Μυθιστόρημα του 1988
από τις εκδόσεις "Αστήρ"
Και τώρα έτοιμοι για τη Μεγάλη Μέρα! Στις 11 Οκτωβρίου το
απογευματάκι, σταθήκαμε λίγο στην Πλατεία Αγάμων, στην πλατεία μας. Κόσμος
μαζεμένος πολύς, σιωπηλός. Γερμανοί περνούσαν, στρατός Γερμανικός. Μα δε
θύμιζαν πια τον βαρύ, ατσάλινο στρατό τους. Κεφάλια σκυφτά, πρόσωπα βλοσυρά,
περνούσαν και ήταν ασύντακτοι, ξεπεσμένοι.
-Σα νεοσύλλεκτοι! λέει
η Ξένη και γελάμε κρυφά.
Προσοχή, κρατούνε όπλα
ακόμη. Πολλοί πλήρωσαν με τη ζωή τους τον ενθουσιασμό τους, ίσα – ίσα τις τελευταίες
ώρες. Έτσι, τελείως αναίτια, αρπάζουν απ’ το πλήθος απ’ τους περαστικούς, και
σκοτώνουν…
Υπόκωφοι κρότοι
ακούγονται.
-Τινάζουν αποθήκες, σταθμούς, χτίρια που χρησιμοποιούσαν.
Ό,τι κακό μπορούν θα το κάνουν ως την τελευταία στιγμή! λέει κάποιος σιγά.
Φεύγουν, φεύγουν, αυτό μονάχα μετράει τώρα!
Μαζευτήκαμε νωρίς στο σπίτι. Πουθενά ησυχία. Ύπνος άφαντος!
Το καλό μου το τετράδιο! Δύο σελίδες μένουν μόνον. Κάθομαι στο γραφειάκι κι
απόψε. Και γράφω, γράφω, γιατί ξεχειλίζω!
Πατρίδα μου γλυκιά!
Ο ήλιος πάλι
ανάτειλε για σένα. Ευλογημένος!
Σάλπιγγας ήχος ακριβός κι ονειρεμένος
σαλπίζει το: ΕΛΛΑΣ ΑΝΕΣΤΗ! ΘΑΛΛΕΙ!
Πατρίδα μου γλυκιά, Γαλάζια χώρα
μ’ αίμα τα θέμελά σου έχουν ποτίσει!
Τι νιάτα τα παιδιά σου έχουν σκορπίσει!
Μα είναι τρανό! είν’ άφταστο το ΤΩΡΑ!
Ναι, σερ Ουϊλσων. Ήταν πολλή η σκοτεινιά, λίγο πριν σκάσει
μύτη η αυγούλα! Μα δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς! Θα ξημέρωνε! Πάντα υπάρχει
μια φωτεινή μέρα για την Ελλάδα μας ύστερα απ’ την καταχνιά! Και την πρόσκαιρη
νύχτα!
Απ’ τον ξένο σταθμό μάθαμε, πως το Διοικητή τον Άγγλο στην
Ελλάδα, τον λένε Σκόμπυ. Έλα, Σκόμπυ, ελάτε σύμμαχοί μας, δεν την μπορούμε άλλο
την προσμονή!
Χτυπάνε καμπάνες ή τις ονειρεύομαι! Είναι πάλι Οκτώβρης,
είναι πρωί, είναι 12 Οκτωβρίου. Δε μας κρατά το κρεβάτι, δε μας χωρά το σπίτι,
δε μας χωρά η πόλη, ο κόσμος ολάκαιρος δε μας χωρά! Να μπορούσαμε να πετάξουμε,
ναι, να πετάξουμε, γύρω – γύρω απ’ τη Γη, να τη χαρούμε έτσι λεύτερη,
νεογέννητη, μια καταγάλανη κρυστάλλινη σφαίρα!
Βγαίνουμε, ξεχυνόμαστε μες στους δρόμους. Ως και η γιαγιά
κούτσα – κούτσα με το μπαστούνι, στήθηκε χαμογελαστή στο κατώφλι.
Ναι, χτυπάνε οι καμπάνες. Οι τοίχοι δε μιλάνε σήμερα, μείναν
εκστατικοί να κοιτάνε τις γαλάζιες σημαίες που κρέμονταν από παντού.
(Απόσπασμα από το βραβευμένο
βιβλίο μου «ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΝΙΑΣ» με εξώφυλλο και εσώφυλλο από τον αγαπητό
μου φίλο Παναγιώτη Τέτση).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου