Όταν η απελπισία οδηγεί στην ελπίδα
Κώστα Γεωργουσόπουλου
Στήλη «θεατρική κριτική»
Τα Νέα, Δευτέρα 14/11/2011
Υπάρχουν μερικοί ηθοποιοί μας που κουβαλούν μια, για μένα
τουλάχιστον, ένδοξη παράδοση λαϊκού θεάτρου, ενώ οι ίδιοι έχουν σπουδάσει συχνά
δίπλα σε αξιόλογους δασκάλους, ακόμη και σε μεταπτυχιακό στάδιο στο εξωτερικό. Το
λαϊκό μας θέατρο είναι προϊόν εποχών όπου έλειπε η θεατρική επαγγελματική
εκπαίδευση, κυριαρχούσε η θεατρική αλληλοδιδακτική και μεγαλουργούσαν οι «ασπούδαχτοι»
λεγόμενοι ηθοποιοί. Ανάμεσά τους ο Παντόπουλος, ο Βεάκης, η Κοτοπούλη, η Κυβέλη
και παλαιότερα η Παρασκευοπούλου, η Βερώνη, ο Νέζερ κτλ. Και ο Μινωτής χωρίς
ειδική εκπαίδευση, από ερασιτεχνικές εμπειρίες ανέβηκε στη σκηνή. Αυτά τα
υποκριτικά θηρία μια γενναία παράδοση που τροφοδότησε τη νεοελληνική σκηνή έως
περίπου τα μέσα του εικοστού αιώνα.
Οι λαϊκοί
αυτοί θεατρίνοι έχουν σχεδόν χαρισματική στόφα. Αυτοσχεδιάζουν, περνούν με
άνεση από στυλ σε στυλ, από εποχή σε εποχή, από τη φάρσα στο μελόδραμα και από
την επιθεώρηση και την οπερέτα στον Αριστοφάνη, τον Μολιέρο και τον Πιραντέλο. Ένας
τέτοιος ηθοποιός είναι και ο Μανώλης Δεστούνης. Με γερές θεατρικές σπουδές και
μετεκπαίδευση στην Αγγλία, ευδοκιμεί για χρόνια παράλληλα με τις εμφανίσεις του
σε «σοβαρά» επαγγελματικά σχήματα του κέντρου (έχει συνεργαστεί από τον Μυράτ
έως τη Λαμπέτη και από τον Ηλιόπουλο έως την Καλουτά), διαπρέπει στο λαϊκό
ρεπερτόριο, στο περιοδεύον σημερινό μπουλούκι. Και γνωρίζουν όσοι με
παρακολουθούν χρόνια πόσο τιμώ το σπουδαίο αυτό θεατρικό ιδίωμα. Έχω δεν τον
Δεστούνη σε όλες τις ποικίλες μεταμορφώσεις του, στην Αθήνα αλλά και σε
επαρχιακά παλκοσένικα. Πάντα ακριβής, επαγγελματικά άψογος, κυρίαρχος των μέσων
του. προικισμένος με μια περσόνα Μπάστερ Κίτον, χορεύει, τραγουδά, διανύει τον
δρόμο από το μελό στην εξτραβαγκάντσα και το γκροτέσκο με την άνεση αναπνοής,
ενώ συγχρόνως με το ευέλικτο, λιπόσαρκο σώμα του συγκροτεί κώδικες της μεγάλης
θεατρικής γλώσσας όλων των εποχών. Γνωρίζει την κομέντια ντελ άρτε, τον
Μολιέρο, το ρωσικό θέατρο και τον λαϊκό Ντάριο Φο.
Φέτος στο
θεατράκι «Στούντιο Κυψέλης» αποπειράται μια ενδιαφέρουσα σύνθεση με δυο εκτενή
μονόπρακτα. Το πρώτο γραμμένο από την Τούλα Μπούτου με τον τίτλο «Το τελευταίο
τρένο» είναι η συνάντηση δυο συνανθρώπων μας, ενός μοναχικού και ενός θύματος της
κοινωνικής βίας. Ο μοναχικός άντρας, που αισθάνεται περιττός, απορριμμένος,
ματαιωμένος, καταθλιπτικός στα πρόθυρα της εξόδου από τον βίο που τον έχει
απαξιώσει, προσφέρει στέγη και προστασία σε μια γυναίκα έρμαιο στα χέρια κάποιων
εμπόρων λευκής σάρκας και ναρκωτικών.
Οι δυο
αυτοί, για διαφορετικούς λόγους παρίες και αποσυνάγωγοι, βρίσκουν διαύλους
επικοινωνίας, ανταμώνουν στην υπνώττουσα τρυφερότητά τους και αποφασίζουν να
αρχίσουν μια νέα ζωή. Ρομαντισμός και μελόδραμα, θα πείτε. Ο Δεστούνης στον
μοναχικό άντρα και η νεαρά Μαργαρίτα Μίλλερ στον ρόλο της πανικόβλητης
παραστρατημένης, με τη σκηνοθετική οδηγία του πρώτου, έφτιαξαν ένα συμπαθητικό
ντουέτο με σωστούς ρυθμούς, εσωτερική ζωή και αμοιβαία κατανόηση και βαθμιαία
πορεία προς την περιοχή όπου η απελπισία μεταποιείται σε ελπίδα μέλλοντος και
σωτηρία ψυχής. Στο δεύτερο μονόπρακτο, μονόλογο, ο Δεστούνης αξιοποιεί ένα
κείμενο του πρόσφατα χαμένου καλού συγγραφέα και ηθοποιού Βασίλη Ανδρεόπουλου
που το είχε γράψει ειδικά για τον Δεστούνη, αλλά δεν πρόλαβε να το χαρεί στη
σκηνή. Στον μονόλογο ο ηθοποιός υποδύεται έναν «τελετάρχη» κηδειών που
περιφερόμενος στην Αθήνα αναθυμάται τη ζέουσα κάποτε πόλη, την ανθρωπιά της, τη
χαρά της δημιουργίας, το λαϊκό χιούμορ και την αλληλεγγύη. Τώρα κυκλοφορεί μέσα
σε μια πόλη έρημη, νεκρή, σκοτωμένη και ουσιαστικά της ετοιμάζει την εκφορά.
Ο Δεστούνης
είχε την πίκρα και την απαισιοδοξία του προδομένου ανθρώπου που τον πληγώνει η
Ελλάδα όπου κι αν ταξιδεύει.
Ο Γιάννης
Χριστόπουλος που χορογράφησε τα μονόπρακτα έπαιξε με χιούμορ ένα ρολάκι, ο Ζακ
Ιακωβίδης πάντα εμπνευσμένος με τις μουσικές του γέφυρες και η Γιοβάννα
Πρασίνου που οργάνωσε όψη και κοστούμια συμπληρώνουν την καλή δουλειά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου