Φωτογραφίες από τα βιβλία μου και την 'Αμυγδαλιά'

Όλα τα βιβλία της Τ. Μπούτου, επιλεγμένα τεύχη από τα Πειραϊκά Γράμματα, θεατρικές παραστάσεις, εκδηλώσεις, βραβεύσεις κ.α

.

.

.

Μικρό απόσπασμα από το νέο μου βιβλίο «Η Κίνα του 1978, Το μεγάλο ταξίδι της ζωής μου», από τις εκδόσεις Vivliologia (2015)

Κριτικές και αναφορές στο έργο της Τούλας Μπούτου

δείτε κι άλλες κριτικές εδώ

.

Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

Ένας θάνατος

Ένας θάνατος



Να την αγαπάς τη ζωή.
Να την ζεις όποια κι αν είναι
Κι ύστερα να την εγκαταλείπεις.
Βιρτζίνια Γουλφ.

Είναι τόσα πολλά, τόσο καταιγιστικά και πολυσήμαντα αυτά που πρέπει να τραβήξουν και να μαγνητίσουν πρώτα το βλέμμα του αναγνώστη! Αφήνουμε λοιπόν σε μιαν άκρη, έτσι μόνο από επαγγελματική συνέπεια γραμμένο, το ‘μικρό χρονικό ενός ασήμαντου θανάτου’
Ένας άνθρωπος. Της απόλυτης Μοναξιάς και της Νύχτας. Πενήντα μόνο χρόνια γραμμένα στο τεφτέρι της ζωής του. Πενήντα χρόνια ‘πως’ βιωμένα; Που; Ποιες ανθρώπινες παρουσίες τριγύρω του; Πόσα ‘συν’, πόσα ‘πλην’ στον απολογισμό ενός ανθρώπινου βίου;
Ο άδειος κάδος απορριμμάτων δεν χωρούσε τίποτα παραπάνω από το ανθρώπινο κορμί. Πόσο γυμνό, πόσο ντυμένο… δεν μάθαμε. Μόνο για τις κραυγές του πόνου πληροφορηθήκαμε, όταν το ζωντανό πλάσμα καταποντιζότανε μηχανικά από τον κάδο στον χώρο απορριμμάτων του απορριμματοφόρου.
Βοήθεια! Θα φώναξε βέβαια, έτσι καθώς ξύπνησε τόσο επώδυνα από τον ‘συμβατικό ύπνο’ που ζήτησε να βρει στη μόνη διαθέσιμη ‘φιλόξενη αγκαλιά’ ενός μεταλλικού κουτιού. Για να προφυλαχθεί όσο μπορούσε από την επίθεση της παγωμένης νύχτας και να μπορέσει ν’αντιμετωπίσει το ξημέρωμα. Η ψυχρή μηχανή τον άλεθε.
Όταν οι καταθορυβημένοι, ανεύθυνοι βιοπαλαιστές της καθημερινής ρουτίνας άκουσαν τις κραυγές και σταμάτησαν αμέσως τη λειτουργία της μηχανής, ήταν πια αργά. Ο ‘ύπνος’ έγινε ‘πονετικός κι αιώνιος’.
Η ‘ειδησούλα’! Που σαν μια σκοτεινή, συνοφρυωμένη απειλή σκέπασε όλα τα βαρυσήμαντα νέα. Τις άλυτες απορίες. Για το Αύριο.
Ένας θάνατος μέσα σ’ένα κάδο απορριμμάτων… Έτος 2010 μ.Χ! Μ’ένα τεχνολογικό πολιτισμό να καλπάζει… Με τη λέξη ‘ΧΛΙΔΗ’ να μπορεί άνετα να συντροφεύει τον τρόπο διαβίωσης τόσο πολλών συνανθρώπων…


 

Τρίτη 24 Ιουνίου 2014

Αξέχαστη βραδιά στο ξενοδοχείο Mistral




Η Βάνα Χαραλαμποπούλου, η κόρη της αξέχαστης Εφόρου Καλλιτεχνικού του Πειραϊκού Συνδέσμου, Πίτσας Χαραλαμποπούλου μας χάρισε άλλη μια αξέχαστη βραδιά στο roof garden του ξενοδοχείου Mistral στην Καστέλλα, την Τετάρτη το βράδυ στις 18 Ιουνίου. Η προσέλευση του κόσμου που πλαισίωσε αυτή την εκδήλωση ήταν μεγάλη και ενθουσιώδης όπως πάντα.

Την καλλιτεχνική ομάδα αποτελούσαν: Οι Κεφαλλονίτες καλλιτέχνες Σπύρος και Μάκης Καραβιώτης και οι φίλοι τους Γρηγόρης Βλαχούλης στο αρμόνιο και Μάκης Καρακανάς στο μπουζούκι που δεν σταμάτησαν ούτε στιγμή να μας διασκεδάζουν με τα εκλεκτότερα τραγούδια κυρίως ελλήνων σπουδαίων συνθετών. Ο Μάκης Καραβιώτης μας ξάφνιασε ευχάριστα με την σπουδαία φωνή τενόρου που διαθέτει.

Τραγούδια που μας ενέπνεαν να ακολουθούμε κι εμείς με όσες φωνητικές δυνατότητες είχαμε αλλά και με χορούς και πολύ κέφι.

Δεν καταλάβαμε για πότε πέρασε η ώρα. Θέλουμε να επισημάνουμε πως αξίζει αυτοί οι καλλιτέχνες να γίνουν ευρύτερα γνωστοί στο πειραϊκό κοινό γιατί έχουν να δώσουν ακόμα πολλά.


Τρίτη 17 Ιουνίου 2014

Ο Σολωμός και ο Εθνικός Αγώνας του 1821





Ο Σολωμός και ο Εθνικός Αγώνας του 1821


Τούλας Μπούτου
Ιατρού αναισθησιολόγου - λογοτέχνιδος


Ν
α μιλήσουμε για όσα ποτέ δεν θα ξεχαστούν, αυτά τα δεμένα με την ιστορία μας, που ιδιαίτερα σε καιρούς χαλεπούς, πρέπει ν’ακουμπούμε τη σκέψη και την Ελπίδα πάνω τους, προσμένοντας ν’ «ανοίξουν πάλι τα φτερά τα πρωτινά μας, τα μεγάλα», όπως με τόση σιγουριά τραγούδησε ο Δικός μας, ο Ελληνικός μας Κωστής Παλαμάς.
Ο Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στις 8 Απριλίου του 1798. Την ίδια χρονιά που έφυγε από τη ζωή τόσο τραγικά ο βάρδος μας, ο Ρήγας ο Βελεστινλής. Έτσι, σαν κάτι συμβολικό, πως η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει και τα άξια παιδιά της θα είναι πάντα παρόντα να την αγκαλιάζουν, να την προστατεύουν και να την υμνούν.
Ο Σολωμός άφησε την τελευταία του πνοή στην Κέρκυρα, τον Φεβρουάριο του 1857, χωρίς να έχει ακόμη συμπληρώσει τα 60 του χρόνια. Η Έλλη Αλεξίου στα «προλεγόμενα των Απάντων του Διον. Σολωμού», περιγράφει: «Το ξόδι διάβαινε από τα πολυανθρωπότερα μέρη της πόλης και η σοβαρή λύπη ήταν ζωγραφισμένη σε όλα τα πρόσωπα»
Κι ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, μεταξύ άλλων:
Κι ακόμα δρόμους φώτισες
Δρόμους και δρόμους άνοιξες τριγύρω
κι η αύρα που μια μέρα πρωτοσκόρπισες
έγινεν ευωδιά, κι έγινε μύρο.

Ω! Την Αγάπη που την ξύπνησες
με την ολόφωτή σου Λύρα
που της εφόρεσες μιαν άφθαρτη
και μιαν ασύγκριτη πορφύρα

Οι πρόγονοι του ποιητή ήσαν Κρητικοί. Όταν έγινε η τουρκική κατάληψη του νησιού μετατέθηκαν στον Μωρηά και στη συνέχεια στη Ζάκυνθο. Πατέρας του ο κόντες Νικόλαος Σολωμός, ήδη με σε προχωρημένη ηλικία. Μητέρα του η 16χρονη οικιακή βοηθός Αγγελική Νίκλη (με την οποία απέκτησε κι ένα μικρότερο γιο, το Δημήτριο).
Μαθήματα ιταλικής γλώσσας άρχισε από πολύ τρυφερή ηλικία και στα 8 του χρόνια οι συγγενείς θέλοντας να τον απομακρύνουν από την μητρική επιρροή, τον στέλνουν με το δάσκαλό του Rossi να σπουδάσει στην Ιταλία. Ήδη όμως αυτά τα 8 χρόνια που έζησε κοντά στην απλοϊκή μητέρα του που μιλούσε μια λαϊκή ζωντανή ελληνική γλώσσα τον έχουν μπολιάσει με τη γνώση της.
Η ποιητική του φλέβα θα φανεί πολύ νωρίς, γράφει ιταλικά ποιήματα που θεωρούνται αξιοπρόσεκτες λυρικές φόρμες. Το πάθος όμως για την κατάκτηση της Ελληνικής γλώσσας τον διακατέχει. Το 1818 γυρίζει στη Ζάκυνθο. Γνωρίζεται με τους Καρμπονάρους, γίνεται μέλος της Φιλικής Εταιρίας (αδελφής εταιρίας ιδεολογικά) όπως και ο αδελφός του Ροβέρτος (από το νόμιμο γάμο του πατέρα του με τη Μαριέττα Κάκνη).
Το 1822 γνωρίζεται με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη. Αυτός θα τον παροτρύνει να γίνει «ο θεμελιωτής της νέας φιλολογίας στην Ελλάδα». Το 1823 και μέσα σ’ένα μήνα μόνο θα γράψει ολόκληρο τον «Ύμνο στην Ελευθερία» που αργότερα οι πρώτες δυο από τις 158 στροφές του θα γίνουν ο Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας. Ο ποιητής ήταν τότε 25 ετών.
Με τη βοήθεια του Σπυρίδωνα Τρικούπη, ο Ύμνος θα τυπωθεί το 1824 στο Μεσολόγγι (και θα μελοποιηθεί από το Νικόλαο Μάντζαρο ύστερα από τη γνωριμία τους στην Κέρκυρα). Σε όλο το ποιητικό κείμενο δεν υπάρχει ούτε μια ιταλική λέξη, μολονότι στα Επτάνησα πολλές ιταλικές λέξεις ήταν ανακατεμένες με την επτανησιακή διάλεκτο.
Ο Ιμπραήμ έχει αρχίσει την πολιορκία του. Πολλά αντίτυπα του Ύμνου τότε μοιράζονται στο φτωχό λαό για να τονώσουν το κουράγιο του. Ο ποιητής παρακολουθεί με συγκίνηση και με πολύ ενδιαφέρον τις εξελίξεις. Λέγεται πως κάποιο μεσημέρι ανέβηκε στο λόγο του Στράνη και υψώνοντας τα χέρια προς την ιερή πόλη του Μεσολογγίου που τρανταζόταν από τους ήχους των εχθρικών κανονιών, φώναξε κλαίγοντας «Βάστα καημένο Μεσολόγγι! Βάστα!»
Μα είναι ένας νέος 25 ετών. Πως, αναρωτιέται ο Κωστής Παλαμάς, πως μπορεί να συμπάσχει χωρίς όμως ο ίδιος να δοκιμάσει να μπει στη φωτιά του πολέμου; Και θ’απαντήσει μόνος: «…και μήπως η Ιδέα δεν είναι δύναμη; Και μήπως για την τιμή των πραγμάτων δεν υπάρχει ένας υψηλότερος κύκλος; Όπου μέσα του λείπει το ξεχώρισμα της θεωρίας από την πράξη και που μέσα του ο λόγος είναι το βλαστάρι της ενέργειας και που ένα καλλιτέχνημα αξίζει μια ανδραγαθία;»
Ο Σολωμός πλήρωσε με τη ψυχωμένη του λύρα το μεγάλο φόρο τιμής προς την Πατρίδα γράφοντας έργα όπως ο Ύμνος. «Ο ύμνος προς τον Λόρδο Βύρωνα», «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», «Η καταστροφή των Ψαρών», κ.α.
Το 1826, ο Σ. πηγαίνει για εγκατάσταση στην Κέρκυρα. Ν’απομονωθεί, ν’αφοσιωθεί στο έργο του, που ποτέ δεν κατόρθωσε να συγκεντρώσει και να τοποθετήσει συστηματικά σε μια σειρά.
Όταν ο Σολωμός είχε συνδεθεί στενά με τον ποιητή Monti στο Μιλάνο, αυτός του είχε πει κάπως ενοχλημένος από την κριτική τόλμη κι επιμονή του ποιητή στην ανάλυση ενός χωρίου του Δάντη: «Δεν πρέπει κανείς να συλλογίζεται τόσο αλλά και να αισθάνεται, να αισθάνεται!». Κι ο Σολωμός απάντησε με το πολύ γνωστό: «Πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλάβει ο νους κι έπειτα η καρδιά να αισθανθεί αυτά που ο νους συνέλαβε!»[1]
Η ποίηση ήταν μια αέναη πνευματική άσκηση για τον Σολωμό. Επώδυνη κι επίμονη. Πολύ γρήγορα, μετά την επιστροφή του και παρά την πλούσια ιταλική συγκομιδή του, εγκαταλείπει την ιταλική γραφή. Γράφει την «Ξανθούλα», πολλές νεκρολογίες, μεταφράσεις, τη «Φαρμακωμένη», την «Τρελή Μάνα», «Τα δυο αδέλφια» από τον «Λάμπρο» που γράφτηκε το 1826 - σε αποσπάσματα. Ένας ανικανοποίητος συγγραφέας, χωρίς να φταίει γι αυτό η ταυτόχρονη σχέση του με δυο γλώσσες. Ο ίδιος ο Σολωμός είχε πει σε κάποιον ποιητή Ιωσήφ Ρεγκάλντι που τον ρώτησε γιατί δεν τελείωσε τον «Λάμπρο»: «Ο Λάμπρος θα μείνει απόσπασμα γιατί το όλο ποίημα δεν φτάνει στο ύψος μερικών στροφών του»[2]
Ο Ιάκωβος Πολυλάς είναι ο φίλος, ο μαθητής, ο συνεργάτης που στάθηκε πλάι του περισσότερο από κάθε άλλον. Αυτός θα του συγχωρεί τα ανθρώπινα πάθη και ελαττώματα. Ήταν εκείνος που έβαλε μια τάξη και διέσωσε το έργο του Σολωμού. Ο Ι. Πολυλάς (μεταφραστής και του Ομήρου και του Σαίξπηρ) έδωσε στο έργο του «τα προλεγόμενα» όσο περισσότερο Σολωμό, που τον αγάπησε, τον ένιωσε βαθιά.
Ο Κ.Θ. Δημαράς αναφέρει πως περνώντας κανείς από τον Κάλβο στον Σολωμό, βρίσκει πολλά κοινά στοιχεία και αντιθέσεις. Πατρίδα, εποχή, ξενιτεμός. Αριστοκράτισσα η μητέρα του Κάλβου, παιδί του λαού η μάνα του Σολωμού, όμως η καταγωγή του αριστοκρατική από τον κόντε πατέρα του και τους συγγενείς του που τόσο πολύ από νωρίς επιθυμούσαν να τον απομακρύνουν από το μητρικό περιβάλλον. Και τα κατάφεραν τόσο που κάποτε η ίδια η μητέρα του στρέφεται στις γνωστές 5χρονες δίκες μετά το θάνατο του κόντε, εναντίον του Διονυσίου και συντάσσεται με το μικρότερο γιο της Ιωάννη που είχε αποκτήσει από κάποιον Λεονταράκη και που όμως αυτή ισχυριζόταν πως ήταν παιδί του γερο-Σολωμού κι επομένως είχε δικαίωμα στην περιουσία και το διεκδικούσε δικαστικώς. Ο ποιητής είχε μεγάλη αδυναμία στη μητέρα του κι αυτός ο άδικος δικαστικός αγώνας πρέπει πολύ να του στοίχισε. Κι ας τον κέρδισε τελικά, όμως με ψυχικά τραύματα που είχαν αντίκτυπο στην υγεία του σε αντιστοιχία με το έργο του, που γίνεται εμφανές από το 1844, οπότε ασχολείται πια κυρίως με την 3η επεξεργασία των Ελεύθερων Πολιορκημένων και με πολλά ποιήματα κυρίως πάλι σε ιταλική γλώσσα, όπως έγραφε παλιά.
Ο Σολωμός είχε σαν κύριο στόχο την Ελευθερία που την ταυτίζει με την Ελλάδα, γι αυτό η λέξη Ελλάδα απουσιάζει από το έργο του. Σε αντίθεση με τον Παλαμά που πολύ συχνά αναφέρεται στο όνομα Ελλάδα σαν «υλική υπόσταση».
Ο Σολωμός δεν επισκέφθηκε ποτέ σε όλη τη διάρκεια της ζωής του την Ελεύθερη Ελλάδα. Ήθελε φαίνεται να την κλείνει στην ψυχή του μέσα, όπως εκείνος την είχε πλάσει και ντύσει με τον ποιητικό του μανδύα. Κι όταν γράφει «Κλείσε στην ψυχή σου την Ελλάδα (κι ό,τι άλλο) και θα νιώσεις να σπαρταρά μέσα σου κάθε είδους μεγαλείο», αυτή η παρένθεση (κι ό,τι άλλο) δεν εξασθενεί το μεγαλείο του νοήματος. Δυναμώνει ιδανικά την αξία της ρήσης, γιατί έτσι περιλαμβάνει πλατειά και κάθε άλλο είδος Ιδανικού που το ταυτίζει με την Πατρίδα μας.
Πολλοί και πολλών αποχρώσεων οι «Σολωμιστές» που ασχολήθηκαν με το έργο του και πάντα θα εμφανίζονται λόγιοι που θέλουν κάτι ν’αλλάξουν ή να προσθέσουν σ’αυτό στις εργασίες τους.
Και το καίριο θέμα είναι γιατί ο Σολωμός έγραψε αποσπασματικά. Ο Λίνος Πολίτης, το 1948 θα γράψει και θα υποστηρίξει πως τα αποσπάσματα «των Ελεύθερων Πολιορκημένων έχουν τη δική τους αισθητική αυτοτέλεια. Είναι ‘Λυρικές ενότητες’, ‘Λυρικά επεισόδια’ και όχι ‘αποσπάσματα’». Μ’αυτό πολλοί συμφωνούν.
Το γεγονός είναι πως όσοι κι αν ασχολήθηκαν με το έργο του το ξεχωριστό, την ιδιόρρυθμη ζωή του, δεν μπόρεσαν να καταλήξουν ομόφωνα. Υπάρχει για τον καθένα ο πυρήνας της «μοναδικότητας» και της «ιδιαιτερότητας» στο κέντρο κάθε προσωπικότητας, είτε απλής, καθημερινής είτε περισσότερο ακόμη της ξεχωριστής και παρεκκλίνουσας από τις κοινές όπως του Σολωμού.
Αυτό φαίνεται από τα «αυτόγραφα» που ο Λίνος Πολίτης δημοσίευσε το 1964 από το Παν/μιο Θεσσαλονίκης και είναι σκόρπια φύλλα όπου σημείωνε ο ποιητής μέρη από τα έργα του σε διάφορα στάδια της επεξεργασίας τους. Εκεί διακρίνεται η Αγωνία της Αναζήτησης για να μπορέσει να ολοκληρώσει αυτά που κατακλύζουν τη φαντασία και τη δημιουργική του προσπάθεια.
Και πάντα αυτό το πάθος το ασίγαστο για την «τελείωση» της γλώσσας. Είναι η ρήση «Μήγαρις έχω άλλο στο νου πάρεξ Ελευθερία και Γλώσσα;» που ο Σολωμός βάζει στο στόμα του ποιητή στο έργο του «Ο Διάλογος».
Το τέλος της ζωής του με την κλονισμένη υγεία και τις βλαβερές συνήθειες όπως το ποτό που είχε αποκτήσει θα είναι μοναχικό σε μια θεληματική απομόνωση και περισυλλογή.
Σήμερα υπάρχει κενοτάφιο στο Δήμο Κέρκυρας (αφιέρωμα 1930), εκεί όπου είχε μείνει θαμμένος ως το 1865, οπότε έγινε η ανακομιδή των οστών στη Ζάκυνθο, στην πλατεία Αγίου Μάρκου, κοντά στο αρχοντικό των Σολωμών, κι όπου υπάρχει και η προτομή του.




[1]  Ι. Πολυλάς – Προλεγόμενα στα Άπαντα του Δ. Σολωμού – 1959, σελ. 101-102
[2]  Γιώργ. Αλισανδράτος , περ. Νέα Εστία,1797


Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

Μια υπέροχη γιορτή!

Ο δ/ντής σπουδών της Σχολής κ. Μανώλης Δεστούνης, η πρόεδρος του Πειραϊκού Συνδέσμου κ. Τσανάκη, ο γνωστός ηθοποιός μας Γιάννης Τσιμιτσέλης και ο σκηνοθέτης και δάσκαλος της σχολής κ. Βασίλης Πλατάκης


Η ιατρός και λογοτέχνις κ. Τούλα Μπούτου στπ κέντρο ανάμεσα σε εκλεκτές φίλες και φίλους που κατέκλυσαν την μεγάλη αίθουσα βαρώνου Κίμωνος Ράλλη



Λαμπρή επιτυχία είχε η γιορτή που δόθηκε τη Δευτέρα, 2 Ιουνίου, στη μεγάλη αίθουσα του Βαρώνου Κίμωνος Ράλλη, για τα 100 χρόνια από την ίδρυση της Ανώτερης Δραματικής Σχολής του Πειραϊκού Συνδέσμου. Μιας σχολής που ίδρυσε ο Βασίλης Ρώτας το 1914. Είναι η αρχαιότερη δραματική σχολή κι έχει βγάλει κορυφαία ονόματα του ελληνικού θεάτρου (Κατίνα Παξινού, Αιμίλιο Βεάκη, Σαπφώ Νοταρά, Κάρμεν Ρουγγέρη, κ.α.)
Μεταξύ των ονομάτων που δίδαξαν στη σχολή ήταν ο Γκίκας Μπινιάρης, η Πίτσα Καπιτσινέα, ο Τάκης Τζαμαργιάς από τους νεότερους.
Παρευρέθηκε και βραβεύτηκε ο μακροβιότερος διευθυντής της Σχολής, Νίκος Φιλιππόπουλος.
Συντονιστής της όλης εκδήλωσης ήταν ο καταξιωμένος μας ηθοποιός Γιάννης Τσιμιτσέλης.
Τα σχόλια των παρευρισκομένων για τη θεατρική επίδοση των μαθητών, οι οποίοι διδάχτηκαν για πολύ λίγο χρονικό διάστημα αφού ο Μανώλης Δεστούνης ανέλαβε ως διευθυντής στη μέση της σεζόν, ήταν ενθουσιώδη. Τα παιδιά έπαιξαν άψογα τους ρόλους τους σε σκηνοθεσία του Β. Πλατάκη.

φωτογραφίες από:  Φωνή των Πειραιωτών