Φωτογραφίες από τα βιβλία μου και την 'Αμυγδαλιά'

Όλα τα βιβλία της Τ. Μπούτου, επιλεγμένα τεύχη από τα Πειραϊκά Γράμματα, θεατρικές παραστάσεις, εκδηλώσεις, βραβεύσεις κ.α

.

.

.

Μικρό απόσπασμα από το νέο μου βιβλίο «Η Κίνα του 1978, Το μεγάλο ταξίδι της ζωής μου», από τις εκδόσεις Vivliologia (2015)

Κριτικές και αναφορές στο έργο της Τούλας Μπούτου

δείτε κι άλλες κριτικές εδώ

.

Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

Α.ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ- Εκατόν τέσσερα χρόνια από την εκδημία του


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Εκατόν τέσσερα χρόνια από την εκδημία του



Μετά τη μουσική υπάρχει η λογοτεχνία για να μπορεί να καταργεί σύνορα και διαφορές που χωρίζουν ανθρώπους και λαούς κι έτσι να τους φέρνει πιο κοντά. Σε μια άμεση επικοινωνία με τον Παγκόσμιο Άνθρωπο. Αυτή η πνευματική επικοινωνία είναι κι ένα σημαντικό σκαλοπάτι προς την παγκόσμια ειρήνη, την κατανόηση, την εύστοχη ανταλλαγή στοιχείων πολιτισμού, τη χρήσιμη επιρροή του ενός λαού προς τον άλλο. Γνώσεις, πληροφορίες που επιδρούν στο πνευματικό επίπεδο και συνεισφέρουν στην πνευματική ανάταση.
Η ελληνική λογοτεχνία με το δυναμικό της ιστορικό προβάδισμα αξίζει και πρέπει να αναγνωρίζεται, να αγαπιέται και πάντα να ερευνάται. Και φυσικά πρώτα από τα ίδια τα παιδιά της, τους Έλληνες. Υπάρχουν βέβαια πάντα οι ατομικές προτιμήσεις του κάθε μελετητή ή του απλώς αναγνώστη για τον ένα ή τον άλλο πνευματικό δημιουργό. Υπάρχουν όμως και αυτοί που κατέχουν μια ξεχωριστή αίγλη και έτσι αναγνώριση για την ιδιαιτερότητα του έργου τους. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε ένας από αυτούς.
Μέσα στον σημερινό ορυμαγδό της επικίνδυνης κατηφορικής πορείας του πολιτισμού και των ηθικών αξιών ο Α.Π. είναι μια από τις φυσιογνωμίες που μπορούν να εκφράζουν από τόσο κοντά τον Αληθινό Άνθρωπο. Υπήρξε ένας επίγειος άγιος που εξέφρασε αυτή την ιδανική του προσωπικότητα με το θαυμάσιο λογοτεχνικό του έργο. Με μια σπάνια μοναδικότητα που τη συναντάς σε κάθε του έκφραση. Κατόρθωσε να γράψει σε μια ‘δίπλευρη, μικτή γλώσσα’ όπως πολύ χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ανδρέας Καραντώνης στα «Κριτικά» του, (σελ. 175). Σε μια εποχή που στην Ελλάδα η καθαρεύουσα επικρατούσε πέρα για πέρα σα γραφή και ο Αλέξανδρος τη χειριζόταν με απόλυτη γνώση και ευλυγισία, κατόρθωσε να τη ζευγαρώνει αρμονικά με μια χαριτωμένη ολοζώντανη δημοτική παρεμβάλλοντας αυτήν στους διαλόγους των ηρώων. Αυτό τον έκανε κατανοητό και από νεότερους αναγνώστες και μέχρι σήμερα μπορεί να γίνεται απολαυστική η ανάγνωση των κειμένων του και από τους νέους που δεν έχουν καθόλου γνωρίσει την καθαρεύουσα. Δεν χρειάζεται μετάφραση ή επεξήγηση η γραφή του μοναδικού μας αυτού πεζογράφου. Όσοι το δοκίμασαν απέτυχαν.
Γεννήθηκε –το αναφέρει και ο ίδιος σε ένα μικρό αυτοβιογραφικό του κείμενο του 19071- στη Σκιάθο, στις 4 Μαρτίου του 1851 κι εκεί φοίτησε τα πρώτα σχολικά του χρόνια. Την Γ’ Γυμνασίου την ολοκλήρωσε σε ένα Γυμνάσιο του Πειραιά. Κατόπιν για λόγους οικονομικούς σταμάτησε για ένα διάστημα, ξανάρχισε πάλι. Το 1874 συνέχισε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Συγχρόνως έγραφε στίχους και ζωγράφιζε αγίους. Η εξαϋλωμένη και τόσο εσωστρεφής βαθιά σκεπτόμενη ειρηνική προσωπικότητά του βρίσκει δρόμους εσωτερικούς γαλήνης και δημιουργίας μόλο που ζει σε ένα κλίμα σκληρής οικονομικής λιτότητας.
Γιατί άραγε άνθρωποι σαν αυτόν που υπήρξε μια συνεχής πηγή παροχής αγάπης, θυσίας –θυσιάστηκε αβίαστα και ολοκληρωτικά για την οικογένεια του, την μητέρα του και τις τρεις ανύπαντρες αδερφές του- εργασίας τίμιας, έξω από το παραμικρό υλικό συμφέρον, γιατί να μην γίνονται αυτοί τα φωτεινά παραδείγματα, τα λατρευτικά είδωλα της κοινωνίας ώστε να μπορούν να βρίσκουν μιμητές ανάμεσα στους θαυμαστές τους; Γιατί οι άνθρωποι έλκονται από τόσο λανθασμένα πρότυπα που διαθέτουν μόνο ένα εξωτερικό επίπλαστο λούστρο ομορφιάς και εντυπωσιασμού; Πυροτεχνήματα της κάθε εποχής που είναι φυσικό να σβήσουν πολύ σύντομα σαν ένα πυροτέχνημα σ’έναν αμέτοχο ουρανό. Αυτή τη λάμψη ποτέ δεν την επεζήτησε ο Α.Π. με το έργο του που ήταν κυρίως πεζογραφήματα, διηγήματα αλλά και ποίηση και μυθιστόρημα, όπως: ‘Η μετανάστις’, ‘Οι έμποροι των εθνών’, ‘Η Γυφτοπούλα’, ‘Ο Χρήστος Μηλιώνης’. Έζησε από αυτό το έργο του το λογοτεχνικό, το μεταφραστικό, το δημοσιογραφικό. Κορυφαίο σε αλήθεια, πρωτοτυπία και δραματική έκφραση παρέμεινε το διήγημά του ‘Η Φόνισσα’
Τα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής του συνήθισε να πηγαίνει στη Πλάκα, στο εκκλησάκι στον Άγιο Ελισσαίο για να ψέλνει. Συναναστρεφόταν με απλούς, ταπεινούς ανθρώπους. Σιγά σιγά συνήθισε το ποτό. Η υγεία του κλονίστηκε. Το 1907 γυρίζει στο νησί του όπου και τον Ιανουάριο του 1911 άφησε την τελευταία του πνοή. Τόσο απλή, τόσο λιτά γραμμένη υπήρξε η ιστορία της ζωής του. Ένας μοναχικός, αγνός άνθρωπος, που έζησε μακριά από κακίες, μίση, φιλοδοξίες, υλικά συμφέροντα κι ας έκρυβε μέσα σ’αυτή την απλότητα την μεγάλη πνευματική του αξία.
Το έργο του είχε αρχίσει, όπως γίνεται σε πολλούς συγγραφείς, με ποίηση. Σε ένα ποίημά του είχε γράψει:
Μάνα μου εγώ’μαι τ’άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι
όπου το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει.
Το δόλιο όπου να στραφεί κι όπου κι αν περάσει
δεν βρίσκει πέτρα να σταθεί, κλωνάρι να πλαγιάσει.
Εγώ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλα αποδαρμένη,
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσα αφρισμένη.
Παλεύω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι
κι άλλη δεν έχω άγκυρα πλην την ευχή σου μόνη.

Ο Παύλος Νιρβάνας αναφέρει σε ένα του κείμενο (δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εστία, στις 7/1/2011) ότι η μοναδική φωτογραφία του Παπαδιαμάντη οφείλεται σε μια ‘κλοπή’ που έκανε αυτός. Έτσι υπαινίσσεται τον τρόπο που κατόρθωσε να τον πείσει για να του τραβήξει αυτή τη φωτογραφία αφού πρώτα πήγε να τον ξεγελάσει ότι αυτό που κρατάει δεν είναι φωτογραφική μηχανή αλλά ιατρικό εργαλείο. Αναφέρεται στο κείμενο: ‘εκάθισε σε μια παλοκαρέκλα, εσταύρωσε τα χέρια του κι έσκυψε το κεφάλι εις την υπέροχον ασκητικήν στάσιν που διέσωσεν η φωτογραφική πλάκα. Ένας ζωγράφος δεν θα ημπορούσε να του δώσει πλέον εκφραστικήν στάσιν απ’αυτήν που έλαβε ασυναισθήτως ο ίδιος’. Για τη πράξη του αυτή, δηλαδή τη ‘κλοπή’ αναφέρει ο Νιρβάνας, πως είναι ‘ο καλύτερός μου τίτλος απέναντι των μεταγενεστέρων. Οι σύγχρονοί μου ας μου αναγνωρίσουν τουλάχιστον ότι διέσωσα την τιμήν της εποχής των’.
Επίσης σε ένα πολύ χαριτωμένο του άρθρο ο Νιρβάνας, με τίτλο «Το Καταχθόνιον Μυστικόν του Α. Παπαδιαμάντη»2 που δημοσιεύτηκε στην Φιλολογική Εστία της Κυριακής (27 Σεπτ. 1936), μεταξύ άλλων αναφέρει ότι ο Παπαδιαμάντης μετέφραζε για το περιοδικό ‘Νέο Πνεύμα’ ακραίως προοδευτικά για την εποχή κείμενα επιστήμης και ‘μονιστικής’ φιλοσοφίας που ‘πλήγωναν την ιερή και αμετάκλητη πίστη του’. Ο Νιρβάνας λοιπόν αδυνατούσε διαβάζοντας τα κείμενα αυτά να βγάλει το παραμικρό συμπέρασμα και με το φιλικό δικαίωμα που κατείχε, ρώτησε το συγγραφέα. Χαρακτηριστικά ο ίδιος αναφέρει:
«…Βρήκα, μια στιγμή, τον Παπαδιαμάντη, στις καλές του – πράγμα σπάνιο εκείνον τον καιρό – πλησίασα στο τραπέζι του, με το προβληματικό κείμενο στο χέρι και τον ερώτησα:
-Δε μου λες, σε παρακαλώ, κυρ-Αλέξανδρε, τι θα πη αυτό;
-Τρέχα γύρευε.
-Μα δε βγαίνει κανένα νόημα… τόλμησα να εξακολουθήσω. Δεν καταλαβαίνει κανείς τι θέλει να πη αυτός ο φιλόσοφος.
-Καλλίτερα να μην καταλαβαίνει… μου είπε. Τέτοια πράμματα καλλίτερα να μην τα καταλαβαίνουν οι άνθρωποι.
Και, επειδή τον κύτταζα απορημένος, με τράβηξε κοντά του και μου είπε, χαμογελώντας φιλάρεσκα στο αυτί:
-Μη ρωτάς περισσότερα, παιδάκι μου. Αυτό είναι το καταχθόνιο μυστικό μου.
Το ‘καταχθόνιο μυστικό’ του Παπαδιαμάντη, που ίσως κανένας δεν το ξέρει ακόμα, ήταν να κάνη ακατανόητα στη μετάφραση τα βλάσφημα κηρύγματα των σοφών. Καταχθόνιο μυστικό ενός χριστιανού και αμαρτία ενός αγίου’.

Ας τον θυμόμαστε.


Τούλα Μπούτου
Ιατρός – λογοτέχνις



1 Παραθέτω αυτούσιο το σύντομο βιογραφικό που έφτιαξε ο ίδιος ο πεζογράφος για τον εαυτό του κατά παράκληση του Γιάννη Βλαχογιάννη :Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ τῇ 4ῃ Μαρτίου 1851. Ἐβγῆκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α´ καὶ Β´ τάξιν. Τῇ Γ´ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἶτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ τὸν Ἰούλιο τοῦ 1872 ἐπῆγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἦλθα εἰς Ἀθήνας καὶ ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ´ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολὴν ὅπου ἤκουσα κατ᾿ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ᾿ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰς ξένας γλώσσας.
Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἅγίους, εἶτα ἔγραφα στίχους, κι ἐδοκίμαζα νἀ συντάξω κωμωδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη ἡ «Μετανάστις» ἔργον μου, εἰς τὸν «Νεολόγον» Κωνσταντινουπόλεως. Τῷ 1881 ἓν θρησκευτικὸν ποιημάτιον εἰς τὸ περιοδικὸν «Σωτῆρα». Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθησαν «Οἱ Ἔμποροι τῶν ἐθνῶν» εἰς τὸ «Μὴ χάνεσαι». Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες. Α.Π. (πηγή: http://www.papadiamantis.org/)

2 πηγή: http://www.papadiamantis.org/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου