Η Γλάστρα
Τ
|
ο φυτό του
εσωτερικού χώρου, ψηλό, γυαλιστερό και καταπράσινο ξεχώρισε αμέσως ανάμεσα στις
μικρότερες γλάστρες και τα γλαστράκια που στόλιζαν το γραφείο του κ.
διευθυντού. Δυο υπάλληλοι το βόλεψαν κοντά στο παράθυρο. Θαυμάσιο! είπαν όλοι.
Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ονομαστική εορτή του Κώστα Μπένου, γενικού
διευθυντή της «Εταιρείας Εισαγωγής Ειδών Αλιείας». Η ίδια η ψυχή της εταιρείας
αυτός ο άνθρωπος. Για 40 ολόκληρα χρόνια. Δεμένη πια η ίδια η ζωή του με τη ζωή
της επιχείρησης. Την άρχισε σαν μια μικρή «οικογενειακή» επιχειρησούλα και μέσα
σε μερικά χρόνια την έφτασε να γίνει μια ατράνταχτη και υπολογίσιμη μονάδα.
Είχε σκεφτεί σήμερα να μην πάει στο γραφείο. Η
γυναίκα του, σερβίροντας τον πολύ πρωινό καφέ μαζί με τις ευχές για τη γιορτή
του, το επανέλαβε δυο – τρεις φορές. Επιτέλους! Ας καταλάβουμε πως είναι γιορτή
κάποια μέρα!
-Μα θα με περιμένουν να μου ευχηθούν.
Καταλαβαίνεις τι θα γίνεται στο γραφείο!
-Ας στείλουν εδώ τις ευχές και τα δώρα! Ας έλθει
εδώ να σε χαιρετήσει όποιος θέλει! Δεν το βλέπεις πόσο είσαι κουρασμένος; Τι
σου είπε ο γιατρός; Όσο μπορείς ξεκούραση και ηρεμία! Κι εσύ όλο τα αντίθετα!
Κοντά σ’εσένα κι εγώ στο χορό! Σήμερα έπρεπε να βρισκόμαστε σε μια μακρινή
ευχάριστη εκδρομή κανείς να μη μας βρίσκει!
Άκουγε την γκρίνια της γυναίκας του, δίκαιο
είχε, το ήξερε. Κι η κούραση που τον αρπάζει απ’το πρωί, τη νιώθει να του
αγκαλιάζει τα πόδια μόλις σηκωθεί, μια ακεφιά, μια αόριστη ζαλάδα… Κώστα,
καημένε Κώστα, είπε πριν από λίγο στον καθρέφτη του λουτρού. Παραγέρασες έρμε!
Άσπρα τα μαλλιά κι η λυγερή κορμοστασιά άρχισε να θυμίζει τεθλασμένη, με τη
ράχη τη σκυφτή και το στομάχι με την ακαλαίσθητη προβολή του.
-Θα πάω! είπε αποφασιστικά. Θα πάω για λίγο. Μια
βιαστική ματιά να ρίξω σε κάτι καινούργια τιμολόγια, κάτι να υπογράψω και θα
γυρίσω.
Τον ξεπροβόδισε στην πόρτα, αμίλητη και
κατσουφιασμένη. «Έχει δίκαιο. Παραγίναμε!...» σκέφτηκε κλείνοντας την πόρτα,
«και δεν της δίνω πια καμιά χαρά!»
Μπαίνοντας στο γραφείο, σταμάτησε θαμπωμένος. Τι
είν’αυτά! Ένα πλατύ χαμόγελο βγαλμένο απ’την καρδιά του:
-Για μένα είναι όλ’αυτά;
Η γραμματέας πλάι του χαμογελούσε κι αυτή.
-Από το πρωί, έρχονται λουλούδια, τηλεγραφήματα,
ό,τι φανταστείτε! είπε χαρούμενα.
Ο κ. διευθυντής είχε πολύ συγκινηθεί.
-Τις κάρτες! είπε πηγαίνοντας προς την τεράστια
γλάστρα κοντά στο παράθυρο. Τις κάρτες για ν’απαντήσω σε όλους που με τίμησαν
και να ευχαριστήσω!
-Είναι πάνω όλες οι κάρτες! Δείτε τες και θα σας
τις φυλάξω!
-Κι αυτό το ωραίο φυτό, είπε εκείνος παίρνοντας
κι ανοίγοντας το φακελάκι που ήταν καρφιτσωμένο πάνω σε μια πολύχρωμη
χαρτονένια γιρλάντα. «Θερμές ευχές και
πολλή αγάπη. Ο Μ.» διάβασε.
-Ο Μ., ποιος είναι αυτός; ρώτησε γυρίζοντας προς
τη νεαρή γραμματέα που χαμογελούσε πάντα.
-Δεν ξέρω, κ. διευθυντά! Ο Μ. γράφει, το είδα…
Ο κ. Μπένος κοιτάζοντας πάντα την κάρτα ήρθε και
κάθισε στο γραφείο. Γιατί Ο Μ.; Γιατί ανώνυμη κάρτα; Ξανακοίταξε τη γλάστρα –
Και τόσο ωραίο, ακριβό δώρο!
-Να σας παραγγείλω έναν καφέ, μια πορτοκαλάδα;
Να και τα ονόματα αυτών που τηλεφώνησαν! είπε δίνοντάς του το σημείωμα.
Ο κ. Μπένος είχε πολύ αφαιρεθεί. Ευχαριστώ,
είπε, καφέ μόνον! Πάρτε γλυκά να κεραστεί όλο το προσωπικό. Και μην ξεχάσετε
τις κάρτες, είπε κοιτώντας πάντα αυτή που κρατούσε στο χέρι. «Θερμές ευχές και πολλή αγάπη Ο Μ.»
Χρόνια ατελείωτα από τότε που μπορούσε να
λαβαίνει κάρτες με… πονηρό περιεχόμενο. Σε κάποια γιορτή, θα’ναι καμιά
εικοσαριά χρόνια, μια κατακόκκινη ανθοδέσμη, 10 τριαντάφυλλα, ΑΓΑΠΗ έγραφε
μόνον η αθεόφοβη. Κι ούτε ένα γράμμα αλφαβήτου από κάτω. Αυτός αμέσως κατάλαβε…
Η τσαχπίνα η μικρούλα η Νάντια. Το είχε βάλει πείσμα να τον χωρίσει, ήταν έλεγε
πολύ ερωτευμένη, δεν την ένοιαζε η διαφορά της ηλικίας… τον ήθελε δικό της.
Όχι, καμιά φορά δεν έφτασε ως εκεί. Για χωρισμό
ποτέ δεν το σκέφτηκε κι ας του τάραξαν την ισορροπία δυο – τρεις από τις
περαστικές «παράλληλες ιστορίες»¨.
Η γραμματέας έφερε τον καφέ.
-Πάω να σας φέρω τα τιμολόγια, να γράψω το
γράμμα προς την ΕΛΑΜΚΑ και να σας τα φέρω να τα δείτε και να υπογράψετε.
Ο Μ. σκεφτόταν εκείνος… Σπάνιο αρχικό για όνομα…
Όλια; Θεέ και Κύριε! Όλια! Μόνον η Όλια θα μπορούσε να είναι! Όλια Μάντου! Η
καρδιά του κλώτσησε άτακτα. Η όμορφη, η γλυκιά Όλια, από τις πιο σημαντικές
παρουσίες στη ζωή του. Να τον θυμήθηκε; Ύστερα από τόσο καιρό; Είχε φύγει πολύ
πικραμένη. «Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ, όμως δεν ήσουν εκείνος που νόμιζα. Δεν ήσουν
ικανός για τολμήματα και υψηλούς στόχους! Δεν μπορείς να διεκδικήσεις μια
ευτυχία! Χαλάλι σου η συμβατική σου ζωή. Να τη χαίρεσαι!», του είχε γράψει.
Το’σκισε κομματάκια το γράμμα μα κείνο γράφτηκε
ανεξίτηλο στη μνήμη… Ναι δεν ήταν ικανός για άλματα τολμηρά. Την ήθελε την
Όλια, την ποθούσε αφάνταστα, θα την άλλαζε με τη γυναίκα του την κάθε στιγμή.
Όμως υπήρχαν κι άγραφοι νόμοι και κανόνες.
Ο Μ. λοιπόν. Είχε φροντίσει να μάθει πως η Όλια
έφτιαξε τη ζωή της, έναν ανώτερο τραπεζικό είχε διαλέξει που ήταν και ποιητής.
Η Όλια λάτρευε την ποίηση.
Το τηλέφωνο χτύπησε, το άρπαξε, ήταν ο ανεψιός
του ο Στάθης για «χρόνια πολλά».
-Ευχαριστώ, ευχαριστώ, είπε αφηρημένα. Θα
μιλήσουμε άλλη ώρα, έχω πολλή δουλειά.
Να τον θυμόταν ακόμη η Όλια; Μήπως χώρισε, μήπως
έχει χηρέψει; Και τόσα χρόνια πώς μπόρεσε να τον αγνοεί; Κείνες οι τέσσερις
αξέχαστες βραδιές… Για κείνες και μόνον δεν έπρεπε να τον ξεχάσει… Η γυναίκα
του είχε φύγει για την επαρχία, η μητέρα της ήταν πολύ άρρωστη. «Πήγαινε αγάπη
μου!», της είπε. «Εγώ πνίγομαι στη δουλειά. Αδύνατο να λείψω. Μείνε όσο
χρειάζεται κοντά της…»
Ήταν τότε η πιο δύσκολη καμπή της ζωής του. Η
Όλια τη δυνάστευε πι αυτή τη ζωή… Χίλιες μικρές απάτες για να τη συναντά. Να
πετάγεται με χίλιες προφάσεις στο μικρό της διαμέρισμα για λίγο, τέτοιο πάθος,
τέτοιο δόσιμο ολοκληρωτικό… Η γυναίκα του «παραπονιόταν»: «Πολύ απότομα μου
γέρασες! Ή δεν σε εμπνέω πια εγώ;»
-Μη λες κουταμάρες, είμαι τόσο κουρασμένος και
προβληματισμένος! Δεν έχω κέφι για τίποτα!
Τι να σου κάνει η δόλια, το κατάπινε…
Και κείνα τα τέσσερα εικοσιτετράωρα, δώρο Θεού!
Χάθηκε απ’όλο τον κόσμο. Τηλεφωνούσε πρωί και βράδυ στη σύζυγο… «Σε παίρνω για
να μην με ψάχνεις. Η καινούργια δουλειά βρίσκεται στο πιο δύσκολο κι επικίνδυνο
σημείο. Αν τα καταφέρω θα’ναι κάτι πολύ σημαντικό». Ψέματα επί ψεμάτων… και το
ερωτικό παραλήρημα σ’ένα κρεσέντο ακράτητο και αχαλίνωτο…
Κι αν τηλεφωνούσε τώρα η Όλια; Αν του μιλούσε
και του ζητούσε να ιδωθούν; Μα πως θα μπορούσε ποτέ να της πεί «όχι» αφού τον
θυμήθηκε ύστερα από τόσα χρόνια; Θα τον αντίκριζε βέβαια όπως είναι τώρα, με τη
θλιβερή παραλλαγή της παλιάς του όψης. Όμως κι εκείνη θα είχε γεράσει. Ίσως τα
μάτια της… τα μεγάλα της ολόμαυρα μάτια με το υγρό τους βάθος, αυτή η μαγεία
όταν μισόκλειναν πίσω από τις μακριές γυριστές τους βλεφαρίδες… Το κορμί της;
Το κορμί της το υπέροχο ό,τι πιο θηλυκό κι ερωτικό μπορούσε να υπάρξει, η σάρκα
η αψεγάδιαστη με τη ρόδινη διαφάνεια, εκεί στην εσωτερική επιφάνεια των μηρών,
κείνο το ανατρίχιασμα όταν την άγγιζε…
-Αν τηλεφωνήσει μπορεί να της πω για την
Παρασκευή. Θα είναι πολύ τυχερή αν πάρει σήμερα ή αύριο… Θα’χουμε μια ολόκληρη
μέρα δική μας… Η Νίτσα θα φύγει από το πρωί για την Τήνο, θα γυρίσει αργά το
βράδυ… Μπορεί και την άλλη μέρα το πρωί…
Η λαχτάρα μιας τέτοιας προσμονής έκανε και την
αναπνοή του άρρυθμη και βαριά. Μια ολόκληρη μέρα, αναβάπτισμα στ’αξέχαστα
παλιά. Το πνεύμα πρόθυμο – σκέφτηκε κάποια στιγμή. Η σάρκα; Που έχει μάθει να
προδίνει; Όχι με την Όλια, όχι! Μετά από τόσα χρόνια απουσίας, θα τη λαχταρά
αφάνταστα και θα μπορεί!
Είχε ολότελα αποξεχαστεί μέσα στα συννεφάκια του
τσιγάρου, είχε πάρει και τσιγάρο από το ξεχασμένο κουτί στο βάθος του
συρταριού. Έτσι, στο πείσμα όλων των απαγορεύσεων, των νόμων και των κανόνων…
Ένα ονειροπόλημα ηδονικό. Μια χαρά τον πλημμύριζε, η ζωή μπορεί να είναι πολύ
όμορφη… Ακόμη…
Ξαφνιάστηκε όταν είδε μπροστά του τους δέκα
υπαλλήλους της εταιρείας. Η γραμματέας πρώτη απ’όλους – κι όλοι χαμογελούσαν.
-Πότε μπήκατε; είπε απορημένος.
-Ήρθαμε όλοι μαζί να σας ευχηθούμε κι από κοντά…
Στη γλάστρα δε βάλαμε όλα τα ονόματα.
-Ποια γλάστρα; ρώτησε και η καρδιά του κλώτσησε
πάλι, τώρα όμως με πόνο η σκασμένη.
-Αυτή, η μεγάλη! του έδειξαν.
-Ο Μ; είπε αυτός ξέπνοα
-Ναι κύριε διευθυντά, ίσως ήταν ανόητο. Όλοι
Μαζί, αυτό εννοούσαμε. Κι ήρθαμε τώρα να σας σφίξουμε το χέρι… Όλοι Μαζί.
Από τη συλλογή διηγημάτων
Ο Έρωτας ήρθε το φθινόπωρο, εκδ. Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς, 2000
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου