Φωτογραφίες από τα βιβλία μου και την 'Αμυγδαλιά'

Όλα τα βιβλία της Τ. Μπούτου, επιλεγμένα τεύχη από τα Πειραϊκά Γράμματα, θεατρικές παραστάσεις, εκδηλώσεις, βραβεύσεις κ.α

.

.

.

Μικρό απόσπασμα από το νέο μου βιβλίο «Η Κίνα του 1978, Το μεγάλο ταξίδι της ζωής μου», από τις εκδόσεις Vivliologia (2015)

Κριτικές και αναφορές στο έργο της Τούλας Μπούτου

δείτε κι άλλες κριτικές εδώ

.

Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2015

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΕΠΙΤΥΧΙΑ 'ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ' ΣΤΟ ΜΠΡΟΝΤΓΟΥΑΙΗ



ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ
στο θέατρο ΜΠΡΟΝΤΓΟΥΑΙΗ
Πατησίων & Αγ. Μελετίου
Τηλ. 2108654787

το βραβευμένο έργο
της Τούλας Μπούτου

Το Μυστικό
Ένοχα πάθη. Λάθη. Το τίμημα του ψέματος

Σκηνοθεσία: Βασίλης Πλατάκης. Σκηνικά: Σάββας Πασχαλίδης.
Κοστούμια: Νίκος – Τάκης. Φωτισμοί: Δημήτρης Τσιούμας.

Στη ζωή και στη σχέση δυο ζευγαριών κρύβονται ένοχα πάθη και μυστικά που ο χρόνος τα είχε κρύψει στη σιωπή του για μεγάλο διάστημα. Όμως, η αλήθεια κάποτε θα φωτίσει την αθέατη πλευρά της ζωής τους. Έτσι θα προκύψουν συγκρούσεις και έντονες συγκινήσεις που θα διδάξουν πολλά για την αξία και τη δύναμη της αλήθειας.

Πρωταγωνιστούν:
Σπύρος Φωκάς – Μανώλης Δεστούνης
Ιλιάς Λαμπρίδου – Χρήστος Φωτίδης – Κυριακή Γάσπαρη
 Ελευθερία Πατρικαρέα – Κατερίνα Ροδίτη

Παίζει βιολί
η διάσημη βιολονίστρια απ’τη Μολδαβία Λίλιαν Στρισίν

Παραστάσεις:

Σάββατο 9.15 μ.μ.  Κυριακή 6.00 μ.μ.


Πληροφορίες: 2108654787 & 6945262890

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΜΑΣ ΠΑΙΔΙ




Τη φύση και το Θεό δεν γνώριζα
Κι όμως εμένα με ήξεραν κι οι δυο
Με ξάφνιασαν,
Σαν εκτελεστές της ταυτότητάς μου.
ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ

Η ζωή μας είναι ένα σύνολο σχέσεων και ρόλων. Οι πρωταρχικές σχέσεις που δομήθηκαν στην παιδική ηλικία, η αγάπη, η φροντίδα, η στέρηση,  η σαγήνη, οι απογοητεύσεις, οι αποχωρισμοί, οι θάνατοι, η εμπιστοσύνη, η προδοσία,  η κριτική που εισπράξαμε ως παιδιά, οι όροι που τέθηκαν για να λάβουμε την αγάπη,  όλο το σύνολο των βιωμάτων της παιδικής μας ηλικίας, καθρεπτίζονται στο σήμερα της  ενήλικης ζωής μας.
Το «Εσωτερικό Παιδί» είναι μια πλευρά που φέρουμε όλοι οι ενήλικοι μέσα μας, ανεξάρτητα από τη βιολογική μας ηλικία και θα υπάρχει μέχρι το τέλος της ζωής μας. Ο Jung ήταν ο πρώτος που αναφέρθηκε σε αυτό υπό τον όρο «Puer aeternus». Εμπνεόμενος από ιστορίες μυθολογίας για την παιδική ηλικία των ηρώων, περιέγραψε το παιδί που βρίσκεται μέσα στην ψυχή μας, το αρχέτυπο του παιδιού, ως καθετί που είναι εγκαταλειμμένο, τρωτό, εκτεθειμένο και παρ’ όλ’ αυτά ιερό και δυνατό.
Όσο κι αν οι εμπειρίες της ζωής μας έχουν αλλάξει, μας έχουν αναγκάσει να δημιουργήσουμε άμυνες, να χτίσουμε ένα άλλο «πρόσωπο» με το οποίο συνδιαλεγόμαστε με τον «έξω κόσμο», νιώθοντας συχνά έτσι πιο ασφαλείς, μέσα μας υπάρχει πάντα μια αυθεντική υπόσταση, ένα μικρό παιδί, που δεν φαίνεται. Ένας από τους τρόπους επαφής με τις ποιότητές του, είναι να ανατρέξουμε στην εσωτερική αίσθηση που είχαμε τότε, σαν μικροί, να θυμηθούμε από μέσα,  από πιο βαθιά, όχι μόνο με τον νου αλλά και με την καρδιά, αυτό το παιδί που κάποτε ήμασταν, και τότε ναι, μπορούμε να πάρουμε μια γεύση του ποια είναι η αληθινή μας φύση.
Λίγο πολύ όλοι μας έχουμε μέσα μας ένα πληγωμένο παιδί που νιώθει ντροπή κι ενοχές επειδή πιστεύει ότι δεν είναι αρκετά καλό. Η μεγαλύτερη τιμωρία που φοβάται, είναι η απώλεια της αγάπης, η εγκατάλειψη. Μπορεί να μην έχουμε επίγνωση ότι το εσωτερικό μας παιδί νιώθει απομονωμένο, τρωτό, φοβισμένο, θυμωμένο, πληγωμένο, όμως αυτά τα συναισθήματα γίνονται ορατά μέσα από άγχος, φόβους ή φοβίες κι αμυντικές αντιδράσεις. Είναι σημαντικό να συνδεθούμε μαζί του, καθώς σαν ενήλικες, μπορούμε να ανταλλάξουμε σημαντικά δώρα , που θα μας καθορίσουν και θα μεταμορφώσουν το «σήμερα» της ζωής μας.
Μέσα στο εσωτερικό μας παιδί βρίσκεται η ουσία, η πεμπτουσία αυτού που αληθινά είμαστε, εμπεριέχονται τα μοναδικά μας χαρίσματα, οι ιδιαιτερότητές μας, αυτό που μας κάνει αληθινά ξεχωριστούς. Έτσι στο υπαρξιακό ερώτημα που οι περισσότεροι από μας θέτουμε, το «ποιος είμαι πραγματικά», η απάντηση σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό, μπορεί να έρθει από την επαφή μας με αυτή μας την ποιότητα, την παιδική, κι όταν μάλιστα γίνει η σύνδεση με την ώριμη πλευρά μας, τότε η εικόνα ολοκληρώνεται, εμπλουτίζεται και κάτι μέσα μας ησυχάζει αληθινά.
Κάποιοι άνθρωποι δεν θέλουν να γνωρίζουν τίποτα από την προσωπική τους ιστορία αλλά δεν συνειδητοποιούν ότι στην ουσία, η ιστορία τους τους καθορίζει συνέχεια στο παρόν, τους στοιχειώνει. Όσο ο πόνος του παρελθόντος παραμένει αγιάτρευτος και θαμμένος για να μην τον αισθανόμαστε, τόσο μας δηλητηριάζει και κάθε τόσο εκρήγνυται στην επιφάνεια με διάφορους τρόπους. Για να εδραιωθεί μια σωστή σχέση ανάμεσα στην ενήλικη και παιδική μας πλευρά, χρειάζεται να έχουμε μια αρκετά συχνή επικοινωνία. Χρειάζεται να ανακαλύψουμε τη δική μας προσωπική αλήθεια, μια αλήθεια που μπορεί να μας προκαλέσει πόνο πριν μας λυτρώσει και μας προσφέρει μια καινούργια αίσθηση ελευθερίας.
Το Εσωτερικό μας Παιδί μας περιμένει, έχει ανάγκη να πάρει από εμάς σήμερα τη δικαίωση, την δίκαιη αναγνώριση που δεν έχει εισπράξει, κι εμείς ως ενήλικες μπορούμε να απολαύσουμε την δροσιά του, τη δύναμη, την ανθεκτικότητα, το ονείρεμα, την ανεμελιά που μπορεί να μας χαρίσει και τόσο πολύ χρειαζόμαστε για μια πιο γαληνεμένη κι ολοκληρωμένη ζωή.
Οι εμπειρίες της ζωής έχουν πάντοτε, εκτός των άλλων, πόνο, φόβο, απώλεια, κι αυτό το παιδί έχει σημαδευτεί από πολλά συμβάντα, και μιας και δεν υπάρχει τέλειος γονιός με την εξιδανικευμένη έννοια, δεν έχει φροντιστεί με τον τρόπο που θα του άξιζε. Στην πραγματικότητα όμως, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε  ότι η ίδια μας η έκθεση στις δυσκολίες της ζωής, είναι που επιτρέπει στο παιδί να ανανεωθεί και να γίνει δυνατό. Η ίδια μας η έκθεση στη ζωή είναι ταυτόχρονα απειλή και ευκαιρία.
Το παρελθόν φυσικά δεν αλλάζει, αλλάζει όμως η στάση κι η θεώρηση που μπορούμε να έχουμε στο παρόν της ζωής μας. Στα χρόνια της ωριμότητας, είναι η κατάλληλη στιγμή να αποτίσουμε τιμή και σεβασμό σε αυτό που υπήρξαμε, να το αγκαλιάσουμε και να το εμπεριέξουμε συνειδητά. Η ματιά μας μπορεί να τροποποιηθεί, η εικόνα μας να εμπλουτιστεί με τα μοναδικά στοιχεία του εσωτερικού μας παιδιού.
Σήμερα μπορούμε να διατηρήσουμε την παιδική μας αθώα ματιά στα πράγματα της ζωής, χρειάζεται να έχουμε πάντα την καλοπροαίρετη αθωότητα και την διαύγεια της σκέψης, καθώς και την ενήλικη εμπειρία από τον πλούτο των βιωμάτων. Για να βρούμε τον αληθινό εαυτό μας, για να είμαστε «ολόκληροι» κι ολοκληρωμένοι, χρειάζεται να ανατρέξουμε στο εσωτερικό παιδί, δίνοντας νόημα, ανακαλύπτοντας τελικά και βιώνοντας ξανά τον αυθορμητισμό, τη χαρά, την έκσταση.
Η Δραματοθεραπεία είναι μια ολιστική βιωματική μέθοδος αυτογνωσίας και ψυχοθεραπείας, που δεν αρκείται στο λεκτικό και νοητικό επίπεδο, αλλά χρησιμοποιεί όλο το πλούσιο δυναμικό του ατόμου που συμμετέχει.  Μέσα από το παιχνίδι, τις τεχνικές θεάτρου, τους ρόλους, και κάθε μορφή τέχνης γενικότερα, εξετάζει και μελετά τα ζητήματα που τίθενται για διερεύνηση. Δεν απαιτείται καμιά γνώση, εμπειρία ή ιδιαίτερη ικανότητα.
Στο Σέλας- Δραματοθεραπεία μέσα από αυτό το πρώτο σεμινάριο  «Ακούγοντας το Εσωτερικό μας Παιδί», χτίζουμε μια γέφυρα επικοινωνίας με τον εαυτό μας, γνωρίζοντας  βαθύτερα τις ποιότητες και τις ανάγκες του.  

Νάνα Μπούτου Εκπαιδευτικός- Δραματοθεραπεύτρια, κάτοχος του Πανευρωπαϊκού Διπλώματος Ψυχοθεραπείας, μέλος του E.A.P. (The European Association of Psychotherapy)

Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

Η γλάστρα




Η Γλάστρα


Τ
ο φυτό του εσωτερικού χώρου, ψηλό, γυαλιστερό και καταπράσινο ξεχώρισε αμέσως ανάμεσα στις μικρότερες γλάστρες και τα γλαστράκια που στόλιζαν το γραφείο του κ. διευθυντού. Δυο υπάλληλοι το βόλεψαν κοντά στο παράθυρο. Θαυμάσιο! είπαν όλοι. Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ονομαστική εορτή του Κώστα Μπένου, γενικού διευθυντή της «Εταιρείας Εισαγωγής Ειδών Αλιείας». Η ίδια η ψυχή της εταιρείας αυτός ο άνθρωπος. Για 40 ολόκληρα χρόνια. Δεμένη πια η ίδια η ζωή του με τη ζωή της επιχείρησης. Την άρχισε σαν μια μικρή «οικογενειακή» επιχειρησούλα και μέσα σε μερικά χρόνια την έφτασε να γίνει μια ατράνταχτη και υπολογίσιμη μονάδα.
Είχε σκεφτεί σήμερα να μην πάει στο γραφείο. Η γυναίκα του, σερβίροντας τον πολύ πρωινό καφέ μαζί με τις ευχές για τη γιορτή του, το επανέλαβε δυο – τρεις φορές. Επιτέλους! Ας καταλάβουμε πως είναι γιορτή κάποια μέρα!
-Μα θα με περιμένουν να μου ευχηθούν. Καταλαβαίνεις τι θα γίνεται στο γραφείο!
-Ας στείλουν εδώ τις ευχές και τα δώρα! Ας έλθει εδώ να σε χαιρετήσει όποιος θέλει! Δεν το βλέπεις πόσο είσαι κουρασμένος; Τι σου είπε ο γιατρός; Όσο μπορείς ξεκούραση και ηρεμία! Κι εσύ όλο τα αντίθετα! Κοντά σ’εσένα κι εγώ στο χορό! Σήμερα έπρεπε να βρισκόμαστε σε μια μακρινή ευχάριστη εκδρομή κανείς να μη μας βρίσκει!
Άκουγε την γκρίνια της γυναίκας του, δίκαιο είχε, το ήξερε. Κι η κούραση που τον αρπάζει απ’το πρωί, τη νιώθει να του αγκαλιάζει τα πόδια μόλις σηκωθεί, μια ακεφιά, μια αόριστη ζαλάδα… Κώστα, καημένε Κώστα, είπε πριν από λίγο στον καθρέφτη του λουτρού. Παραγέρασες έρμε! Άσπρα τα μαλλιά κι η λυγερή κορμοστασιά άρχισε να θυμίζει τεθλασμένη, με τη ράχη τη σκυφτή και το στομάχι με την ακαλαίσθητη προβολή του.
-Θα πάω! είπε αποφασιστικά. Θα πάω για λίγο. Μια βιαστική ματιά να ρίξω σε κάτι καινούργια τιμολόγια, κάτι να υπογράψω και θα γυρίσω.
Τον ξεπροβόδισε στην πόρτα, αμίλητη και κατσουφιασμένη. «Έχει δίκαιο. Παραγίναμε!...» σκέφτηκε κλείνοντας την πόρτα, «και δεν της δίνω πια καμιά χαρά!»
Μπαίνοντας στο γραφείο, σταμάτησε θαμπωμένος. Τι είν’αυτά! Ένα πλατύ χαμόγελο βγαλμένο απ’την καρδιά του:
-Για μένα είναι όλ’αυτά;
Η γραμματέας πλάι του χαμογελούσε κι αυτή.
-Από το πρωί, έρχονται λουλούδια, τηλεγραφήματα, ό,τι φανταστείτε! είπε χαρούμενα.
Ο κ. διευθυντής είχε πολύ συγκινηθεί.
-Τις κάρτες! είπε πηγαίνοντας προς την τεράστια γλάστρα κοντά στο παράθυρο. Τις κάρτες για ν’απαντήσω σε όλους που με τίμησαν και να ευχαριστήσω!
-Είναι πάνω όλες οι κάρτες! Δείτε τες και θα σας τις φυλάξω!
-Κι αυτό το ωραίο φυτό, είπε εκείνος παίρνοντας κι ανοίγοντας το φακελάκι που ήταν καρφιτσωμένο πάνω σε μια πολύχρωμη χαρτονένια γιρλάντα. «Θερμές ευχές και πολλή αγάπη. Ο Μ.» διάβασε.
-Ο Μ., ποιος είναι αυτός; ρώτησε γυρίζοντας προς τη νεαρή γραμματέα που χαμογελούσε πάντα.
-Δεν ξέρω, κ. διευθυντά! Ο Μ. γράφει, το είδα…
Ο κ. Μπένος κοιτάζοντας πάντα την κάρτα ήρθε και κάθισε στο γραφείο. Γιατί Ο Μ.; Γιατί ανώνυμη κάρτα; Ξανακοίταξε τη γλάστρα – Και τόσο ωραίο, ακριβό δώρο!
-Να σας παραγγείλω έναν καφέ, μια πορτοκαλάδα; Να και τα ονόματα αυτών που τηλεφώνησαν! είπε δίνοντάς του το σημείωμα.
Ο κ. Μπένος είχε πολύ αφαιρεθεί. Ευχαριστώ, είπε, καφέ μόνον! Πάρτε γλυκά να κεραστεί όλο το προσωπικό. Και μην ξεχάσετε τις κάρτες, είπε κοιτώντας πάντα αυτή που κρατούσε στο χέρι. «Θερμές ευχές και πολλή αγάπη Ο Μ.»
Χρόνια ατελείωτα από τότε που μπορούσε να λαβαίνει κάρτες με… πονηρό περιεχόμενο. Σε κάποια γιορτή, θα’ναι καμιά εικοσαριά χρόνια, μια κατακόκκινη ανθοδέσμη, 10 τριαντάφυλλα, ΑΓΑΠΗ έγραφε μόνον η αθεόφοβη. Κι ούτε ένα γράμμα αλφαβήτου από κάτω. Αυτός αμέσως κατάλαβε… Η τσαχπίνα η μικρούλα η Νάντια. Το είχε βάλει πείσμα να τον χωρίσει, ήταν έλεγε πολύ ερωτευμένη, δεν την ένοιαζε η διαφορά της ηλικίας… τον ήθελε δικό της.
Όχι, καμιά φορά δεν έφτασε ως εκεί. Για χωρισμό ποτέ δεν το σκέφτηκε κι ας του τάραξαν την ισορροπία δυο – τρεις από τις περαστικές «παράλληλες ιστορίες»¨.
Η γραμματέας έφερε τον καφέ.
-Πάω να σας φέρω τα τιμολόγια, να γράψω το γράμμα προς την ΕΛΑΜΚΑ και να σας τα φέρω να τα δείτε και να υπογράψετε.
Ο Μ. σκεφτόταν εκείνος… Σπάνιο αρχικό για όνομα… Όλια; Θεέ και Κύριε! Όλια! Μόνον η Όλια θα μπορούσε να είναι! Όλια Μάντου! Η καρδιά του κλώτσησε άτακτα. Η όμορφη, η γλυκιά Όλια, από τις πιο σημαντικές παρουσίες στη ζωή του. Να τον θυμήθηκε; Ύστερα από τόσο καιρό; Είχε φύγει πολύ πικραμένη. «Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ, όμως δεν ήσουν εκείνος που νόμιζα. Δεν ήσουν ικανός για τολμήματα και υψηλούς στόχους! Δεν μπορείς να διεκδικήσεις μια ευτυχία! Χαλάλι σου η συμβατική σου ζωή. Να τη χαίρεσαι!», του είχε γράψει.
Το’σκισε κομματάκια το γράμμα μα κείνο γράφτηκε ανεξίτηλο στη μνήμη… Ναι δεν ήταν ικανός για άλματα τολμηρά. Την ήθελε την Όλια, την ποθούσε αφάνταστα, θα την άλλαζε με τη γυναίκα του την κάθε στιγμή. Όμως υπήρχαν κι άγραφοι νόμοι και κανόνες.
Ο Μ. λοιπόν. Είχε φροντίσει να μάθει πως η Όλια έφτιαξε τη ζωή της, έναν ανώτερο τραπεζικό είχε διαλέξει που ήταν και ποιητής. Η Όλια λάτρευε την ποίηση.
Το τηλέφωνο χτύπησε, το άρπαξε, ήταν ο ανεψιός του ο Στάθης για «χρόνια πολλά».
-Ευχαριστώ, ευχαριστώ, είπε αφηρημένα. Θα μιλήσουμε άλλη ώρα, έχω πολλή δουλειά.
Να τον θυμόταν ακόμη η Όλια; Μήπως χώρισε, μήπως έχει χηρέψει; Και τόσα χρόνια πώς μπόρεσε να τον αγνοεί; Κείνες οι τέσσερις αξέχαστες βραδιές… Για κείνες και μόνον δεν έπρεπε να τον ξεχάσει… Η γυναίκα του είχε φύγει για την επαρχία, η μητέρα της ήταν πολύ άρρωστη. «Πήγαινε αγάπη μου!», της είπε. «Εγώ πνίγομαι στη δουλειά. Αδύνατο να λείψω. Μείνε όσο χρειάζεται κοντά της…»
Ήταν τότε η πιο δύσκολη καμπή της ζωής του. Η Όλια τη δυνάστευε πι αυτή τη ζωή… Χίλιες μικρές απάτες για να τη συναντά. Να πετάγεται με χίλιες προφάσεις στο μικρό της διαμέρισμα για λίγο, τέτοιο πάθος, τέτοιο δόσιμο ολοκληρωτικό… Η γυναίκα του «παραπονιόταν»: «Πολύ απότομα μου γέρασες! Ή δεν σε εμπνέω πια εγώ;»
-Μη λες κουταμάρες, είμαι τόσο κουρασμένος και προβληματισμένος! Δεν έχω κέφι για τίποτα!
Τι να σου κάνει η δόλια, το κατάπινε…
Και κείνα τα τέσσερα εικοσιτετράωρα, δώρο Θεού! Χάθηκε απ’όλο τον κόσμο. Τηλεφωνούσε πρωί και βράδυ στη σύζυγο… «Σε παίρνω για να μην με ψάχνεις. Η καινούργια δουλειά βρίσκεται στο πιο δύσκολο κι επικίνδυνο σημείο. Αν τα καταφέρω θα’ναι κάτι πολύ σημαντικό». Ψέματα επί ψεμάτων… και το ερωτικό παραλήρημα σ’ένα κρεσέντο ακράτητο και αχαλίνωτο…
Κι αν τηλεφωνούσε τώρα η Όλια; Αν του μιλούσε και του ζητούσε να ιδωθούν; Μα πως θα μπορούσε ποτέ να της πεί «όχι» αφού τον θυμήθηκε ύστερα από τόσα χρόνια; Θα τον αντίκριζε βέβαια όπως είναι τώρα, με τη θλιβερή παραλλαγή της παλιάς του όψης. Όμως κι εκείνη θα είχε γεράσει. Ίσως τα μάτια της… τα μεγάλα της ολόμαυρα μάτια με το υγρό τους βάθος, αυτή η μαγεία όταν μισόκλειναν πίσω από τις μακριές γυριστές τους βλεφαρίδες… Το κορμί της; Το κορμί της το υπέροχο ό,τι πιο θηλυκό κι ερωτικό μπορούσε να υπάρξει, η σάρκα η αψεγάδιαστη με τη ρόδινη διαφάνεια, εκεί στην εσωτερική επιφάνεια των μηρών, κείνο το ανατρίχιασμα όταν την άγγιζε…
-Αν τηλεφωνήσει μπορεί να της πω για την Παρασκευή. Θα είναι πολύ τυχερή αν πάρει σήμερα ή αύριο… Θα’χουμε μια ολόκληρη μέρα δική μας… Η Νίτσα θα φύγει από το πρωί για την Τήνο, θα γυρίσει αργά το βράδυ… Μπορεί και την άλλη μέρα το πρωί…
Η λαχτάρα μιας τέτοιας προσμονής έκανε και την αναπνοή του άρρυθμη και βαριά. Μια ολόκληρη μέρα, αναβάπτισμα στ’αξέχαστα παλιά. Το πνεύμα πρόθυμο – σκέφτηκε κάποια στιγμή. Η σάρκα; Που έχει μάθει να προδίνει; Όχι με την Όλια, όχι! Μετά από τόσα χρόνια απουσίας, θα τη λαχταρά αφάνταστα και θα μπορεί!
Είχε ολότελα αποξεχαστεί μέσα στα συννεφάκια του τσιγάρου, είχε πάρει και τσιγάρο από το ξεχασμένο κουτί στο βάθος του συρταριού. Έτσι, στο πείσμα όλων των απαγορεύσεων, των νόμων και των κανόνων… Ένα ονειροπόλημα ηδονικό. Μια χαρά τον πλημμύριζε, η ζωή μπορεί να είναι πολύ όμορφη… Ακόμη…

Ξαφνιάστηκε όταν είδε μπροστά του τους δέκα υπαλλήλους της εταιρείας. Η γραμματέας πρώτη απ’όλους – κι όλοι χαμογελούσαν.
-Πότε μπήκατε; είπε απορημένος.
-Ήρθαμε όλοι μαζί να σας ευχηθούμε κι από κοντά… Στη γλάστρα δε βάλαμε όλα τα ονόματα.
-Ποια γλάστρα; ρώτησε και η καρδιά του κλώτσησε πάλι, τώρα όμως με πόνο η σκασμένη.
-Αυτή, η μεγάλη! του έδειξαν.
-Ο Μ; είπε αυτός ξέπνοα
-Ναι κύριε διευθυντά, ίσως ήταν ανόητο. Όλοι Μαζί, αυτό εννοούσαμε. Κι ήρθαμε τώρα να σας σφίξουμε το χέρι… Όλοι Μαζί.






 
Από τη συλλογή διηγημάτων
Ο Έρωτας ήρθε το φθινόπωρο, εκδ. Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς, 2000

Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

Α.ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ- Εκατόν τέσσερα χρόνια από την εκδημία του


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Εκατόν τέσσερα χρόνια από την εκδημία του



Μετά τη μουσική υπάρχει η λογοτεχνία για να μπορεί να καταργεί σύνορα και διαφορές που χωρίζουν ανθρώπους και λαούς κι έτσι να τους φέρνει πιο κοντά. Σε μια άμεση επικοινωνία με τον Παγκόσμιο Άνθρωπο. Αυτή η πνευματική επικοινωνία είναι κι ένα σημαντικό σκαλοπάτι προς την παγκόσμια ειρήνη, την κατανόηση, την εύστοχη ανταλλαγή στοιχείων πολιτισμού, τη χρήσιμη επιρροή του ενός λαού προς τον άλλο. Γνώσεις, πληροφορίες που επιδρούν στο πνευματικό επίπεδο και συνεισφέρουν στην πνευματική ανάταση.
Η ελληνική λογοτεχνία με το δυναμικό της ιστορικό προβάδισμα αξίζει και πρέπει να αναγνωρίζεται, να αγαπιέται και πάντα να ερευνάται. Και φυσικά πρώτα από τα ίδια τα παιδιά της, τους Έλληνες. Υπάρχουν βέβαια πάντα οι ατομικές προτιμήσεις του κάθε μελετητή ή του απλώς αναγνώστη για τον ένα ή τον άλλο πνευματικό δημιουργό. Υπάρχουν όμως και αυτοί που κατέχουν μια ξεχωριστή αίγλη και έτσι αναγνώριση για την ιδιαιτερότητα του έργου τους. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε ένας από αυτούς.
Μέσα στον σημερινό ορυμαγδό της επικίνδυνης κατηφορικής πορείας του πολιτισμού και των ηθικών αξιών ο Α.Π. είναι μια από τις φυσιογνωμίες που μπορούν να εκφράζουν από τόσο κοντά τον Αληθινό Άνθρωπο. Υπήρξε ένας επίγειος άγιος που εξέφρασε αυτή την ιδανική του προσωπικότητα με το θαυμάσιο λογοτεχνικό του έργο. Με μια σπάνια μοναδικότητα που τη συναντάς σε κάθε του έκφραση. Κατόρθωσε να γράψει σε μια ‘δίπλευρη, μικτή γλώσσα’ όπως πολύ χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ανδρέας Καραντώνης στα «Κριτικά» του, (σελ. 175). Σε μια εποχή που στην Ελλάδα η καθαρεύουσα επικρατούσε πέρα για πέρα σα γραφή και ο Αλέξανδρος τη χειριζόταν με απόλυτη γνώση και ευλυγισία, κατόρθωσε να τη ζευγαρώνει αρμονικά με μια χαριτωμένη ολοζώντανη δημοτική παρεμβάλλοντας αυτήν στους διαλόγους των ηρώων. Αυτό τον έκανε κατανοητό και από νεότερους αναγνώστες και μέχρι σήμερα μπορεί να γίνεται απολαυστική η ανάγνωση των κειμένων του και από τους νέους που δεν έχουν καθόλου γνωρίσει την καθαρεύουσα. Δεν χρειάζεται μετάφραση ή επεξήγηση η γραφή του μοναδικού μας αυτού πεζογράφου. Όσοι το δοκίμασαν απέτυχαν.
Γεννήθηκε –το αναφέρει και ο ίδιος σε ένα μικρό αυτοβιογραφικό του κείμενο του 19071- στη Σκιάθο, στις 4 Μαρτίου του 1851 κι εκεί φοίτησε τα πρώτα σχολικά του χρόνια. Την Γ’ Γυμνασίου την ολοκλήρωσε σε ένα Γυμνάσιο του Πειραιά. Κατόπιν για λόγους οικονομικούς σταμάτησε για ένα διάστημα, ξανάρχισε πάλι. Το 1874 συνέχισε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Συγχρόνως έγραφε στίχους και ζωγράφιζε αγίους. Η εξαϋλωμένη και τόσο εσωστρεφής βαθιά σκεπτόμενη ειρηνική προσωπικότητά του βρίσκει δρόμους εσωτερικούς γαλήνης και δημιουργίας μόλο που ζει σε ένα κλίμα σκληρής οικονομικής λιτότητας.
Γιατί άραγε άνθρωποι σαν αυτόν που υπήρξε μια συνεχής πηγή παροχής αγάπης, θυσίας –θυσιάστηκε αβίαστα και ολοκληρωτικά για την οικογένεια του, την μητέρα του και τις τρεις ανύπαντρες αδερφές του- εργασίας τίμιας, έξω από το παραμικρό υλικό συμφέρον, γιατί να μην γίνονται αυτοί τα φωτεινά παραδείγματα, τα λατρευτικά είδωλα της κοινωνίας ώστε να μπορούν να βρίσκουν μιμητές ανάμεσα στους θαυμαστές τους; Γιατί οι άνθρωποι έλκονται από τόσο λανθασμένα πρότυπα που διαθέτουν μόνο ένα εξωτερικό επίπλαστο λούστρο ομορφιάς και εντυπωσιασμού; Πυροτεχνήματα της κάθε εποχής που είναι φυσικό να σβήσουν πολύ σύντομα σαν ένα πυροτέχνημα σ’έναν αμέτοχο ουρανό. Αυτή τη λάμψη ποτέ δεν την επεζήτησε ο Α.Π. με το έργο του που ήταν κυρίως πεζογραφήματα, διηγήματα αλλά και ποίηση και μυθιστόρημα, όπως: ‘Η μετανάστις’, ‘Οι έμποροι των εθνών’, ‘Η Γυφτοπούλα’, ‘Ο Χρήστος Μηλιώνης’. Έζησε από αυτό το έργο του το λογοτεχνικό, το μεταφραστικό, το δημοσιογραφικό. Κορυφαίο σε αλήθεια, πρωτοτυπία και δραματική έκφραση παρέμεινε το διήγημά του ‘Η Φόνισσα’
Τα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής του συνήθισε να πηγαίνει στη Πλάκα, στο εκκλησάκι στον Άγιο Ελισσαίο για να ψέλνει. Συναναστρεφόταν με απλούς, ταπεινούς ανθρώπους. Σιγά σιγά συνήθισε το ποτό. Η υγεία του κλονίστηκε. Το 1907 γυρίζει στο νησί του όπου και τον Ιανουάριο του 1911 άφησε την τελευταία του πνοή. Τόσο απλή, τόσο λιτά γραμμένη υπήρξε η ιστορία της ζωής του. Ένας μοναχικός, αγνός άνθρωπος, που έζησε μακριά από κακίες, μίση, φιλοδοξίες, υλικά συμφέροντα κι ας έκρυβε μέσα σ’αυτή την απλότητα την μεγάλη πνευματική του αξία.
Το έργο του είχε αρχίσει, όπως γίνεται σε πολλούς συγγραφείς, με ποίηση. Σε ένα ποίημά του είχε γράψει:
Μάνα μου εγώ’μαι τ’άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι
όπου το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει.
Το δόλιο όπου να στραφεί κι όπου κι αν περάσει
δεν βρίσκει πέτρα να σταθεί, κλωνάρι να πλαγιάσει.
Εγώ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλα αποδαρμένη,
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσα αφρισμένη.
Παλεύω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω άγκυρα πλην την ευχή σου μόνη.

Ο Παύλος Νιρβάνας αναφέρει σε ένα του κείμενο (δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εστία, στις 7/1/2011) ότι η μοναδική φωτογραφία του Παπαδιαμάντη οφείλεται σε μια ‘κλοπή’ που έκανε αυτός. Έτσι υπαινίσσεται τον τρόπο που κατόρθωσε να τον πείσει για να του τραβήξει αυτή τη φωτογραφία αφού πρώτα πήγε να τον ξεγελάσει ότι αυτό που κρατάει δεν είναι φωτογραφική μηχανή αλλά ιατρικό εργαλείο. Αναφέρεται στο κείμενο: ‘εκάθισε σε μια παλοκαρέκλα, εσταύρωσε τα χέρια του κι έσκυψε το κεφάλι εις την υπέροχον ασκητικήν στάσιν που διέσωσεν η φωτογραφική πλάκα. Ένας ζωγράφος δεν θα ημπορούσε να του δώσει πλέον εκφραστικήν στάσιν απ’αυτήν που έλαβε ασυναισθήτως ο ίδιος’. Για τη πράξη του αυτή, δηλαδή τη ‘κλοπή’ αναφέρει ο Νιρβάνας, πως είναι ‘ο καλύτερός μου τίτλος απέναντι των μεταγενεστέρων. Οι σύγχρονοί μου ας μου αναγνωρίσουν τουλάχιστον ότι διέσωσα την τιμήν της εποχής των’.
Επίσης σε ένα πολύ χαριτωμένο του άρθρο ο Νιρβάνας, με τίτλο «Το Καταχθόνιον Μυστικόν του Α. Παπαδιαμάντη»2 που δημοσιεύτηκε στην Φιλολογική Εστία της Κυριακής (27 Σεπτ. 1936), μεταξύ άλλων αναφέρει ότι ο Παπαδιαμάντης μετέφραζε για το περιοδικό ‘Νέο Πνεύμα’ ακραίως προοδευτικά για την εποχή κείμενα επιστήμης και ‘μονιστικής’ φιλοσοφίας που ‘πλήγωναν την ιερή και αμετάκλητη πίστη του’. Ο Νιρβάνας λοιπόν αδυνατούσε διαβάζοντας τα κείμενα αυτά να βγάλει το παραμικρό συμπέρασμα και με το φιλικό δικαίωμα που κατείχε, ρώτησε το συγγραφέα. Χαρακτηριστικά ο ίδιος αναφέρει:
«…Βρήκα, μια στιγμή, τον Παπαδιαμάντη, στις καλές του – πράγμα σπάνιο εκείνον τον καιρό – πλησίασα στο τραπέζι του, με το προβληματικό κείμενο στο χέρι και τον ερώτησα:
-Δε μου λες, σε παρακαλώ, κυρ-Αλέξανδρε, τι θα πη αυτό;
-Τρέχα γύρευε.
-Μα δε βγαίνει κανένα νόημα… τόλμησα να εξακολουθήσω. Δεν καταλαβαίνει κανείς τι θέλει να πη αυτός ο φιλόσοφος.
-Καλλίτερα να μην καταλαβαίνει… μου είπε. Τέτοια πράμματα καλλίτερα να μην τα καταλαβαίνουν οι άνθρωποι.
Και, επειδή τον κύτταζα απορημένος, με τράβηξε κοντά του και μου είπε, χαμογελώντας φιλάρεσκα στο αυτί:
-Μη ρωτάς περισσότερα, παιδάκι μου. Αυτό είναι το καταχθόνιο μυστικό μου.
Το ‘καταχθόνιο μυστικό’ του Παπαδιαμάντη, που ίσως κανένας δεν το ξέρει ακόμα, ήταν να κάνη ακατανόητα στη μετάφραση τα βλάσφημα κηρύγματα των σοφών. Καταχθόνιο μυστικό ενός χριστιανού και αμαρτία ενός αγίου’.

Ας τον θυμόμαστε.


Τούλα Μπούτου
Ιατρός – λογοτέχνις



1 Παραθέτω αυτούσιο το σύντομο βιογραφικό που έφτιαξε ο ίδιος ο πεζογράφος για τον εαυτό του κατά παράκληση του Γιάννη Βλαχογιάννη :Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ τῇ 4ῃ Μαρτίου 1851. Ἐβγῆκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α´ καὶ Β´ τάξιν. Τῇ Γ´ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἶτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ τὸν Ἰούλιο τοῦ 1872 ἐπῆγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἦλθα εἰς Ἀθήνας καὶ ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ´ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολὴν ὅπου ἤκουσα κατ᾿ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ᾿ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰς ξένας γλώσσας.
Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἅγίους, εἶτα ἔγραφα στίχους, κι ἐδοκίμαζα νἀ συντάξω κωμωδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη ἡ «Μετανάστις» ἔργον μου, εἰς τὸν «Νεολόγον» Κωνσταντινουπόλεως. Τῷ 1881 ἓν θρησκευτικὸν ποιημάτιον εἰς τὸ περιοδικὸν «Σωτῆρα». Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθησαν «Οἱ Ἔμποροι τῶν ἐθνῶν» εἰς τὸ «Μὴ χάνεσαι». Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες. Α.Π. (πηγή: http://www.papadiamantis.org/)

2 πηγή: http://www.papadiamantis.org/

Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2015

Στην εκπομπή ΑΡΓΑ με τον Θ.Αθερίδη



ΤΟΥΛΑ ΜΠΟΥΤΟΥ - ΜΑΝΩΛΗΣ ΔΕΣΤΟΥΝΗΣ ΣΤΟ 'ΑΡΓΑ'

Προβλήθηκε στις 6/1 η εκπομπή που ήμασταν καλεσμένοι του Θ. Αθερίδη στην εκπομπή ΑΡΓΑ στο κανάλι ACTION 24. Μιλήσαμε για το θεατρικό μου έργο (Το Μυστικό) που παίζεται στο θέατρο Μπρόντγουαιη και άλλα πολλά. 
Δείτε το σχετικό βίντεο αν θέλετε και εδώ

(από το 1.18.00 έως το τέλος της εκπομπής)

Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

Εκείνος ο δρόμος


Εκείνος ο δρόμος

Τον ίδιο δρόμο, τον έπαιρνα κάθε πρωί, χωρίς παραλλαγή ή λοξοδρόμηση. Λες και κάποια ανώτερη Δύναμη είχε ταιριάξει τα βήματά μου πάνω σε κάθε πλάκα, την κάθε λακκουβίτσα, το σημείο όπου θα γύριζα για τ’αντικρινό πεζοδρόμιο. Ακόμα και τις στιγμές που το βλέμμα θα έπεφτε στην πόρτα του αρτοπωλείου, του ταπετσιέρη την ανοιχτή υπόγεια είσοδο, στης κυρίας με τα γυναικεία εσώρουχα, στο μπαλκόνι κάποιου πρώτου ορόφου όπου πολλές φορές θ’αντίκριζα τις δυο θεόχοντρες μεσόκοπες αδελφές να κάθονται ακίνητες στις πολυθρόνες, παραδομένες στο ασήκωτο βάρος τους και τότε εντελώς αυθόρμητα κατέβαινα στο δρόμο, να μην περάσω κάτω από τον «ουρανό» του μπαλκονιού, θες γυρεύεις; Για το κάθε τι υπάρχει «το πλήρωμα του χρόνου». Η καθοριστική στιγμή ενός απρόοπτου. Ύστερα μπαίνουν οι «προλήψεις». Η παντοδύναμη «Συνήθεια». Ν’αντικρίζω σε λίγο, φάτσα στο τέλος του δρόμου την πόρτα της Κλινικής, της δουλειάς μου, που θα αιχμαλώτιζε για 5, 6, 8 ώρες, εδώ δεν υπάρχουν κανόνες για ωράρια. Μόνο χειρουργεία, συγκινήσεις, συντροφικότητα, αγωνίες. Ελεγχόμενο ξεστράτισμα του νου στις δουλειές πίσω, σπίτι, παιδιά, τύψεις απουσιών…
Χρόνοι 45… για Εκείνον το Δρόμο.
Γι΄ανηφοριά ή κατηφοριά ούτε λόγος. Για πολλά χρόνια ήταν ένα και το αυτό. Όμως με το πέρασμα του καιρού σα να κέρδιζε σε χρόνο διάρκειας ο ανήφορος του πηγαιμού. «Σιγά – σιγά κι ανεπαισθήτως» ο κατήφορος έγινε πιο γοργός κι ευχάριστος. Τελείως άσχετα με την επιθυμία της σπιτικής θαλπωρής. Απλή αδυσώπητη χρονομέτρηση, αντοχή.
Σήμερα το σκηνικό επιμένει να είναι το ίδιο. Σπίτια μπορεί να άλλαξαν όψη. Νέες μπογιές σε πορτοπαράθυρα. Άφαντες οι χοντρές κυρίες. Άλλα μαγαζιά στη θέση των παλιών. Όμως καμιά συνήθεια, πρόληψη ή επιθυμία δεν βάζει τα βήματά μου στις πατημασιές του ίδιου δρόμου. Είναι Νόμος η λοξοδρόμηση. Από άλλες κατευθύνσεις, άλλη οδό, όταν η ανάγκη πρέπει να με φέρει κατά κει. Οι μνήμες – νυχτωμένα, κουρνιασμένα πουλιά καραδοκούν στις γωνιές του δρόμου.
Δεν πρέπει, δεν θέλουν να αγγίζεις. Γιατί πολύ πονούν.