Τον ίδιο δρόμο, τον έπαιρνα κάθε πρωί, χωρίς παραλλαγή ή
λοξοδρόμηση. Λες και κάποια ανώτερη Δύναμη είχε ταιριάξει τα βήματά μου πάνω σε
κάθε πλάκα, την κάθε λακκουβίτσα, το σημείο όπου θα γύριζα για τ’ αντικρινό
πεζοδρόμιο. Ακόμα και τις στιγμές που το βλέμμα θα έπεφτε στην πόρτα του
αρτοπωλείου, του ταπετσιέρη την ανοιχτή υπόγεια είσοδο, στης κυρίας με τα
γυναικεία εσώρουχα, στο μπαλκόνι κάποιου πρώτου ορόφου όπου πολλές φορές θ’
αντίκριζα τις δυο θεόχοντρες μεσόκοπες αδελφές να κάθονται ακίνητες στις πολυθρόνες,
παραδομένες στο ασήκωτο βάρος τους και τότε εντελώς αυθόρμητα κατέβαινα στο
δρόμο, να μην περάσω κάτω από τον «ουρανό» του μπαλκονιού, θες γυρεύεις; Για το
κάθε τι υπάρχει «το πλήρωμα του χρόνου». Η καθοριστική στιγμή ενός απροόπτου.
Ύστερα μπαίνουν οι «προλήψεις». Η παντοδύναμη «Συνήθεια». Ν’ αντικρίζω σε λίγο,
φάτσα στο τέλος του δρόμου την πόρτα της Κλινικής, της δουλειάς μου, που θα
αιχμαλώτιζε για 5, 6, 8 ώρες, εδώ δεν υπάρχουν κανόνες για ωράρια. Μόνο
χειρουργεία, συγκινήσεις, συντροφικότητα, αγωνίες. Ελεγχόμενο ξεστράτισμα του
νου στις δουλειές πίσω, σπίτι, παιδιά, τύψεις απουσιών…
Χρόνοι 45… για Εκείνον το Δρόμο.
Γι’ ανηφοριά ή κατηφοριά ούτε λόγος. Για πολλά χρόνια ήταν
ένα και το αυτό. Όμως με το πέρασμα του καιρού σα να κέρδιζε σε χρόνο διάρκειας
ο ανήφορος του πηγαιμού. «Σιγά – σιγά κι ανεπαισθήτως» ο κατήφορος έγινε πιο
γοργός κι ευχάριστος. Τελείως άσχετα με την επιθυμία της σπιτικής θαλπωρής.
Απλή αδυσώπητη χρονομέτρηση, αντοχή.
Σήμερα το σκηνικό επιμένει να είναι το ίδιο. Σπίτια μπορεί να
άλλαξαν όψη. Νέες μπογιές σε πορτοπαράθυρα. Άφαντες οι χοντρές κυρίες. Άλλα
μαγαζιά στη θέση των παλιών. Όμως καμιά συνήθεια, πρόληψη ή επιθυμία δεν βάζει
τα βήματά μου στις πατημασιές του ίδιου δρόμου. Είναι Νόμος η λοξοδρόμηση. Από άλλες
κατευθύνσεις, άλλη οδό, όταν η ανάγκη πρέπει να με φέρει κατά κει. Οι μνήμες –
νυχτωμένα, κουρνιασμένα πουλιά καραδοκούν στις γωνιές του δρόμου.
Δεν πρέπει, δεν θέλουν να αγγίζεις. Γιατί πολύ πονούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου