ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ
(3 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1911)
Μετά τη μουσική υπάρχει η λογοτεχνία για
να μπορεί να καταργεί σύνορα και διαφορές που χωρίζουν ανθρώπους και λαούς κι
έτσι να τους φέρνει πιο κοντά. Σε μια άμεση επικοινωνία με τον Παγκόσμιο Άνθρωπο.
Αυτή η πνευματική επικοινωνία είναι κι ένα σημαντικό σκαλοπάτι προς την
παγκόσμια ειρήνη, την κατανόηση, την εύστοχη ανταλλαγή στοιχείων πολιτισμού, τη
χρήσιμη επιρροή του ενός λαού προς τον άλλο. Γνώσεις, πληροφορίες που επιδρούν
στο πνευματικό επίπεδο και συνεισφέρουν στην πνευματική ανάταση.
Η ελληνική λογοτεχνία
με το δυναμικό της προβάδισμα αφού τα πρώτα έπη, τα Ομηρικά- υπήρξαν γέννημα
ελληνικό αξίζει και πρέπει να αναγνωρίζεται, να αγαπιέται και πάντα να
ερευνάται. Και φυσικά πρώτα από τα ίδια τα παιδιά της, τους Έλληνες. Υπάρχουν
βέβαια πάντα οι ατομικές προτιμήσεις του κάθε μελετητή ή του απλώς αναγνώστη
για τον ένα ή τον άλλο πνευματικό δημιουργό. Υπάρχουν όμως και αυτοί που
κατέχουν μια ξεχωριστή αίγλη και έτσι αναγνώριση για την ιδιαιτερότητα του
έργου τους. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε ένας από αυτούς. Με τούτη τη χρονιά,
το 2011 συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από την παντοτινή απουσία του.
Μέσα στον σημερινό
ορυμαγδό της επικίνδυνης κατηφορικής πορείας του πολιτισμού και των ηθικών
αξιών ο Α.Π. είναι μια από τις φυσιογνωμίες που μπορούν να εκφράζουν από τόσο
κοντά τον Αληθινό Άνθρωπο. Υπήρξε ένας επίγειος άγιος που εξέφρασε αυτή την
ιδανική του προσωπικότητα με το θαυμάσιο λογοτεχνικό του έργο. Με μια σπάνια
μοναδικότητα που τη συναντάς σε κάθε του έκφραση. Κατόρθωσε να γράψει σε μια
‘δίπλευρη, μικτή γλώσσα’ όπως πολύ χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ανδρέας Καραντώνης
στα «Κριτικά» του, (σελ. 175). Σε μια εποχή που στην Ελλάδα η καθαρεύουσα
επικρατούσε πέρα για πέρα σα γραφή και ο Αλέξανδρος τη χειριζόταν με απόλυτη
γνώση και ευλυγισία, κατόρθωσε να τη ζευγαρώνει αρμονικά με μια χαριτωμένη ολοζώντανη
δημοτική παρεμβάλλοντας αυτήν στους διαλόγους των ηρώων. Αυτό τον έκανε
κατανοητό και από νεότερους αναγνώστες και μέχρι σήμερα μπορεί να γίνεται
απολαυστική η ανάγνωση των κειμένων του και από τους νέους που δεν έχουν
καθόλου γνωρίσει την καθαρεύουσα. Δεν χρειάζεται μετάφραση ή επεξήγηση η γραφή
του μοναδικού μας αυτού πεζογράφου. Όσοι το δοκίμασαν απέτυχαν.
Γεννήθηκε –το αναφέρει
και ο ίδιος σε ένα μικρό αυτοβιογραφικό του κείμενο του 1907- στη Σκιάθο, στις
4 Μαρτίου του 1851 κι εκεί φοίτησε τα πρώτα σχολικά του χρόνια. Την Γ’
Γυμνασίου την ολοκλήρωσε σε ένα Γυμνάσιο του Πειραιά. Κατόπιν για λόγους
οικονομικούς σταμάτησε για ένα διάστημα, ξανάρχισε πάλι. Το 1874 συνέχισε τις
σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Συγχρόνως έγραφε στίχους και ζωγράφιζε
αγίους. Η εξαϋλωμένη και τόσο εσωστρεφής βαθιά σκεπτόμενη ειρηνική προσωπικότητά
του βρίσκει δρόμους εσωτερικούς γαλήνης και δημιουργίας μόλο που ζει σε ένα
κλίμα σκληρής οικονομικής λιτότητας. Γιατί άραγε άνθρωποι σαν αυτόν που υπήρξε
μια συνεχής πηγή παροχής αγάπης, θυσίας –θυσιάστηκε αβίαστα και ολοκληρωτικά
για την οικογένεια του, την μητέρα του και τις τρεις ανύπαντρες αδερφές του-
εργασίας τίμιας, έξω από το παραμικρό υλικό συμφέρον, γιατί να μην γίνονται
αυτοί τα φωτεινά παραδείγματα, τα λατρευτικά είδωλα της κοινωνίας ώστε να
μπορούν να βρίσκουν μιμητές ανάμεσα στους θαυμαστές τους; Γιατί οι άνθρωποι έλκονται
από τόσο λανθασμένα πρότυπα που διαθέτουν μόνο ένα εξωτερικό επίπλαστο λούστρο ομορφιάς
και εντυπωσιασμού; Πυροτεχνήματα της κάθε εποχής που είναι φυσικό να σβήσουν
πολύ σύντομα σαν ένα πυροτέχνημα σ’έναν αμέτοχο ουρανό. Αυτή τη λάμψη ποτέ δεν
την επεζήτησε ο Α.Π. με το έργο του που ήταν κυρίως πεζογραφήματα, διηγήματα αλλά
και ποίηση και μυθιστόρημα, όπως: ‘Η μετανάστις’, ‘Οι έμποροι των εθνών’, ‘Η
Γυφτοπούλα’, ‘Ο Χρήστος Μηλιώνης’. Έζησε από αυτό το έργο του το λογοτεχνικό,
το μεταφραστικό, το δημοσιογραφικό. Κορυφαίο σε αλήθεια, πρωτοτυπία και δραματική
έκφραση παρέμεινε το διήγημά του ‘Η Φόνισσα’
Τα δέκα τελευταία
χρόνια της ζωής του συνήθισε να πηγαίνει στη Πλάκα, στο εκκλησάκι στον Άγιο
Ελισσαίο για να ψέλνει. Συναναστρεφόταν με απλούς, ταπεινούς ανθρώπους. Σιγά σιγά
συνήθισε το ποτό. Η υγεία του κλονίστηκε. Το 1907 γυρίζει στο νησί του όπου και
τον Ιανουάριο του 1911 άφησε την τελευταία του πνοή. Τόσο απλή, τόσο λιτά γραμμένη
υπήρξε η ιστορία της ζωής του. Ένας μοναχικός, αγνός άνθρωπος, που έζησε μακριά
από κακίες, μίση, φιλοδοξίες, υλικά συμφέροντα κι ας έκρυβε μέσα σ’αυτή την
απλότητα την μεγάλη πνευματική του αξία.
Το έργο του είχε
αρχίσει, όπως γίνεται σε πολλούς συγγραφείς, με ποίηση. Σε ένα ποίημά του είχε
γράψει:
Μάνα
μου εγώ’μαι τ’άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι
όπου
το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει.
Το
δόλιο όπου να στραφεί κι όπου κι αν περάσει
δεν
βρίσκει πέτρα να σταθεί, κλωνάρι να πλαγιάσει.
Εγώ
βαρκούλα μοναχή, βαρκούλα αποδαρμένη,
μέσα
σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσα αφρισμένη.
Παλεύω
με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι
κι
άλλη δεν έχω άγκυρα πλην την ευχή σου μόνη.
Ο Παύλος Νιρβάνας
αναφέρει σε ένα του κείμενο (δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εστία, στις 7/1/2011)
ότι η μοναδική φωτογραφία του Παπαδιαμάντη οφείλεται σε μια ‘κλοπή’ που έκανε
αυτός. Έτσι υπαινίσσεται τον τρόπο που κατόρθωσε να τον πείσει για να του
τραβήξει αυτή τη φωτογραφία αφού πρώτα πήγε να τον ξεγελάσει ότι αυτό που
κρατάει δεν είναι φωτογραφική μηχανή αλλά ιατρικό εργαλείο. Αναφέρεται στο
κείμενο: ‘εκάθισε σε μια παλοκαρέκλα, εσταύρωσε τα χέρια του κι έσκυψε το κεφάλι
εις την υπέροχον ασκητικήν στάσιν που διέσωσεν η φωτογραφική πλάκα. Ένας
ζωγράφος δεν θα ημπορούσε να του δώσει πλέον εκφραστικήν στάσιν απ’αυτήν που
έλαβε ασυναισθήτως ο ίδιος’. Για τη πράξη του αυτή, δηλαδή τη ‘κλοπή’ αναφέρει
ο Νιρβάνας, πως είναι ‘ο καλύτερός μου τίτλος απέναντι των μεταγενεστέρων. Οι
σύγχρονοί μου ας μου αναγνωρίσουν τουλάχιστον ότι διέσωσα την τιμήν της εποχής
των’.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε ως κύριο άρθρο στο περιοδικό Πειραϊκά γράμματα, τ. 65
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου