ΖΟΖΕ ΜΑΡΙΑ ΝΤΕ ΕΡΕΝΤΙΑ (1785 - 1859)
της Τούλας Σουβαλιώτη-Μπούτου
Δημοσιεύτηκε στον «Ενεργό Δημότη Νοτίων Προαστίων»
25 Οκτ. 2008
Ο Ζοζέ -Μαρία ντε Ερεντιά γεννήθηκε
το 1842 στη Φορτούνα - Kαφιέρα κοντά στο Σαντιάγκο της Κούβας και πέθανε το
1905 στην έπαυλη του Μπουρντονέ, κοντά στο Χουντάν του Ρήνου. Ο πατέρας του
ήταν Ισπανός ευγενής και η μητέρα του Γαλλίδα. Πήγε μικρός στο Παρίσι κι αφού
τέλειωσε τις σπουδές του στο κολέγιο του Σενλίς ξαναγύρισε στην Πατρίδα του και
γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Αβάνας, αλλά ύστερα από ένα χρόνο το εγκατέλειψε
και ήλθε πάλι στο Παρίσι όπου εγκαταστάθηκε οριστικά.
Μαθητής του Λεκόντ ντε Λιλ ακολούθησε τη σχολή των
Παρνασσικών και με τα πρώτα σονέτα που δημοσίευσε σε διάφορα περιοδικά και που
τα εξέδωσε κατόπιν σε συλλογή με τον τίτλο "Τρόπαια" κατέκτησε τη
δόξα και γίνηκε Ακαδημαϊκός.
Τριάντα ολόκληρα χρόνια είχε βυθισθεί στη μελέτη και μάζευε τ' απαραίτητα στοιχεία για να γράψει τα εκατόν είκοσι σονέτα του, αυτά τα αριστουργήματα της φόρμας και της επιγραμματικότητας, μέσα στα οποία αποκρυσταλλώνεται όλη η εποποιία του Ανθρώπου από την Αρχαιότητα ως την Αναγέννηση. Καθένα απ' αυτά, λέγει ο διάσημος κριτικός Λεμαίτρ, δεν έχει παρά όπως όλα τα σονέτα, δεκατέσσερις στίχους. Οι στίχοι, όμως, τούτοι λέγουν τόσα πράγματα σα να ήταν εξήντα τέσσερις. Είναι σοφοί, αραχνοΰφαντοι, πολυσύνθετοι και θαρρεί κανείς πως ο ποιητής προετοιμάστηκε πολύ κι έζησε στη χώρα και στην εποχή που κλείνουν, προτού να τους γράψει. Καθρεφτίζουν όλο τον ωραίο μύθο, το πνεύμα μιας φυλής κι ενός πολιτισμού. Προ πάντων ο Μεσαίωνας και η Αναγέννηση δεν μπορούσαν να ζωγραφιστούν ωραιότερα.
Τριάντα ολόκληρα χρόνια είχε βυθισθεί στη μελέτη και μάζευε τ' απαραίτητα στοιχεία για να γράψει τα εκατόν είκοσι σονέτα του, αυτά τα αριστουργήματα της φόρμας και της επιγραμματικότητας, μέσα στα οποία αποκρυσταλλώνεται όλη η εποποιία του Ανθρώπου από την Αρχαιότητα ως την Αναγέννηση. Καθένα απ' αυτά, λέγει ο διάσημος κριτικός Λεμαίτρ, δεν έχει παρά όπως όλα τα σονέτα, δεκατέσσερις στίχους. Οι στίχοι, όμως, τούτοι λέγουν τόσα πράγματα σα να ήταν εξήντα τέσσερις. Είναι σοφοί, αραχνοΰφαντοι, πολυσύνθετοι και θαρρεί κανείς πως ο ποιητής προετοιμάστηκε πολύ κι έζησε στη χώρα και στην εποχή που κλείνουν, προτού να τους γράψει. Καθρεφτίζουν όλο τον ωραίο μύθο, το πνεύμα μιας φυλής κι ενός πολιτισμού. Προ πάντων ο Μεσαίωνας και η Αναγέννηση δεν μπορούσαν να ζωγραφιστούν ωραιότερα.
Αφού εξάντλησε έτσι τα ιστορικά θέματα ο Ερεντιά,
γίνεται τέλος υποκειμενικότερος και καταλήγει στη φύση, στο όνειρο και στην
Παράδοση. Διαβάζοντας κανείς το "Κρεβάτι" νομίζει πως η ίδια ψυχή της
οικογενειακής Εστίας ανασταίνεται για μια στιγμή και μιλεί για ό,τι τίμιο,
ωραίο και ιερό κληροδοτεί ο πατέρας στο παιδί και στο εγγόνι του.
Γενικά, τα σονέτα του Ερεντιά δεν τα βρίσκει κανείς
τόσο τέλεια σε κανένα άλλο Γάλλο ποιητή και όπως είπε ο Ζολά: "το καθένα
απ' αυτά λάμπει σαν άστρο μέσα στο σκοτάδι".
Ο ΚΥΔΝΟΣ
Σ' ένα θριαμβικό ουρανό που ο ήλιος τον φλογάει,
η ασημένια τρίηρα μέσ' στο ποτάμι ασπρίζει,
και μύρο σα θυμίαμα στ' αυλάκωμα σκορπάει,
με τα τραγούδια των αυλών, τη μέταξα που τρίζει.
η ασημένια τρίηρα μέσ' στο ποτάμι ασπρίζει,
και μύρο σα θυμίαμα στ' αυλάκωμα σκορπάει,
με τα τραγούδια των αυλών, τη μέταξα που τρίζει.
Στην πλώρη τη χρυσόφωτη που ένα γεράκι γέρνει,
έξω απ' το θρόνο κρεμαστή για να καλοκοιτάει,
η Κλεοπάτρα ορθή στο φως που η δύση xρυσοσπαίρνει,
μοιάζει τρανό χρυσοπουλί που σε πουλάκι ορμάει.
έξω απ' το θρόνο κρεμαστή για να καλοκοιτάει,
η Κλεοπάτρα ορθή στο φως που η δύση xρυσοσπαίρνει,
μοιάζει τρανό χρυσοπουλί που σε πουλάκι ορμάει.
Να ή Ταρσός που ο ήρωας ξαρμάτωτος προσμένει!
Κι ' ανοίγει η ομορφορήγισσα μι' αγκάλη αφροπλασμένη,
ρόδινη απ' την πορφύρα της μέσ' στ' αγεριού το χάδι.
Κι ' ανοίγει η ομορφορήγισσα μι' αγκάλη αφροπλασμένη,
ρόδινη απ' την πορφύρα της μέσ' στ' αγεριού το χάδι.
Και δεν είδαν τα μάτια της κάποιο της Μοίρας βάρος,
κοντά της που τραντάφυλλα μαδούσαν στο σκοτάδι
του κύματος δυο θεία παιδιά, η Αποθυμιά κι' ο Χάρος!
κοντά της που τραντάφυλλα μαδούσαν στο σκοτάδι
του κύματος δυο θεία παιδιά, η Αποθυμιά κι' ο Χάρος!
Kοιτούσαvε κι οι δυο μαζί απ' τ' αψηλό μπαλκόνι,
ν' αποκοιμάται η Αίγυπτος σ' αέρι πυρό από κάτου.
Τον ποταμό που ολόμαυρος το Δέλτα χαρακώνει,
προς τη Σαΐδα να κυλά τα ολόπηχτα νερά του.
Και να ο Ρωμαίος ένοιωθε στο xαλκοθώρακά του,
-σαν που κοιμίζει αιχμάλωτος πολεμιστής παιδάκι,-
να γέρνει, να λιγοθυμά στην άτρομη καρδιά του,
το ηδονικό που έσφιγγε στα στήθια του, κορμάκι.
-σαν που κοιμίζει αιχμάλωτος πολεμιστής παιδάκι,-
να γέρνει, να λιγοθυμά στην άτρομη καρδιά του,
το ηδονικό που έσφιγγε στα στήθια του, κορμάκι.
Κι' αύτη τ' ωχρό κεφάλι της χωμένο στα μαλλιά της
γυρίζοντας γλυκά σ' αυτόν που μύρο εμέθα πλάνο,
το στόμ' απλώνει για φιλί, τα μάτια τα λαμπρά της.
γυρίζοντας γλυκά σ' αυτόν που μύρο εμέθα πλάνο,
το στόμ' απλώνει για φιλί, τα μάτια τα λαμπρά της.
Κι' ο λάβρος Ιμπεράτορας σκυφτός εκεί από πάνω,
είδε στα βαθιά μάτια της στιχτά με xρυσαστέρες,
μια δίχως άκρη θάλασσα που φεύγανε γαλέρες!
είδε στα βαθιά μάτια της στιχτά με xρυσαστέρες,
μια δίχως άκρη θάλασσα που φεύγανε γαλέρες!
ΤΟ ΚΡΕΒΒΑΤΙ
Κι αν τούλιv' η μεταξωτη κουρτίνα το σκεπάζει,
κι' αν ειν' σαν τάφος θλιβερό, πρόσχαρο σα φωλίτσα,
εκεί γεννιέται ο άνθρωπος και σμίγει κι ησυχάζει,
παιδιά, γυναίκες, γέροντες, αvτρόγεvα, κορίτσα.
κι' αν ειν' σαν τάφος θλιβερό, πρόσχαρο σα φωλίτσα,
εκεί γεννιέται ο άνθρωπος και σμίγει κι ησυχάζει,
παιδιά, γυναίκες, γέροντες, αvτρόγεvα, κορίτσα.
Νυφιάτικο για νεκρικό πάνω αγιασμό ας σκορπούνε!
το σκέπουν βάγια, στέφανα και του Σταυρούη λαμπράδα,
κι όλα κει πάνω αρχίζουνε, όλα κει πάνω σβούνε,
από την πρώτη χαραυγήν ως τη στερνή λαμπάδα.
το σκέπουν βάγια, στέφανα και του Σταυρούη λαμπράδα,
κι όλα κει πάνω αρχίζουνε, όλα κει πάνω σβούνε,
από την πρώτη χαραυγήν ως τη στερνή λαμπάδα.
Φτωχό, χωριάτικο κι απλό γι' άρxοvτοστολισμένο,
καμαρωτό, κατάxρυσο γι' απ' έβενο φτιασμένο,
ή από ξύλο, σίδερο γι' αδούλευτον ελάτι,
καμαρωτό, κατάxρυσο γι' απ' έβενο φτιασμένο,
ή από ξύλο, σίδερο γι' αδούλευτον ελάτι,
Χαρά στον που μπορεί χωρίς τρομάρες στην ψυχή του,
να κοιμηθεί στο γονικό, τίμιο, βαρύ κρεββάτι,
που γεννηθήκαν κι έσβησαν κει πάνω όλοι οι δικοί του.
να κοιμηθεί στο γονικό, τίμιο, βαρύ κρεββάτι,
που γεννηθήκαν κι έσβησαν κει πάνω όλοι οι δικοί του.
(Τα δυο, πάνω ποιήματα είναι
αριστουργηματικές
μεταφράσεις του Γιώργη Σημηριώτη )
μεταφράσεις του Γιώργη Σημηριώτη )
Σ' ΕΝΑ ΠΟΙΗΤΗ
(Γράφτηκε στις 26
Φεβρουαρίου 1905 επέτειο ημέρα, που γεννήθηκε ο Βίκτωρ Ουγκώ κι ύστερα από ένα
διάβασμα του Οράτιου).
Πάντοτε νέος θα ζεις κι αυτό χάρη στις Πιερίδες.
Γκάλλε, ποτέ συ δε θα δεις στο μέτωπο ρυτίδες.
Τα χέρια τους θα πλέκουνε, τα ωραία τους χέριααιώνια,
στο μέτωπό σου ολόγυρα, πράσινα δάφνηςκλώνια.
Γκάλλε, ποτέ συ δε θα δεις στο μέτωπο ρυτίδες.
Τα χέρια τους θα πλέκουνε, τα ωραία τους χέριααιώνια,
στο μέτωπό σου ολόγυρα, πράσινα δάφνηςκλώνια.
Και κάτω από το θείο φως όπου οι σκιές σαλεύουν,
τα μάτια σου γεμάτα φως ή νύχτα, θ' αναδεύουν,
θα καθρεφτίζουνε καθώς στους στίχους σου, βαθιά των,
το θέαμα τ' ατέλειωτο της χλαλοής των τόπων,
των αδιάφορων θεών, των πληχτικών ανθρώπων,
και θα σου μείνει η ομορφιά μονάχα των πραγμάτων.
(Μετάφραση: Γιώργης Σημηριώτης)
τα μάτια σου γεμάτα φως ή νύχτα, θ' αναδεύουν,
θα καθρεφτίζουνε καθώς στους στίχους σου, βαθιά των,
το θέαμα τ' ατέλειωτο της χλαλοής των τόπων,
των αδιάφορων θεών, των πληχτικών ανθρώπων,
και θα σου μείνει η ομορφιά μονάχα των πραγμάτων.
(Μετάφραση: Γιώργης Σημηριώτης)
ΤΟ ΚΡΕΒΒΑΤΙ
Του γάμου τα κλωνάνθια αν το στολίζουν
ή κάποτε τα κρέπια του θανάτου
στ' άσπρα κλινοσκεπάσματα από κάτου
μ' όνειρα, νιοι και γέροι το πλουμίζουν.
ή κάποτε τα κρέπια του θανάτου
στ' άσπρα κλινοσκεπάσματα από κάτου
μ' όνειρα, νιοι και γέροι το πλουμίζουν.
Της νύφης τις ντροπές τι πρώτο αν νοιώνει
κάτω απ' του σταυρού την άγια σκέπη
να 'ρχονται τ' αγγελούδια πρώτο βλέπει
και τον Αρχάγγελο το έργο του ν' αποσώνει.
κάτω απ' του σταυρού την άγια σκέπη
να 'ρχονται τ' αγγελούδια πρώτο βλέπει
και τον Αρχάγγελο το έργο του ν' αποσώνει.
Σε φτωχικό καλύβι ή σε παλάτι
άρχοντα αν είναι η κλίνη είτε σταυλίτου
από χρυσό φτιαγμένο γι' απ' ελάτι
άρχοντα αν είναι η κλίνη είτε σταυλίτου
από χρυσό φτιαγμένο γι' απ' ελάτι
Τιμή σ' αυτόν που σ' όλη τη ζωή του
κάνει το δίκιον ύπνο στο κρεββάτι
όπου ήλθανε κι εφύγαν οι γονιοί του.
κάνει το δίκιον ύπνο στο κρεββάτι
όπου ήλθανε κι εφύγαν οι γονιοί του.
(Μετάφραση:
Γιώργης Σακκάς)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου