Φοίτησε σε μια Δημοσιογραφική Σχολή και πήρε δίπλωμα Γερμανικής γλώσσας. Παράλληλα μαθαίνει Αγγλικά και μελετά μουσική και φιλοσοφία. Εργάστηκε σα δημοσιογράφος για μικρό διάστημα, και σαν καθηγήτρια της Γαλλικής σε ιδιωτικές σχολές και Νυχτερινά Γυμνάσια.
Από το 1945-1955 υπήρξε συνεργάτης του λογοτεχνικού προγράμματος της ΕΡΤ από όπου παρουσίασε Ελληνική και ξένη ποίηση, θεατρικές διασκευές αλλά και πρωτότυπες εργασίες της.
Έχει εκδώσει πάνω από 10 ποιητικές συλλογές, δύο παιδικά βιβλία, Δοκίμια, μεταφράσεις. Έργα της έχουν μεταφραστεί σε δέκα χώρες και έχουν περιληφθεί σε 26 ξένες ανθολογίες. Έχει πάρει πολλές τιμητικές διακρίσεις και βραβεία.
Η Μελισσάνθη πρωτόκανε την εμφάνισή της στα Ελληνικά γράμματα το 1930 με μια μικρή ποιητική συλλογή "Φωνές εντόμου" και τάραξε αμέσως τα λογοτεχνικά νερά της εποχής. Όλοι αναρωτιούνται "Ποιός" κρύβεται πίσω από το όνομα Μελισσάνθη.
Και όλοι λένε ποιός;
Η ποίηση της ρωμαλέα, μεστή, αδρή και συμπυκνωμένη, δε θύμιζε σε καμιά στιγμή γυναικείο χάδι και δάκρυ. Ο έρωτας όπως τον τραγουδούσαν οι ποιήτριες της εποχής απουσιάζει κι αυτός. Ποιός λοιπόν;
Και να που στη νεώτερη ποιητική συλλογή που ακολουθεί αμέσως - 1931- ένα ποίημα "Ο ΠΟΙΗΤΗΣ" έρχεται να δικαιώσει αυτούς που πιστεύουν, πως πίσω από το όνομα ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ κρύβεται ένας άντρας ίσως ο Κανέλλης όπως λένε κάποιοι.
Είμαι της γης ο αλήτης
κι έχω για σπίτι τη γαλάζια σκέπη
φεύγουν και γλιστρούν θα πεντάρες οι ώρες
από τρύπια τσέπη.
Άρχιζε το ποίημα. Να η επιβεβαίωση, λέει η Λίλη Ιακωβίδου στη Λογοτεχνική συντροφιά -ο ποιητής μιλά για τρύπια τσέπη. Έχουν οι γυναίκες τσέπες να βάλουν λεφτά;
Μας λέει η Τατιάνα Σταύρου. Ο Μιλτ. Μαλακάσης ήταν ο πρώτος που μπροστά στη συναγμένη λογοτεχνική παρέα ανοίγει μια μικρή συλλογίτσα -έτσι την αναφέρει- και λέει με συγκινημένη φωνή: «Από τούτην εδώ προαναγγέλλεται το νέο. Η νέα όραση. Η δροσιά της ποίησης η καινούργια»
Και τους διαβάζει λίγους στίχους απ'το ποίημα "Φθινόπωρο".
Του Φθινοπώρου τα σύννεφα
στίβουν το φουστάνι
να στεγνώσει τ'ουρανού.
Και στου αποβρόχου τη σκόλη
βγαίνουν για σεργιάνι οι σαλίγγαροι όλοι.
Από τότε ο ενθουσιασμός θα ακολουθεί κάθε ποιητική εμφάνιση της Μελισσάνθης. Είναι μια νέα ποίηση. Ο στίχος βαρύς από σκέψη και προβληματισμό. Πάντα -μας λέει ο Στ. Μπεκατώρος- η ποιήτρια, από τη νεαρή ηλικία της ακόμα δοκίμασε κείνη την κατάσταση της ύπαρξης, όπου η συνείδηση αποσπάται από την σωματική φυλακή της και από το χώρο και χρόνο της καθημερινής ζωής και μετατοπίζεται σε μιαν άλλη τέταρτη διάσταση, που χαρίζει το αίσθημα μιας απεριόριστης διαστολής έξω από το φαινομενικό και το παροδικό.
Το πρόσκαιρο όνειρο είμαστε
ενός άγνωστου θεού.
Μια φαντασμαγορία λαμπρή
που έχει ξετυλίξει
στα μάτια της λήθης κάποιος
όπου ζητάει να πνίξει
το φοβερό τ'αντίκρυσμα
του ίδιου του εαυτού.
Λίγες είναι οι στιγμές που η Μ. θα τραγουδήσει σαν ξένοιαστο πουλί, όπως στο ποίημα "Τραγούδι στον ήλιο".
Μέθα στο φως σου γίνομαι πουλί
Και τραγουδώ όλη μέρα σαν το σπίνο
Μιας πεταλούδας παίρνω τα φτερά
τα θεία κι ολόασπρα σαν το νέο τον κρίνο.
Σφαλώ τα βλέφαρα, εντός μου φως.
Τ'ανοίγω, φως παντού, όλο φως τριγύρα.
Και λέω. 'Ήλιε τι θάνατος λαμπρός
μες σε μια τέτοια θεία φωτοπλημμύρα'
Η ποίησή μου βγαίνει απ'όλα τα αιτήματα και τα βιώματα που είχα στη ζωή μου... Μας μιλάει η ίδια η ποιήτρια σε μια συνάντηση κάποιο απόγευμα στο σπίτι της. Με τη νεανική φωνή της, που κλείνει ακόμα και παιδικότητα, όπως και η έκφραση των μεγάλων ματιών που σε κοιτούν κατάματα, και η κάθε κίνηση του λιγνού σβέλτου κορμιού, Η ζωή της ποιήτριας δύσκολη από τα πρώτα παιδικά χρόνια, οι υπαρξιακές ανησυχίες και η αναζήτηση της Λύτρωσης αρχίζουν πολύ νωρίς και την ακολουθούν πάντα.
Μέσα σ'αυτή την εποχή του υλισμού που ζούσα πολύ νέα, είχα την αίσθηση πολλές φορές πως όλα τα πράγματα γύρω μου είχαν αποχρωματιστεί. Ήθελα να το εκφράσω. Είναι αυτό το αίσθημα της μοναξιάς που μας καραδοκεί σε κάθε μας βήμα. Και που το μόνο αντίβαρο είναι η δράση, η οποιαδήποτε δράση, που μας κάνει να ξεχνάμε τη μοναξιά.
Στο βιβλίο της "ΝΥΞΕΙΣ" ένα βιβλίο κριτικών σημειωμάτων και στοχασμού, που εκδόθηκε το 1985, η Μ. μας δίνει τον ορισμό της Μοναξιάς. Είναι η ψυχολογική εκείνη κατάσταση του ανθρώπου που βρίσκεται αντιμέτωπος με την υπαρξιακή του ένδεια και την αγωνία θανάτου που αυτή προκαλεί.
Γράφει ακόμα στο μικρό της κείμενο: "Μοναξιά και ανθρώπινη κοινωνία": Γιατί λοιπόν ν'απορούμε αν η εικόνα που παρουσιάζει σήμερα ο πλανήτης μας σε κάθε σημείο του είναι η εικόνα μιας γενικευμένης διαμάχης και διαρπαγής; Τίποτα δηλαδή περισσότερο από τη μεγαλοποιημένη εικόνα αυτού που συγκροτούμε όλοι μαζί και είμαστε ο καθένας ξεχωριστά. Μια εικόνα που απελπίζει, μα που σαν κάθε ακραία κατάσταση μπορεί να γίνει η απαρχή μιας αντιθετικής κίνησης, σύμφωνα με το νόμο της εναντιοδρομίας, προς την Ελπίδα.
Στην ίδια εκείνη συνάντηση στο μικρό ζεστό της διαμέρισμα θα την ακούσουμε να μας λέει: Η τεχνική πρόοδος γλύτωσε τον άνθρωπο από πολλά δεινά, αλλά σάρωσε άλλα τόσα καινούργια, τόσο που να ξεπεραστεί η χρησιμότητα της τεχνικής προόδου. Ο άνθρωπος είναι τώρα χρεώστης απέναντι στο συνάνθρωπο του. Γιατί δεν υπάρχει πνευματικό αντίβαρο.
Ξεχάσαμε να καθρεφτίζουμε το πρόσωπο μας στο πρόσωπο του συνανθρώπου μας. Να η θλιβερή αλήθεια. Φαύλος κύκλος λοιπόν. Αυτή την κυκλική αντιμετώπιση της ζωής και του θανάτου θα τη βρούμε σε πολλά της ποιήματα. Όπως και μια ονειρική ενόραση του γήινου και του πέρα από τη γήινη υπόσταση.
Εδώ είναι ο κόσμος μας
κι εκεί ο κόσμος τους.
Σε τίποτα δεν παραλλάζουν.
Έχουν τις ίδιες διαστάσεις
Μόνο ένα φράγμα από γυαλί σχεδόν αδιόρατο
που τους χωρίζει.
Στην ποίηση της Μ. ποτέ δεν είναι απόλυτα Ζωή ή Θάνατος. Φως ή Σκοτάδι. Αρχή ή Τέλος. Πρόσκαιρο ή Αιώνιο. Παρόν ή Παρελθόν.
Όλα καθρεφτίζονται το ένα μες το άλλο συμπλέκονται, μονιάζουν αφομοιώνονται το ένα μες το άλλο. Σ'ένα ωραιότατο ποίημα "Το έξω και το Μέσα", συναντούμε αυτή την έξοχη ταύτιση του πραγματικού με το ονειρικό.
Αόριστα βλεπόταν στο γυαλί
καθώς το φως άναβε μιαν αντανάκλαση
μέσα στο τζάμι.
Κι άξαφνα είχε μεταφερθεί μαζί με το πολύφωτο
και τα έπιπλα έξω στη βροχή.
Έμπλεκαν τα μαλλιά της στα πυράκανθα
που τυραννούσε η θύελλα
κι έμεναν ανέπαφα
Άχνιζε το φλυτζάνι του τσαγιού
σκαρφαλωμένο στο κλαδί που λικνιζόταν
κι ισορροπούσε.
Τα δέντρα είχαν ξετρελλαθεί από τον άνεμο
ενώ στα ράφια αραδιασμένα τα βιβλία
έδιναν την εικόνα
της τάξης και της θαλπωρής
μιας κάμαρας φανταστικής μεταφερμένης
στη νύχτα και το ρίγος της βροχής.
Ο κίνδυνος καραδοκεί στην ποίηση της Μ. σε κάθε στιγμή. Ένας κίνδυνος αμείλιχτος που πηγάζει από τον ίδιο τον άνθρωπο. Σαν πνευματικός άνθρωπος, σαν ποιήτρια δεν έπαψε να εκπέμπει αυτό τό σήμα κινδύνου από τα πρώτα της βήματα ακόμη. Ο άνθρωπος κινδυνεύει όχι μόνον σαν πνευματική ουσία αλλά και ως οντότης βιολογική. Ζούμε τις έσχατες συνέπειες της χρησιμοθηρικής μας στάσης στη ζωή, λέει σε κάποια της συνέντευξη.
Με τον καιρό αυτή η αγωνία και το αφουγκράσιμο του κινδύνου γίνεται ολοένα και πιο χειροπιαστό. Κι οι τίτλοι ακόμα των ποιημάτων της, της τελευταίας συλλογής "ΤΑ ΝΕΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ" μας μιλούν γι αυτό. Αγωνία για τον άνθρωπο που αλλοτριώνεται. Αγωνία για το περιβάλλον που αλλοιώνεται και όλο πιο εχθρικό γίνεται για τους κατοίκους αυτού του πλανήτη.
Κι οι δολοφόνοι
να κρύβονται μεταξύ μας αγνώριστοι
κάτω από γνώριμες πολύ μεταμφιέσεις
ν'αποκαλύψουν την απάτη, τη σκευωρία
τα μυστικά ελατήρια...
Τι έγιναν λοιπόν οι αυτόπτες;
Βροντοφωνάζει στο ποίημά της "Αίθουσα Κινηματογράφου" (1976).
Τη συμφορά είδαμε παντού και την
καταστροφή. Την καθημερινή συμφόρηση
στους δρόμους, τον καθημερινό, ομαδικό πνιγμό
στην πόλη -θάλαμο αερίων- το πλήθος
με τα νέα προσωπεία πάνω απ'τα παληά
την κοσμοσυρροή να φτάνει
στο απροχώρητο. Κι ύστερα πάλι
αργά το βράδυ ν'αποσύρεται
σε κύμα παλιρροϊκό, ν'αναρροφάται
μέσα στις κρύπτες του μπετόν-
πλαισιωμένες,
με ταριχευμένο φως κι ευχάριστες μελωδίες,
προστατευμένες απ'το δυσοίωνο χρησμό