Φωτογραφίες από τα βιβλία μου και την 'Αμυγδαλιά'

Όλα τα βιβλία της Τ. Μπούτου, επιλεγμένα τεύχη από τα Πειραϊκά Γράμματα, θεατρικές παραστάσεις, εκδηλώσεις, βραβεύσεις κ.α

.

.

.

Μικρό απόσπασμα από το νέο μου βιβλίο «Η Κίνα του 1978, Το μεγάλο ταξίδι της ζωής μου», από τις εκδόσεις Vivliologia (2015)

Κριτικές και αναφορές στο έργο της Τούλας Μπούτου

δείτε κι άλλες κριτικές εδώ

.

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

Η ΙΑΤΡΙΚΗ - Ο ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΗ ΣΕ ΚΑΙΡΟΥΣ ΧΑΛΕΠΟΥΣ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ


Η
 πατρίδα μας διανύει μια από τις δυσκολότερες καμπές στην ιστορία της. Όχι μόνο στον οικονομικό τομέα - που έχει πληγεί δραματικά – αλλά και σε κοινωνική παρακμή, έκπτωση ηθικών και πνευματικών αξιών. Χαλάρωση ηθών. Μια κάμψη πολλών κατακτημένων και δεδομένων πνευματικών και υλικών αγαθών. Κι ας υπάρχει μια παντοδύναμη τεχνολογία που εκτοξεύει καθημερινά και κάτι νέο, μια κατάκτηση που συμβάλλει στην βελτίωση της ποιότητας της καθημερινής ζωής.
«Η υψηλή τεχνολογία» –έχει πει ο Jean Ronstand«προσπαθεί να μας κάνει θεούς προτού αξιωθούμε να γίνουμε άνθρωποι». Όμως το ξέρουμε καλά, πως ο ανθρώπινος παράγων, η ανθρώπινη παρουσία είναι το καθοριστικό και δημιουργικό όπλο για την καταπολέμηση του όποιου ψυχικού ή σωματικού πόνου και τίποτα υλικό δεν μπορεί να τον αντικαταστήσει.

Η Ιατρική σαν επιστήμη – όπως και η Μουσική και η Εικαστική τέχνη, απ’όλες τις άλλες Τέχνες - διαθέτει τη μοναδικότητα μιας παγκόσμιας γλώσσας. Μπορεί να γίνεται νοητή και παραδεκτή σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, από οποιοδήποτε είδος πληθυσμού.
Όσον αφορά για τον ρόλο της Τέχνης – της Μουσικής και ιδιαίτερα του Θεάτρου – σε μια τέτοια εποχή ανατροπών και ανασφάλειας, είναι γνωστό ότι έχει οδηγήσει στην δραματική αύξηση της κατάθλιψης με τα επακόλουθά της σε πράξεις αυτοκαταστροφής των ανθρώπων. Ο αριθμός των ανθρώπων που βάζουν τέλος στη ζωή τους έχει αυξηθεί κατακόρυφα.
Φυσικά τον πρώτο λόγο για βοήθεια και συμπαράσταση έχει η ιατρική πράξη, το πλησίασμα με κατανόηση από την ιατρό στον πάσχοντα όμως και η Τέχνη φαίνεται ότι πολύ σημαντικό ρόλο.

Αναφέρει η Θάλεια Ματίκα (θεατρολόγος) στο άρθρο της «Οι τέχνες ανθούν σε περιόδους κρίσης»:
«Σε εποχές κρίσης, περικοπής οικονομικών προνομίων, κοινωνικής και ιδεολογικής σήψης και παρακμής, κάθε μορφή τέχνης, ειδικότερα όμως της μουσικής και του θεάτρου, οφείλουν να μεγαλουργήσουν. Να εμπνεύσουν και να δημιουργήσουν δρόμους έκφρασης».

Τον τελευταίο λοιπόν αυτόν καιρό παρατηρούμε μια άνθηση των Θεατρικών Δρωμένων. Ο άνθρωπος, παρ’όλα αυτά τα δυσβάσταχτα προβλήματά του και κουβαλώντας τα μαζί του, γεμίζει τις θεατρικές αίθουσες, γυρεύοντας ανακούφιση, κάποια παρηγοριά. Μια ταύτιση ή μιαν απάντηση στα αναπάντητα ερωτήματα που τον κατακλύζουν και που ίσως τα βρει εδώ παροδικά, στην επαφή του με τη θεατρική τέχνη.
Το θέατρο ξεκινά από τα προϊστορικά χρόνια. Από το πρώτο ερώτημα που ο προϊστορικός άνθρωπος έθεσε για τον ίδιο του τον εαυτό. Ποιος είμαι; Από πού έρχομαι; Που βαδίζω; Αυτή η αναζήτηση της προέλευσης, αυτή η αγωνία για την πορεία μέσα στη ζωή και για το όποιο τέλος αυτής της πορείας μπορεί να βρει κάποια απάντηση μέσα στη φαντασία του και με την προσπάθεια της αναπαραγωγής της σκέψης του μέσα στα Θεατρικά Δρώμενα.
Θέατρο –από το ρήμα θεώμαι. Σημαίνει αυτό που παρίσταται. Ο τραγικός ποιητής Θέσπις, από τον  Αττικό δήμο Ικαρία (τον σημερινό Διόνυσο) έζησε τον 6ο π.Χ. αιώνα και η μνεία σ’αυτόν αποτελεί το πρώτο συγκεκριμένο ορόσημο στην Ευρωπαϊκή και θεατρική ιστορία, λέγεται πως αυτός έκανε τις μεταρρυθμίσεις στο θέατρο, χρησιμοποιώντας προσωπεία, τους κοθόρνους, κλπ. Λέγεται επίσης πως περιόδευε με το θίασό του πάνω στο άρμα με το όνομά του δίδοντας παραστάσεις σε διάφορους χώρους.
Στην κατοπινή ιστορία, το θέατρο εθεωρείτο μόνο ένα είδος ποιητικό, μέχρι και τη ρομαντική εποχή: Σκηνική παράσταση, όμως γρήγορα γίνεται η μετατροπή ενός γραπτού κειμένου σε αληθοφανή πράξη. Το θέατρο στηρίζεται στο διάλογο, αυτός είναι το βασικό του στοιχείο. Στο θέατρο συμπάσχουμε, σαν θεατές που είμαστε, με τα παθήματα, με τη ζωή του καλλιτέχνη κι έτσι καλλιεργούνται συναισθήματα συμπάθειας, αντιπάθειας, ακόμα και αγάπης. Ο ελεύθερος διάλογος, προϋποθέτει Δημοκρατία. Όταν όμως αυτή βάλλεται ή έχει εκλείψει τελείως, είναι πολύ ευπρόσδεκτες από το θεατή οι «νύξεις», οι «ατάκες» όπως λέγονται θεατρικά οι διάφορες παρεμβολές στο κείμενο του συγγραφέα, που μπαίνουν από τον ηθοποιό για να θυμίζουν την οδυνηρή απουσία αυτής της ελευθερίας στην έκφραση. Ν’ αναπτερώνουν το ηθικό των θεατών. Να τονώνουν την ελπίδα πως γρήγορα θα υπάρξει κάποια «αλλαγή» στο απαράδεκτο «σήμερα».
Είναι γνωστό πόσο το θέατρο – ειδικά η Επιθεώρηση με τον παιχνιδιάρικο λόγο, τα έξυπνα υπονοούμενα, βαλμένα με ιδιαίτερη τέχνη για να μην προκαλούν την οργή του κατακτητή – έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στην εποχή της Ιταλογερμανικής Κατοχής της πατρίδας μας στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Άνθιζαν τότε στο θέατρο οι επιθεωρήσεις που διαδέχονταν η μια την άλλη, για να μπορούν να χαμογελούν οι καταπονημένοι πολλαπλώς άνθρωποι. Οι πατριωτικοί αλληγορικοί στίχοι που διάνθιζαν με τα τραγούδια τα θεατρικά κείμενα, έμειναν ανεξίτηλοι στο χρόνο.

Τον τελευταίο καιρό συνηθίζεται ιδιαίτερα ένα είδος θεατρικής φόρμας. Να «θεατροποιούνται» έργα πολύ ή λιγότερο γνωστών, πνευματικών ανθρώπων. Διηγήματα, μυθιστορήματα και ποιήματα, ή ακόμη και ώρες από τη ζωή τους, παίρνουν από το συγγραφέα θεατρική μορφή, δημιουργείται διάλογος, ροή του έργου, ιδωμένου από μια άλλη οπτική γωνία. Βέβαια, υπάρχουν και περιπτώσεις όπου η παρέμβαση του ξένου νέου δημιουργού είναι ασεβής, αποτυχημένη. Αγγίζει τη βεβήλωση ενός έργου κάποιου καταξιωμένου δημιουργού, ο οποίος όμως δεν υπάρχει στη ζωή για να διαμαρτυρηθεί καταλλήλως και να γλιτώσει την κακοποίηση του έργου του. Και έτσι παρουσιάζεται στη σκηνή σε μια τελείως απαράδεκτη φόρμα.


Στη «θεατρική οικογένεια» ευρύτερα, ανήκει και η Δραματοθεραπεία. Αυτή είναι μια ολιστική μορφή ψυχοθεραπείας  και χρησιμοποιεί για το έργο της όλες τις τέχνες και κυρίως τις τεχνικές του θεάτρου. Στηρίζεται στην ανάγκη για δημιουργικό τρόπο επικοινωνίας, με την πρόθεση να αλλάξουμε ρόλους με τους οποίους δεν συμβιβαστήκαμε στη ζωή μας. Επίσης στηρίζεται στη διάθεση να εξερευνήσουμε κάποιες αθέατες πλευρές μας και να μοιραστούμε με τους άλλους αυτά που επιθυμούμε ή να τα απεμπολήσουμε. Κι εδώ αυτός ο συνδυασμός – της ιατρικής γνώσης με την ευλογία της τέχνης του θεάτρου - μπορεί να βοηθήσει θετικά στην ψυχική ανάταση και ανακούφιση του καταπιεζομένου ανθρώπου. Αυτό αποδεικνύει γι άλλη μια φορά πόσο Ιατρική και Τέχνη ήταν  πάντα κοντά. Γι’αυτό και ο Απόλλων ήταν «ιητρός» και συνάμα «μουσηγέτης θεός».

Τούλα Μπούτου

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

AΥΤΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΑΣ

Αυτός ο κόσμος μας…
     Πότε και πώς θα αλλάξει;
αυτός που έμαθε πια να βυθίζει το βήμα
στα ίδια μονοπάτια τα χαραγμένα
από τους αλάθητους καιροσκόπους της ελπίδας
Να πλέει αμέριμνος σε θάλασσες χιλιοσπαρμένες
με τ’ απόβλητα των πριν από κείνον πλανεμένων ταξιδιωτών
      Που συνήθισε να χορταίνει την πείνα του
με φανταστικά εδέσματα ευεξίας και ανάπτυξης
      Και τη δίψα του
με άνυδρα υποκατάστατα δροσιάς
      Αυτός ο Κόσμος μας!
Ο ειδυλλιακός. Ο Ματωμένος. Ο Μέγας!
Ο εθισμένος στις σιωπές και τη σφαγή των Αγγέλων
     και ορχούμενος
σε συναυλίες πρωτόφαντων Δαιμόνων
Κι έχει πια απωλέσει τα βότσαλα ενός Γυρισμού
Εκείνα τα σπαρμένα ένα ένα από την αθώα παλάμη του κοντορεβυθούλη
     για τη σίγουρη επιστροφή
μεσ’ από το δάσος των Παραμυθιών     
Και μόνον του ενστίκτου η Σοφία
ίσως και κάποιο κύτταρο κλωνοποιημένο απ’ της Αγάπης
     το κατάξερο δεντρί
μπορέσουν να σημάνουν κάποτε
την απαρχή μιας Νέας Οδοιπορίας
έσχατο καταφύγιο
     κάποιας χαμένης Ανθρωπιάς

Τούλα Μπούτου

Θέατρο ΕΛΠΙΔΑΣ




ΘΕΑΤΡΟ ΕΛΠΙΔΑΣ Αριστοτέλους 53 & Σμύρνης (πλ. Βικτωρίας)
Το θέατρο Ελπίδας, χωρητικότητας 100 θέσεων διατίθεται για θεατρικά σχήματα, μουσικές, ποιητικές βραδιές και άλλες εκδηλώσεις, με πολύ οικονομικούς όρους. Πληροφορίες στο 6945262890 και στην ηλ. δ/νση manosdestounis@gmail.com

Η ΑΠΟΔΡΑΣΗ

Αυτή τη φορά δεν υπήρχε κανένας, ούτε αργοπορία. Οι πόρτες άνοιγαν μια-μια, περνούσαν στα γρήγορα. Ένας φρουρός τη συνόδευε. … ‘‘Από δω, στο γραφείο του κ. Διευθυντή. Ορίστε, πέρασε!’’ Πέρασε από την ανοιχτή πόρτα σαν αλαφιασμένη, ο Διευθυντής επιβλητικός πίσω από το γραφείο του, ‘‘Καλημέρα! Κάθισε!’’ είπε, κι εκείνη σωριάστηκε σε μια πολυθρόνα.
- Είσαι η μάνα του Γιάννη Κορδελή; Έτσι; Η Μαρία Κορδελή;
Έγνεψε ‘‘ναι’’, είπε και μια ξέπνοη ‘‘καλημέρα’’.
- Ξέρεις τι έγινε! Δυστυχώς! Που το βρήκε το όπλο μου λες; Ποιος τόλμησε, ποιος κατάφερε να του το κουβαλήσει μέσα στη φυλακή;
- Δεν ξέρω, ψιθύρισε. Δεν ξέρω τίποτα! Τι κάνει το παιδί μου; Που είναι; Είπε πιο δυνατά.
- Τον βρήκαμε τα ξημερώματα πάνω στο κρεβάτι του, ματωμένο, και το κρατούσε ακόμα στο χέρι. Ο ήχος του κινητοποίησε τους φύλακες που άνοιξαν την πόρτα του κελιού του, τρέξαμε αμέσως στο Νοσοκομείο… Χτυπήθηκε μόνος, αυτό είναι σίγουρο. Όμως που το βρήκε το όπλο; Αυτό θέλουμε να μάθουμε.
- Δεν ξέρω, τίποτα δεν ξέρω… Που είναι τώρα το παιδί; Θέλω να πάω κοντά του! 
- Θα πας, θα σε πάμε. Μόνη σου είσαι; Θα σε στείλω με το υπηρεσιακό, είπε πιο μαλακά ο άντρας. Μόνο αν ξέρεις κάτι για την υπόθεση σε συμβουλεύω να πεις την αλήεθια, μη μπλέξεις κι εσύ αλίμονό σου! Πότε τον είδες για τελευταία φορά;

Είχε βάλει τα χέρια στα μάτια της που τρέχανε… ‘‘Την Τετάρτη, στο επισκεπτήριο…’’ μουρμούρισε.
‘‘Μάνα, δεν την αντέχω πια τη φυλακή!’’ Της είχε πει και της το τόνισε. ‘‘Ρε μάνα σε έχω πικράνει πολύ! Δεν έπρεπε! Άλλα περίμενα από τη ζωή! Κι άλλα μου ήρθαν.’’ 
- Τι σου είπε; Για τι πράγματα συζητήσατε; Σου ζήτησε τίποτα; Ρωτούσε ο Διευθυντής.
- Τίποτα. Να προσέχει του είπα, να τρώει… Δε μου ζήτησε τίποτα, δεν ήταν ‘‘χαπάκιας’’ ο γιος μου, δεν ήταν ναρκομανής.
- Αυτό είν’ αλήθεια! Είπε ο άλλος σοβαρά. ‘‘Κλειδαράκιας’’ ήταν! Το ‘‘ανοιχτήρι’’, έτσι δεν τον λέγανε στην πιάτσα; Όμως κράταγε και όπλο, και τα όπλα είναι για να σκοτώνουν, όπως και το έκανε.
- Θέλω να πάω στο παιδί μου! Είπε η γυναίκα.
- Θα πας! Θα σε στείλω αμέσως! Είναι στην Εντατική!
- Εντατική; Εδώ ξεφώνισε κατάχλωμη η γυναίκα.
- Για καλύτερα, ναι! Είναι χτυπημένος σοβαρά, γι’ αυτό πρέπει να βοηθήσεις να βρούμε την άκρη. Ήταν ανακατεμένος σε καμιά εξέγερση; Τέτοια ετοίμαζαν; Όμως γιατί να το στρέψει στο κεφάλι του; Είναι πολύ δύσκολη η θέση όλων. Όπλα μέσα στη φυλακή; Και αυτοκτονίες; Οι ευθύνες είναι πολύ μεγάλες.
- Δεν ξέρω τίποτα! Πιστέψτε με, κι αφήστε με να πάω στο παιδί, θα το ρωτήσω, θα μου πει! Φώναζε τώρα και οι λυγμοί σπάζανε τις φράσεις λέξη-λέξη.
‘‘Μάνα δεν την αντέχω άλλο τη φυλακή! Θέλω να γυρίσω στο σπίτι μας! Δεν είμαι ανακατωμένος με ναρκωτικά και τέτοια, μια φορά δοκίμασα και ξέρναγα δύο μέρες… Τα σιχαίνομαι αυτά… Να φτιάξω μόνο τη ζωή μας, ήθελα να βρω λεφτά για σένα και για μένα…’’. ‘‘Έλα ξέχνα τα πια’’ είπε κείνη, μεσημέρι, και του άγγιζε τα μαλλιά, τα χέρια... Κοίτα να περνάς καλά, να φέρνεσαι σωστά για να κυλήσει ο χρόνος. Είσαι 26 χρονών, τα τρία χρόνια πέρασαν κιόλας! Έχεις ζωή μπροστά σου.
- Με ξέχασαν όλοι μάνα! Φίλοι, φιλενάδες, με ξέχασαν! Ήταν μια κακιά ώρα, το όπλο βρέθηκε στα δικά μου χέρια, μόλις που είχα ανοίξει την κάσα και μπουκάρανε οι δύο, κι είδα να χάνονται όλα που τάβλεπα μπροστά μου, μέσα στα χέρια μου, τόσα λεφτά! Λες και το όπλο πήρε μόνο του φωτιά τι μου ‘φταιγε το ανθρωπάκι.. Όμως τον βρήκε δικιά μου σφαίρα, οι άλλοι είχαν λακίσει…
- Γιατί τα θυμάσαι τώρα αυτά; Του είχα πει. Πληρώνεις για τα σφάλματα σου, θα βγεις μια μέρα και θα βρεις καινούργια μονοπάτια… Εγώ είμαι κοντά σου. Θα βάλω κι άλλο δικηγόρο για καινούργια δίκη! Όλα θα γίνουν.
- Δεν την μπορώ άλλο τη φυλακή! Της ξανάπε καθώς γύριζε να φύγει. Όμως για όπλο. Για τόση απελπισία, όχι, τίποτα δεν είχε πει.
- Υπόγραψε εδώ πως ήρθες κι ενημερώθηκες! Της είπε ο Διευθυντής. Έβαλε μια τρεμάμενη υπογραφή.

Το υπηρεσιακό σταμάτησε μπροστά στην πύλη του μεγάλου Νοσοκομείου, άνοιξαν, πέρασε μέχρι την είσοδο.
- Έλα! Θα σε πάω εγώ! Είπε αυτός που τη συνόδευε και σαν μια χειρονομία συμπόνιας το κράτημα από το χέρι καθώς τη βοηθούσε να κατέβει.
ΜΟΝΑΔΑ ΕΝΤΑΤΙΚΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ. Κόκκινα γράμματα πάνω στο θαμπό τζάμι. Κόσμος να κάθεται στους πλαϊνούς πάγκους, βλέμματα κουρασμένα, βαρύ φορτίο θλίψης στις αφηρημένες ματιές. Εδώ! είπε ο άνθρωπος. Σε πέντε λεπτά αρχίζει το επισκεπτήριο και θα μπεις! Βρήκε μιαν ακρούλα σ’ ένα πάγκο, κάθισε μαζεμένη, σκυφτή… Έπρεπε κάποιον να είχε ειδοποιήσει, την αδελφή της, τη γειτόνισσα… Ο καθένας είναι μοναχός στις δύσκολες ώρες. Το ‘ξερε αυτό.

Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά, ένας ασπροφορεμένος άντρας στάθηκε στο άνοιγμα! ‘‘Περάστε! Είπε. Από ένας σε κάθε άρρωστο!’’ Ακολούθησε αυτούς που σηκώθηκαν, προχώρησε με τρεμάμενα πόδια. Είδε να ξεκρεμούν από μια κρεμάστρα άσπρες ποδιές, μια σκουφιά για το κεφάλι και να τις φορούν, φόρεσε κι αυτή τα δικά της, πέρασε και θήκες πλαστικές πάνω από τα παπούτσια.
Μια νοσοκόμα τη ρώτησε, την έφερε μέχρι το κρεβάτι. Εδώ! είπε… Τα μάτια της είχαν θαμπώσει. Ο Γιάννης με κρυμμένο το κεφάλι κάτω από τα κάτασπρα πανιά. Ο Γιάννης με παράξενους σωλήνες που έβγαιναν από παντού, από τα χέρια, από το στόμα, τη μύτη!... Τα μάτια μόνο κλειστά, σ’ έναν ήμερο ύπνο. Κι αποπάνω μια μικρή τηλεόραση, φωτεινά φιδάκια που ανεβοκατέβαιναν αδιάκοπα; Της ήρθε σαν λιγοθυμία. Κάθισε πλάι του σ’ ένα σκαμνί. Έβαλε δισταχτικά τα δάχτυλά της , πάνω στα δάχτυλα του απλωμένου χεριού του. Δεν την έβλεπε, δεν την άκουγε, δεν την ένιωθε… ‘‘Γιάννη, ψιθύρισε μόνο κι ένα ‘‘Γιατί;’’ Αναπάντητο. ‘‘Μάνα δεν την αντέχω τη φυλακή’’. Γι’ αυτό παιδί μου; Γι αυτό; Σου φταίξανε πολλοί. Σου έφταιξα κι εγώ, δούλευα πολύ όταν ήσουν μικρός και σ’ άφηνα μόνον… Όμως η ζωή είναι μπροστά σου! Δεν τελειώνει, δεν πρέπει να τελειώσει έτσι η ζωή! Δεν είσαι κακούργος, εγώ το ξέρω! Κουτός και άτυχος! Και βιαστικός, αυτό είσαι! Του μιλούσε σιωπηρά χαϊδεύοντας τις άκρες των δαχτύλων. Έσκυψε και τα φίλησε… Το επισκεπτήριο τελείωσε. Σηκώθηκε, ακολούθησε πάλι τους άλλους, ν’ αφήσουν τα ρούχα της εντατικής. Και τότε ένας νεαρός γιατρός άνοιξε ξανά την πόρτα. ‘‘Η συγγενής του Κορδέλη να περάσει από το γραφείο των γιατρών!’’ είπε.
- Εγώ; Ρώτησε.
- Ναι στο γραφείο παρακαλώ!

Έμπαινε πάλι σε μιαν αίθουσα τι ν’ ακούσει, τι να της πουν… Κάθισε μπροστά σε ένα γραφείο. Ο χώρος μύριζε κι εδώ φαρμακίλα, κι ο γιατρός της φάνηκε τεράστιος και απρόσιτος… Δεν είχε τίποτα να του πει. Αχ! Ας μην άρχιζε πάλι να μιλάει για όπλα και πως βρέθηκε στα χέρια του Γιάννη της. Και γιατί, και πότε…
- Είστε η κυρία Κορδέλη, είστε η μητέρα του νέου, του κρατούμενου;
- Του κρατούμενου, ναι. Πως είναι γιατρέ μου; Πότε θα συνέλθει; Εγώ δεν ξέρω τίποτα… Πως συνέβηκε… Για το όπλο… Τίποτα δεν ξέρω! 
- Κυρία Κορδέλη, εδώ είμαστε από την Ιατρική πλευρά μόνον! Ο γιος σας είναι σε κρίσιμη κατάσταση… έχει τυφλό τραύμα, σφαίρα μέσα στο κρανίο που έχει καταστρέψει σημαντικά κέντρα εγκεφάλου…
- Δεν θα συνέλθει γιατρέ; Δε θα τη βγάλετε τη σφαίρα; Πότε θα τη βγάλετε;
- Κυρία Κορδέλη… (ο γιατρός έπαιζε νευρικά τα χέρια του. Έχουν κι οι γιατροί τις δύσκολες στιγμές τους) Ο γιος σας… Είναι κλινικά νεκρός… Κάνουμε ότι μπορούμε… Όμως δεν πιστεύω πως θα τα καταφέρουμε! Η σφαίρα δεν μπορεί να βγει από κει που είναι, με καταλαβαίνετε; Κι ας είναι ένα τόσο γερό παιδί, ένας τέτοιος οργανισμός νέου ανθρώπου. Φαίνεται πως δεν είχε σχέση με… όλα αυτά της εποχής μας που αφορούν και τους φυλακισμένους συχνά. Ναρκωτικά, ενέσεις, χάπια… Κι οι πνεύμονές ολοκάθαροι! Όμως… Όμως; Η μάνα με την καρδιά της σ’ ένα τρελό ρυθμό. Η ιατρική πλευρά… εδώ ο Γιάννης είναι μόνον ένας σεβαστός άρρωστος. Ένα νέο γερό παιδί που χάνει το παιχνίδι της ζωής… ‘‘Δεν αντέχω πια μάνα’’. Κι έκανε την απόδρασή του. 
- Δεν την άντεχε τη φυλακή… Ήθελε να φύγει… και τι μπορούσα, πείτε μου, εγώ να κάνω; Τι γιατρέ μου;
- Όχι! Τι να κάνετε; Εγώ έχω μόνο μια πρόταση, αν θέλετε… Είναι τόσο πολλοί αυτοί που περιμένουν ένα δώρο ζωής από τους συνανθρώπους τους. Στην τελειωτική φάση, θα θέλατε να δωρίσετε τα όργανα του παιδιού σας; Για να ζήσουν άλλοι άνθρωποι καταδικασμένοι; Θέλετε να μιλήσετε πρώτα με τους δικούς σας να το σκεφθείτε;
- Δεν έχω να μιλήσω με κανέναν! Με τον Γιάννη μου μόνον, που δεν άντεχε πια αυτή τη ζωή… Πάρτε τα! Όσα μπορείτε, όσα μπορούν να ζήσουν μετά από κείνον έξω από τη φυλακή! Να ξέρω πως κάτι από κείνον μπορεί να ζει ακόμη!


Έβαλε ένα σπαρακτικό κλάμα βγαίνοντας. Τότε είδε και τον φρουρό που στεκόταν απ’ έξω.
Φεύγεις κυρά; Της είπε. Εγώ φυλάω για το γιο σου. Τι σου είπαν; Πως είναι; Θα τη σκαπουλάρει;
- Είναι λεύτερος! Είπε κείνη μέσα στους λυγμούς.
- Δηλαδή; Απόρησε ο φρουρός.
- Αυτό που ήθελε… Έξω από τη φυλακή! Σιγοψιθύρισε.

Τούλα Μπούτου
από τη συλλογή διηγημάτων ‘‘Ζωή Χαρισμένη, 10 διηγήματα αφιερωμένα στη μεταμόσχευση’’

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ

Το γλωσσικό ζήτημα είναι ζήτημα διανοητικό. Όπλο του είναι ο Λόγος. Και ο Λόγος μπορεί να κόβει. Ξίφος λόγου, λέει ο Σοφοκλής. Κι ο Παλαμάς, που ως φαίνεται πολλά ήταν τα κοινά με της σημερινής ζωής δεινά που απασχολούσαν την κοινωνία του, λέει: «Το μόνο ζήτημα μέσα στο Σουλτανάτο του ρουσφετιού που μπορείς να το κράξεις ιδεολογικό είναι το Γλωσσικό ζήτημα.»
Αλλά και ο Σολωμός θα ταυτίσει τη Γλώσσα με το υπέρτατο αγαθό, την Ελευθερία. «Δεν έχω τίποτ’ άλλο στο μυαλό μου παρ’ Ελευθερία και Γλώσσα»

Η γλώσσα είναι το όργανο επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Και τα ζώα έχουν τη δική τους «μιλιά» όμως ο άνθρωπος χάρη στην πολύ εξελιγμένη δομή του εγκεφάλου του και την ύπαρξη του κέντρου λόγου στην αριστερή συνήθως κροταφική χώρα, είναι προικισμένος με την ικανότητα να εκφράζεται σε ένα πλήθος από «γλώσσες» των διαφόρων λαών. Η γλώσσα λοιπόν είναι το «όργανο». Και οι λέξεις είναι τα «σύμβολα».

Όσο πιο μακροχρόνια η ύπαρξη και η πορεία μέσα στο χρόνο μιας γλώσσας τόσο πιο πλούσια σε «σύμβολα» δηλαδή σε λέξεις που την αποτελούν. Υπολογίζεται πως η Ελληνική Γλώσσα (και ανάλογα η αγγλική π.χ. καθώς και άλλες γλώσσες καλλιεργημένων λαών) έχει 500.000 λέξεις. Συμπεριλαμβάνονται βέβαια τεχνικές, επιστημονικές λέξεις και ιδιωματισμοί, που μόνον σε πολύ ειδικές περιπτώσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Στην καθημερινή ζωή και επαφή των ανθρώπων μόνον ένας πολύ μικρός αριθμός σε σύγκριση θα μπορούσε να εκφράσει τις λέξεις που ακούγονται. Γύρω στις 1.000 με 2.000.

Η δική μας γλώσσα με τη δύναμη και την αυτοτέλεια της πορεύτηκε μέσα στο χρόνο πάντα νικώντας αυτό το χρόνο. Δεν την απορρόφησε ποτέ κανένας λαός απ’ αυτούς που επιβουλεύτηκαν την ελευθερία και την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Ζώντας πάντα μέσα στο στόμα του Λαού εξελίσσεται και διαμορφώνεται. Όμως οι ρίζες της πάντα ίδιες. Μια είναι η γλώσσα κι ας φαίνεται τόσο διαφορετική στη σημερινή μορφή της από κείνη των αρχαίων μας προγόνων.

Εκείνο που μας τρομάζει σήμερα είναι η γλωσσική μας ένδεια. Γιατί, ενώ ο πλούτος της ελληνικής γλώσσας είναι τόσος και ζηλευτός, γιατί δεν τον χρησιμοποιούμε; Τι περισσότερο φταίει; Που η Παιδεία μας δεν ανταποκρίθηκε; Που ολιγώρησε; Πόσος είναι ο κίνδυνος; Είναι κάτι παροδικό αυτό το φαινόμενο της φτωχής γλώσσας; Και γρήγορα θα βρει πάλι την ανοδική της εξέλιξη; Είναι ένα γενικό φαινόμενο της γενικής φτώχειας και «λειψυδρίας» του καιρού μας; Είναι πάντως ένα πραγματικό γεγονός και πρέπει να μας απασχολεί. Ακούμε τόσο συχνά από το στόμα των νέων κυρίως, συνεχώς επαναλαμβανόμενες άκομψες λέξεις, θλιβερά υποκατάστατα της όμορφης ελληνικής μας γλώσσας. Ξενοφερμένες λέξεις που δεν συγκρίνονται με τις αντίστοιχες δικές μας. Λέξεις αταίριαστες που μας ξαφνιάζουν δυσάρεστα. Που μας εκθέτουν. Που μας προβληματίζουν. «Η γλώσσα μας – έλεγε ο Κ. Παλαμάς, ένας από τους κορυφαίους μας στον αγώνα για την γλώσσα – είναι εύκολη σαν το νερό που τρέχει, της πηγής και δύσκολη σαν τ’ άλογο τ’ ακαβαλίκευτο.»

Μια ευλύγιστη γλώσσα λοιπόν, που κυλά αβίαστα σα νερό, αλλά μπορεί ν’ αγριέψει και να γίνει αδάμαστη σαν το ακαβαλίκευτο άλογο αν δεν ξέρεις να το χρησιμοποιήσεις. «Πρώτα απ’ όλα πρέπει να ξέρεις να εξουσιάζεις αυτό το όργανο». Έλεγε και ο ποιητής ντ’ Αντούτσιο για το πολύτιμο όργανο της Λογοτεχνίας, τη Γλώσσα.

Καμία άλλη γλώσσα στον κόσμο εξόν από την Ελληνική, δεν έχει εισχωρήσει περισσότερο, δεν έχει χαρίσει λέξεις στις γλώσσες των άλλων λαών. Στις επιστήμες, στις τέχνες, σ’ όλες τις εκφράσεις της καθημερινής ζωής, παντού θα βρεις αν λίγο ψάξεις, λέξεις καλοβαλμένες και αμετακίνητες, ελληνικές λέξεις.

«Ένα κερί που μάχεται στο σκοτάδι, όπως πολύ εύστοχα και λυρικά γράφει ο Δαμιανός Στρουμπούλης, δανεισμένος την παρομοίωση από μια Κινέζικη παροιμία, είναι κι η δουλειά που γίνεται από τον «Όμιλο Πειραιώς για τη Διάδοση της Ελληνικής Γλώσσας» καθώς και από τους ανάλογους ομίλους της Αθήνας και της Καβάλας.

Το περιοδικό του Ομίλου «Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ» που άρχισε να περνά τολμηρά και επιτυχημένα τα ελληνικά σύνορα και να ταξιδεύει σε μακρινές χώρες, όπου κι αν υπάρχει Ελληνική Ψυχή και χέρι ικανό να σηκώσει τη σημαία αυτού του ιδανικού, μιλά για ολοένα καινούργιες και μεγαλύτερες επιτυχίες.

Έμοιαζε με ουτοπία στην αρχή αυτή η πίστη, πως μπορεί η Ελληνική Γλώσσα ν’ αποκτήσει διαστάσεις μιας παγκόσμιας γλώσσας, όπως είχε γίνει χωρίς επιτυχία για την Εσπεράντο από το γιατρό Λούντβιχ Ζάμενχωφ (με το ψευδώνυμο DOCTORO ESPERANTO) και με την
IDO και την INTELINGUA. Όμως για μια γλώσσα που έχει ήδη βάλει τη γλωσσική της σφραγίδα ανεξίτηλη στις γλώσσες των άλλων λαών, τίποτε δεν μπορεί ν’ αποκλειστεί. Τίποτα δεν πρέπει να σταματήσει αυτή τη προσπάθεια τουλάχιστον. Για να μη «καταριόμαστε το σκοτάδι αφού θα μπορούσαμε ν’ ανάψουμε έστω ένα κερί», όπως λέει η Κινέζικη παροιμία.

Τελειώνοντας θα θυμίσω μια ωραιότατη στροφή από το ποίημα του Κ. Παλαμά ΜΕ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ:
        Με τη Μητέρα γλώσσα μας καταφρονεμένη
        από το άδειο ανάξιο νου, την άξια δουλεμένη
στο πείσμα των ανήξερων από τον ποιητή
        χτίστε τα χτίσματα λογής. Ανθεί και σβεί στα χείλη
τ’ άυλο λουλούδι. Δέσε το με νέα ζωή, κοντύλι
        στην πέτρα την θαυματουργή του λόγου. Στο χαρτί!

Πολλές φορές ένα ποίημα μπορεί να μιλεί με πολύ περισσότερα λόγια από το πιο μεγάλο και εμπεριστατωμένο άρθρο.

Τούλα Μπούτου

Ομιλία για το έργο μου

Η συγγραφέας - κριτικός Νίκη Σαλπαδήμου θα μιλήσει με θέμα «Η Τούλα Μπούτου, η γιατρός, ο άνθρωπος η συγγραφέας» την Δευτέρα 25 Ιανουαρίου και ώρα 6 μ.μ. στο εντευκτήριο της Ε.Ε.Ε.Λ. Ιπποκράτους 63.
Είσοδος Ελεύθερη

Κριτική του Κ. Γεωργουσόπουλου για τα μονόπρατκά μου

Η Κριτική του Κώστα Γεωργουσόπουλου στα ΝΕΑ για τα μονόπρακτα μου Τελευταίο Τρένο & Μυστικό Μονοπάτι. Τα δύο έργα μου παίζονται σε μια ενιαία παράσταση στο Θέατρο ΕΛΠΙΔΑΣ κάθε Τετάρτη στις 7 και Πέμπτη στις 8.






Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2016

Δούλες στο Θέατρο Ελπίδας

Παραθέτω την ιδιαίτερα εμπεριστατωμένη κριτική του θεατρολόγου και κριτικού Κωνσταντίνου Μπούρα για το έργο Δούλες στο Θέατρο ΕΛΠΙΔΑΣ :

"Έχω δει το κλασικό πια έργο του «αιρετικού» κλέφτη της αστικής τάξης Ζαν Ζενέ ερμηνευμένο με πολλούς τρόπους: πολιτικό, μεταφυσικό, υπαρξιακό, ρεαλιστικό, σουρεαλιστικό, μπαρόκ, εξπρεσσιονιστικά… αλλά ποτέ μέχρι τώρα γκροτέσκο, να παραπέμπει τόσο έντονα στο δυτικοευρωπαϊκό κουκλοθέατρο. Αυτός ο υπερτονισμός τής θεατρικότητας στην αρχή με ξένισε, αλλά δεν με εμπόδισε να παρακολουθώ το νόημα. Μετά από λίγα λεπτά, όταν ο θεατής συντονίζει τις κεραίες του με τον επιχειρούμενο θεατρικό κώδικα, άρχισα να διεισδύω σε άλλα στρώματα του κειμένου, που δεν τα είχαν μέχρι τώρα αναδείξει άλλοι… είδα δηλαδή με νατουραλιστική προοπτική, τα αδιέξοδο αυτών των καταδικασμένων υπάρξεων που είναι καταδικασμένες σε μια ιδιότυπη φυλακή, σε διαρκή εξορία από τον εαυτό τους και το μόνο που τους μένει είναι να πιθηκίζουν τους κοινωνικούς ρόλους, αναζητώντας όχι τη διέξοδο αλλά την προσωρινή ανακούφιση. Αυτό το «παιχνίδι» με τους θεσμούς και τα πρότυπα της καθεστηκυίας τάξης, θα επιφέρει βέβαια μακροχρόνιες αλλοιώσεις στον ψυχισμό τους, ώστε παρασυρμένες από την θεατρικότητα του καθημερινού πλέον τελετουργικού παιχνιδιού τους και μην βρίσκοντας επαρκή ψυχ-αγωγία λόγω του κόρου που προέρχεται από τη μονοτονία και την έλλειψη φαντασίας, η οποία θα πυροδοτούσε αλλαγές στο αυτοσχέδιο «σενάριο», καταφεύγουν στην υπέρβαση κάθε φυσικού γραπτού και άγραφου νόμου, που είναι ο φόνος, η αυτοκαταστροφή, η μετάβαση σε μια άλλη φυλακή κυριολεκτικότερη κι ως εκ τούτου ένδοξη. Παρασυρμένες από την προσωρινή δόξα των δολοφόνων στις εφημερίδες και στα έντυπα μαζικής κατανάλωσης, οι δούλες θυσιάζουν στο βωμό μιας ψευδαισθητικής αναγνωρισιμότητας αυτό που δεν μπορούν να χαρίσουν η μία στην άλλη: τη Ζωή, την αναπνοή, το δικαίωμα να υπάρχεις ακόμα και μέσα σε τέσσερις τοίχους με την ελευθερία της σκέψης αλώβητη. Αυτή ακριβώς είναι και η αστοχία τους: αμαρτάνουν, γιατί δεν μπορούν να μεταπλάσουν ποιητικώς την ανιαρή καθημερινότητά τους, δεν μπορούν να πιστέψουν σε μεταθανάτιους παραδείσους, δεν αρκούνται σε παραμυθίες της ψυχής τους, δεν… δεν… Ενώ ο ποιητής Ζαν Ζενέ κατάφερε να μεταβολίσει την αθλιότητα της ζωής του σε υψηλή ποίηση και να περάσει στην Αθανασία δια του πνευματικού του έργο, μην δίνοντας παρηγοριά και ψεύτικες ελπίδες στους κατατρεγμένους, αλλά αποκαλύπτοντας το απλό μυστικό του αντικατοπτρισμού της Αλήθειας στην ατομική συνείδηση με υποκειμενικό τρόπο. Κι εκεί έγκειται η μόνη φιλοσοφική ελευθερία που επιφυλάσσει στους παρίες του: «να ιδώ τον κόσμο ανάποδα, τον αδελφό μου ξένο και τον οχτρό αδέλφι μου αδικοσκοτωμένο» (όπως λέει ο Βάρναλης). Πόσο σύγχρονο ακούγεται αυτό, την εποχή των φρούδων ελπίδων και των χρεοκοπημένων ιδεολογιών.
            Η παράσταση στο «Θέατρο Ελπίδας» έδωσε μιαν άλλη, πιο λαϊκή πλευρά του Ζενέ, μακριά από τα στυλιζαρίσματα των αστών σκηνοθετών κι ερμηνευτών. Ήταν για τούτο πέραν του συμβατικού κι ως εκ τούτου ευπρόσδεκτη στο κουρασμένο θεατρολογικό μου αισθητήριο.
            Σίγουρα θα ωφεληθεί ο θεατρόφιλος που θα την παρακολουθήσει. Είναι σαν τα έργα του Σαίξπηρ. Σε απρόσμενες σκηνικές παραλλαγές τους, ανακαλύπτεις καινούργια ανίδωτα υποστρώματα του κειμένου."

 https://grafei.wordpress.com/2016/01/07/οι-δούλες-του-ζενέ-στο-θέατρο-ελπίδ/

Θέατρο ΕΛΠΙΔΑΣ
Αριστοτέλους 53 & Σμύρνης
2108816780 - 6945262890

Σκηνοθεσία: Μανώλης Δεστούνης
Πρωταγωνιστούν: Μαρία Ιωαννίδου, Ράνια Πρέβεζα, Λίλιαν Παναγιωτοπούλου
Σκηνικά: Κική Μήλιου
Μουσική επιμέλεια: Νίκος Ασημάκης
Φωτισμοί: Στάθης Αναστασίου
Δευτέρα και Τρίτη στις 9μ.μ.
Εισιτήριο 10 ευρώ, μειωμένο 7 ευρώ

Ο Τίτλος για τον χρόνο που πέρασε

ΑΪΛΑΝ: Η ΜΑΤΩΜΕΝΗ ΣΦΡΑΓΙΔΑ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ


Έτσι ο μικρούλης ΑΪΛΑΝ με τ’ ανασηκωμένο κόκκινο μπλουζάκι και το μπλε παντελονάκι, κι ανάμεσα την κάτασπρη πλατούλα χωρίς της μάνας τη ζεστή ασπίδα γύρω της… Έτσι, πεσμένος με το πρόσωπο – ένα ματάκι, μισή μυτούλα, στόμα – μέσα στο γαληνεμένο γαλάζιο νερό, με το απλωμένο ανάποδα χέρι, την παλάμη με τα τρυφερά δαχτυλάκια ανοιγμένα προς τον άχρηστο πια ουρανό και σ’ όλο τον κόσμο.. Έτσι η αποτύπωση στο εξώφυλλο ιστορίας της Χρονιάς του 2015..Το σπαρακτικότερο πορτραίτο ενός Κόσμου που μπορεί να νυχτώνει τον ήλιο και να σβήνει τις Ανατολές.
Η ανθρώπινη ματιά αγκιστρώνεται στην δακρυσμένη φωτογραφία, τα κύματα λίγο στο πέρα ασπρίζουν απειλητικά, τριγύρω στο παιδί, όμως λίγος άσπρος αφρός χαϊδεύει το τρυφερό ανθρώπινο βλαστάρι.
Όχι μαθήματα δεν μπορούν να πάρουν και να κρατήσουν τα ανθρώπινα αυτιά. Τόσο συνηθισμένα πια ν’ ακούν ειδήσεις για παιδιά με σβησμένη την πνοή από τα κύματα της αδιαφορίας και της σκληρότητας των καιρών.
Αν μπορούσε ένα ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΟ να στείλει το πορτραίτο του μικρού Κούρδου Αϊλαν σε όλους τους ΜΕΓΑΛΟΥΣ (!!!)  του Κόσμου τούτου, να το κρεμάσουν πάνω από τα γραφεία τους όπου παίρνονται οι αποφάσεις για τις τύχες του Κόσμου. Μήπως και κάποια αποξεχασμένη τύψη, ευλογημένη από κάποια Θεία Βούληση μπορέσει να ξυπνήσει μέσα στα νεκρωμένα – εγκληματικά μυαλά τους! Μία σωστή απόφαση δικαίωσης για την ύπαρξη στο Σύμπαν του Πλανήτη Γη!

Αριστέα (Τούλα) Μπούτου

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

Αλέξανδρος ο Μέγας



ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

Φύτρα γιγάντων!
Γυιός του Φιλίππου και του Άμμωνα Δία ο βλαστός,
κι απ’ του Αριστοτέλη τη σοφία μπολιασμένος
τη μοίρα της Ελλάδας στα χέρια σου κρατώντας
την πήρες μακριά, στα πέρατα του κόσμου να την πας.
Ακροβατώντας πάνω σε νομοτέλειες βαρβάρων,
και σε επίβουλη εχθρών κυριαρχία
Ίδιος με Άνεμο ασίγαστο και νικηφόρο
πότε μπροστά, και πότε πίσω να σαρώνεις αντιστάσεις
Και πάλι σκύβοντας με συγκατάβαση
πάνω από τον νικημένο σου εχθρό
να σπέρνεις ολούθε Ελληνικές αμφικτιονίες.
Για των λαών να πασχίζεις την ομόνοια
της γλώσσας της Ελληνικής να στήνεις θρόνο
και της ορμής σου πάντα σωστά να κρατάς το χαλινάρι.
Μεγάλε Στρατηλάτη!
Έκθαμβος ο κόσμος στο αντίκρισμα σου
Απ’ την περίσσια σου ανθρώπινη σαγήνη
κι’ απ’ την πρωτοφανέρωτη συνάμα Θεία φλόγα,
τις πύλες των λαών μια-μια θωρούνε
ν’ ανοίγονται μπροστά σου, κι απορούνε…
Κι εσύ ακάματος.  Ένα ταξίδι για μια Ιθάκη,
τη δική σου, ακολουθώντας σα θεία προσταγή.
Τι κι αν σαν άλλος Γόρδιος δεσμός
και τα τριαντατρία σου τα χρόνια ξάφνου σπάσαν;
Ήταν μακρύς του ταξιδιού ο δρόμος.
Τόσα τα πλούτη και οι έξοχες στιγμές του.
Τόση η γόνιμα σπορά που ξέμεινε
να βλασταίνει στους αιώνες
 που και της Άπιαστης Ιθάκης, Αλέξανδρε Μεγάλε,
τ’ όνειρο δικαιώνει!

Τελευταίο Τρένο & Μυστικό Μονοπάτι

Υπενθυμίζω στους αγαπητούς φίλους που διαβάζουν τούτη την ιστοσελίδα ότι τα 2 μονόπρακτά μου "Τελευταίο Τρένο & Μυστικό Μονοπάτι" παίζονται σε ενιαία παράσταση στο Θέατρο ΕΛΠΙΔΑΣ (Αριστοτέλους 53 & Σμυρνης, 2108816780) κάθε Τετάρτη στις 7 μ.μ. και Πέμπτη στις 8 μ.μ.


ΕΛΠΙΔΑ, για την Μαρί Κόλβιν


Ναι, είναι παρήγορο που και σήμερα, μέσα στους αλγεινούς, αλλοπρόσαλλους καιρούς μας υπάρχουν «ανθρώπινα αναθήματα» μπροστά στα οποία υποκλίνεσαι, έτσι, με όλη σου την ψυχή και την κριτική του πνεύματος σου. Έξω από εθνότητες, ψυχές, γένη, επαγγέλματος, κατηγορίες ανθρώπων γενικά. Σε σχέση καμία με οικονομική κατάσταση, μορφωτικό επίπεδο, κοινωνική θέση. Μικρά φωτεινά ξέφωτα αισιοδοξίας, ελπίδας, περηφάνιας για την ανθρώπινη παρουσία, το πέρασμά τους από τη ζωή.                       
Από την εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» (της 24ης Φεβρουαρίου) από τη στήλη «ΚΟΣΜΟΣ» της Κίττυ Ξενάκη – με τίτλο «Οι δημοσιογράφοι στο στόχαστρο». Διαβάζουμε… Και η ματιά μας καρφώνεται, ώρα πολλή, στη φωτογραφία μιας γυναίκας, μιας «μάνας». Της Ρόζμαρυ Κόλβιν. Είναι μια γυναίκα κάποιας ηλικίας. Μέσα στα μάτια της, ισομερισμένος ο Πόνος με την Περηφάνια. Σ’ ένα αποσταμένο χέρι κρατά την εικόνα της Μαρί Κόλβιν. Της κόρης της με τον μαύρο επίδεσμο που καλύπτει το αριστερό της μάτι. Είναι μια γλυκιά φυσιογνωμία σε μια πεισματική ενατένηση της πραγματικότητας, που την γνώριζε πολύ καλά, που την αντιμετώπισε μέχρι τέλους, και μάλιστα με πολύ μικρό διάστημα ύστερα από αυτή την τελευταία της φωτογράφηση.
Η μητέρα πληροφορεί μέσα από την συνέντευξη που δίνει: «Είχε καλύψει πολέμους και συρράξεις από Βαλκάνια και Τσετσενία μέχρι το ανατολικό Τιμόρ. Το 2011 είχε χάσει την όρασή της από το ένα μάτι από χειροβομβίδα, στη Σρι Λάνκα.. Τίποτα δεν την πτοούσε.»
Διαβάζουμε… τούτη την φορά η Μαρί Κόλβιν είχε φτάσει με κάθε μέσο στη Χομς της Συρίας. Δεν ήθελε να αφήσει την θέση της, ν’ απομακρυνθεί όπως άλλοι, κι ας ήξερε πως ο συριακός στρατός είχε την εντολή να σκοτώνει όποιον δημοσιογράφο πατήσει πόδι σε συριακό έδαφος. Δεμένη στο σκοπό της, που τον θεωρούσε καθήκον, επιθυμώντας να κερδίσει όσο γινόταν περισσότερο χρόνο για να δίνει πληροφορίες, να στέλνει τις ανταποκρίσεις της σε πολλά Διεθνή Δίκτυα, να ενημερώνει για την «απόλυτη φρίκη». Μήπως και κάποιοι, κάποιες συνειδήσεις ξεσηκωθούν, λυπηθούν την Χομς και το ανθρώπινο δυναμικό της, σταματήσουν το αδίστακτο μένος του Μπασάρ αλ Ασάντ.
«Αυτή ήταν η κόρη μου… Αυτό ήθελε, και το έκανε μέχρι τέλους. Κι έτσι έχασε το παιχνίδι της ζωής…» λέει πικραμένη, όμως συμβιβασμένη με την προσωπικότητα της κόρης της, μάνα.

Τούλα Μπούτου


Το Μεγάλο Έλατο

ΤΟ  ΜΕΓΑΛΟ ΕΛΑΤΟ


Κ
αθώς έφθανε η μέρα της Γιορτής τα έλατα ετοίμασαν την μεγάλη τους σύναξη. Περίμεναν πρώτα να πέσει η νύχτα. Νάρθουν τα αστέρια κοντά, πολύ κοντά τους. Το φεγγάρι φάνηκε τελευταίο. Λεπτό και μυτερό σα δρεπανάκι. Τα έλατα έγειραν τις κορφές τους. Τα μεγαλύτερα σκέπασαν τα πιο μικρά έτσι καθώς σμίξανε. Τα μικρά πάσκιζαν να ψηλώσουν και οι τρυφερές τους κορφούλες ν’ αγγίξουν τις σμιγμένες των μεγάλων.
Ξύπνησαν οι ψίθυροι της νύχτας. Ο βοριάς σταμάτησε να σφυρίζει στα κλαδιά.
«Ακούστε με σύντροφοι» είπε το μεγάλο έλατο, το πανύψηλο, που λες και θ’ άγγιζε τα αστέρια.  «Η Μεγάλη Νύχτα έρχεται πάλι. Οι πιο παλιοί ξέρετε τι θα πει Μεγάλη Νύχτα!»
Τα πιο μικρά όμως μπορεί να μη θυμούνται… είναι η πιο όμορφη για τους ανθρώπους, η νύχτα των Χριστουγέννων. Όμως για μας τούτη η νύχτα έχει άλλη σημασία. Για κάποια από μας η ζωή θ’ αλλάξει. Θάρθουν άνθρωποι, αποφασιστικοί και σκληροί, κρατώντας παράξενα εργαλεία στα χέρια. Θα δούμε συντρόφους να πέφτουν κάτω και να φορτώνονται προσεκτικά.
«Πάω για το μεγάλο ταξίδι. Πάω να γνωρίσω τον κόσμο»,  φώναξε πέρυσι ένα έλατο πλάι μου, καθώς το φόρτωναν ξαπλωτό.  «Γειά σας! Σας λυπάμαι  που θα μείνετε εδώ στην ερημιά».
Εγώ όμως ήμουν πολύ σκεπτικό.  «Γιατί ποτέ δεν μάθαμε τι γίνονται οι σύντροφοι μας που φεύγουν τόσο ξαφνικά  από κοντά μας; Ποτέ κανείς δεν γύρισε πίσω!
Σαν το γεροντότερο λοιπόν ανάμεσά σας, πρέπει και φέτος να σας πώ: Προσέχετε! Δεν ξέρουμε γιατί οι άνθρωποι διαλέγουν εμάς και μας παίρνουν μακριά. Για πού; Πώς θα το μάθουμε;»
Τα έλατα μείνανε βουβά. Η νύχτα τα αγκάλιαζε όλα, σιωπηλή. Τότε ένα μικρό καμαρωτό ελατάκι κουνήθηκε με χάρη, δεξιά-αριστερά.
«Ε!»,  είπε, «Εμένα δεν με νοιάζει. Δε με φοβίζει  το άγνωστο. Εγώ θέλω να φύγω, να γνωρίσω τον κόσμο εκεί  κάτω στην μακρινή πολιτεία, να δω τι κρύβουν τα φωτάκια που τις καθαρές νυχτιές τα βλέπουμε να τρεμοφωτίζουν».
«Μα τώρα τα φώτα των ανθρώπων θάρθουν στο βουνό!»,  είπε ένα μεγαλύτερο έλατο. «Δεν είδατε το κτίσμα τόσο κοντά μας; Δέστε! Δέστε όλα!»
Τα δέντρα τεντώθηκαν, σήκωσαν τις κορφές τους και κοίταξαν χαμηλά στο πλάτωμα. Μέσα στο φεγγαρόφωτο ένα μεγάλο κτήριο άσπριζε σαν ψεύτικο, σαν νεραϊδένιο.
«Ξενοδοχείο το λένε! Ξενοδοχείο το ΜΕΓΑΛΟ ΕΛΑΤΟ το ονόμασαν, το άκουσα από τους κυνηγούς που περνούσαν από δω τις προάλλες».
Τα έλατα ξεχώριζαν τώρα τα δέντρα, τα φιδωτά δρομάκια. Τώρα πρόσεξαν και σταματημένα αμάξια, και ξάφνου μια λάμψη! Μια ολόχρυση λάμψη νίκησε της νύχτας την σκοτεινιά, το φώς  του φεγγαριού, των αστεριών  το φώς. Το ξενοδοχείο αστραποβόλησε γύρω-γύρω μέσα στην ερημιά. Ξεχώριζαν τώρα τα παράθυρα, τετράγωνα και φωτισμένα.
Αγκαλιαστά με τα φώτα ήρθαν κι οι φωνές, χαρούμενες, μακρινές ανθρώπινες φωνές.
«Θεέ και Κύριε!», είπε το μεγάλο δέντρο. «Το ξενοδοχείο ζωντάνεψε!»
«Εγκαίνια!», είπε ο μικρός. «Το άκουσα από τους κυνηγούς! Λέγανε πως θα γίνουν εγκαίνια, τούτη τη νύχτα. Νάτο!  Γι’ αυτό τα φώτα!».
«Κι η μουσική!», είπε κάποιο άλλο καθώς ήχοι απαλοί ξεχύθηκαν σα να κατέβαιναν από τον ουρανό. «Γιορτάζουν τα εγκαίνια του Μεγάλου Έλατου!».
Κάτι καινούργιο είχε μπει στην ακίνητη ζωή τους. Όμως το μεγάλο έλατο κόντυνε τη χαρά τους.
«Ακούστε με!», είπε. «Πρέπει να δείξουμε φρονιμάδα. Προσέχετε! Δεν ξέρουμε τι θα σημαίνει για μας αυτή η παρουσία του ξενοδοχείου. Ακούστε την συμβουλή μου! Μη δείχνεστε όμορφα και φρέσκα μέχρι να δούμε τι θέλουν από εμάς οι άνθρωποι. Χριστούγεννα και ξενοδοχείο κοντά μας; Εγώ δε θάθελα να με προσέξουν. Σας το λέω».
Τότε το ζωηρό ελατάκι ακούστηκε με τη σίγουρη, δυνατή φωνή.
«Εγώ θέλω να με προσέξουν! Να με διαλέξουν και να με αγγίζουν! Θέλω να ζήσω επί τέλους!».  ξεφώνισε.
Ανυπομονούσαν όλη την  υπόλοιπη νύχτα.
Δεν πέρασαν ούτε δύο μέρες προσμονής και ένα πρωινό, φασαρία πολλή.
Δύο μεγάλα καμιόνια φτάσανε, άνθρωποι πήδηξαν από μέσα τους με εργαλεία στα χέρια.
Φασαρία από μηχανήματα που μπήκανε μπροστά μέσα από τα αυτοκίνητα.
Το ένα είχε την καρότσα του κάτασπρη και ολοκαίνουργια και μαύρα μεγάλα γράμματα στο πλάι : ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ‘ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΕΛΑΤΟ’.
Ο αρχηγός των δέντρων τους το διάβασε με ψιθυριστή φωνή.
«Η ώρα ήρθε!», είπε. «Προσέχετε! Ρίξτε τα κλαδιά να φανούν μαραμένα! Θυμηθείτε τα λόγια μου! Να μείνουμε στον τόπο μας!».
«Ζηλεύει που είναι γέρος και δεν θα τον διαλέξουν ποτέ! Ποτέ!», είπε το φουντωτό έλατο. «Ακούστε με που σας λέω!»
Ο ουρανός είχε χαμηλώσει. Ψιλές παγωμένες στάλες πέφτανε μια-μια πάνω στ’ ακίνητα κλαδιά τους. Δύο μικρά έλατα πιο πέρα είχαν πέσει κιόλας κάτω από το ηλεκτρικό πριόνι, αυτό που αστραποβολούσε στα χέρια του ψηλού άντρα.
Οι δύο άλλοι τα μάζευαν προσεκτικά και τα κουβαλούσαν. Τρίτο, τέταρτο δέντρο. Τα διάλεγαν μικρά με πυκνά τρυφερά κλαδιά.
Ο μαύρος κότσυφας, πέρασε αστραπή.
«Τώρα θα διαλέξουν το πιο καλό. Τώρα θα κόψουν το πιο ωραίο για το ξενοδοχείο!».
Το ανυπόμονο έλατο ανατρίχιασε από χαρά. Πάσχισε να τεντώσει τα κλαδιά του, να τα ψηλώσει, να φανούν πιο λαχταριστά.
«Είμαι το πιο όμορφο δέντρο της παρέας! Διαλέξτε εμένα!»,  είπε με την δεντρίσια φωνή του που οι άνθρωποι δεν την καταλαβαίνουν.
Λες και άκουσαν τον ψίθυρο από τα κλαδιά του που αναδεύονταν, οι άνθρωποι ήρθαν κοντά, και ο ένας άγγιξε τα κλαδιά με το χέρι του, σα να το χάιδευε.
«Ωραίο δεντράκι, τι λες; Και τόσο πράσινο και πυκνόφυλλο»,  είπε στον άλλο. Σα να το χάιδευε κ αυτός με τα δυο του χέρια.
«Ναι!»  είπε. «Είναι αυτό που γυρεύαμε, το δίχως άλλο».  Έφερε το γυαλιστερό κοπίδι.
Το ψηλό έλατο έσκουξε. «Μη!», είπε. «Αχ! Μη το κόβετε!», μα το εργαλείο είχε αρχίσει τη δουλειά του. Πήγαινε κι ερχόταν και όλο και χωνόταν μέσα στην τρυφερή σάρκα.
«Όχι! Όχι!».  Ξανάπε το ψηλό δέντρο.
«Ναι! Ναι! Δεν πονάω! Κόψτε με!», φώναζε το ελατάκι καθώς έπεφτε πάνω στο παγωμένο χώμα και τις πέτρες.
Το μάζεψαν γρήγορα κ εκείνο έλεγε με χαρούμενη φωνή, καθώς το πήγαιναν για το καμιόνι!
«Γειά σας σύντροφοι! Θα σας μηνύσω τι θα δω στον όμορφο κόσμο. Πάω να ζήσω! Να ζήσω! Να ζήσω!», η φωνή έσβησε καθώς το σκέπασαν με ένα καθαρό πανί.
Περίμεναν την νύχτα ανήσυχα. Περίμεναν την Άγια Νύχτα.
Από νωρίς μια φασαρία πρωτοφανέρωτη κάτω εκεί στο πλάτωμα. Φώτα στο μεγάλο ξενοδοχείο, φώτα κρεμασμένα να φέγγουν στα φιδωτά δρομάκια. Ήταν σα μέρα. Αμάξια σταματούσαν τόνα πίσω από το άλλο. Ύστερα μια γλυκιά τρυφερή μουσική λες και ψάλλαν άγγελοι από τον ουρανό.
«Κοιτάτε! Θεέ μου! Κοιτάτε  κει!», είπε ξαφνικά ο αρχηγός.
Και τότε μέσα σε πολύχρωμα φώτα είδαν! Ο σύντροφος τους, φαινόταν ίσιος, καμαρωτός μέσα από το τζάμι. ‘Ένα πανέμορφο ασημένιο αστέρι φωτοβολούσε στην κορφή του. Τα κλαδιά του φορτωμένα στολίδια. Χρώματα, χρώματα και φως!
Θεέ μου! Κάτω στην βάση του κάτασπρο αφράτο χιόνι. Μα και στα κλαδιά του άλιωτο πασπαλισμένο χιόνι.
Θαύμαζαν τα έλατα από μακριά και δεν χόρταιναν. Αυτό ήταν λοιπόν! Ο σύντροφος τους έγινε βασιλιάς  και βάλε! Ποτέ δεν μπορούσαν να το φανταστούν!
Όλη νύχτα δεν κοιμήθηκαν. Το ψηλό έλατο έμεινε σιωπηλο.
«Μη μας θαμπώνουν τα φώτα και τα στολίδια», έλεγε. «Θα δούμε πως θα τελειώσει αυτή η γιορτή…».
Οι μέρες κυλούσαν ήσυχα. Οι νύχτες φωτερές και γεμάτες ζωντάνια.
Κάθε νύχτα η γιορτή. Άναβαν τα φώτα στο παράθυρο, το δέντρο πρόβελνε πάντα στολισμένο, θαμπωτικό.
Οι άνθρωποι γύρω του, όλο σαν κάτι να ζητούσαν απ’ τα απλωμένα του κλαδιά.
Πολύ αργά σαν άρχιζε να φωτίζει η αυγή, τα φώτα έσβηναν, το παράθυρο σκοτείνιαζε, τα στολίδια ξεθώριαζαν κι όλα ησύχαζαν. Μέχρι να νυχτώσει και πάλι…
Μα κάθε νύχτα θα γλεντούν; Δεν θα κουραστούν ποτέ; Ο κότσυφας έφερνε τα νέα...
Το τι γίνεται δεν περιγράφεται! Τρώνε, πίνουν, χορεύουν, τραγουδάνε. Κι όλο καινούργια, ομορφοστολισμένα πακέτα ξετυλίγονται κάτω από το δέντρο.
Κάποια νύχτα το γλέντι άναψε, τράνεψε όσο καμιά άλλη φορά. Τα φώτα δεν έλεγαν να σβήσουν. Ξημέρωνε για τα καλά και έβλεπαν ακόμα τους ανθρώπους καθισμένους γύρω από το μακρύ πράσινο τραπέζι να γελούν και να χαίρονται.
Γεια σου σύντροφε που καλοπερνάς – του γνέφανε από μακριά.
Μα τι περίεργο! Του κάκου την άλλη βραδιά περίμεναν ν’ ανάψουν τα φώτα και ν’ αρχίσει πάλι η γιορτή.
Ένα μικρό φωτάκι ίσα που έφεγγε μέσα και μπορούσαν να δουν το έλατο σκοτεινό και μοναχικό. Γιατί; Μα γιατί;
Περίμεναν ξάγρυπνα να περάσει η νύχτα. «Υπομονή», έλεγε ο αρχηγός. «Θα δούμε. Μπορεί να κουράστηκαν οι άνθρωποι και θέλησαν να κοιμηθούν νωρίς μια νυχτιά».
Ξεπρόβαλε μια κρύα και κατσουφιασμένη μέρα.
Μαύρα σύννεφα κι έπαιρνε να χιονίζει. Αραιές κάτασπρες νιφάδες πλανιόταν στον αέρα.
Και ξάφνου η μεγάλη πόρτα του ξενοδοχείου ανοίγει. Δύο ψηλοί άντρες κάτι κουβαλούν στα χέρια. Μα ναι!  Είναι το συντροφάκι τους!  Γυμνό, χωρίς στολίδια. Που το πάνε; Πού; Το φορτώνουν και ξεκινούν.
Το αμάξι ανεβαίνει τον στριφογυριστό δρόμο. Σταματάει λίγο πιο κάτω, πολύ κοντά τους.
Οι άνθρωποι βγαίνουν, το δεντράκι κουνιέται πέρα-δώθε καθώς το κουβαλούν πλαγιαστό. Ένα τελευταίο κούνημα και το πετούν μέσα στο χαντάκι.
Τελείωσε. Οι άνθρωποι γύρισαν πίσω, το βουητό της μηχανής έσβησε  καθώς χάθηκαν στην στροφή.
«Σύντροφοι! Αδέλφια μου!», ακούστηκε τότε η φωνή του δέντρου. «Βοηθήστε με!  Αχ βοηθήστε με!».
Πάνω στα κλαδιά του που είχαν αρχίσει να χλομιάζουν, λίγο μπαμπακένιο χιόνι σερνόταν θλιβερό.
Τότε το γέρικο έλατο μίλησε αργά με κουρασμένη φωνή.
«Σου τόχα πει! Καλό μου αδέλφι σου τόχα πει! Δεν άκουγες! Βαρέθηκες τον τόπο σου».
«Μ’ αγάπησαν τόσο! Με στόλισαν, με γέμισαν δώρα που δεν ήταν δικά μου. Μου τραγούδησαν τα πιο όμορφα τραγούδια…», κλαψούρισε. «Κι ύστερα ξαφνικά ήμουν άχρηστο και με πετάξανε. Ποιος το περίμενε! Ας μ’ άφηναν να πεθάνω στο ζεστό σαλόνι με την αγάπη τους γύρω μου», ένας δεντρίσιος λυγμός το τράνταξε ολόκληρο.
«Μην κλαίς!  Καλό μας μην κλαίς!», είπαν όλα μαζί. «Εμείς θα σε βοηθήσουμε».
«Πως;», αναστέναξε. «Αχ να γινόμουν πάλι σαν εσάς. Να προσμένω τον ήλιο, την βροχή το χιόνι κοντά σας».
Τι να κάνουν; Τίποτα δεν ερχόταν στο μυαλό τους. Ώσπου ο κιτρινομύτης κότσυφας φτερούγισε από πάνω τους.
«Έλα που σε περιμένουμε. Έλα να βοηθήσεις κι εσύ».
«Ξέρω, ξέρω», είπε εκείνος. «Το καημένο, θα μαραθεί αν το αφήσουμε πεταμένο!».
«Κάνε κάτι, κάνε κάτι!»
Ο κότσυφας χάθηκε σβέλτος κατά την κορυφή του βουνού. Περιμένουν.
Ξάφνου από πολύ ψηλά φάνηκαν να κατεβαίνουν τρέχοντας τα άγρια ζώα του βουνού.
Το καστανό ελάφι πρώτο με το λαφίσιο βήμα της αστραπής. Η αλεπού με την φουντωτή ουρά ψηλά. Η νυφίτσα, ο σκίουρος από κοντά.
Ως και ο σκαντζόχοιρος με τα αγκάθια του ολόρθα, μια αγκαθερή μπάλα να κατρακυλά το βουνό για πιο γρήγορα. Να κι η χελώνα. Αργά και προσεκτικά, μετρώντας το κάθε της βήμα, φάνηκε τελευταία. Τα δέντρα κοίταζαν θαμπωμένα!
Φτάσαν τα ζώα, κύκλωσαν τον πεσμένο πράσινο σωρό. Ο σκίουρος πήρε το γενικό πρόσταγμα.
«Εσύ!», είπε στη χελώνα που έκανε τα τελευταία βήματα με τα στραβά της ποδαράκια.
«Βάλε το καβούκι σου κάτω από δέντρο, σήκωσε όσο μπορείς! Και συ Ελάφι, με τα κέρατα σου βάλε από κάτω και ανασήκωνε κι εσύ! Έλα σκαντζόχοιρε! Με τα σκληρά σου αγκάθια, βοήθα από την πάνω μεριά».
Ο κότσυφας αφήνει ένα δυνατό σφύριγμα ν’ ακουστεί σ’ όλο το βουνό.
Στο λεπτό ο ουρανός γέμισε πουλιά! φτερουγίσματα ολόγυρα, ένας χορός αγάπης. Κοτσύφια και τσίχλες και ορτύκια και άφοβα μικρά σπουργίτια και σπίνοι και μερικές πέρδικες καμαρωτές.
«Ελάτε! Θέλουμε αγώνα, Πιάστε όλα από ένα κλαδάκι».
Στο πρόσταγμα του κότσυφα όλα τα πουλιά χαμήλωσαν και φτερουγίζοντας πάντα έπιασαν με τη μύτη τους μια άκρη από το δέντρο. Τιτιβίσματα τριγύρω.
«Όλη σας τη δύναμη!», φωνάζει πάλι ο κότσυφας. Το έλατο σαν κρατημένο από αόρατες κλωστές άρχισε να κουνιέται, να σηκώνεται.
Ένα μυριόστομο θαυμαστικό από όλα τα πλάσματα του βουνού, «Α! Α! Α!», καθώς έβλεπαν το σύντροφο τους ολόρθο.
Η χελώνα συντροφιά με το σκαντζόχοιρο έσκαβαν τώρα γύρω από τη βάση του. Έσκαβαν, που τη βρήκαν τόση δύναμη κείνα τα στραβά ποδαράκια της χελώνας;  Τίναζαν το χώμα πίσω κι όλο βάθαινε η λακκούβα. Βοηθούσε και το ελάφι με τα πολύκλαδα κέρατα κι ο σκίουρος με τα σβέλτα μπροστινά του πόδια κι η αλεπού με τα μυτερά μακριά της νύχια…
Όλα βοηθούσαν. Το έλατο χωνόταν όλο και πιο βαθιά στο νοτισμένο χώμα.
Μέσα σε λίγη ώρα, η δουλειά είχε τελειώσει. Το έλατο είχε στηθεί κι ήταν σαν πρώτα. Τα φύλλα του χλωμά και σα χαμηλωμένα, όμως ορθό και ζωντανό.
«Τώρα μας λείπει μια βροχή!», είπε ο κότσυφας. «Να το ποτίσει, να το δέσει πάλι με το χώμα».
«Ναι!  Μια βροχή!», είπαν.
Κι ο ουρανός λες και τους άκουσε. Πυκνές στάλες άρχισαν να πέφτουν. Στο τέλος μια αληθινή πεντάδροση βροχή. Βρέχονταν τα δέντρα, βρέχονταν τα ζώα, μα κανένα δεν πήγε να κρυφτεί. Μόνο χόρευαν γυροτρόγυρα ξετρελαμένα.
«Επιχείρηση Αγάπης!», είπε το σοφό έλατο.
Τότε ακούστηκε η φωνή του πληγωμένου σαν τρυφερή, σα δακρυσμένη.
«Σας ευχαριστώ πολύ, η αγάπη σας με βοήθησε να ζήσω. Ξεγελάστηκα, πόσο με γέλασε η αστραφτερή ζωή στο σαλόνι των ανθρώπων. Είχα ξεχάσει πως είμαι μόνο ένα δέντρο και η θέση μου είναι εδώ, ανάμεσά σας. Ζώα και φυτά του δάσους μας, αδέλφια μου, ευχαριστώ!».
Η βροχή σταμάτησε. Το κρύο τσουχτερό. Θα’παιρνε πάλι να χιονίζει. Μα δεν τα ένοιαζε τα δέντρα. «Ήταν τόσο ευτυχισμένα!»

Ανακάθισα στο κρεβάτι μου… Είχε αρχίσει κιόλας να ξημερώνει.
Παράξενο όνειρο! Ψιθύρισα τρίβοντας τα μάτια. Πόσο παράξενο σήμερα που τελειώνουν πια αυτές οι αξέχαστες μέρες και νύχτες που ζήσαμε στο νεόχτιστο ξενοδοχείο… Βέβαια, όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν… έρχονται άλλα… «Όμως αυτή η ιστορία του Χριστουγεννιάτικου δέντρου, ήταν τόσο ζωντανή μες στο όνειρό μου! Τόσο αληθινή!».
Πλύθηκα, ντύθηκα βιαστικά. Η μαμά, ο μπαμπάς, η αδελφή μου η Ελένη όπως κι όλοι στο ξενοδοχείο κοιμόντουσαν ακόμη βαθιά.
Άνοιξα σιγά την πόρτα, κατέβηκα αθόρυβα τις σκάλες. Στο σαλόνι, εκεί ήθελα να πάω! Να δώ, στη μέση του σαλονιού όπου κάθε βράδυ φάνταζε ολοφώτεινο και στολισμένο το δέντρο… Να το δω άλλη μια φορά… Άνοιξα την κλειστή πόρτα.  Δύο άντρες κάτι κουβαλούσαν βιαστικά, άλλαζαν τις θέσεις στα έπιπλα.  Μια κοπέλα είχε βάλει την ηλεκτρική σκούπα, προσπαθούσε να το κάνει όσο γινόταν πιο αθόρυβα.
Κοίταζα γύρω, μα… δέντρο, έλατο πουθενά!
Η κοπέλα τινάχτηκε  ξαφνιασμένη, σταμάτησε τη σκούπα όταν την πλησίασα.
«Καλημέρα! Το δέντρο; Τι το κάνατε το δέντρο;», είπα σαν ανόητη.
«Καλημέρα δεσποινίς, ποιο δέντρο;» – χαμογέλασε – «τελείωσε πια η αποστολή του!».
«Το πετάξανε;». Επέμεινα τόσο κουτά! Έβαλε πάλι μπρος τη σκούπα χωρίς απάντηση.
Κι εγώ σκεφτική, σα μουδιασμένη, βγήκα κι άρχισα πάλι ν’ ανεβαίνω τα σκαλιά.
Κι ήμουν δακρυσμένη!



Τούλα Σουβαλιώτη -  Μπούτου