Δυο εξαιρετικές κριτικές για την "Αμυγδαλιά' από την κα Νίκη Σαλπαδήμου, εκπαιδευτικό και συγγραφέα και από τον κ. Δημήτρη Κράνη, ποιητή και κριτικό λογοτεχνίας
Μια αμυγδαλιά ανθίζει στη νεκρή
γη
(Γεώργιος
Δροσίνης Μια εποχή Μια παρουσία)
Στην αρχαιότητα το θέατρο
ήταν ψυχαγωγία, δηλαδή αγωγή της ψυχής και καλλιέργεια πνεύματος, γι’αυτό όσοι
πολίτες ήταν φτωχοί και δεν μπορούσαν να πληρώσουν εισιτήριο, προσέρχονταν στη
μυσταγωγία του θεάτρου χάρη στα θεωρικά. Οι ταγοί της εποχής εκείνης ήξεραν με
ποιο τρόπο θα καλλιεργούσαν τις αξίες και τα ιδανικά στους πολίτες του κράτους,
ώστε να γίνουν άξιοι και ικανοί να υπηρετήσουν την Πολιτεία και τους συμπολίτες
του με συνέπεια, ήθος και γνώση.
Σήμερα τι θέατρο έχουμε;
Γιατί από θέατρα η αλήθεια είναι ότι έχουμε πάρα πολλά, πολύ περισσότερα από
όσο χρειάζεται. Το θέμα μας όμως δεν είναι ο αριθμός τους, αλλά τι παίζεται στα
θέατρα της εποχής μας. Μήπως κάτι παρόμοιο μ’εκείνα της αρχαιότητας; Όχι,
βέβαια, γιατί σήμερα ο σκοπός των περισσότερων θεατρικών παραστάσεων είναι
εμπορικός, πώς θα γεμίσει το θέατρο, πως θα προσελκύσει το θεατή. Τα μη
εμπορικά θεατρικά έργα έχουν ελάχιστους θεατές, ακόμη κι αν είναι αξιόλογο το
έργο και οι συντελεστές άξιοι υπηρέτες της υποκριτικής τέχνης. Ένα τέτοιο έργο
είναι και το «Μια αμυγδαλιά ανθίζει στη νεκρή γη» με θέμα τη ζωή του Γεωργίου
Δροσίνη, επικεντρωμένο στις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του ποιητή της
αμυγδαλιάς και του βαθιά πατριωτικού ποιήματος «Χώμα ελληνικό». Το σενάριο
έγραψε η συγγραφέας, ποιήτρια και θεατρική συγγραφέας Τούλα Μπούτου, η οποία
έχει μελετήσει σε βάθος τη ζωή του ποιητή και γι’αυτό κάποιες όμορφες
προσωπικές στιγμές του Δροσίνη ξαφνιάζουν ευχάριστα το θεατή κατά τη διάρκεια
της παράστασης. Ξετυλίγεται μπρος στα μάτια του μια μακρινή εποχή, που φαντάζει
όμως οικεία, όπως και τα πρόσωπα που συναναστρέφονταν και θαύμαζαν τον ποιητή.
Ο Γεώργιος Δροσίνης
γεννήθηκε ποιητής και ελληνολάτρης, το «Χώμα ελληνικό» είναι ένα δείγμα αυτής
της αγάπης που έτρεφε για τον τόπο του, αλλά δεν είναι το μόνο. Σπούδαζε στη
Λειψία της Γερμανίας όταν ο Δ. Βικέλας του ζήτησε να γυρίσει στην Ελλάδα για να
αναλάβει τη διεύθυνση της εφημερίδας Εστία, που τότε ξεκινούσε το ταξίδι της ως
εφημερίδα. Χωρίς δεύτερη σκέψη ο Δροσίνης άφησε στη μέρη σπουδές και
Πανεπιστήμιο και γύρισε στην Ελλάδα να αφιερώσει τον εαυτό του στην πατρίδα του
και στο καλό των συμπατριωτών του. Γι’αυτό έλεγε χαριτολογώντας: «Εγώ έμεινα
αιώνιος φοιτητής», αλλά δεν μετάνιωσε ποτέ γι’αυτή του την επιλογή.
Το θεατρικό έργο «Μια
αμυγδαλιά ανθίζει στη νεκρή γη» είναι πραγματική απόλαυση πνεύματος και ψυχής,
αληθινή ψυχαγωγία με την κυριολεκτική σημασία της λέξης. Μια πλημμυρίδα
ευγενικών συναισθημάτων κατακλύζει τη σκηνή και ρέει προς το θεατή, διότι οι
συντελεστές της παράστασης δεν έχουν μπει, όπως λέγεται, στο πετσί του ρόλου,
αλλά δίνουν την εντύπωση ότι κινούνται σ’εκείνη την όμορφη εποχή, τη γεμάτη
απ’τη λυρική ποίηση του Δροσίνη. Ο θεατής σ’αυτή την παράσταση παρακολουθεί και
μαθαίνει ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας μας πληροφορείται για σημαντικούς
πνευματικούς ανθρώπους, οι οποίοι άφησαν το ευεργετικό στίγμα τους στον τόπο. Για
παράδειγμα ο «Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων» ιδρύθηκε από τον Δ.
Βικέλα και συνεχίζει τη δράση του μέχρι και σήμερα. Ο Γ. Δροσίνης δεν υπηρέτησε
μόνο τη Μούσα αλλά και τους συνανθρώπους του από πολλά μετερίζια με ζήλο και
πολύ πείσμα, προκειμένου να πετύχει το καλύτερο για το κοινωνικό σύνολο.
Αυτό το θεατρικό έργο της
κ. Τούλας Μπούτου, γιατί έχει γράψει πολλά αξιόλογα θεατρικά έργα, αλλά αυτό
για τον Δροσίνη θα έπρεπε να το παρακολουθήσουν οι μαθητές των Γυμνασίων και
των Λυκείων τουλάχιστον της Αττικής. Από τέτοια θεατρικά έργα έχουν ανάγκη οι
νέοι μας σήμερα και πολύ περισσότερο σ’αυτή τη δύσκολη περίοδο που περνά η
πατρίδα μας, να διδαχτούν από το παράδειγμα του μεγάλου μας ποιητή, να φτιάξουν
το δικό τους όνειρο για το μέλλον, να παλέψουν με πίστη και ελπίδα για κάτι
καλύτερο. Να αντιληφθούν πόσο σημαντικό, πόσο μοναδικό είναι αυτό το κομμάτι
γης που λέγεται Ελλάδα και να πιστέψουν στον εαυτό του. Να πιστέψουν πως οι
Έλληνες δεν είναι κατώτεροι από τους άλλους Ευρωπαίους, το αντίθετο μάλιστα
αξίζουν γιατί έχουν ψυχή και τα έχουν καταφέρει σε πολύ δυσκολότερες
καταστάσεις. Ο Έλληνας το έχει αποδείξει στη μακρά ιστορία του ότι δεν τον
καταβάλλουν οι αντιξοότητες και δεν καταθέτει εύκολα τα όπλα, αγωνίζεται με
σθένος, υπομονή και επιμονή και επιτυγχάνει το σκοπό του. Όταν ο άνθρωπος έχει
στόχο και θέληση θα πετύχει.
Το έργο ξεχειλίζει από
τρυφερότητα, από αγνά συναισθήματα, που ενέπνεαν τον ποιητή κι έγραφε ποιήματα
γεμάτα αισιοδοξία και ομορφιά. Ακόμα και από εκείνα που απέπνεαν μια θλίψη, δεν
έλειπε κάποιος στίχος ανατροπής του κλίματος. Ο Δροσίνης αγαπούσε τη ζωή, τη
νιότη, που την εξυμνούσε σε κάθε ευκαιρία, τη φύση και γι’αυτό ο παράδεισός του
ήταν η Κηφισιά και η Αμαρυλλίς. Όλος αυτός ο πλούτος ψυχής είναι διάχυτος πάνω
στη σκηνή χάρη στη θαυμάσια ερμηνεία του κ. Μανόλη Δεστούνη, αλλά και όλων των
συντελεστών της παράστασης. Τέτοιες εξαιρετικές παραστάσεις θα έπρεπε και τα
Υπουργεία Πολιτισμού και Παιδείας να τις αγκαλιάζουν και να τις υποστηρίζουν
και όχι να κατορθώνουν κάποιοι να παρεισφρέουν σε προγράμματα και να
διακωμωδούν τα ιερά και τα όσια της Πατρίδας μας. Ευτυχώς την τελευταία στιγμή
ματαιώθηκαν τα σχέδιά τους χάρη σε κάποιους ανθρώπους που ενδιαφέρονται ακόμα
για τον τόπο και την ιστορία του.
Νίκη
Σαλπαδήμου
Συγγραφέας
– Εκπαιδευτικός
«ΜΙΑ
ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ ΑΝΘΙΖΕΙ ΣΤΗ ΝΕΚΡΗ ΓΗ»
της Τούλας
Μπούτου
Η παράσταση του θεατρικού
έργου της Τούλας Μπούτου (θέατρο ΤΡΙΑΝΟΝ, Αθήνα, Τετάρτη 3-4-2013), με τον
τίτλο: «Μια αμυγδαλιά ανθίζει στη νεκρή γη» (Γεώργιος Δροσίνης, Μια εποχή – μια
παρουσία) είναι μια ευχάριστη έκπληξη για τον θεατή της. Έργο σφιχτοδεμένο,
καλογραμμένο, με μια ευγένεια λόγου και ιδεών, που το χαρακτηρίζει από τη αρχή
μέχρι το τέλος. Χωρίς «κοιλιές», που είναι ένα σύνηθες μειονέκτημα πολλών
θεατρικών έργων του σύγχρονου, αλλά και του παλιότερου ρεπερτορίου, «ρουφιέται»
κυριολεκτικά, κρατώντας αδιάπτωτο το ενδιαφέρον. Σε μεταφέρει σε άλλες
παλιότερες (αλλά και τόσο κοντινές) εποχές στην Αθήνα, που πέρασε ως εποχή,
εικόνα, σκηνικό, χρώμα και αίσθημα και δεν θα ξαναγυρίσει πια, γιατί έτσι είναι
η εξέλιξη, έτσι είναι η ζωή. καταγράφει με συνέπεια βιογράφου τη ζωή του ποιητή
και των αστών της εποχής του.
Η υπόθεση του θεατρικού έργου αναφέρεται στη
ζωή του προσφιλέστατου για τους συγχρόνους του ποιητή, του Γεωργίου Δροσίνη
(1859-1951), που τόσο αγαπήθηκε από τους Αθηναίους και από όλους τους απανταχού
Έλληνες, για τους λυρικούς, αισθαντικούς, εξαίσια μελωδικούς στίχους των
ποιημάτων του, που υμνήσανε τη φύση, τις ομορφιές της, τον άνθρωπο, τη γυναίκα,
τον έρωτα, τις εποχές, τα δέντρα και τα λουλούδια. Εν συνόψει για ό,τι
ωραιότερο συναντά κανείς στη φύση, μέσα στη ζωή και στους ανθρώπους της.
Ακριβέστατος υμνητής των τοπίων της φύσης, ιδίως της Αττικής και της αγαπημένης
του Κηφισιάς – όπου η έπαυλη «Αμαρυλλίς» - που πέρασε εκεί ένα μεγάλο μέρος της
ζωής του, ιδίως της εποχής της ωριμότητας και των βαθειών γηρατειών του (πέθανε
μόλις έκλεισε τα 92 προς 93 χρόνια της ζωής του).
Ο ποιητής Γ. Δροσίνης
υπήρξε η εικόνα μιας πολυτραγουδισμένης – είναι αλήθεια – εποχής, που πέρασε κι
άφησε κι αυτή όμορφες αναμνήσεις και την αίσθηση μιας διάχυτης ευγένειας
αισθημάτων, ενός πάλλοντος ρομαντισμού, ενός καθρέφτη έρωτα, ποίησης,
συγκίνησης και έντονων παλμών της καρδιάς. Θα περίμενε κανείς ότι ένα έργο που
αναφέρεται με πιστότητα στη ζωή και στο έργο ενός ποιητή άλλης εποχής, που
παρήλθε ανεπιστρεπτί, θα κούραζε το θεατή και ίσως τον βάραινε με πράγματα και
ιδίως συναισθήματα, που τώρα δεν μετράνε ίσως στο μοντέρνο έρωτα και στην
αγχωτική ζωή μας. Κι όμως ένα τέτοιο πράγμα δεν συμβαίνει. Συμβαίνει το αντίθετο.
Γιατί η συγγραφέας, με αξιοζήλευτη σκηνική τεχνική, μεστότητα θεατρικού λόγου
και ιδίως ολοζώντανων διαλόγων μεταξύ των προσώπων του έργου, κατορθώνει να
ζωγραφίσει πιστά μια ολόκληρη ζωή της Αθήνας και των πνευματικών ανθρώπων της,
εισάγοντας έντεχνα, χωρίς να κουράζει καθόλου, πολλούς αυτούσιους στίχους
αγαπημένων και γνωστών ποιημάτων του Γ. Δροσίνη, που διαβαστήκανε πολύ και
τραγουδηθήκανε με πάθος και λατρεία από τους ανθρώπους της εποχής του. Οι
ομοιοκατάληκτοι, συνήθως βραχείς, μελωδικοί, εύηχοι και αισθαντικοί στίχοι του
Γ. Δροσίνη γοητέψανε και γοητεύουνε ακόμα, γραμμένοι σε μια στρωτή και καλλιεπή
καθομιλουμένη γλώσσα της πρωτεύουσας, χωρίς ακρότητες και με λυρική, ουσιαστική
διατύπωση που πηγάζει από το Δημοτικό μας Τραγούδι, που τόσο αγάπησε και
ασχολήθηκε μ’αυτό ο ποιητής, εκ καταγωγής Μεσολογγίτης.
Βλέποντας το έργο αυτό,
παρακολουθείς βήμα προς βήμα τη ζωή, τη δράση (φιλανθρωπική – κοινωνική –
πνευματική), το έργο, τις πνευματικές γνωριμίες του ποιητή (Κ. Παλαμάς, Δ.
Βικέλας, Α. Σικελιανός, κ.α.) και φυσικά τις γυναίκες που γνώρισε και αγάπησε
μέχρι τα βαθιά του γεράματα, με διακριτικότητα και βαθιά αισθήματα. Αυτά τα
δίνει με φωτογραφική ακρίβεια ο θεατρικός λόγος της Τούλας Μπούτου, σε τόσο
ικανοποιητικό σημείο, που δεν είναι πλέον ανάγκη να προσφύγεις σε μια βιογραφία
του ποιητή ή σε μια εγκυκλοπαίδεια «περί του βίου του». Αλλά και για όποιον
γνωρίζει ή έχει ασχοληθεί ευρύτερα με το έργο του ποιητή, πάλι κι αυτός πολλά
έχει να μάθει ή να θυμηθεί από τους μεστούς διαλόγους, κεντημένους σαν
εργόχειρο ποιοτικό, χωρίς κακόηχες λέξεις ή βωμολοχίες ή ασημαντότητες του
σύγχρονου «πενέστατου» θεατρικού λόγου, που μαστίζει τη χώρα μας με κλισέ και
κοινοτυπίες.
Ο τίτλος του έργου
παραπέμπει στο πασίγνωστο ποίημα «Ανθισμένη αμυγδαλιά», που έγινε πιο γνωστό ως
τραγούδι και σήμα κατατεθέν μιας ολόκληρης εποχής της Αθήνας, της παλιάς και
όμορφης Αθήνας κι απλώθηκε μετά σε όλη τη χώρα. Δεν υπήρξανε ελληνικά χείλη,
είτε στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό που να μην τραγουδήσανε ή σιγοψιθυρίσανε αυτή
τη μελωδική αισθηματική ποίηση που έγινε θρύλος και τραγούδι κάποιου ευγενικού
έρωτα που όλοι νιώσαμε κάποτε μια ή πολλές φορές… Το έργο καταγράφει όλες τις
λεπτομέρειες της σύνθεσης του ποιήματος «ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά με τα
χεράκια της» και ιδίως ασχολείται με το θέμα της μουσικής σύνθεσης του
ποιήματος, του συνθέτη και του γενεσιουργού αιτίου ή του ποιητικού ερεθίσματος,
που έδωσε το έναυσμα της δημιουργίας του.
Αλλά, για περισσότερες
λεπτομέρειες, παραπέμπω στο θεατρικό έργο, όπου δίνεται όλο το ιστορικό της
«Ανθισμένης αμυγδαλιάς». Καταγράφεται μια εποχή τρυφερότητας στον έρωτα,
αιδημοσύνης αλλά και σφοδρότητας, όπου τα αισθήματα δίνονται από τους
ερωτευμένους πολλές φορές με στίχους. Άλλωστε, σ’αυτή την εποχή γραφτήκανε
θαυμάσιοι ερωτικοί στίχοι του Κωστή Παλαμά, του Ι. Γρυπάρη, του Καμπά, του
Μιλτιάδη Μαλακάση, της Μυρτιώτισσας, της Μαρίας Πολυδούρη κ.α. Ο Γ. Δροσίνης,
εξέχον μέλος της νέας Αθηναϊκής Σχολής, σφραγίζει με την ποίησή του τουλάχιστον
70 χρόνια, τραγουδώντας κυρίως τον έρωτα, με τον δικό του λεπτό, αλλά
διεισδυτικό τρόπο γραφής. Κι αυτόν τον τρόπο τον διασώζει η Τούλα Μπούτου μέσα
στο δικό της θεατρικό έργο, με τρόπο λεπτομερειακό, τεκμηριωμένη έρευνα (αφού
έχει ασχοληθεί και παλιότερα με τρεις μελέτες κι ένα βιβλίο της για τον Γ.
Δροσίνη και το έργο του), δίνοντας με τα πρόσωπα του έργου μια εικόνα του πως
αισθάνονταν τότε οι άνθρωποι το ωραίο συναίσθημα του έρωτα. Του αληθινού έρωτα,
για όσο διαρκεί. Πολύ ή λίγο…
Η παράσταση, άριστα
δεμένη και σκηνοθετημένη από τον Στέλιο Γούτη, με θαυμάσια κοστούμια (πλούσια
και πολυτελή, χωρίς να «φείδονται» εξόδων και κόστους), με μια πρωτότυπη
μουσική του γνωστού συνθέτη Παντελή Θαλασσινού, είναι, συν τοις άλλοις, μια
εικαστική καταγραφή και λαογραφική απεικόνιση της εποχής του Γ. Δροσίνη. Το
παίξιμο των επτά ηθοποιών, που συμμετέχουν στο θεατρικό έργο, είναι σωστό,
μετρημένο, άμεσο και εξαιρετικά ζωντανό, που σε κάνει να νιώθεις ότι ζεις από
κοντά την εποχή και ιδίως τον άνθρωπο Γ. Δροσίνη, αυτό τον αθεράπευτο λάτρη των
ωραίων αισθημάτων μέχρι τα βαθειά του γεράματα. Θα ήτανε παράλειψη να μην
επισημάνει κανείς το παίξιμο του πρωταγωνιστή του έργου, του γνωστού και
εμπειρότατου ηθοποιού, του Μανώλη Δεστούνη, που υποδύεται εκπληκτικά τον Γ.
Δροσίνη. Κινήσεις, διακυμάνσεις της φωνής του, ανάλογα με τη χρονική στιγμή,
την εποχή και την ηλικία του ποιητή, όπως την ξετυλίγει χρονογραφικά η
συγγραφέας. Ηθοποιός, που διακρίθηκε σε κωμικούς ρόλους αγαπητότατους, αλλά και
σε άλλους ρόλους πρόζας μέσα στη μακρά θεατρική διαδρομή του, εδώ εκπλήσσει πάλι,
γιατί σ’ένα άλλο είδος ρόλου, δίνει τον ποιητή όπως επιβάλλεται: ποιητικά!
Θα ήτανε παράλειψη να μην
ομολογήσω πόσο «πλήρης» φεύγει ο θεατής από την παρακολούθηση του θεατρικού
έργου της Τούλας Μπούτου, που αγγίζει καρδιές, τέρπει ψυχές και αφήνει μετά, το
άρωμα, την ευωδιά μιας ευγενικής ποιητικής φωνής, εκείνης του Γ. Δροσίνη.
Δημήτρης
Α. Κράνης