν δεν μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξεις
να τες ακολουθείς. Κι όσο εμπροστά προβαίνεις,
τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι.

Και θα μπορούσε να ταιριάξει σε πολλές σύγχρονες ιστορίες που ζούμε τώρα.

Διότι δεν πρέπει να ξεχνούμε, πως η ιστορία δυστυχώς επαναλαμβάνεται και η ποίηση που την εκφράζει δεν απειλείται από χρόνο και λησμονιά, όταν είναι γνήσια, όπως του Κ. Π. Καβάφη.


Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

Και τι...



Και τι να πω που όλα έχουν ειπωθεί
Και ποια μολπή που όλα ταχουν τραγουδήσει!
Δύουμε όλοι μας στην ίδια Δύση
που από το λίκνο μας μάς έχει χαριστεί.

Δε στέργουμε στιγμή αναπαμού…
Ο νους γυρνά στα προδομένα μονοπάτια.
Θωρούμε πια με της ψυχής τα μάτια.
Στείρα ματιά σε ρέπια χαλασμού.

Τον δρόμο χάσαμε για την Ανατολή.
Πως περπατώντας παραδείραμε στα μάκρη!
Μόνο μας φυλαχτό τ’ ατόφιο δάκρυ

της μάνας μας κάποια θαμπή ευχή.


Οι "ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΕΣ ΚΛΗΣΕΙΣ" στο Θέατρο Ελπίδας

Το θέατρο ΕΛΠΙΔΑΣ -Αριστοτέλους 53 & Σμύρνης- θα παρουσιάσει στις 21 Οκτωβρίου το καινούριο μου έργο “ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΕΣ ΚΛΗΣΕΙΣ”.

Μία κοινωνική κωμωδία, ένα σύγχρονο έργο που αναφέρεται στα προβλήματα της εποχής μας και στις δυσκολίες που βιώνουμε όλοι μας. Διανθίζεται με όνειρα και απορρέει ελπίδα για το μέλλον…

Συντελεστές:
Σκηνοθεσία: Χάρης Γεωργιάδης
Σκηνικά-Κοστούμια: Μαριλένα Μέλη
Μουσική: Σίσσυ Μακροπούλου
Στίχους: Γεράσιμος Χαυδάτος
Μουσική επιμέλεια: Χάρης Γεωργιάδης
Φωτισμοί: Στάθης Αναστασίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαριλένα Μέλη


Παίζουν οι ηθοποιοί:
Μανώλης Δεστούνης
Νίτα Παγώνη
Αυγερινός Σουλόπουλος
Μαριλένα Μέλη
Γιάννης Διακονικόλας


Παραστάσεις: Παρασκευή στις 9:00 μ.μ. & Σάββατο-Κυριακή στις 8:00 μ.μ
Διάρκεια παράστασης: 80 λεπτά
Τιμή εισιτηρίων: 12 ευρώ
Ειδική τιμή για γκρουπ, συλλόγους και συνταξιούχους: 6 ευρώ!
Προπώληση Εισιτηρίων: Στο ταμείο του θεάτρου.

Πληροφορίες στα τηλέφωνα: 6945-262890 & 210-8816780

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2016

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

«Κι αν δεν έρθω εγώ μαζί σας τι πειράζει;» Το λεγε ρίχνοντας φευγαλέες ματιές στον καθρέφτη αντίκρυ της. «Τι θα λείψει από την παρέα; Αυτό που βλέπω, τ’ ολοφάνερο απόν;» συμπλήρωνε η εικόνα στη στιλπνή επιφάνεια που την αντανακλούσε. Έτσι χωρίς επιείκεια, με μια αφοπλιστική χειροπιαστή ειλικρίνεια. Αυτό το απόν…

Σίγουρα ήταν στις κακές της απόψε. «Στη χάση του φεγγαριού βρίσκεσαι;» Θυμήθηκε τη μάνα της όταν την έβλεπε με τα μούτρα κατεβασμένα. Να! Θα γυρίσουμε και κανένα αιώνα πίσω τώρα, για να συμπληρωθεί αυτή η απόλυτη απουσία του φεγγαρόφωτου…

Μα δεν έχεις καθόλου επιθυμία, περιέργεια να γνωρίσεις αυτούς τους καινούργιους φίλους; Τόσο απομονώθηκες πια; Να μη δεις την παρέα της εγγονής σου; Το αγόρι της; Εκείνη η καημένη χάρηκε τόσο όταν η πρόσκληση έκλεισε όλους μας μέσα, έκλεισε και σένα. «Και τη γιαγιά βέβαια!» είπαν. Παραμονιάτικα μόνη της θα μείνει; (μήπως και την πέταξε η Λίζα την κουβέντα… η γιαγιά θέλει να μείνει μόνη… κλπ κλπ). Αφύσικο για τη σημερινή εποχή μια πρόσκληση για Πρωτοχρονιάτικο γλέντι και με τη γιαγιά.

Η κόρη πήγαινε κι ερχόταν και οι κινήσεις της όλο και κάτι να προσθέτουν στη θαμπωτική θωριά της, όμορφη στα σαράντα της, έλαμπε μέσα στα μαγικά έξαλλα ρούχα της ακριβής “μπουτίκ”. Ο σύζυγος φώναζε από κάτω… Μην αργείτε! Κοντεύει 10 η ώρα!

Η κυρία Ελένη αναστέναξε καθώς σηκωνόταν! «Δέκα λεπτά θα κάνω μόνο» είπε καθώς προχωρούσε αργά στο πλαϊνό δωμάτιο. Η Λίζα όρμησε κείνη την στιγμή φουριόζα κι αξιολάτρευτη. «Εγώ είμαι έτοιμη!» είπε. Και χίλια σπιθωτά αστεράκια από ασημόσκονη αναβόσβηναν σοφά βαλμένα ανάμεσα στα μαύρα ολοζώντανα μαλλιά της. «Μαμά! Είσαι κούκλα!» είπε το μικρό της αντίγραφο. Η κυρία Ελένη πρόφτασε να κλείσει τη δίδυμη εικόνα στη ματιά της καθώς έβγαινε, πρόφτασε κείνη τη γλυκιά γεύση πίσω από το στέρνο της… «Είναι πολύ όμορφες… Είναι δικές μου… όμως εγώ είμαι πια τόσο μακριά…» Η μικρούλα σκέψη κρυμμένη καλά, πίσω-πίσω.

Η κόρη σταμάτησε προτού κατέβουν την σκάλα. «Μπορούσες να βάλεις λίγο ακόμα χρώμα στα χείλη. Και στα μάγουλα κάποια φωτεινή πινελιά. Πρωτοχρονιάτικη βραδιά είναι! Δεν φώναζες τη Λίζα να σε βοηθήσει με τη μαστοριά της;»

-«Καλά είμαι! Πάμε!» Είπε εκείνη.
Προχώρησε με το διακριτικό της μπλε, που είχε χωρέσει και τον στενό κύκλο από τις ανοιχτότερες πούλιες γύρω στο λαιμό. Τα μαλλιά με την ευσυνείδητη αναπαραγωγή του καστανού στο χρώμα τους… Η κοψιά της ευτυχώς γενικά δεν είχε φύγει πολύ μακριά από την λεπτή της φόρμα, εξόν από το προσεκτικότερο κάπως βήμα καθώς έσερνε ξοπίσω τα περισσευούμενα χρόνια. Σίγουρα μια ώριμη καλοβαλμένη κυρία θα έβλεπαν οι καινούργιοι φίλοι, και το αγόρι της Λίζας, τελειόφοιτος του Πολυτεχνείου και μοναχογιός αυτής της εκλεκτής οικογένειας.

Πολύς κόσμος στο τεράστιο σπίτι… Κόσμος πολύς και από διάφορες ηλικίες. Εξαίρεση για τη βραδιά αυτό το ανακάτωμα των γενεών. Κάτι σαν ανακωχή μπροστά στην επιδρομή του Νέου Χρόνου… σκέφτηκε για να νιώθει καλύτερα καθώς περνούσε το αστραφτερό κατώφλι κι η μουσική με τη σύγχρονη και κάπως ενοχλητική ζωντάνια της ξεχύθηκε να τους καλωσορίσει.
Όλοι εγκάρδιοι, όλοι μυρωδάτοι και λαμπροφορεμένοι, το αγόρι της Λίζας ένας κούκλος με το ανορθόδοξο “λουκ” τα όρθια γυαλιστερά μαλλιά, το ψευτοατημέλητο ντύσιμο με τις “σινιέ” υπογραφές, είχε κιόλας αρπάξει τη Λίζα μέσα από τους νεοφερμένους, αφού πέταξε ένα γρήγορο χαιρετισμό σε όλους και είχαν εξαφανισθεί στα ενδότερα. Οι γονείς του προχωρούσαν στις ευγενικές συστάσεις και τα καλωσορίσματα, ο κύριος της φίλησε το χέρι ευγενικά «πόσο χαίρομαι που ήρθατε!» (Τόσος θα ήταν ο γιος μου αν ζούσε, σκέφτηκε έτσι ξεκάρφωτα εκείνη, ένα γιος που είχε φύγει στα πέντε του χρόνια! Σκέψου!).

Όμορφα, καλοζυγισμένα και ταιριασμένα τα δυο ζευγάρια μέσα στη θαλερή προχωρημένη τους νεότητα… Ταίριαξαν όλα. Τα σαλόνια ήταν γεμάτα. Ξεχώρισε κιόλας τα πράσινα τραπέζια, ήταν στημένα, κόσμος τα τριγύρισε. Όλο και κάτι τακτοποιούσαν πάνω τους. Αυτά θα κρατούσαν τη ζωντανή παρουσία τους μέχρι το πρωί. Η κυρία Ελένη αναστέναξε καρτερικά, ας ελπίσουμε πως κάποιος θα βρεθεί να τη γυρίσει πίσω πολύ πριν από τις πρωινές ώρες. Εξ άλλου, δεν θα χει κι η ίδια αντίρρηση να μπει σ’ ένα ταξί και να βρει μόνη της τον δρόμο της επιστροφής και της ανησυχίας.
Ατέλειωτες πρωτοχρονιές, γιορτάδες κι οι οικογενειακές συνάξεις, άλλες θαμπές, άλλες με τ’ ανεξίτηλα χρώματά τους την ακολουθούσαν καθώς έφτανε στο σαλόνι, στο χώρο που ήταν ένας καναπές. Δύο κυρίες κάθονταν στην μια του άκρη αφοσιωμένες στην κουβέντα τους. Στην άλλη κάθισε εκείνη. Η κόρη της ήρθε στο πλάι της, την ακούμπησε «Σ’ αρέσει εδώ; θα μείνεις λίγο να πάω εγώ να δω τι γίνεται μέχρι να στρωθούν τα τραπέζια του παιχνιδιού; Τώρα θα σερβίρουν και το φαγητό. Ο Γιάννης έχει πάει κιόλας μέσα. Πες μου πως σου φαίνεται, σ’ αρέσει η ατμόσφαιρα, το περιβάλλον;»

-«Όλα είναι ωραία. Οι άνθρωποι ευγενέστατοι… Μη νοιάζεσαι για μένα, διασκεδάζω και μόνο κοιτάζοντας τριγύρω. Βλέπω το σήμερα συμβιβάζομαι μαζί του και θαυμάζω».
Η κόρη της σήκωσε μια τούφα από τα μαλλιά με μια κίνηση άκρατης τρυφερότητας. «Δεν μοιάζει με τις παλιές πρωτοχρονιές μας… έτσι; Με τον μπαμπά όλα ήταν πάντα ήσυχα… Μα οι καιροί αλλάζουν. Κι ας γνωρίσεις και μία σύγχρονη, σημερινή έκδοση πρωτοχρονιάς… Έτσι;»

-«Δεν έχω αντίρρηση! Όλα χρειάζονται! Μαζί σας και στον κόσμο σας βρίσκομαι τώρα! (Γέλασε). Πάψε ν’ ασχολείσαι μαζί μου μωρό μου! Πήγαινε να βρεις τον άντρα σου. Τη Λίζα. Ωραίο το αγόρι της! Το Λιζάκι… Με το αγόρι της στα δεκαεπτά της! Α! Μα ο έρωτας είχε πάντα το Βασίλειό του στη Γη, κρυφό, φανερό, απομονωμένο για τους λίγους ή ολάνοιχτο για όλους όπως σήμερα. Βασίλειο όμως και κινητήρια δύναμη του κόσμου για πάντα!»

Η κόρη είχε κιόλας φύγει, αφομοιώθηκε με το χρώμα και το φως. Ήταν τόσο πολλοί τριγύρω, μέσα, παντού. Έπρεπε να σ’ εντοπίσουν από πολύ κοντά για να σε δούνε. Για να υπάρξεις με τη δική σου παρουσία. Ένας μεγάλος θίασος σε μια απέραντη σκηνή θεάτρου, αυτό της θύμισε η γιορτή.
Άρχισε να τρώει από το πλούσιο πιάτο, που της έφερε ένα άψογα ντυμένο, σοβαρό και προσεκτικό γκαρσόνι. Οι κυρίες της χαμογέλασαν παίρνοντας το δικό τους πιάτο. «Καλή όρεξη!» είπε για ν’ απαντήσει στο χαμόγελο, παίρνοντας και το ποτήρι της. Ένα τραπεζάκι μπροστά της, το βόλεψε εκεί. «Στην υγειά σας» είπε πάλι, μα οι κυρίες είχαν ξαναγυρίσει στην κουβέντα τους.

Η κόρη πέρασε πάλι βιαστικά, πόσο φως στα μάγουλα, στα μάτια της, περίτεχνη βέβαια η υπογράμμιση και το σοφό περίγραμμά τους… «Μαμά, εν τάξει; Έχεις απ’ όλα; Μήπως θα θελες να σε πάρω σε κάποια από τα πράσινα τραπέζια να παίξεις ρουλέτα; Θυμάσαι που παίζαμε την πρωτοχρονιά; Μήπως καμιά μπιρίμπα, να βρούμε κανένα τραπεζάκι με κυρίες;»

-«Όχι! Όχι! Βιάστηκε να δηλώσει. Θα μείνω εδώ που αισθάνομαι πολύ άνετα. Εξ άλλου από δω μπορώ να τα βλέπω όλα, δύο ζευγάρια κιόλας έχουν αρχίσει να χορεύουν. Δε θα πλήξω καθόλου, να είσαι βέβαιη». Κοίταξε το ρολόι της. Η ώρα περνούσε γρήγορα. Κόντευε κιόλας 11:30, σε λίγο ο νέος χρόνος θα έμπαινε με το καταλυτικό του βήμα και σε τούτο δω τον γιορταστικό χώρο. Για ν’ αναγγείλει την παντοδυναμία του. Να κλείνει τα κιτάπια του προηγούμενου με όλα όσα έσυρε μαζί του. Ν’ ανοίξει τις δικές του άγνωστες σελίδες, που ποιος ξέρει πόσα θα γράψουν. Τι θα γράψουν, μέσα τους. Πόσα χρόνια γίνεται το ίδιο; Χαμογέλασε μόνη της. Ας μη μιλήσουμε γι αυτό απόψε, ας το ξεχνούμε όσο μπορούμε.

-«Πόσα χρόνια;» Είπε κι η φωνή πολύ κοντά της. Ξαφνιάστηκε, σήκωσε την αφηρημένη ματιά της γεμάτη έκπληξη. Μπροστά της στεκόταν ο καλοβαλμένος κύριος, ο ηλικιωμένος άντρας με ένα ποτήρι στο χέρι. Δε θα λεγες πως χαμογελούσε, μια διφορούμενη έκφραση απορίας; Έκπληξης ακόμα και κάποιας λύπης στο σοβαρό του πρόσωπο. Έμεινε για λίγο μετέωρη.

-«Είσαι ο Πέτρος…» είπε ύστερα σα μαγεμένη.

-«Είμαι ο Πέτρος» επιβεβαίωσε χωρίς να αλλάξει έκφραση ο άντρας. Κι εσύ είσαι η Ελένη!
Έτσι, σα να σηκώθηκε απότομα κάποια αόρατη αυλαία, κι άφησε τα δύο χαμόγελά τους να φανούν. Εκείνη έκανε ν’ ανασηκωθεί.

-«Μπορώ να καθίσω πλάι σου;» πρόφτασε ο άλλος.

«Μα ναι! Βέβαια!» Έσπρωξε λίγο το τραπεζάκι με το πιάτο και το μισοφαγωμένο περιεχόμενο, τραβήχτηκε ακόμα πλάι, ο Πέτρος χώρεσε άνετα με την κάπως βαριά σιλουέτα. Γύρισε προς εκείνη, ακούμπησε το ποτήρι του στο τραπεζάκι, της έδωσε το χέρι και σφράγισε το δικό της και με το άλλο χέρι του.

-«Ελένη… πόσο χαίρομαι που σε βλέπω. Αληθινά χαίρομαι τόσο. Πόσες φορές αναρωτιόμουνα τι κάνεις που να βρίσκεσαι… που υπάρχεις…»

-«Είναι τόσο μεγάλος ο κόσμος μα και τόσο μικρός! Όμως όσο βρισκόμαστε πάνω του, μέσα του, όλο και κάπου μπορούν να συναντηθούν τα βήματά μας!»

-«Τούτη τη στιγμή χαίρομαι τόσο για τη μικρότητά του» είπε εκείνος «αφού γίνηκε αφορμή για να σε ξαναδώ. Ύστερα από τόσα, πόσα χρόνια;»

Η γυναίκα γέλασε, το χέρι της ακούμπησε ανάλαφρα μα απαγορευτικά τα χείλη του. «Είπαμε, είπα στον εαυτό μου, το λεγα πριν λίγο μόνη μου, να μην αναφερθούμε σε χρόνια απόψε. Κλείνει, σηματοδοτεί τόσα πολλά καινούργια μια πρωτοχρονιάτικη βραδιά. Όλα και τίποτα. Λίγο και πολύ. Αρχή και τέλος. Συνέχεια και σφραγίδα με τελεσίδικη υπογραφή. Όλα, όλα αιωρούνται απόψε γύρω μας και ο χρόνος το ίδιο».

Ο Πέτρος πρόφτασε ν’ αρπάξει την παλάμη της πριν κατέβει και ν’ αποθέσει ένα φιλί στη μέσα της όψη… «Εκεί ήθελες να σε φιλώ. Το θυμάσαι;»

-«Ω! Μα είσαι καταπληκτικός! Ανάλλαχτος! Ταιριάζεις με τη μαγεία και το μυστήριο της βραδιάς! Όμως τώρα είμαι σεβάσμια κυρίας που της φιλούν ορθόδοξα και σεβαστικά το χέρι!»

-«Αυτά για τους άλλους! Όχι για μένα! Εδώ ο χρόνος κρατάει όλο το πείσμα και την επιμονή του… μπορεί να σταματάει όπου του γουστάρει ο χρόνος, να κολλάει κάπου για πάντα! Αναπόσπαστος από τον ίδιο τον παλιό εαυτό σου!»

-«Α! Πόσο χαίρομαι να τ’ ακούω αυτό! Αν μπορούσε να γεννάει και οπτικές παραισθήσεις! Τι καλά που θα ήταν!»
Ο ηλικιωμένος άντρας σοβαρεύτηκε. «Γιατί;» είπε. «Εσύ δεν ξέρω πως με βλέπεις. Εγώ θα σε βεβαιώσω πως έχω μπροστά μου την Ελένη των 25 χρόνων. Εικοσιπέντε μέχρι τριάντα τρία. Τότε που χάθηκες από τη ζωή μου… Εγώ σε ξεχώρισα με την πρώτη ματιά μέσα σε τόσο κόσμο απόψε».

-«Αλήθεια, πώς με γνώρισες τόσο εύκολα; Ίσως επειδή είμαι η πιο μεγάλη εδώ μέσα. Παράταιρη μέσα σε τόσο σπατάλημα νιότης και ομορφιάς…

Ο Πέτρος σήκωσε το ποτήρι του, της έδωσε το δικό της. «Στην υγειά σου Ελένη! Ελένη, αυτή που πέρασε από τη ζωή μου τότε, και δεν έχει καμιά σχέση με κανένα “σήμερα” και το περιεχόμενό του».
Τσούγκρισαν τα ποτήρια, η Ελένη μπορούσε πια να τον κοιτάξει κατάματα, ένιωσε μια τέτοια σιγουριά να το κάνει.

-«Στην υγειά σου! Τα μάτια σου δεν άλλαξαν καθόλου Πέτρο!»

-«Γιατί; Επειδή εξακολουθούν να είναι καστανά;» είπε εκείνος γελώντας.

-«Όχι μόνο. Κρατούνε πάντα αυτό το παράξενο βάθος… Αυτό που το φοβόμουνα πολλές φορές, τότε, όταν τα κάρφωνες στα δικά μου για ώρα πολλή. Έμοιαζε κάπως και με κάποια αόριστη απειλή αυτό το κοίταγμά τους… Όμως μου άρεσε, μου άρεσε να τα βλέπω. Πες μου τι έκανες, τι κάνεις στη ζωή σου, θέλω να μάθω, έχεις οικογένεια, που βρίσκεσαι;»

-«Με φοβόσουνα λοιπόν… Γι αυτό έφυγες; Γιατί έφυγες Ελένη; Ποτέ δεν το μαθα! Κι ας το θελα τόσο να το ξέρω!» Η ατμόσφαιρα τριγύρω είχε ολότελα αλλάξει. Η μουσική είχε μια ζωντάνια που δεν την άγγιζε πια δυσάρεστα. Μια μαγική ομίχλη τ’ αγκάλιαζε όλα τριγύρω… Οι άνθρωποι περνούσαν ομοιόμορφοι. Το περίγραμμά τους χανόταν μέσα στο φως και τις σκιές. Κι ο Πέτρος ήταν εκεί να της θυμίζει τι θα πει έρωτας στα εικοσιπέντε. Ξεχασμένη γεύση, συναρπαστική. Τόσα, τόσα πολλά στοιβαγμένα χρόνο το χρόνο, χρόνια ασφυκτικά στοιβαγμένα πάνω σου, και με μια τοσοδούλα αφορμή η αίσθηση να ζωντανεύει ατόφια, να σαλεύει βαθειά μέσα σου… Ήταν η βραδιά; Ήταν που αποφάσισε ν’ ανακατευτεί με τα νιάτα και τη σύγχρονη ζωή; Ήταν ο Πέτρος!

Η μουσική σταμάτησε απότομα. Η οικοδέσποινα στη μέση του μεγάλου σαλονιού τους καλούσε όλους. «Σε λίγα λεπτά ο Νέος Χρόνος θα βρίσκεται στο κατώφλι μας και θα του ανοίξουμε για να μπει. Ελάτε όλοι εδώ, γύρω μου, να τον υποδεχτούμε! Τα φώτα θα σβήσουν, λίγα λεπτά στο σκοτάδι κι ύστερα το φως θα ξανάρθει μαζί με τον καινούργιο Χρόνο».

Τα γκαρσόνια κουβαλούσαν βιαστικά δίσκους με ποτήρια. Σαμπάνιες στα γυαλιστερά μεταλλικά δοχεία. Η Ελένη σηκώθηκε, πήρε το χέρι του Πέτρου. «Πάμε κοντά πριν έρθουν και με πάρουν οι δικοί μου μαζί τους.» είπε γελαστά. Ο Πέτρος σηκώθηκε, η ματιά του κρατούσε πάντα την παράξενη έκφρασή της. Την ακολούθησε προς τα κει που πήγαιναν όλοι. Στάθηκαν πλάι. Ένα χαρούμενο αόρατο μουρμουρητό ολοτρόγυρα.

-«Δεν θυμάμαι πια Πέτρο γιατί έφυγα τότε…» είπε ξαφνικά εκείνη, σιγά, πολύ σιγά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. «Όμως τι σημασία έχει πια; Χαίρομαι που βρεθήκαμε τούτη τη βραδιά…»
Η σιωπή και το σκοτάδι ήταν για ελάχιστα λεπτά. Ύστερα όλα τα φώτα άστραψαν με μιας, ήρθαν μαζί οι φωνές, τα γέλια. «Πάει ο παλιός ο χρόνος»! Το χειροκρότημα δυνατό για τον χρόνο που έμπαινε πάνω στη ζυγαριά της ζωής των ανθρώπων. Όλοι φιλιόντουσαν.

Η Ελένη γύρισε γελαστή να δει τον σύντροφό της. Ήταν άφαντος! Κοίταξε γύρω, μπρος, πίσω… Άφαντος! Ένα γκαρσόνι της έδινε το ποτήρι με το αφρισμένο ποτό. Το κράτησε στο χέρι και προχωρούσε άσκοπα πια ανάμεσα στον πολύχρωμο κόσμο με την ξέχειλη χαρά του.


-«Μαμά! Πού είσαι επί τέλους και σε γύρευα τόσην ώρα; Χρόνια πολλά μαμά μου!» Η κόρη τη φιλούσε στα δυο μάγουλα, ο γαμπρός τη φίλησε κι αυτός. «Χρόνια πολλά παιδιά μου…» είπε αφηρημένα εκείνη. «Πού είναι το Λιζάκι; Χρόνια της πολλά!» Η ματιά της ταξίδευε πάντα ολόγυρα, κι ήταν δακρυσμένη.

Μια παρέμβαση – διαμαρτυρία



Από ένα άρθρο-ρεπορτάζ του δημοσιογράφου κ. Άγγελου Σκορδά στην εφημερίδα “Δημοκρατία” του Σαββάτου 10-09-2016 αντλώ το απίστευτο – απάνθρωπο – εξοργιστικό για κάθε άνθρωπο, που διαθέτει το απαραίτητο στοιχείο “ανθρωπιάς” στο D.N.A του, και που φαίνεται πως ο Αρτέμης Σώρρας στερείται παντελώς της ύπαρξής του –στο δικό του κύτταρο. 
Δεν με ενδιαφέρει η πολιτική τοποθέτηση, ούτε το τι εκφράζει στα πολιτικά μας δρώμενα αυτός ο κύριος.

Όμως όταν αποκαλεί “υβρίδια και ζώα που φτιάχνουν τον πλανήτη των αναπήρων” τους παραολυμπιακούς, το καμάρι μας, τους ήρωες στην πάλη για την ζωή και τις αντιξοότητες της, αυτά τα τόσο λαμπερά πλάσματα, που μας τίμησαν και με τα μετάλλια που κέρδισαν στους φετινούς Ολυμπιακούς Αγώνες στο Ρίο ντι Τζανέιρο της Βραζιλίας -λυπάμαι για την παρουσία του ανάμεσα σ’ αυτούς που μας κυβερνούν! 
Λυπάμαι αφάνταστα γιατί δεν ξεσηκώθηκε με δημοσιεύματα και διαμαρτυρίες ο “πολιτισμένος” μας κόσμος, που έπρεπε να ζητήσει την παραίτηση του από όποια θέση κατέχει!

Ένα μεγάλο ΛΥΠΑΜΑΙ γι αυτό το “Σήμερα” που μας ορίζει!

"Τα γάντια του έρωτα"


Μια αληθινή ιστορία… 


Ο Πανεπιστημιακός καθηγητής της Μαιευτικής - Γυναικολογίας Νικόλαος Λούρος ήταν για την εποχή του -προπολεμικά και κατά την διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου- ένας ονομαστός αξιόλογος γιατρός -κορυφαίος σε γνώσεις και σε ιατρικές εφαρμογές τους. Όμως γνωστός και για τον γλαφυρό τρόπο της εκφοράς του λόγου του. Κι εμείς τότε, οι πολυάριθμοι (μπαίναμε χωρίς συστάσεις) νεαροί φοιτητές, επιθυμούσαμε ν’ ανήκουμε στη δική του ομάδα, γιατί λόγω του μεγάλου αριθμού των σπουδαστών -ίσως σαν κίνητρο υπήρχε η αιτία και του φοιτητικού συσσιτίου, πολύτιμου ταπεινού πιάτου για την εποχή της ξενόφερτης ιταλογερμανικής κατοχής- που υπήρχαν φοιτητές ακόμη και στα 70 τους χρόνια, που υποτίθεται πως φοιτούσαν μαζί μ’ εμάς τα νεαρά παιδιά των 18-25 ετών. Θυμάμαι ακόμη τον συμφοιτητή μου τον “Λουδοβίκο” (έτσι τον είχαμε ονομάσει εμείς τα παιδιά, το ανεχόταν αγόγγυστα ο καημένος) που ερχόταν στις παραδόσεις κι έκανε πως δεν καταλάβαινε τα ειρωνικά μας σχόλια, μόνο να διαβεί η ώρα ήθελε, να περάσει μετά από την Φοιτητική Λέσχη της οδού Ιπποκράτους, να πάρει το πολύτιμο, όμως τόσο φτωχικό πιάτο το σερβιρισμένο ακριβοδίκαια με την κουτάλα στο τσίγκινο πιάτο, και να φύγει βιαστικά για το σπίτι και την ιστορία της ζωής του, ούτε ξέραμε ούτε ενδιαφερθήκαμε ποτέ να μάθουμε με ποιους μοιράζονταν τις μετρημένες μπουκιές  της λαχανίδας ή των ρεβιθιών και του μπομποτόψωμου ή λασπόψωμου όπως το αποκαλούσαμε.

Στο μάθημα του Λούρου όμως, θυμάμαι τη φιγούρα τόσο παράταιρη συχνά εκεί, προς τα τελευταία καθίσματα του αμφιθεάτρου να παρακολουθεί με ενδιαφέρον το γλαφυρό μάθημα του κ. καθηγητού μας.
Είχαν περάσει τόσα πολλά χρόνια από την αξέχαστη εποχή των Ηρωϊσμών, των Καταιγίδων και της Ελπίδας και ξαφνιάστηκα, όταν προχωρημένη πια κι εγώ στον σκληρό μα τόσο όμορφο δρόμο της Ιατρικής, άκουσα από κάποιον συνάδελφο πως το επόμενο βράδυ ο καθηγητής Ν. Λούρος θα δώσει μια διάλεξη στον Πειραιά με θέμα «Τα γάντια του έρωτα». Ειρωνεύτηκα μάλιστα το θέμα με τον φίλο συνάδελφο «Ο Λούρος! Υπάρχει ακόμα και θέλει να μας μιλήσει και για έρωτα! Ε! όχι, πολύ πάει!» γέλασα. Ο φίλος επέμενε. «Εγώ τον γνωρίζω καλά τον καθηγητή και το προικισμένο μυαλό του! Είμαι βέβαιος πως κάτι ενδιαφέρον θα έχει να μας πει και γνωρίζει τον τρόπο πως θα μας το πει».

Τέλος πάντων, και για το χατίρι του φίλου μου και από ελάχιστη απορία, περιέργεια κινούμενη, πήγα ν’ ακούσω τον, πολύ ηλικιωμένο πια, παλιό δοξασμένο όμως καθηγητή. Και άκουσα μία από τις συναρπαστικότερες διαλέξεις που είχα ποτέ ακούσει και που ακόμη τη θυμούμαι και αναφέρομαι σ’ αυτήν όταν υπάρχει ανάλογο ακροατήριο.
Ο Ν. Λούρος αφού αναφέρθηκε στην κατάσταση που υπήρχε τότε μέσα στα χειρουργεία γενικώς, ειδικότερα στις περιπτώσεις λοιμώξεων της λοχείας -θανάτων των γυναικών από τον φοβερό επιλόχειο πυρετό- ήρθε και στον ρόλο που μπορεί να παίξει η φαντασία η εμπνευσμένη από έρωτα στο ιατρικό αυτό μεγάλο τότε πρόβλημα.

Ένας νέος γιατρός χειρουργός ήταν ερωτευμένος με την νεαρή βοηθό - νοσοκόμα του χειρουργείου. Παρακολουθούσε λοιπή με συμπάθεια και ανησυχία τα χεράκια της πάντα κόκκινα, ερεθισμένα, τραυματισμένα από τις σκληρές βούρτσες του χειρουργείου με τις οποίες έπρεπε να τα πλένει με αντισηπτικά και να τα τρίβει για όση ώρα χρειαζόταν (ήταν ορισμένος σχολαστικά ο χρόνος) για να μπορέσει μετά να πλησιάσει στο χειρουργικό τραπέζι και να αγγίξει τον χειρουργούμενο άρρωστο και τα εργαλεία που περνούσε ένα - ένα στα χέρια του γιατρού.


Ο νέος Ασκληπιάδης έβαλε στη σκέψη του κάθε πιθανότητα βοήθειας για ν’ ανακουφίσει την αγαπημένη του από αυτή τη σκληρή δοκιμασία. Και τότε η Φαντασία -η τόσο πολύτιμη βοηθός της Γνώσης και μάλιστα ίσως πάνω κι από αυτήν- έλαμψε μέσα σε μια σκέψη! Να της φτιάξει κάτι προστατευτικό! Ένα είδος γαντιών… να! Από σαμπρέλα, αυτή που ντύνει τις ρόδες τροχών… Που να μπορούν να πλένονται, να βράζονται, κι έτσι να γίνονται άσηπτα! Και να φοριούνται σαν γάντια πάνω στα απλώς πλυμένα χεράκια της αγαπημένης του! Η σκέψη ωρίμασε στη στιγμή και μπήκε αμέσως σε εφαρμογή. Ο γιατρός κατασκεύασε πολύ γρήγορα αυτά τα γάντια τα γεννημένα από τον έρωτα για μια γυναίκα κι ήταν μια μεγάλη εφεύρεση ταυτόχρονα: Τα εγκαίνια της ύπαρξης των χειρουργικών γαντιών! Το όνομα του γιατρού δεν ξέρω αν απαθανατίστηκε. Όμως η πράξη του έγινε ένα παγκόσμιο ιατρικό ορόσημο, που άλλαξε τα συνταρακτικά γεγονότα που συμβαίνουν μέσα στο “ιερό”, τον χώρο των χειρουργείων. Που υπάρχουν και δυστυχώς (όμως και ευτυχώς συγχρόνως) θα υπάρχουν όσο υπάρχουν οι άνθρωποι και οι ασθένειές τους.


Συμμετοχή στο φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους της Μόσχας


Στις 10 Οκτωβρίου, η ταινία μικρού μήκους “ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ” σε σενάριο της Τούλας Μπούτου και σε σκηνοθεσία του Αντώνη Μποσκοΐτη, θα λάβει μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους της Ρωσίας στην Μόσχα. 

Στην πρεμιέρα είναι προσκαλεσμένοι και θα παρευρεθούν ο πρωταγωνιστής της ταινίας Μανώλης Δεστούνης και ο σκηνοθέτης Αντώνης Μποσκοΐτης. 

Είναι μια ταινία που γυρίστηκε το 2014, με σενάριο εμπνευσμένο από το ποίημά μου Άρνηση, το οποίο εμπεριέχεται στην συλλογή διηγημάτων «ΤΟ ΡΕΤΙΡΕ».


Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2016

Εκείνος ο δρόμος

Τον ίδιο δρόμο, τον έπαιρνα κάθε πρωί, χωρίς παραλλαγή ή λοξοδρόμηση. Λες και κάποια ανώτερη Δύναμη είχε ταιριάξει τα βήματά μου πάνω σε κάθε πλάκα, την κάθε λακκουβίτσα, το σημείο όπου θα γύριζα για τ’ αντικρινό πεζοδρόμιο. Ακόμα και τις στιγμές που το βλέμμα θα έπεφτε στην πόρτα του αρτοπωλείου, του ταπετσιέρη την ανοιχτή υπόγεια είσοδο, στης κυρίας με τα γυναικεία εσώρουχα, στο μπαλκόνι κάποιου πρώτου ορόφου όπου πολλές φορές θ’ αντίκριζα τις δυο θεόχοντρες μεσόκοπες αδελφές να κάθονται ακίνητες στις πολυθρόνες, παραδομένες στο ασήκωτο βάρος τους και τότε εντελώς αυθόρμητα κατέβαινα στο δρόμο, να μην περάσω κάτω από τον «ουρανό» του μπαλκονιού, θες γυρεύεις; Για το κάθε τι υπάρχει «το πλήρωμα του χρόνου». Η καθοριστική στιγμή ενός απροόπτου. Ύστερα μπαίνουν οι «προλήψεις». Η παντοδύναμη «Συνήθεια». Ν’ αντικρίζω σε λίγο, φάτσα στο τέλος του δρόμου την πόρτα της Κλινικής, της δουλειάς μου, που θα αιχμαλώτιζε για 5, 6, 8 ώρες, εδώ δεν υπάρχουν κανόνες για ωράρια. Μόνο χειρουργεία, συγκινήσεις, συντροφικότητα, αγωνίες. Ελεγχόμενο ξεστράτισμα του νου στις δουλειές πίσω, σπίτι, παιδιά, τύψεις απουσιών…

Χρόνοι 45… για Εκείνον το Δρόμο.

Γι’ ανηφοριά ή κατηφοριά ούτε λόγος. Για πολλά χρόνια ήταν ένα και το αυτό. Όμως με το πέρασμα του καιρού σα να κέρδιζε σε χρόνο διάρκειας ο ανήφορος του πηγαιμού. «Σιγά – σιγά κι ανεπαισθήτως» ο κατήφορος έγινε πιο γοργός κι ευχάριστος. Τελείως άσχετα με την επιθυμία της σπιτικής θαλπωρής. Απλή αδυσώπητη χρονομέτρηση, αντοχή.

Σήμερα το σκηνικό επιμένει να είναι το ίδιο. Σπίτια μπορεί να άλλαξαν όψη. Νέες μπογιές σε πορτοπαράθυρα. Άφαντες οι χοντρές κυρίες. Άλλα μαγαζιά στη θέση των παλιών. Όμως καμιά συνήθεια, πρόληψη ή επιθυμία δεν βάζει τα βήματά μου στις πατημασιές του ίδιου δρόμου. Είναι Νόμος η λοξοδρόμηση. Από άλλες κατευθύνσεις, άλλη οδό, όταν η ανάγκη πρέπει να με φέρει κατά κει. Οι μνήμες – νυχτωμένα, κουρνιασμένα πουλιά καραδοκούν στις γωνιές του δρόμου.


Δεν πρέπει, δεν θέλουν να αγγίζεις. Γιατί πολύ πονούν.


ΝΕΟ ΔΙΟΡΘΩΜΕΝΟ ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΕΛΠΙΔΑΣ

Το Θέατρο ΕΛΠΙΔΑΣ θα παρουσιάσει από τα μέσα Οκτωβρίου το καινούργιο έργο της Τούλας Μπούτου  “ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΕΣ ΚΛΗΣΕΙΣ”.

Είναι ένα κοινωνικό σύγχρονο έργο που αναφέρεται στα προβλήματα της εποχής μας και τις δυσκολίες από την κρίση, που βιώνουμε όλοι μας.
Διανθίζεται από ανάσες γέλιου και απορρέει κάποια ελπίδα για το μέλλον.



Σκηνοθεσία: Χάρης Γεωργιάδης
Σκηνικά – κοστούμια: Μαριλένα Μέλη
Μουσική: Γεράσιμος Χαυδάτος
Φωτισμοί: Στάθης Αναστασίου
Παίζουν οι Ηθοποιοί: Μανώλης Δεστούνης
 Νίτα Παγώνη
 Αυγερινός Σουλόπουλος
 Γιάννης Διακονικόλας
 και η Μαριλένα Μέλη


Παραστάσεις: Παρασκευή - Σάββατο - Κυριακή,  ώρα 8 μμ.
Εισιτήρια: Προπωλούνται στο ταμείο του θεάτρου


Τηλ: 6945262890 και 210-8816780

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2016

Μια ξεχωριστή επίσκεψη

Ένας ζωντανός θρύλος, κι όταν λέμε «θρύλος» σημαίνει κάτι που αντιστέκεται αέναα στον χρόνο, και κάθε φορά που το ανασέρνεις από το ντουλάπι της μνήμης λάμπει ανάλλαχτο σαν το χρυσάφι που δεν φοβάται ούτε τόπο – ούτε χρόνο – ούτε κανενός άλλου είδους φθορά!

Η Δανάη μας λοιπόν, ο θρύλος ο δεμένος με τα πιο όμορφα χρόνια της νιότης μας, και όχι μόνο. Δεμένη με την ιστορία της Ελλάδας, την ιστορία της μουσικής σε χρόνια Αττίκ, Χαιρόπουλου, Γιαννίδη, Βέλλα… και τόσων, τόσων αξέχαστων. Την υποδέχθηκα στο κατώφλι της πόρτας μου, με τα πορτοκαλιά της, και ήταν τόση η χαρά, η περηφάνια, η αγαλλίαση να τη βλέπω μπροστά μου, τόσο ζωντανή, το βλέμμα της άφηνε πίσω. Πίσω! Τα 91 χρόνια που τόσο μπορούν να βαραίνουν σ’ άλλα μάτια, η φωνή, τα χέρια της τόσο ζεστά και εγκάρδια να κρατούν μαζί τους και νιότη και λάμψη και χαρά της ζωής… Κι αισιοδοξία ναι, το χαμόγελό της μια πηγή αισιοδοξίας. «Αυτό είναι το πιο πρόσφατο βιβλίο μου! Δεν θα λες ποτέ το τελευταίο! Δεν θέλω ν’ ακούω αυτή τη λέξη! Γιατί τελευταίο; Το πιο πρόσφατο! Πού ξέρεις, ποιος ξέρει πόσα θ’ ακολουθήσουν;»

Ανακαλύπτει το πιάνο, για πότε κάθισε, τα δάχτυλά της με τα έμπειρα χάδια τους στα άφωνα τα πλήκτρα γεννούν μελωδίες… Μας αγκαλιάζουν στο λεπτό, η μία πίσω απ’ την άλλη, η νοσταλγία φτεροκοπάει γύρω μας, τόσο γλυκειά με την μελαγχολική της απόχρωση… «Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες»… «Της μιας δραχμής τα γιασεμιά…» (τέλος και τη Δανάη δόξα –είχε γράψει ο Αττίκ κάτω από τη μελωδία). Διαβάζω το ποίημα μου (της δραχμής τον επικήδειο) ξέρει η Δανάη ν’ ακούει με προσοχή –σε όλα ξέρει να συμμετέχει… Πάντα σε μια ζηλευτή ετοιμότητα σκέψης και πράξης ξέρει την ιστορία του κάθε τραγουδιού…

Η ώρα περνά ανάλαφρη, γρήγορη και λαμπερή… είναι σίγουρο πως θ’ αφήσει τα όμορφα πατήματά της ξοπίσω. Τι κρίμα όμως να φεύγει έτσι, ας μπορούσαμε να κρατήσουμε, να “φράξουμε” με κάποιον τρόπο, να τον περιορίσουμε στον χώρο μας για λίγο, τον χρόνο, όταν είναι τόσο ξεχωριστός…
«Άστα τα μαλλάκια σου… Τα καημένα τα νιάτα τι γρήγορα που περνούν… Οι μελωδίες η μία πίσω απ’ την άλλη…»

Στα μεσοδιαστήματα μιλούμε για τόσα πολλά! Για τον Πάμπλο Νερούδα και τα 7 χρόνια που έζησε στη χώρα του, τα τόσο δημιουργικά… Ο Πάμπλο ήταν ένας φίλος…
Πρέπει να διαβάσω το «πιο πρόσφατο βιβλίο της» για κείνον… Για τα λίγα -10- συζυγικά χρόνια της ζωής της… «Γύρισε, σε περιμένω γύρισε…» παίζει τώρα. «Έχω κάνει επανάσταση γι αυτό το τραγούδι» μας λέει. Στην κηδεία του φιλαράκου μου του Βέλλα, τραγουδήσαμε όλοι μαζί στον περίβολο αυτό το τραγούδι. Το τόσο ωραίο τραγουδάκι του.

Κάποιος πολύ θυμωμένος έφτασε δρομαίος… «Τι κάνετε; Τραγουδάτε εδώ; Αυτό δεν επιτρέπεται!» φωνάζει. «Μα για αυτό το κάναμε όταν φύγατε!» του απαντώ. Αχ! Η Δανάη είναι ανεξάντλητη. Είναι μια τρυφερή μαμά, μια περήφανη γιαγιά, μια φίλη καλή, μια συνάδελφος, κι είναι ένα λαμπερό αστέρι που δεν θα σβήσει ποτέ από το καλλιτεχνικό στερέωμα της Ελλάδας… Κι είναι ένα παράδειγμα για όλους μας αισιοδοξίας, τόλμης, γενναιότητας και ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ.


Αυτή την πρόσφατη συνάντησή μας θέλω τόσο να την ακολουθήσουν κι άλλες πολλές… Να είμαστε κι άλλοι πολλοί γύρω της για να χαρούμε την παρουσία της… Τον δάμασε τον χρόνο η γλυκειά μας φίλη… Να ‘ναι πάντα καλά!

Δελτίο Τύπου

Το Θέατρο ΕΛΠΙΔΑΣ θα παρουσιάσει από τα μέσα Οκτωβρίου το καινούργιο έργο της Τούλας Μπούτου “Αναπάντητες κλήσεις”.

Είναι ένα κοινωνικό σύγχρονο έργο που αναφέρεται στα προβλήματα της εποχής μας και τις δυσκολίες από την κρίση, που βιώνουμε όλοι μας.
Διανθίζεται από ανάσες γέλιου και απορρέει κάποια ελπίδα για το μέλλον.



Σκηνοθεσία: Χάρης Γεωργιάδης
Σκηνικά – κοστούμια: Μαριλένα Μέλη
Μουσική: Γεράσιμος Χαυδάτος
Φωτισμοί: Στάθης Αναστασίου
Παίζουν οι Ηθοποιοί: Μανώλης Δεστούνης
 Νίτα Παγώνη
 Νικόλας Μουρελάτος
 Γιάννης Διακονικόλας
 και η Μαριλένα Μέλη


Παραστάσεις: Παρασκευή - Σάββατο - Κυριακή,  ώρα 8 μμ.
Εισιτήρια: Προπωλούνται στο ταμείο του θεάτρου


Τηλ: 6945262890 και 210-8816780

Τι πιστεύω για τους ηθοποιούς

Η ζωή των ανθρώπων που κλείνει το θέατρο στη μεγάλη ποικιλόχρωμη αγκαλιά του, με είχαν πολλές φορές απασχολήσει. Λες ένας κόσμος ζωγραφισμένος αλλιώτικα… λες οι άνθρωποι μπολιασμένοι με κάποια ιδιαίτερη ζωική ουσία και ένα δικό τους γούστο, να τους οδηγεί αλλού και πολύτροπα… Λες κάποιοι γρίφοι που γεννιούνται και μπλέκονται από το πουθενά.

Γιατί αυτή η αστάθεια στο οδοιπορικό τους; Είναι τόσο σπάνιο, σε αυτή την κατηγορία των ανθρώπων, δύο όντα σε μια ανθρώπινη συνηθισμένη ιστορία, να βρίσκουν τη ζωή κοινή και μαζί να την ποικίλουν με τ’ ανθρώπινα και καθημερινά, και να τελειώνουν κάπως έτσι.
Όμως όχι. Δυστυχώς δεν γίνεται. Σπάνια ένα ζευγάρι θα ταιριάξει ως το τέλος ή έστω κοντά στο τέλος και θα έχει την ικανοποίηση της “συμβίωσης”, λέξη τόσο σπάνια σ’ αυτή την κάστα των ανθρώπων.

Η πείρα των ετών και των επαναλήψεων… ένας οδηγός και καθοδηγός. Ο ηθοποιός δέχεται μια ατέλειωτη συναισθηματική σπορά από μυριάδες κατακτήσεις της ώρας, της στιγμής, του χρόνου, διότι μεταμφιέζεται κάθε φορά με το να παρουσιάζει διαφορετικό ρόλο. Έτσι υιοθετείται μέσα στον ίδιο το ρόλο του. Μπολιάζεται αδιάκοπα από το άγγιγμα, βαθύτερο ή λιγότερο από την προσωπικότητα του κάθε ρόλου που θα την εντάξει στο Είναι του. Πες ένα μικρό αδιόρατο, όμως πανίσχυρο DNA που τρυπώνει μέσα στο κύτταρο της προσωπικότητας που του “ένθεσε” η μητρική και η πατρική παρέμβαση “Συναισθηματική μόλυνση θα το έλεγα”. Μόρια, άτομα, πυρήνες κυττάρων διαπλεκόμενων και μολυνόμενων από το “νέο” “το καινούργιο”.

Η κύρια, η καίρια προσωπικότητα -ο κορμός που ορίζει το κάθε γήινο ον… με τα ατέλειωτα παρεμβαλλόμενα στίγματα νύξεις από άλλες -πλασματικές μεν- όμως επιδέξιες προσωπικότητες που τρυπώνουν -αλλάζει πια δραματικά το σκηνικό. Αντιπαλεύουν, αλληλομάχονται, επικροτούν το ένα πάνω στο άλλο, και ένα καινούργιο κατασκεύασμα - ον παράγεται από το συνονθύλευμα αυτό προσωρινά. Κάθε λογής ον που έβαλε την “ουρίτσα” του στο story της όποιας υπόθεσης, θα αφήσει κάτι φεύγοντας ή αλλάζοντας σε κάτι άλλο. Ο κόρος, η απιστία, η απάτη των αισθημάτων, η επιθυμία ακράτητη των Αλλαγών σε κάτι το Άλλο, το Διαφορετικό, το Απατηλά αληθινό και να ο χαρακτήρας του ανθρώπου – ηθοποιού.

Κακά τα ψέματα. Παράδειγμα προς αποφυγήν η προϋπόθεση αλήθειας, διάρκειας και ειλικρίνειας. Σε πολυχρησιμοποιημένο και χιλιοπατημένο  άνθος αγνότητας δεν μπορεί να θάλλει. Η θάλλει για πολύ λίγο, όσο για να επιβεβαιώσει του λόγου το αληθές.


Τι τα θέλεις όμως, ένα από τα πιο δυνατά και πικάντικα είδη γήινου άλατος, είναι το θέατρο και οι άνθρωποι που το υπηρετούν. Το θέατρο, το οποίο είναι κι αυτό ελληνικής προέλευσης είναι ένα πολύτιμο είδος τέχνης, μια κληρονομιά για μας τους Έλληνες, που αγαπάμε και τιμούμε.