Φωτογραφίες από τα βιβλία μου και την 'Αμυγδαλιά'

Όλα τα βιβλία της Τ. Μπούτου, επιλεγμένα τεύχη από τα Πειραϊκά Γράμματα, θεατρικές παραστάσεις, εκδηλώσεις, βραβεύσεις κ.α

.

.

.

Μικρό απόσπασμα από το νέο μου βιβλίο «Η Κίνα του 1978, Το μεγάλο ταξίδι της ζωής μου», από τις εκδόσεις Vivliologia (2015)

Κριτικές και αναφορές στο έργο της Τούλας Μπούτου

δείτε κι άλλες κριτικές εδώ

.

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ


Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ

Θ
υμόταν… όταν έφτασαν κοντά στο βράχο ξαφνικά όλη εκείνη η παιχνιδιάρικη διάθεση, η ρηχή ευθυμία, το κέφι, όλα καταλάγιασαν. Κάτι το τραγικά υποβλητικό τους κύκλωσε, πλανιόταν στον αέρα μέσα στο κρυστάλλινο πρωινό.
 Ήταν μια παρέα από τέσσερα ζευγάρια, όλοι νέοι, που ξεκίνησαν μαζί από την πατρίδα κι είχαν πολύ λογαριάσει αυτό το ταξίδι.
Φθινόπωρο, Σεπτέμβρης μήνας όμως καλοκαίρι, ολοφώτεινο και ζεστό θυμάται, το κάτασπρο φουστάνι της Αννί, τα γυμνά της πόδια μέσα στα σαντάλια. Τα κοντομάνικα πουκάμισα.
-Στην πατρίδα θα φορούσαμε τώρα τα χοντρά μας μάλλινα, είπε γελώντας η Αννί. Το χέρι της μέσα στο δικό του, ανέβαιναν με το κεφάλι ψηλά, να βλέπουν τα άσπρα μάρμαρα που όλο τους καλούσαν στην κορφή του βράχου. Μέσα στο σακίδιο είχε ένα μικρό βιβλίο. «Η ιστορία του Ιερού Βράχου», μετάφραση από το έργο ενός Έλληνα συγγραφέα. Το είχε διαβάσει αργά και προσεκτικά κι όλα εκείνα που έγραφε κοντά στις άλλες γνώσεις, του σχολείου, σ’ό,τι είχε διαβάσει κι ακούσει μέχρι τότε… Σα να πήγαινε να συναντήσει παλιούς αγαπημένους φίλους, που δεν τους γνώριζε από κοντά, όμως θέλει τόσο να τους αντικρίσει, να κουβεντιάσει μαζί τους…
Είχε ως τότε επισκεφτεί μερικούς από τους αναρίθμητους τόπους του κόσμου. Η Γαλλία, η Γερμανία, η Αυστρία, η ισπανική ομορφιά, του είχαν ανοίξει τις πύλες τους. Τα ταξίδια ήταν η μανία του. Τώρα ήθελε να βάλει και την Αννί μέσα στη μαγεία τους. Την προηγούμενη χρονιά τους κέρδισε η Ιταλία. Αυτή τη φορά το είχε πολύ μελετήσει. Διάβασε, προγραμμάτισε, οι άλλοι φίλοι συμπλήρωσαν την ομάδα μ’όλη την επίγνωση του τι ήθελαν να δουν και να κερδίσουν απ’αυτό το ταξίδι, στην Ελλάδα… Το ίδιο κιόλας πρωινό η ανάβαση στο Βράχο της Ακρόπολης: «Ο πρώτος Παρθενώνας που χτίστηκε, ο ‘πώρινος ναός’, καταστράφηκε στους Περσικούς πολέμους το 480 π.Χ. Όμως το όραμα του Περικλή τον ξανάστησε, με την τελική του μορφή, στα 450 μ.Χ.»
Καθώς ανέβαιναν, ο Παρθενώνας ερχόταν όλο και πιο κοντά τους.
-Γιατί νιώθω τόσο συγκινημένος; Λες στη προηγούμενη ζωή μου να ήμουν Έλληνας;
Θυμάται που ρώτησε… Η Αννί γέλασε:
-Πολύ ξανθός για Έλληνας!
-Λάθος κάνεις! Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν ξανθοί, γαλανοί, το έχω διαβάσει!
-Μπορεί τότε να ήμουν κι εγώ Ελληνίδα και να είχαμε αγαπηθεί εδώ, σε τούτη τη γη! Μπορεί να κατοικούσαμε κοντά σε τούτο το Βράχο! Και ν’ανεβαίναμε για προσκύνημα στο ναό της Αθηνάς!
Οι άλλοι φίλοι είχαν προχωρήσει, τους είχαν χάσει από τη ματιά τους. Τράβηξε την κοπέλα από το χέρι, κάθισαν σε μια μεγάλη πέτρα.
Νέοι, νιόπαντροι κι ερωτευμένοι. Η Ακρόπολη είχε δέσει τον ίσκιο της με την πιο γλυκιά τους ώρα… Τόσο πολλά, τόσο ατέλειωτα χρόνια από κείνο το χρυσογάλαζο πρωινό, από τη στίλβουσα λευκότητα του Βράχου! Η Αννί ήταν η ίδια η χαρά και η ομορφιά της ζωής. Ο δρόμος για τα Προπύλαια οδηγούσε στο Αιώνιο Θαύμα. Ένα θαύμα ήταν, να μπορείς να ζεις και να το χαίρεσαι!
Η εικόνα ερχόταν πολλές φορές μπροστά του πάντα γλυκιά, θαμπωτική και μεγαλόπρεπη. «Τα σχέδια για το χτίσιμο του Παρθενώνα ήταν του Ικτίνου και του Καλλικράτη. Όμως, ο Φειδίας, ο μεγαλύτερος γλύπτης των αιώνων, είχε το γενικό πρόσταγμα…  Ο ναός θεμελιώθηκε πάνω στο παλιό κρηπίδωμα του ναού της θεάς Αθηνάς… Και μέσα στο σηκό του στήθηκε το πελώριο χρυσελεφάντινο άγαλμα της Θεάς, έργο κι αυτό του Φειδία».
Η Αννί άκουγε, ακουμπισμένη στον ώμο του. Ύστερα ήρθαν και οι άλλοι φίλοι, ένας ξεναγός τους εξηγούσε κι αυτοί άκουγαν σε στάση προσοχής. Το Ερέχθειο, ο σημαντικότερος σωζόμενος ναός ιωνικού ρυθμού στην Ακρόπολη. Εδώ ο Ποσειδώνας είχε χτυπήσει με την τρίαινά του, θυμωμένος με τη θεά Αθηνά γιατί διεκδικούσε κι εκείνη την κυριότητα της Αθήνας. Όμως οι έξι κομψοί ιωνικοί κίονες στέκουν ανίκητοι στο χρόνο. Στη νοτιοανατολική πλευρά του οι πανέμορφες Κόρες, οι Καρυάτιδες… Η Αννί, κρατούσε την αναπνοή της, με σηκωμένο το κεφάλι, με τα ξανθά μαλλιά της δεμένα ψηλά, αέρινη μέσα στο άσπρο της φόρεμα. Τα γαλάζια της μάτια χόρταιναν ομορφιά, κοιτάζοντας τις θλιμμένες περήφανες Κόρες που ακούραστοι σήκωναν στα ωραία κεφάλια τους, το επιστύλιο του ναού… Τα περίτεχνα φορέματά τους θαρρείς θ’ανέμιζαν στο ελαφρότατο αεράκι… Η μια Κόρη βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο. Κλεμμένη απ’τον Αγγλο λόρδο Έλγιν.
Πολλά χρόνια ύστερα από την «ημέρα στην Ακρόπολη», συνάντησαν την «Κόρη» στο Βρετανικό Μουσείο. Μέσα στην πανδαισία του φωτός, στην περίοπτη θέση της έστεκε κι άστραφτε από θλίψη…
-Θυμάσαι, είχε ρωτήσει την Αννί που δεν ήθελε να ξεκολλήσει από τη θέση της, να τη βλέπει.
-Δεν έχω συναντήσει κάτι πιο μοναχικό! είπε κείνη και τα μάτια της υγρά.
Στο ναό του Ερεχθείου έμειναν για ώρα πολλή. Ο ξεναγός τους εξηγούσε. Μιλούσε μ’ένα πάθος στη φωνή, δε φαινόταν πως κουράζεται να τα λέει τόσες φορές.
Τότε, θυμάται, άφησε τους άλλους να προχωρήσουν λίγο –θα βγάλω μερικές φωτογραφίες, είπε στη γυναίκα του που ακολούθησε τους φίλους. Εκεί, στη βάση, κάτω από τις Καρυάτιδες που τον αντίκριζαν από τα εφτά μέτρα ύψος, κάτω από την αμφίβολη τραυματισμένη από το χρόνο ματιά τους, έσκυψε, έβαλε το χέρι. Κάνοντας πως θα δέσει τα κορδόνια των παπουτσιών του…
Ένα κομμάτι μάρμαρο αντιστάθηκε για λίγο στο κάλεσμά του, ξεκόλλησε ύστερα, γέμισε πρόθυμα τη χούφτα του. Το τρύπωσε γρήγορα στον ανοιγμένο του σάκο… Η καρδιά του χτυπούσε να σπάσει, τι ντροπή αν τον έπιαναν κείνη τη στιγμή! Όμως η επιθυμία να κρατήσει κάτι από όλη εκείνη την ομορφιά ήταν τόσο μεγάλη, τόσο ακατανίκητη!
Ύστερα τριγύρισαν ακόμη για ώρα πολλή, μπήκαν στο Μουσείο. Θαύμασαν την ομορφιά της Αθήνας από κει πάνω, τότε δεν είχε το μαύρο σύννεφο να τη σκεπάζει όπως μαθαίνει πως γίνεται τώρα… Μίλησαν για Ιστορία…
-Θα ξανάρθουμε… Είναι κάτι που δε συγκρίνεται με τίποτε άλλο, είπε η Αννί. Θέλω να μου το υποσχεθείς Ζακ!
Δεν το είπε αμέσως της Αννί. Στο ξενοδοχείο άνοιξε με τρόπο τη βαλίτσα και βαθιά στον πάτο της τυλιγμένο σε μια πετσέτα τοποθέτησε το μαρμάρινο λάφυρο.

Όταν έφτασαν στην πατρίδα, οι Βρυξέλλες τους υποδέχτηκαν με βροχή. Την ασταμάτητη φθινοπωρινή βροχή τους. Όμως είχαν κρατήσει Ήλιο στο χρυσοκοκκίνισμα της επιδερμίδας τους και μέσα στην καρδιά τους. Η Αννί τιτίβιζε χαρούμενα βγάζοντας τα καλούδια, τα ρούχα και τα θυμητικά ένα – ένα από τις αποσκευές. Εκείνος τότε πήρε την πετσέτα, την άνοιξε. Το μάρμαρο φάνταξε χλομό, κιτρινισμένο μέσα στο τεχνητό φως.
-Τι είν’αυτό; είπε έκπληκτη εκείνη.
-Είναι δικό μας και θα ζήσει πάντα μαζί μας, είπε αυτός και κάτι σαν τελετουργία, στις κινήσεις, καθώς έβγαλε όλα τ’άλλα αντικείμενα από το ράφι μιας εταζέρας. Το τοποθέτησε μόνο. Μοναχικό και πανέμορφο στο μικρό ράφι.
Η Αννί ήρθε πολύ κοντά.
-Πότε το πήρες, πώς; είπε με θαυμασμό. Για κοίτα Ζακ; Μου φαίνεται σα ν’αναπνέει! Κοίταξε, έχει φλέβες; Νομίζεις πως αίμα κυκλοφορεί μέσα του!
Λεπτές, ωχροκίτρινες γραμμές διακρίνονται στην όψη του. Όσες φορές κι αν στάθηκε να το κοιτάξει από κοντά, θυμόταν τη φράση της Αννί.
-Ανασαίνει! Είναι ζωντανό! Αίμα κυκλοφορεί εντός του; Και σαν μια κίνηση στήθους που αναδεύεται σε ανάσα ζωής!

Τα χρόνια κύλησαν, όλα αλλάζουν μέσα στο σπίτι της “Avenue des Jardins”. Τα παιδιά γεννήθηκαν τέσσερα, το ένα ύστερ’από το άλλο. Μεγάλωσαν, σχολειά, Πανεπιστήμια. Χαρές και λύπες μπαινόβγαιναν κι αυτές. Ο μικρός, ο Πιέρ, χάθηκε στα τέσσερά του χρόνια, τότε το σπίτι είχε σκοτεινιάσει για πολύ καιρό… Ύστερα ήρθαν και γάμοι. Δυο κόρες έφυγαν νυφούλες από το σπίτι. Κι ήταν σα να φορούσε τ’άσπρα μια Αννί, μ’όλη τη χλομή ξανθή της ομορφιά.
Η δική του η Αννί όλο και πιο σκυφτή, άλλαζε σχήμα το κορμί της, τα μαλλιά της χρώμα, το γλυκό της πρόσωπο σκαμμένο από τα μονοπάτια του χρόνου που περνούσε ανάμεσά τους.
-Κι εσύ το ίδιο! του μηνούσε ο καθρέφτης του.
Σταματούσε μπροστά στο μικρό έπιπλο, όπου πάνω του άσπριζε το περήφανο κομμάτι του μαρμάρου. Το χαιρετούσε σιωπηλά. Ορόσημο ενός ακατάλυτου χρόνου.
-Εσύ θ’ανασαίνεις πάντα μια ακατανίκητη νιότη! Αιώνιο εσύ!
Στο πλάι του ακουμπισμένο μόνο το βιβλίο «Η ιστορία του Ιερού Βράχου».
Τώρα δεν έβγαινε πια πολύ. Δεν καλόβλεπε. Η Αννί είχε φύγει ήρεμη και καρτερική ως το τέλος. Τα παιδιά, τα εγγόνια έρχονταν με τη σειρά τους, κάθε βδομάδα και από κάποια να του χαρίσουν χαρά με την παρουσία και τη φροντίδα τους. Όμως, το σπίτι είχε μεγαλώσει απελπιστικά κι αυτός ήταν τόσο μονάχος μέσα κει, και ο χρόνος είχε χάσει το νόημά του. Παλιές φωτογραφίες και βιβλία τον συντρόφευαν. Πήρε και το μικρό έπιπλο στο δωμάτιό του. Ήθελε όλα τα πιο αγαπημένα του κοντά. Από το κρεβάτι του ξαπλωμένος μπορούσε να βλέπει το χλομό κομμάτι του μαρμάρου. Έχει πάντα τις ωχροκίτρινες ζωντανές του φλέβες, τ’ανεπαίσθητα σκαλίσματα. Τις νύχτες που αγρυπνούσε ανέπνεε κοντά τους, ήταν σίγουρος.
Κι ήταν μια τέτοια αργοκύλητη νύχτα αγρύπνιας που σκέψεις παράξενες και πρωτοφανέρωτες τον τριγύρισαν. Άναψε το μικρό φως του κομοδίνου. Ήρθε μπροστά του ο χαριτωμένος ασύμμετρος ναός του Ερεχθείου. Πως άλλαζε όψη και μορφή σαν τον κοίταζες από την κάθε του πλευρά! Ο αρχιτέκτονας που τον έχτισε δεν είναι γνωστός. Οι Αθηναίοι πίστευαν πως προστάτευε τον τάφο του μυθικού τους μονάρχη, του Κέκροπα. Που η ιστορία του χάνεται μέσα στην αχλύ του μύθου. Τον καιρό της βασιλείας του έγινε η έριδα ανάμεσα στη θεά Αθηνά και τον Ποσειδώνα, για το ποιος θα κατακτήσει την πόλη της Αθήνας. Νίκησε η Αθηνά κι ο Ποσειδώνας τότε χτύπησε θυμωμένος με την τρίαινα το ναό…
Η πέτρα τον παρατηρούσε από το ράφι έτοιμη να του μιλήσει… Η αναπνοή της θαρρείς σ’αρμονική κίνηση με τη δική του. Ποιος ξέρει, ποιος μπορούσε να πει από ποιο κομμάτι του ναού, του τάφου του Κέκροπα, από ποιο άλλο ιερό κτίσμα είχε λείψει αυτή η πέτρα; Τόσο ξέταιρη η παρουσία της μέσα σ’αυτό το δωμάτιο. Πρώτη φορά το’νιωσε βαθιά, πόσο έγραφε μια αταίριαστη ιστορία τούτο το λάφυρο σ’αυτή τη μακρινή του χώρα. Που είναι ο ήλιος, που είναι τα γύρω μάρμαρα να παλεύουν με την καυτερή του ανάσα και ποτέ να μη λιώνουν! Που είναι η αγκαλιά της Ιστορίας ολόγυρα;
Πόσο πελώριος εγωισμός, για να κρατήσει αυτό το ξεριζωμένο, το ξενιτεμένο κομμάτι… Ναού; Κολόνας που κάποτε υψωνόταν και ιστορούσε;
Κι εκείνος τόσο γέρος πια κι ανήμπορος. Τόσο προσωρινός κι εφήμερος, πως μπορούσε να διαφεντεύει ένα μικρό κομμάτι αιωνιότητας;
Το φαντάστηκε ύστερα από κείνον, ένα ασήμαντο πέτρινο αντικείμενο. Ξεφτίδι παλιού καιρού, θα το πετούσαν σε μια άκρη να βιώνει την προδομένη του αιωνιότητα. Μια ανατριχίλα τον διαπέρασε. Αυτό το λένε τύψεις! σκέφτηκε.
Άφησε το φως αναμμένο όλη νύχτα. Ο χώρος είχε γεμίσει από άυλες παρουσίες. Η Αννί, οι φίλοι οι φευγάτοι. Η μαρμάρινη κολόνα… Οι «Κόρες» του Ερεχθείου που τον αντίκριζαν με τη στοχαστική ματιά τους πάνω από την τραυματισμένη τους όψη…
Μπορεί να’ναι ένα κομμάτι από μας και θα μας λείπει… Έλεγε η ματιά τους.
Σηκώθηκε πολύ πρωί. Πήρε το μαρμάρινο πλάσμα. Χάρηκε για λίγο ανάμεσα στα χέρια του κάθε άκρια, στρογγυλάδα και κόχη. Αίμα κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες του... του ψιθύρισε η Αννί… Ύστερα το τύλιξε προσεχτικά σε μαλακό χαρτί, έγινε ένα όμορφο δέμα μέσα στο χαρτονένιο κουτί, με το χάρτινο περιτύλιγμα. Έγραψε πάνω καθαρά τη διεύθυνση:

                                    Ambassade de Grece
                                    2 Av. Franklin Roosevelt
                                    1050 Bruxelles

Μέσα ήταν το μικρό γράμμα που έγραφε:
Κύριε Πρέσβυ,
Αυτή η πέτρα – ξενιτεμένη από την Ακρόπολη των Αθηνών – βρισκόταν κοντά μου για πολλά – πολλά χρόνια. Την πήρα – την έκλεψα πρέπει να πω – από το ναό του Ερεχθείου – ζητώ συγνώμη. Όμως την αγάπησα και τη σεβάστηκα. Ήταν το πολυτιμότερο πράγμα που είχα. Τώρα μεγάλωσα, γέρασα πολύ και οι τύψεις με τυραννούν, καθώς η πέτρα με ρωτάει με τη δική της φωνή:
Είχα δικαίωμα να της στερήσω το ιερό της περιβάλλον;
Την επιστρέφω λοιπόν πριν εξαντλήσω την προσωρινότητά μου σε τούτο τον κόσμο. Σας παρακαλώ, κύριε πρέσβυ, βρείτε της πάλι τη θέση της μέσα στο χώρο του Ιερού Βράχου.

Το γράμμα δεν είχε υπογραφή.

Κυριακή 21 Αυγούστου 2011

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ



Τ
ο ότι τόσα πολλά λέγονται – συζητούνται και γράφονται για το πρόβλημα αυτό δεν σημαίνει τίποτε άλλο από το ότι το πρόβλημα πραγματικά υπάρχει, έχει μπει στη ζωή μας και απασχολεί όλους μας. Τώρα πότε και πω άρχισε, και, κυρίως τι πρέπει ή τι μπορούμε να κάνουμε γι’αυτό, είναι πολύ δύσκολο, περίπλοκο να το πούμε.
            Αυτός ο αιώνας μας, ο περίφημος της τεχνικής επανάστασης ήρθε πάνω στη Γη κάπως αταίριαστος και ασύνδετος με τους αιώνες που προηγήθηκαν και που είχαν κάποια ομαλότητα στη διαδοχή του ενός στον άλλον. Μόνον ο Ιούλιος Βερν είχε συλλάβει, με τη φαντασία του που μπορούσε να καλπάζει ή μάλλον, να διασχίζει το άπειρο σε σημερινό διαστημόπλοιο με την ταχύτητα αστραπής, σε ταξίδια υπεργήινα, ταξίδια μέσα στα έγκατα της γης και στα βάθη των ωκεανών. Σήμερα τίποτα δεν μας προκαλεί έκπληξη, έκσταση ή απορημένο θαυμασμό. Σπάσαμε τα δεσμά της βαρύτητας και πατήσαμε στο φεγγάρι, βρεθήκαμε στο άπειρο. Τον ουράνιο φίλο και σύντροφο στην ανθρώπινη πορεία μας. Αύριο η φθαρτή μας παρουσία θα εγκαινιάσει ποιος ξέρει ποιον ή ποιους πλανήτες. Βιβλία, περιοδικά, ταινίες και κασέτες μας κατακλύζουν με τα υπεργήινα και εξωγήινα παιχνίδια. Φόβοι και ελπίδες. Τα παραμύθια της γιαγιάς σήμερα είναι γεμάτα από τέτοιες πρωτοφανέρωτες περιπέτειες και οραματισμούς. Κι αναρωτιόμαστε, ως που; Ως πότε; Ποιο είναι το κέρδος; Ο υπερσύγχρονος ερευνητής Mc Nail Burns, παραδέχεται πως ο αιώνας μας θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σαν ο πιο σημαντικός για την ανθρωπότητα, κι αφού του δώσει μερικούς τίτλους, καταλήγει: ‘Πιο απλά θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την εποχή μας σαν εποχή της Αγωνίας’. Κι ο Benzamin το διακρίνει κι αυτός και ελπίζει όμως πως η αγωνία θα γίνει το μέσον για να οδηγηθούμε σε μια πιο δίκαιη κοινωνία. Ωστόσο, τα προβλήματα υπάρχουν και συμπορεύονται. Δεν θα ισχυρισθούμε πως ο άνθρωπος ήταν στο παρελθόν ένα αγγελικό ον που ξαφνικά άλλαξε στο εγωιστικό, σημερινό είδος. Τα ελαττώματα και τις αρετές τα κουβαλούσε πάντα τα ίδια επάνω του, όπως κουβαλά η χελώνα το φορητό της σπίτι. Όμως είναι αναμφισβήτητο πως κάτι άλλαξε στο ρυθμό της ζωής μας, γενικά. Υπολογιστές μας μετρούν το χρόνο και τις συναλλαγές, ρομπότ με καταπληκτικές ικανότητες αντικαθιστούν ανθρώπους, γραφεία Δημοσίων σχέσεων ρυθμίζουν τις διαπροσωπικές σχέσεις.
Κι ενώ όλα τα τεχνικά μέσα προσπαθούν να μας βελτιώσουν τη ζωή και τις συνθήκες της, η μοναξιά ανθίζει και καρποφορεί και δυναστεύει τη ζωή μας. Μοναξιά το παιδί. Το πρότυπο μητέρας έχει αλλάξει, γιατί η μητέρα εργάζεται, πρέπει να εισφέρει στο σπίτι σαν ισότιμο μέλος με τον άντρα. Πληρώνει το τίμημα της ισοτιμίας. Η γιαγιά, η παλιά εύκολη λύση, είναι κι αυτή απασχολημένη με πολλούς τρόπους –εργασία, κοινωνικές υποχρεώσεις, ψυχαγωγία.
Το παιδί, θα περάσει τις ώρες στους σταθμούς και τα σχετικά απρόσωπα κέντρα. Μοναξιά ο νέος. Έχει πάρα πολλές παροχές. Τα ταχύτατα και εύκολα μέσα επικοινωνίας έκαναν τα ταξίδια γρήγορα και προσιτά. Θεάματα κάθε είδους. Σχέσεις με το άλλο φύλο ελεύθερες να τις χαίρεται κάθε στιγμή. Όμως, η αβεβαιότητα για το που βαδίζει η έλλειψη της πίστης της θρησκευτικής, η απουσία της οικογένειας που συγκεντρωνόταν γύρω από το ίδιο τραπέζι, το βράδυ για ένα διάλογο ζεστό, η αβεβαιότητα της επαγγελματικής επιτυχίας, του σκοτεινιάζουν τη διάθεση και τη χαρά της ζωής. Η ζωή έχασε την υπέρτατη αξία της. Βλέπουμε σήμερα πολλές αυτοκτονίες, άμεσες και έμμεσες. Γιατί έμμεση αυτοκτονία είναι και το ρίξιμο στα ναρκωτικά.
Και ύστερα η μοναξιά της τρίτης ηλικίας. Βλέπουμε κι εδώ η τεχνική πρόοδος βοήθησε την ιατρική. Καινούργια φάρμακα και τρόπους θεραπείας. Και η ιατρική βοήθησε τον άνθρωπο να κρατάει τα χρόνια της νεότητας περισσότερο, να παρατείνει αρκετά το χρόνο της ζωής. Όταν όμως, ο άνθρωπος φτάνει στην ηλικία που μπορεί μόνο να παίρνει και όχι να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο, γίνεται κοινωνικό βάρος. Εμείς, στο επάγγελμά μας –του γιατρού- συναντούμε πολύ συχνά τον εγκαταλελειμμένο ηλικιωμένο που έχει αφεθεί στη σκληρή του μοίρα. Οίκοι ευγηρίας ξεφυτρώνουν παντού. Δεν είναι τίποτε άλλο από θερμοκήπια για το δέντρο της μοναξιάς.
Αυτά όλα είναι καθημερινές διαπιστώσεις. Δεν μένει παρά να προσπαθήσουμε για κάποιες λύσεις. Που θα κάνουν τον τεχνικό πολιτισμό όπλο ευτυχίας μόνον σε ανθρώπινα χέρια.
Και επειδή από τον άνθρωπο δημιουργήθηκαν όλα τα προβλήματα, ο άνθρωπος πάλι μπορεί να βγει απ’αυτό, να βρει τη λύση και τη θεραπεία τους.
Ο Ευάγγελος Σαββόπουλος [πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κινήσεως στην Ελλάδα, πρώην Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Ευρώπης], σε μια διάλεξή του ‘Αγάπη και Δημόσιος Βίος’ λέει κάπου: ‘Ως λύση των κοινωνικών προβλημάτων, πολλά δοκιμάστηκαν μέχρι σήμερα. Τα προβλήματα όμως, παραμένουν. Γιατί λοιπόν να μην επιμείνουμε για το καλύτερο και ανέξοδο κοινωνικό φάρμακο, την ΑΓΑΠΗ. Η αγάπη που είναι προϋπόθεση ΕΙΡΗΝΗΣ’.
Και ο Schiller γράφει κάπου: ‘Άπειρες αρμονίες κοιμούνται μέσα μας περιμένοντας την προσταγή για να ζήσουν’.
                             
                         Τούλα Μπούτου

Κυριακή 7 Αυγούστου 2011

Η ΠΕΙΡΑ ΜΟΥ




Η ΠΕΙΡΑ ΜΟΥ

Πείρα μου πόσο σε μισώ!
Πείρα μου ακριβοπληρωμένη,
αξιοθαύμαστη πείρα μου.
Εσύ τα βήματα που ξέρεις να κάνεις
σταθερά και μονότονα.
Τα μάτια να βλέπουν
τον ξεκάθαρο ορίζοντα
ίσια μπροστά.
Τίποτα πέρα απ’τη γραμμή
του ορίζοντα!
Που ξέρεις να προβλέπεις
και να μαντεύεις την καταιγίδα
και το ξάφνιασμα της προσμονής.
Που ξέρεις να ξύνεις
τη χρυσή κορνίζα της αυταπάτης
για να φανεί το μπρούντζινο περιθώριο
της στεγνής αλήθειας.
Σε κουβαλώ μέσα μου.
Αναπόσπαστο φορτίο του είναι μου.
Παγωμένη βροχή
στα τρυφερά φτερά που τρεμουλιάζουν.
Και σύ, καταλυτική,
ξέρεις να κατακτάς κάθε στιγμή κι ένα μου κύτταρο.
Σίγουρη για την τελειωτική σου Νίκη.
Πείρα μου σεβάσμια
με ξέμαθες να ονειρεύομαι.
Γι΄αυτό σε μισώ!


         (από την ποιητική συλλογή Με μιαν ανάσα)

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2011

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ




ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ
(3 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1911)


Μετά τη μουσική υπάρχει η λογοτεχνία για να μπορεί να καταργεί σύνορα και διαφορές που χωρίζουν ανθρώπους και λαούς κι έτσι να τους φέρνει πιο κοντά. Σε μια άμεση επικοινωνία με τον Παγκόσμιο Άνθρωπο. Αυτή η πνευματική επικοινωνία είναι κι ένα σημαντικό σκαλοπάτι προς την παγκόσμια ειρήνη, την κατανόηση, την εύστοχη ανταλλαγή στοιχείων πολιτισμού, τη χρήσιμη επιρροή του ενός λαού προς τον άλλο. Γνώσεις, πληροφορίες που επιδρούν στο πνευματικό επίπεδο και συνεισφέρουν στην πνευματική ανάταση.
Η ελληνική λογοτεχνία με το δυναμικό της προβάδισμα αφού τα πρώτα έπη, τα Ομηρικά- υπήρξαν γέννημα ελληνικό αξίζει και πρέπει να αναγνωρίζεται, να αγαπιέται και πάντα να ερευνάται. Και φυσικά πρώτα από τα ίδια τα παιδιά της, τους Έλληνες. Υπάρχουν βέβαια πάντα οι ατομικές προτιμήσεις του κάθε μελετητή ή του απλώς αναγνώστη για τον ένα ή τον άλλο πνευματικό δημιουργό. Υπάρχουν όμως και αυτοί που κατέχουν μια ξεχωριστή αίγλη και έτσι αναγνώριση για την ιδιαιτερότητα του έργου τους. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε ένας από αυτούς. Με τούτη τη χρονιά, το 2011 συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από την παντοτινή απουσία του.
Μέσα στον σημερινό ορυμαγδό της επικίνδυνης κατηφορικής πορείας του πολιτισμού και των ηθικών αξιών ο Α.Π. είναι μια από τις φυσιογνωμίες που μπορούν να εκφράζουν από τόσο κοντά τον Αληθινό Άνθρωπο. Υπήρξε ένας επίγειος άγιος που εξέφρασε αυτή την ιδανική του προσωπικότητα με το θαυμάσιο λογοτεχνικό του έργο. Με μια σπάνια μοναδικότητα που τη συναντάς σε κάθε του έκφραση. Κατόρθωσε να γράψει σε μια ‘δίπλευρη, μικτή γλώσσα’ όπως πολύ χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ανδρέας Καραντώνης στα «Κριτικά» του, (σελ. 175). Σε μια εποχή που στην Ελλάδα η καθαρεύουσα επικρατούσε πέρα για πέρα σα γραφή και ο Αλέξανδρος τη χειριζόταν με απόλυτη γνώση και ευλυγισία, κατόρθωσε να τη ζευγαρώνει αρμονικά με μια χαριτωμένη ολοζώντανη δημοτική παρεμβάλλοντας αυτήν στους διαλόγους των ηρώων. Αυτό τον έκανε κατανοητό και από νεότερους αναγνώστες και μέχρι σήμερα μπορεί να γίνεται απολαυστική η ανάγνωση των κειμένων του και από τους νέους που δεν έχουν καθόλου γνωρίσει την καθαρεύουσα. Δεν χρειάζεται μετάφραση ή επεξήγηση η γραφή του μοναδικού μας αυτού πεζογράφου. Όσοι το δοκίμασαν απέτυχαν.
Γεννήθηκε –το αναφέρει και ο ίδιος σε ένα μικρό αυτοβιογραφικό του κείμενο του 1907- στη Σκιάθο, στις 4 Μαρτίου του 1851 κι εκεί φοίτησε τα πρώτα σχολικά του χρόνια. Την Γ’ Γυμνασίου την ολοκλήρωσε σε ένα Γυμνάσιο του Πειραιά. Κατόπιν για λόγους οικονομικούς σταμάτησε για ένα διάστημα, ξανάρχισε πάλι. Το 1874 συνέχισε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Συγχρόνως έγραφε στίχους και ζωγράφιζε αγίους. Η εξαϋλωμένη και τόσο εσωστρεφής βαθιά σκεπτόμενη ειρηνική προσωπικότητά του βρίσκει δρόμους εσωτερικούς γαλήνης και δημιουργίας μόλο που ζει σε ένα κλίμα σκληρής οικονομικής λιτότητας. Γιατί άραγε άνθρωποι σαν αυτόν που υπήρξε μια συνεχής πηγή παροχής αγάπης, θυσίας –θυσιάστηκε αβίαστα και ολοκληρωτικά για την οικογένεια του, την μητέρα του και τις τρεις ανύπαντρες αδερφές του- εργασίας τίμιας, έξω από το παραμικρό υλικό συμφέρον, γιατί να μην γίνονται αυτοί τα φωτεινά παραδείγματα, τα λατρευτικά είδωλα της κοινωνίας ώστε να μπορούν να βρίσκουν μιμητές ανάμεσα στους θαυμαστές τους; Γιατί οι άνθρωποι έλκονται από τόσο λανθασμένα πρότυπα που διαθέτουν μόνο ένα εξωτερικό επίπλαστο λούστρο ομορφιάς και εντυπωσιασμού; Πυροτεχνήματα της κάθε εποχής που είναι φυσικό να σβήσουν πολύ σύντομα σαν ένα πυροτέχνημα σ’έναν αμέτοχο ουρανό. Αυτή τη λάμψη ποτέ δεν την επεζήτησε ο Α.Π. με το έργο του που ήταν κυρίως πεζογραφήματα, διηγήματα αλλά και ποίηση και μυθιστόρημα, όπως: ‘Η μετανάστις’, ‘Οι έμποροι των εθνών’, ‘Η Γυφτοπούλα’, ‘Ο Χρήστος Μηλιώνης’. Έζησε από αυτό το έργο του το λογοτεχνικό, το μεταφραστικό, το δημοσιογραφικό. Κορυφαίο σε αλήθεια, πρωτοτυπία και δραματική έκφραση παρέμεινε το διήγημά του ‘Η Φόνισσα’
Τα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής του συνήθισε να πηγαίνει στη Πλάκα, στο εκκλησάκι στον Άγιο Ελισσαίο για να ψέλνει. Συναναστρεφόταν με απλούς, ταπεινούς ανθρώπους. Σιγά σιγά συνήθισε το ποτό. Η υγεία του κλονίστηκε. Το 1907 γυρίζει στο νησί του όπου και τον Ιανουάριο του 1911 άφησε την τελευταία του πνοή. Τόσο απλή, τόσο λιτά γραμμένη υπήρξε η ιστορία της ζωής του. Ένας μοναχικός, αγνός άνθρωπος, που έζησε μακριά από κακίες, μίση, φιλοδοξίες, υλικά συμφέροντα κι ας έκρυβε μέσα σ’αυτή την απλότητα την μεγάλη πνευματική του αξία.
Το έργο του είχε αρχίσει, όπως γίνεται σε πολλούς συγγραφείς, με ποίηση. Σε ένα ποίημά του είχε γράψει:
Μάνα μου εγώ’μαι τ’άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι
όπου το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει.
Το δόλιο όπου να στραφεί κι όπου κι αν περάσει
δεν βρίσκει πέτρα να σταθεί, κλωνάρι να πλαγιάσει.
Εγώ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλα αποδαρμένη,
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσα αφρισμένη.
Παλεύω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω άγκυρα πλην την ευχή σου μόνη.

Ο Παύλος Νιρβάνας αναφέρει σε ένα του κείμενο (δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εστία, στις 7/1/2011) ότι η μοναδική φωτογραφία του Παπαδιαμάντη οφείλεται σε μια ‘κλοπή’ που έκανε αυτός. Έτσι υπαινίσσεται τον τρόπο που κατόρθωσε να τον πείσει για να του τραβήξει αυτή τη φωτογραφία αφού πρώτα πήγε να τον ξεγελάσει ότι αυτό που κρατάει δεν είναι φωτογραφική μηχανή αλλά ιατρικό εργαλείο. Αναφέρεται στο κείμενο: ‘εκάθισε σε μια παλοκαρέκλα, εσταύρωσε τα χέρια του κι έσκυψε το κεφάλι εις την υπέροχον ασκητικήν στάσιν που διέσωσεν η φωτογραφική πλάκα. Ένας ζωγράφος δεν θα ημπορούσε να του δώσει πλέον εκφραστικήν στάσιν απ’αυτήν που έλαβε ασυναισθήτως ο ίδιος’. Για τη πράξη του αυτή, δηλαδή τη ‘κλοπή’ αναφέρει ο Νιρβάνας, πως είναι ‘ο καλύτερός μου τίτλος απέναντι των μεταγενεστέρων. Οι σύγχρονοί μου ας μου αναγνωρίσουν τουλάχιστον ότι διέσωσα την τιμήν της εποχής των’.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε ως κύριο άρθρο στο περιοδικό Πειραϊκά γράμματα, τ. 65