Αυτή τη φορά δεν υπήρχε κανένας, ούτε αργοπορία. Οι πόρτες άνοιγαν μια-μια,
περνούσαν στα γρήγορα. Ένας φρουρός τη συνόδευε. … ‘‘Από δω, στο γραφείο του κ.
Διευθυντή. Ορίστε, πέρασε!’’ Πέρασε από την ανοιχτή πόρτα σαν αλαφιασμένη, ο
Διευθυντής επιβλητικός πίσω από το γραφείο του, ‘‘Καλημέρα! Κάθισε!’’ είπε, κι
εκείνη σωριάστηκε σε μια πολυθρόνα.
- Είσαι η μάνα του Γιάννη Κορδελή; Έτσι; Η Μαρία Κορδελή;
Έγνεψε ‘‘ναι’’, είπε και μια ξέπνοη ‘‘καλημέρα’’.
- Ξέρεις τι έγινε! Δυστυχώς! Που το βρήκε το όπλο μου λες; Ποιος τόλμησε, ποιος
κατάφερε να του το κουβαλήσει μέσα στη φυλακή;
- Δεν ξέρω, ψιθύρισε. Δεν ξέρω τίποτα! Τι κάνει το παιδί μου; Που είναι; Είπε
πιο δυνατά.
- Τον βρήκαμε τα ξημερώματα πάνω στο κρεβάτι του, ματωμένο, και το κρατούσε
ακόμα στο χέρι. Ο ήχος του κινητοποίησε τους φύλακες που άνοιξαν την πόρτα του
κελιού του, τρέξαμε αμέσως στο Νοσοκομείο… Χτυπήθηκε μόνος, αυτό είναι σίγουρο.
Όμως που το βρήκε το όπλο; Αυτό θέλουμε να μάθουμε.
- Δεν ξέρω, τίποτα δεν ξέρω… Που είναι τώρα το παιδί; Θέλω να πάω κοντά του!
- Θα πας, θα σε πάμε. Μόνη σου είσαι; Θα σε στείλω με το υπηρεσιακό, είπε πιο
μαλακά ο άντρας. Μόνο αν ξέρεις κάτι για την υπόθεση σε συμβουλεύω να πεις την
αλήεθια, μη μπλέξεις κι εσύ αλίμονό σου! Πότε τον είδες για τελευταία φορά;
Είχε βάλει τα χέρια στα μάτια της που τρέχανε… ‘‘Την
Τετάρτη, στο επισκεπτήριο…’’ μουρμούρισε.
‘‘Μάνα, δεν την αντέχω πια τη φυλακή!’’ Της είχε πει και της το τόνισε. ‘‘Ρε
μάνα σε έχω πικράνει πολύ! Δεν έπρεπε! Άλλα περίμενα από τη ζωή! Κι άλλα μου
ήρθαν.’’
- Τι σου είπε; Για τι πράγματα συζητήσατε; Σου ζήτησε τίποτα; Ρωτούσε ο
Διευθυντής.
- Τίποτα. Να προσέχει του είπα, να τρώει… Δε μου ζήτησε τίποτα, δεν ήταν
‘‘χαπάκιας’’ ο γιος μου, δεν ήταν ναρκομανής.
- Αυτό είν’ αλήθεια! Είπε ο άλλος σοβαρά. ‘‘Κλειδαράκιας’’ ήταν! Το
‘‘ανοιχτήρι’’, έτσι δεν τον λέγανε στην πιάτσα; Όμως κράταγε και όπλο, και τα
όπλα είναι για να σκοτώνουν, όπως και το έκανε.
- Θέλω να πάω στο παιδί μου! Είπε η γυναίκα.
- Θα πας! Θα σε στείλω αμέσως! Είναι στην Εντατική!
- Εντατική; Εδώ ξεφώνισε κατάχλωμη η γυναίκα.
- Για καλύτερα, ναι! Είναι χτυπημένος σοβαρά, γι’ αυτό πρέπει να βοηθήσεις να
βρούμε την άκρη. Ήταν ανακατεμένος σε καμιά εξέγερση; Τέτοια ετοίμαζαν; Όμως
γιατί να το στρέψει στο κεφάλι του; Είναι πολύ δύσκολη η θέση όλων. Όπλα μέσα
στη φυλακή; Και αυτοκτονίες; Οι ευθύνες είναι πολύ μεγάλες.
- Δεν ξέρω τίποτα! Πιστέψτε με, κι αφήστε με να πάω στο παιδί, θα το ρωτήσω, θα
μου πει! Φώναζε τώρα και οι λυγμοί σπάζανε τις φράσεις λέξη-λέξη.
‘‘Μάνα δεν την αντέχω άλλο τη φυλακή! Θέλω να γυρίσω στο σπίτι μας! Δεν είμαι
ανακατωμένος με ναρκωτικά και τέτοια, μια φορά δοκίμασα και ξέρναγα δύο μέρες…
Τα σιχαίνομαι αυτά… Να φτιάξω μόνο τη ζωή μας, ήθελα να βρω λεφτά για σένα και
για μένα…’’. ‘‘Έλα ξέχνα τα πια’’ είπε κείνη, μεσημέρι, και του άγγιζε τα
μαλλιά, τα χέρια... Κοίτα να περνάς καλά, να φέρνεσαι σωστά για να κυλήσει ο
χρόνος. Είσαι 26 χρονών, τα τρία χρόνια πέρασαν κιόλας! Έχεις ζωή μπροστά σου.
- Με ξέχασαν όλοι μάνα! Φίλοι, φιλενάδες, με ξέχασαν! Ήταν μια κακιά ώρα, το
όπλο βρέθηκε στα δικά μου χέρια, μόλις που είχα ανοίξει την κάσα και μπουκάρανε
οι δύο, κι είδα να χάνονται όλα που τάβλεπα μπροστά μου, μέσα στα χέρια μου,
τόσα λεφτά! Λες και το όπλο πήρε μόνο του φωτιά τι μου ‘φταιγε το ανθρωπάκι..
Όμως τον βρήκε δικιά μου σφαίρα, οι άλλοι είχαν λακίσει…
- Γιατί τα θυμάσαι τώρα αυτά; Του είχα πει. Πληρώνεις για τα σφάλματα σου, θα
βγεις μια μέρα και θα βρεις καινούργια μονοπάτια… Εγώ είμαι κοντά σου. Θα βάλω
κι άλλο δικηγόρο για καινούργια δίκη! Όλα θα γίνουν.
- Δεν την μπορώ άλλο τη φυλακή! Της ξανάπε καθώς γύριζε να φύγει. Όμως για
όπλο. Για τόση απελπισία, όχι, τίποτα δεν είχε πει.
- Υπόγραψε εδώ πως ήρθες κι ενημερώθηκες! Της είπε ο Διευθυντής. Έβαλε μια
τρεμάμενη υπογραφή.
Το υπηρεσιακό σταμάτησε μπροστά στην πύλη του μεγάλου
Νοσοκομείου, άνοιξαν, πέρασε μέχρι την είσοδο.
- Έλα! Θα σε πάω εγώ! Είπε αυτός που τη συνόδευε και σαν μια χειρονομία
συμπόνιας το κράτημα από το χέρι καθώς τη βοηθούσε να κατέβει.
ΜΟΝΑΔΑ ΕΝΤΑΤΙΚΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ. Κόκκινα γράμματα πάνω στο θαμπό τζάμι. Κόσμος να
κάθεται στους πλαϊνούς πάγκους, βλέμματα κουρασμένα, βαρύ φορτίο θλίψης στις
αφηρημένες ματιές. Εδώ! είπε ο άνθρωπος. Σε πέντε λεπτά αρχίζει το επισκεπτήριο
και θα μπεις! Βρήκε μιαν ακρούλα σ’ ένα πάγκο, κάθισε μαζεμένη, σκυφτή… Έπρεπε
κάποιον να είχε ειδοποιήσει, την αδελφή της, τη γειτόνισσα… Ο καθένας είναι
μοναχός στις δύσκολες ώρες. Το ‘ξερε αυτό.
Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά, ένας ασπροφορεμένος άντρας στάθηκε
στο άνοιγμα! ‘‘Περάστε! Είπε. Από ένας σε κάθε άρρωστο!’’ Ακολούθησε αυτούς που
σηκώθηκαν, προχώρησε με τρεμάμενα πόδια. Είδε να ξεκρεμούν από μια κρεμάστρα
άσπρες ποδιές, μια σκουφιά για το κεφάλι και να τις φορούν, φόρεσε κι αυτή τα
δικά της, πέρασε και θήκες πλαστικές πάνω από τα παπούτσια.
Μια νοσοκόμα τη ρώτησε, την έφερε μέχρι το κρεβάτι. Εδώ!
είπε… Τα μάτια της είχαν θαμπώσει. Ο Γιάννης με κρυμμένο το κεφάλι κάτω από τα
κάτασπρα πανιά. Ο Γιάννης με παράξενους σωλήνες που έβγαιναν από παντού, από τα
χέρια, από το στόμα, τη μύτη!... Τα μάτια μόνο κλειστά, σ’ έναν ήμερο ύπνο. Κι
αποπάνω μια μικρή τηλεόραση, φωτεινά φιδάκια που ανεβοκατέβαιναν αδιάκοπα; Της
ήρθε σαν λιγοθυμία. Κάθισε πλάι του σ’ ένα σκαμνί. Έβαλε δισταχτικά τα δάχτυλά
της , πάνω στα δάχτυλα του απλωμένου χεριού του. Δεν την έβλεπε, δεν την
άκουγε, δεν την ένιωθε… ‘‘Γιάννη, ψιθύρισε μόνο κι ένα ‘‘Γιατί;’’ Αναπάντητο.
‘‘Μάνα δεν την αντέχω τη φυλακή’’. Γι’ αυτό παιδί μου; Γι αυτό; Σου φταίξανε
πολλοί. Σου έφταιξα κι εγώ, δούλευα πολύ όταν ήσουν μικρός και σ’ άφηνα μόνον…
Όμως η ζωή είναι μπροστά σου! Δεν τελειώνει, δεν πρέπει να τελειώσει έτσι η
ζωή! Δεν είσαι κακούργος, εγώ το ξέρω! Κουτός και άτυχος! Και βιαστικός, αυτό
είσαι! Του μιλούσε σιωπηρά χαϊδεύοντας τις άκρες των δαχτύλων. Έσκυψε και τα
φίλησε… Το επισκεπτήριο τελείωσε. Σηκώθηκε, ακολούθησε πάλι τους άλλους, ν’
αφήσουν τα ρούχα της εντατικής. Και τότε ένας νεαρός γιατρός άνοιξε ξανά την
πόρτα. ‘‘Η συγγενής του Κορδέλη να περάσει από το γραφείο των γιατρών!’’ είπε.
- Εγώ; Ρώτησε.
- Ναι στο γραφείο παρακαλώ!
Έμπαινε πάλι σε μιαν αίθουσα τι ν’ ακούσει, τι να της πουν…
Κάθισε μπροστά σε ένα γραφείο. Ο χώρος μύριζε κι εδώ φαρμακίλα, κι ο γιατρός
της φάνηκε τεράστιος και απρόσιτος… Δεν είχε τίποτα να του πει. Αχ! Ας μην
άρχιζε πάλι να μιλάει για όπλα και πως βρέθηκε στα χέρια του Γιάννη της. Και
γιατί, και πότε…
- Είστε η κυρία Κορδέλη, είστε η μητέρα του νέου, του κρατούμενου;
- Του κρατούμενου, ναι. Πως είναι γιατρέ μου; Πότε θα συνέλθει; Εγώ δεν ξέρω
τίποτα… Πως συνέβηκε… Για το όπλο… Τίποτα δεν ξέρω!
- Κυρία Κορδέλη, εδώ είμαστε από την Ιατρική πλευρά μόνον! Ο γιος σας είναι σε
κρίσιμη κατάσταση… έχει τυφλό τραύμα, σφαίρα μέσα στο κρανίο που έχει
καταστρέψει σημαντικά κέντρα εγκεφάλου…
- Δεν θα συνέλθει γιατρέ; Δε θα τη βγάλετε τη σφαίρα; Πότε θα τη βγάλετε;
- Κυρία Κορδέλη… (ο γιατρός έπαιζε νευρικά τα χέρια του. Έχουν κι οι γιατροί τις
δύσκολες στιγμές τους) Ο γιος σας… Είναι κλινικά νεκρός… Κάνουμε ότι μπορούμε…
Όμως δεν πιστεύω πως θα τα καταφέρουμε! Η σφαίρα δεν μπορεί να βγει από κει που
είναι, με καταλαβαίνετε; Κι ας είναι ένα τόσο γερό παιδί, ένας τέτοιος
οργανισμός νέου ανθρώπου. Φαίνεται πως δεν είχε σχέση με… όλα αυτά της εποχής
μας που αφορούν και τους φυλακισμένους συχνά. Ναρκωτικά, ενέσεις, χάπια… Κι οι
πνεύμονές ολοκάθαροι! Όμως… Όμως; Η μάνα με την καρδιά της σ’ ένα τρελό ρυθμό.
Η ιατρική πλευρά… εδώ ο Γιάννης είναι μόνον ένας σεβαστός άρρωστος. Ένα νέο
γερό παιδί που χάνει το παιχνίδι της ζωής… ‘‘Δεν αντέχω πια μάνα’’. Κι έκανε
την απόδρασή του.
- Δεν την άντεχε τη φυλακή… Ήθελε να φύγει… και τι μπορούσα, πείτε μου, εγώ να
κάνω; Τι γιατρέ μου;
- Όχι! Τι να κάνετε; Εγώ έχω μόνο μια πρόταση, αν θέλετε… Είναι τόσο πολλοί
αυτοί που περιμένουν ένα δώρο ζωής από τους συνανθρώπους τους. Στην τελειωτική
φάση, θα θέλατε να δωρίσετε τα όργανα του παιδιού σας; Για να ζήσουν άλλοι
άνθρωποι καταδικασμένοι; Θέλετε να μιλήσετε πρώτα με τους δικούς σας να το
σκεφθείτε;
- Δεν έχω να μιλήσω με κανέναν! Με τον Γιάννη μου μόνον, που δεν άντεχε πια
αυτή τη ζωή… Πάρτε τα! Όσα μπορείτε, όσα μπορούν να ζήσουν μετά από κείνον έξω
από τη φυλακή! Να ξέρω πως κάτι από κείνον μπορεί να ζει ακόμη!
Έβαλε ένα σπαρακτικό κλάμα βγαίνοντας. Τότε είδε και τον
φρουρό που στεκόταν απ’ έξω.
Φεύγεις κυρά; Της είπε. Εγώ φυλάω για το γιο σου. Τι σου είπαν; Πως είναι; Θα
τη σκαπουλάρει;
- Είναι λεύτερος! Είπε κείνη μέσα στους λυγμούς.
- Δηλαδή; Απόρησε ο φρουρός.
- Αυτό που ήθελε… Έξω από τη φυλακή! Σιγοψιθύρισε.
Τούλα Μπούτου
από τη συλλογή διηγημάτων ‘‘Ζωή Χαρισμένη, 10 διηγήματα αφιερωμένα στη μεταμόσχευση’’
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου