Ο
θάνατος του ποιητή
Γιατί
πρέπει να θυμόμαστε
τις 17 του Απρίλη του 1824 – ήταν Πάσχα τότε – ο Ποιητής
άφηνε την τελευταία πνοή του στο Μεσολόγγι. Αυτή την Ελληνική πόλη του
μαρτυρίου, της άσβεστης δόξας, της σημαδεμένης ιστορίας – το παναθρώπινο σύμβολο
ηρωισμού είχε διαλέξει λες ο λόρδος Μπάιρον – ο βαθειά και με πλήρη επίγνωση
Φιλέλλην Άγγλος ποιητής – για να φύγει από τούτο τον κόσμο.
Είχε φτάσει εκεί τον Δεκέμβρη του 1823 ύστερα από ένα
απελπιστικά σκληρό ταξίδι με το κακοτάξιδο ‘μπρίκι’ «Ηρακλής». Στη συντροφιά
του οι υπηρέτες του Φλέτσερ και Τίτο. Ο νεαρός ιταλός γιατρός Μπρούνο που ο
φόβος τον έκανε νευρικό και αεικίνητο.
Μερικοί ακόμα φίλοι, ο Φίνλεϋ, ο Τρελώνη κι από κοντά με το
δικό του σκαρί που μόλις είχε γλυτώσει την τούρκικη πειρατεία, ο πιο πιστός του
σύντροφος, ο Πιέτρο Γκάμπα. Το μπρίκι, φορτωμένο τα δυο κανόνια, άλογα,
νοσηλευτικό υλικό, άλλα όπλα, όσα χρήματα μπόρεσε να σηκώσει από την Τράπεζα
της Ζάκυνθος και τον αγαπημένο του σκύλο Λάιον.
Ήταν το δεύτερο ταξίδι του λόρδου στην Ελλάδα, τη χώρα που
λάτρευε για την ιστορία της, που τη μελέτησε και που στο βάθος του μυαλού του
πίστευε πως αφού τη βοηθήσει σε επιτυχία και κάθε θυσία ν’αποτινάξει τον άνομο
τουρκικό ζυγό, θάθελε να βρει έναν ηρωικό θάνατο εκεί, στα ιερά της χώματα,
κάτω απ’τον ήλιο της που του γέννησε την έμπνευση να γράψει τόσα πολλά. Όπως τα
«Νησιά της Ελλάδας» (που τα είχε ταιριάξει στο γ’ μέρος του Δον Ζουάν). Τα ερωτικά
του, όπως το εξαίσιο «Ζωή μου σ’αγαπώ» για την κόρη των Αθηνών, την Τερέζα
Μακρή και τόσα άλλα.
Στο νου του είχε πάντα και κάποια προφητεία, πως θα
τελείωνε αυτή την γεμάτη περιπέτειες και λοξοδρομήματα ζωή του, σε κάποια χώρα
μεγαλείου και αιώνιας δόξας.
Στην προκυμαία οι Μεσολογγίτες τον είχαν υποδεχθεί με
ενθουσιασμό, ξεσηκωμένοι και γεμάτοι ελπίδες για τη δική του βοήθεια. Μαζί κι ο
πολιτικός Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, σοβαρός, με τη μαύρη ρεντιγκότα του, που
γνώριζε πως ο Μπάιρον τον είχε ξεχωρίσει από τότε, στη γνωριμία τους στην Πίζα
και είχαν πολλά να κάνουν μαζί για να βοηθήσουν στον Αγώνα. Περίμεναν την
«Αργώ», το καράβι που θα’φερνε με τις φροντίδες του Φιλελληνικού Κομιτάτου της
Αγγλίας τη βοήθεια που είχαν υποσχεθεί οι ξένοι. Κανόνια, κασόνια με τα βλήματα
Κονγκρέιβ (όπλα νέας τεχνολογίας). Θα οργάνωναν τον στρατό από μισθοφόρους, για
να πάρουν αμέσως το Λεπάντο, το φρούριο της Ναυπάκτου… Κοινά τους όνειρα κι
ελπίδες. Το χρήμα από το Βύρωνα άρχισε να ξοδεύεται αλύπητα. Από το Γενάρη, ο Στάινχοπ,
ο συνταγματάρχης από το Κομιτάτο, έρχεται, εκδίδει τα «Ελληνικά Χρονικά»: Μα «όπλα
και φωτιά χρειάζεται η κατακαημένη αυτή πολιτεία!», λέει ο ακούραστος μα
φιλάσθενος λόρδος. Ξέρει πως λίγο πριν, τον Οκτώβρη του 1822, ο Ομέρ Βρυώνης με
7000 στρατιώτες, τους είχε πολιορκήσει, όμως ο Μάρκος Μπότσαρης με τα
παλληκάρια του έκαναν τον Τουρκαλά να μετανιώσει για την αποκοτιά του. Κι ας
πλήρωσε με μια σφαίρα στο ηρωικό του μέτωπο ο Μάρκος τον ηρωισμό του. Στον τάφο
του ζήτησε και πρόλαβε να πάει και να προσευχηθεί ο λόρδος Βύρων. Εκεί διάβασε
στίχους του από το έργο του «Δον Ζουάν»:
Απ΄τους άπιστους Φράγκους
λευτεριά μη ζητάτε!
Εκεί ζουν ηγεμόνες που πουλούν κι αγοράζουν.
Με δικό σας τουφέκι και σπαθί πολεμάτε!
Αυτού θά’βρετ’ ελπίδα, κι ό,τι θέλουν ας τάζουν.
Ζυγός Τούρκου, με Φράγκου πονηριά σαν ταιριάσουν
την ασπίδα, όσο νά’ναι δυνατή, θα τη σπάσουν.
(Μετ: Αργύρη Εφταλιώτη)
Οι μέρες και οι νύχτες δύσκολες, η βοήθεια δεν
ολοκληρώνεται. Ο Μπάιρον βρίσκει παρηγοριά στις έφιππες περιπλανήσεις μαζί με
τον Πιέτρο Γκάμπα στα νησάκια της λιμνοθάλασσας, όπου φτάνουν με τα πλεούμενα,
τα πρυάρια. Όταν ιππεύει, δεν νιώθει την αναπηρία του, τα τόσο πονεμένα
ανήμπορα πόδια που έτσι δεν τον βαστούν. Τριάντα έξι χρόνια παλεύει μ’αυτά.
Παρηγοριά και τα γράμματα της Αυγούστας, της ετεροθαλούς
μεγαλύτερης από εκείνον, αδελφής του. Μια πολυσυζητημένη σχέση, ένα
παραστράτημα που έγινε μια παντοτινή, στοργική παρουσία. Πεντακόσιοι στίχοι
γι’αυτήν έχουν ενταχθεί στα «κάντο» του «Τσάιλντ Χάρολντ». Αυτή στα γράμματα
τον πληροφορεί για την τύχη της κόρης του Άντα που ζει με τη χωρισμένη από τον
Μπάιρον μητέρα της στην Αγγλία… Και τη δική της (και δική του;) κόρη. Τον
ενθαρρύνει. Τον εμπνέει.
Η 9η Απριλίου ήταν μια μέρα κατσουφιασμένη και
βροχερή, Ο ποιητής ξύπνησε και οι πόνοι στα πόδια και τις άλλες αρθρώσεις τον
άρπαξαν προτού ακόμα σηκωθεί απ’το κρεβάτι. «Είχα γράμμα απ’την Αυγούστα!»,
είπε στον Γκάμπα. «Μου γράφει όλα τα νέα! Για την κόρη μου, που έγινε κιόλας 8
χρόνων!» Προσπαθούσε να διώξει τους ίσκιους απ’την καρδιά του. «Πάμε για την
ιππασία μας!», είπε στο φίλο του. «Σήμερα θα έχω συνάντηση με τον Μαυροκορδάτο,
πρέπει να πάμε κατά τα Σάλωνα, για τη συνέλευση. Καθοριστικές πράξεις περιμένουν
τις δικές μας αποφάσεις».
Ο Γκάμπα είχε τις αντιρρήσεις του, για τον άσχημο καιρό,
τους κινδύνους για την ευαίσθητη υγεία του Βύρωνα. Όμως, δεν μπορούσε να
αντισταθεί. Ξεκινήσανε με το μικρό πλεούμενο, ο μπάρμπα Γαζής, ο γερο ψαράς,
τους περίμενε με το τσαγερό πάνω στα αναμμένα ξύλα. Έτρεξαν ώρες πολλές μέσα
στα λασπόνερα, το φαρί του τσαλαβουτούσε αλαφιασμένο κι ανήσυχο. Κι η βροχή
ανελέητη, τον έλουζε, τον μούσκευε.
Κι όταν επέστρεψαν, ο λόρδος Μπάιρον, σπάραζε από τον υψηλό
πυρετό και τα ρίγη που τον συντάραζαν.
Άδικα οι υπηρέτες προσπαθούσαν να τον ζεστάνουν. Οι γιατροί
μαζεύονται τριγύρω του. Ο Μπρούνο, ο Μίλιγκεν, ο Τράιμπερ και ο Λουκάς Βάγιας,
καλεσμένοι από τον Μαυροκορδάτο είναι κοντά του για ένα ιατρικό συμβούλιο.
«Αφαίμαξη!», είναι το συμπέρασμά τους. «Βδέλλες και αφαίμαξη», ήταν κορυφαία
ιατρική λύση της εποχής εκείνης. Ο ποιητής αντιδρά όσο μπορεί. Παλεύει με τους
εφιάλτες του, την αγωνία για τα ανεκπλήρωτα σχέδια. «Ωστόσο υπάρχει κάτι μέσα
μου, πάνω από χρόνο βάσανα που θ’ανασαίνει ακόμα κι όταν θα έχω ξεψυχήσει»,
είχε γράψει μέσα στο «Τσάιλντ Χάρολντ».
Στις 17 Απριλίου ο μεγάλος φιλέλληνας αφήνει την τελευταία
του πνοή. Μια ολόκληρη φιλολογία ξεπετιέται από τη ζωή και το θάνατό του. Ο Β.
Ουγκώ στα «Orientales». Ο Πούσκιν γράφει για την «ηχώ που βγάνει του Τυρταίου,
του Μπάιρον και του Ρήγα η άξια λύρα» Ο Λαμαρτίνος το 1925 γράφει το «τελευταίο
τραγούδι του Τσάιλντ Χάρολντ» εμπνευσμένο από τον ποιητή. «Μια ύστατη κραυγή
απέμεινε και ακούστηκε! Μια μόνο λέξη! Ελευθερία!»
Κι ο βάρδος μας, ο Σολωμός που πολέμησε με την πένα στη
μάχη του Μεσολογγίου θα κάνει τη μεγαλειώδη επίκληση:
Λευτεριά, γιὰ λίγο πάψε
νὰ χτυπᾶς μὲ τὸ σπαθί.
Τώρα σίμωσε καὶ κλάψε
εἰς τοῦ Μπάιρον τὸ κορμί.
Το Μεσολόγγι θα σηκώσει ακόμη το σταυρό του μαρτυρίου και
της υπέρτατης θυσίας… Όμως ο Ποιητής έχει δέσει παντοτινά τον ίσκιο από το
εφήμερο πέρασμά του με την καθοριστική ιστορική ώρα αυτής της πόλης. Έχει
εξιλεωθεί για τους δρόμους που είχε πάρει προτού να καταλάβει τον αληθινό
προορισμό του, να κερδίσει μιαν ανίκητη αθανασία.