Γεώργιος Ζαλοκώστας ή Ζαλακώστας
ι ποιητές είναι σύμβολα. Είναι οι τίτλοι στο βιβλίο
της κάθε εποχής, η σφραγίδα και η υπογραφή της ταυτότητάς της. Ο μανδύας που
ντύνει την προσωρινή τους υπόσταση. Και όταν η εποχή αυτή έχει γίνει πια
παρελθόν (και πόσο γρήγορα το σήμερα γίνεται χθες, πόσο απελπιστικά γρήγορα το
‘τώρα’ γίνεται ‘πριν’) και η ποίηση και οι ποιητές που την έζησαν, την ύμνησαν
κι έτσι τη χάραξαν στο βιβλίο της ιστορίας θα μείνουν κι αυτοί σε κάποια σελίδα
της.
Γυρίζοντας
λοιπόν τη σκέψη πίσω όταν θέλουμε να επικοινωνήσουμε με κάποιους από το
παρελθόν θα τους βρούμε να μας περιμένουν για να οδηγήσουν τα βήματά μας. Τα
μονοπάτια μπορεί να έχουν κλείσει από τη βλάστηση των καιρών που έχουν
μεσολαβήσει όμως το μάτι που θέλει να βλέπει την ποίηση ως μια ακατάλυτη και
παντοτινή συνέχεια θα μπορέσει να πορευτεί μέσα από την απαγορευτική βλάστηση
και να βρει κάτι από τη στίλβουσα ομορφιά της εποχής που τότε ανθούσε.
«Η ποίηση
είναι ο λόγος που πάει να γίνει τραγούδι» λέει ο Παλαμάς. Αυτό το τραγούδι το
τονισμένο στους σκοπούς του τότε, το
ευαίσθητο αυτί του σημερινού αναγνώστη μπορεί να το ακούσει ακόμη και να το
τραγουδήσει όσο θα κρατάει επαφή μαζί του. Ο Α. Καραντώνης στα Κριτικά του αναφέρει για την προσέγγιση
ποιητών που η ποίησή τους θεωρείται ξεπερασμένη: «Κάποιος σπόρος ζωής
διατηρείται μέσα στο εκάστοτε πτώμα. Κι αυτός ο σπόρος είναι ικανός να την
κάνει να αναβλαστήσει κάθε τόσο αν όχι στην πραγματικότητα, δηλαδή επανεμφάνιση
αλλά σαν ζωντανή αίσθηση σε κείνους που τολμούν ή που ξέρουν να περπατούν και
προς τα πίσω». Εξάλλου η μνημοσύνη είναι δικαίωμα για κάθε πνευματικό άνθρωπο
που πρόσφερε με το έργο του, μικρό ή μεγάλο αλλά και ιερή επιταγή για τους
νεότερους να το θυμούνται αυτό το έργο.
Πριν από
τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ελληνική ποίηση είχε ως κύρια πηγή έμπνευσης το
παρελθόν που βέβαια ήταν ηρωικό και πλούσιο όσο λίγων χωρών. Ένας τέτοιος
ποιητής, μια φωνή από το παρελθόν ήταν ο Γεώργιος
Ζαλοκώστας. Γεννήθηκε και έζησε σε χρόνια σκληρά, σημαδεμένα από τους
υπέρτατους αγώνες για την ελευθερία του έθνους. Είδε το φως της ζωής το 1805
στο Συρράκο της Ηπείρου, μέσα από μια ορεινή διαδρομή ‘στο Πίνδο’ όπως λέει το
χωριό ο Κρυστάλλης, πενήντα χιλιόμετρα από τα Γιάννινα, σαν μια σωστή αετοφωλιά
πάνω σε ένα ορεινό βραχίονα. Πάντα σε μια περήφανη απομόνωση. Στον απέναντι,
όμοια ορεινό και απομονωμένο βραχίονα, βρίσκεται το γειτονικό χωριό Καλαρρύτες.
Χρούσιας είναι ο ποταμός που κυλάει στο βάθος τα άφθονα το χειμώνα νερά του.
Το χωριό
Συρράκο, ανακηρυγμένος παραδοσιακός οικισμός, είναι επίσης πατρίδα του ποιητή
Κώστα Κρυστάλλη καθώς και του ιατρού και πρώτου συνταγματικού πρωθυπουργού της
Ελλάδας Ιωάννη Κωλέττη και οι προτομές και των τριών δεσπόζουν στην πλατεία του
χωριού.
Πατέρας του
ποιητή ήταν ο Χριστόδουλος Ζαλοκώστας από καλή και ιστορική οικογένεια της
Ηπείρου και ασχολία του όπως πολλών Ηπειρωτών της εποχής ήταν το εμπόριο δερμάτων
και η χρυσοχοΐα. Το εμπόριο γινόταν κυρίως με την Ιταλία όμως ο Αλή Πασάς που
δέσποζε τότε στα Ιωάννινα και εποφθαλμιούσε αυτούς τους τόπους που ευημερούσαν,
έβαζε βαρύτατους φόρους στα εμπορεύματα. Αυτό έκανε τον Χ. Ζαλοκώστα να
διαμαρτυρηθεί έντονα, να προκαλέσει το θυμό του Αλή Πασά και να απειληθεί ή
ίδια η ζωή του. Σώθηκε με τη μεσολάβηση του Κωλέττη. Έτσι ο έμπορος Ζαλοκώστας,
το 1814 εγκαταλείπει την πατρίδα του και φεύγει για το Λιβόρνο της Ιταλίας μαζί
με τους γιούς του Δημήτριο και Γεώργιο. Η γυναίκα του με τις δυο κόρες και το
γιο του Σπυρίδωνα έμειναν στην Ελλάδα.
Στην ίδια
πόλη, πριν από 10 περίπου χρόνια, είχε καταφύγει και η οικογένεια του Ανδρέα
Κάλβου και ο ποιητής έζησε εκεί ως το 1812. Ο Γ. Ζαλοκώστας, έρχεται σε επαφή
με την ιταλική γλώσσα και την κατακτά σαν μητρική του. Μελετά ιταλική
λογοτεχνία και αργότερα θα μεταφράσει αρκετές εκλεκτές της σελίδες. Μεγάλη
κλίση δείχνει και προς τη ζωγραφική και ασχολείται και μ’αυτήν. Μετά τις
γυμνασιακές του σπουδές συνεχίζει με σπουδές Νομικής στη γειτονική πόλη Πίζα.
Την εποχή εκείνη άνεμοι ενθουσιασμού για ελευθερία, για πατριωτική αγάπη και
ανεξαρτησία έπνεαν στην Ιταλία. Είχαν ενθουσιάσει και άλλους ποιητές μας, όπως
το Σολωμό στην Παβία που βρισκόταν κοντά στον Μόντι και τον Κάλβο στη Φλωρεντία
που ήταν κοντά στο Ούγκο Φόσκολο. Έτσι επηρεασμένο από το πνεύμα της εποχής και
του τόπου, βρίσκει το Γ. Ζαλοκώστα το κήρυγμα της ελληνικής επανάστασης. Δεν
τον κρατά πια η ξενιτειά. Μαζί με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο θα φορτώσει όπλα
και πολεμοφόδια από τη Μασσαλία και παίρνει το δρόμο του γυρισμού. Φτάνει στο
Μεσολόγγι 20 Ιουλίου 1821. Εκεί θα μάθει πως το Συρράκο και οι Καλαρρύτες έχουν
πληρώσει βαρύ τίμημα στον εχθρό για το πατριωτικό τους ξεσήκωμα. Τα δυο χωριά
έχουν καταστραφεί. Έτσι όλη η οικογένεια καταφεύγει στον Πύργο της Ηλείας όπου
βρίσκονται κι άλλοι συγγενείς τους.
Πολύ
γρήγορα και μέσα σε μικρό διάστημα ο Γ.Ζ. θα χάσει και τους δυο του γονείς και
λίγο αργότερα και τον μεγαλύτερο αδερφό. Έτσι, θα επωμιστεί ο ίδιος πια το
βάρος της οικογένειας. Επιθυμεί όμως να προσφέρει όσα μπορεί περισσότερα στην
πατρίδα. Είναι μόλις 17 ετών όταν παρουσιάζεται στον οπλαρχηγό Αναγνώστη
Παπασταθόπουλο και του ζητά να πολεμήσει κοντά του. Αυτός τον διορίζει
γραμματέα του. Στο ποίημά του Το
Μεσολόγγιον που γράφει εκείνη την εποχή, ο «Δήμος» που αναφέρει δεν είναι
παρά αυτός ο ίδιος όπως φαίνεται και από τους στίχους:
Την ιερά του Πίνδου γην
κατέλιπεν παιδίον
και κοπιών εδίωκε τον πλούτον των Λυκείων
εις Ιταλίδαν χώραν.
Πλην τότε δάκτυλος θεός της πάλης των ανδρείων
εσήμανε την ώραν
…
Με αδιάκοπο
και απτόητο ενθουσιασμό πήρε μέρος σε πολλούς αγώνες, όπως στην πολιορκία και
την Έξοδο του Μεσολογγίου, στις επιχειρήσεις κατά του Ιμπραήμ Πασά, στην
Αλωνίσταινα, στο Ίσαρι, στις μάχες που έδωσε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός.
Αναφέρουν ακόμη πως πολέμησε και με τον Μάρκο Μπότσαρη και με τον άγγλο
φιλέλληνα Τζωρτζ.
Το κλίμα
της εποχής δεν μπορούσε παρά να επηρεάσει τον ποιητή στο ποιητικό του έργο.
Έτσι ο λογιοτατισμός που έδινε τις επιταγές του για τη γλωσσική φόρμουλα και
την επική επικράτηση στην ποιητική δημιουργία, τον παρασύρει. Γράφει σε μια
ψυχρή αρχαΐζουσα, θέματα αντλημένα από τους αγώνες όπου έλαβε μέρος και τη
σύνδεση με την παλαιότερη ιστορία. Όμως, η ποιητική του ευαισθησία παλεύει να
ξεπεράσει τα καθιερωμένα. Θέματα καθημερινά, ανθρώπινα τον αγγίζουν. Η
Επτανησιακή ποίηση όπως και η Δημοτική μας ποίηση κερδίζουν θέση στην καρδιά
του. Είναι εξάλλου θερμός θαυμαστής του Σολωμού. Έτσι, είχε γράψει στον ιταλό
ποιητή Regaldi: «Ο Σολωμός είναι ο μόνος
ποιητής που θάχει καύχημά του μια μέρα αυτός ο άτυχος, ξεπεσμένος τόπος». Και
στην προσωπική του ζωή, όταν η μοίρα τον δοκιμάζει σκληρά αφού από τα εννέα
παιδιά που απέκτησε από το γάμο του θα χάσει το ένα ύστερα από τ’άλλο σε
νηπιακή ηλικία τα επτά, ο πιο ανθρώπινος, λυρικός εαυτός του θα ξεσπάσει
ελευθερωμένος από φόρμουλες Αθηναϊκής Σχολής, παραδοσιακής καθαρεύουσας και αρχαΐζουσας
και θα γράψει σε μια ζωντανή γλώσσα που μπορεί να συγκινεί. Το πολύ γνωστό του
ποίημα Ο βοριάς που τ’αρνάκια παγώνει είναι
γραμμένο τότε, κάτω από τη συναισθηματική φόρτιση μιας τέτοιας απώλειας παιδιού
του κι αυτό το ποίημα μπορεί και σήμερα και συγκινεί με τον αυθορμητισμό, την
όμορφη γλώσσα και το περιεχόμενο που μιλά για την αιώνια τραγικότητα της
ανθρώπινης ύπαρξης.
Ήταν νύχτα . εις την στέγην εβογγούσε
ο βοριάς και ψιλό έπεφτε χιόνι…
Τι μεγάλο κακό να εμηνούσε
ο βοριάς που τ’αρνάκια παγώνει;
Μες στο σπίτι μια χαροκαμμένη
μια μητέρα από πόνους γεμάτη
στου παιδιού της την κούνια σκυμμένη
δέκα νύχτες δεν έκλεισε μάτι
…
Με τον ίδιο
πατρικό πόνο, σε ένα άλλο ποίημα, Εις το
φεγγάρι, λέει, όπως θα έλεγαν όλοι οι πονεμένοι πατέρες και χτες και σήμερα
και αύριο. Το ποίημα αυτό μελοποιήθηκε και τραγουδήθηκε πολύ σαν καντάδα:
Χαρά της πρώτης μου ζωής
Φεγγάρι αγαπημένο.
Συ δεν πονάς, εγώ πονώ.
Γιατί ψηλά στον ουρανό
κρεμιέσαι λυπημένο;
Εσύ που χρύσωνες τη γη
και μάγευες το κύμα
Γιατί μου ρίχνεις φως πικρό;
Σα να ρωτάς ένα νεκρό
Που κείτεται στο μνήμα;
Φεγγάρι μου! Στο βασίλειό σου
μη κατοικούν αγγέλοι .
και ο αγγελός μου κατοικεί
Μη φίλημα πικρό από κει
τη λάμψη σου μου στέλλει;
Το φως σου αν είναι φίλημα μυστήριο χυμένο
από του γυιού μου την ψυχή
ωχ, άκουσέ μου μιαν ευχή
φεγγάρι αγαπημένο!
Ω! λάβε αυτόν τον στεναγμό και πε του δε φοβάται
άλλην ο νους μου συμφορά
κάθε μου πόνος και χαρά
στο χώμα του κοιμάται!
Αυτά φεγγάρι μου ζητώ. Και πε του αν σε ρωτήσει
Πότε θα παύσουν οι καϋμοί;
Όταν μι’αχτίδα σου χλωμή
την πλάκα μου φωτίσει!
Άλλο του
ποίημα γραμμένο στη ζωντανή γλώσσα του λαού και ποίημα που αγαπήθηκε,
τραγουδήθηκε μελοποιημένο στο κωμειδύλλιο Ο
αγαπητικός της βοσκοπούλας του Δημητρίου Κορομηλά είναι Το φίλημα:
Μια βοσκοπούλα αγάπησα
μια ζηλεμένη κόρη
Μα την αγάπησα πολύ
ήμουν αλάλητο πουλί
δέκα χρονών αγόρι!
Έτσι
λοιπόν, θα πρέπει να θεωρήσουμε τον Γ.Ζ. σαν έναν από τους ποιητές που με το
πέρασμά τους με ευκολία από την άκαμπτη καθαρεύουσα σε μια θερμή πλαστική
δημοτική γλώσσα, βοήθησε σ’αυτό το γεφύρωμα από τη μιαν άκρη στην άλλη.
Εκτός από
το θέμα της γλώσσας, γενικά η ποίηση του Γ.Ζ. έχει δυο κύριους άξονες: την
αγάπη του για την πατρίδα, γι αυτό και τον ονόμασαν «πατριδολάτρη» ποιητή και
τον προσωπικό του πόνο σαν πατέρα. Ο Βασ. Κραψίτης στη μελέτη του Ο τραγικός τραγουδιστής αναφέρει: «Ο
ποιητής προσφέρεται στον ιερό αγώνα με το καρυοφύλλι και την πέννα». Και ο Δημ.
Γιάκος θα τον ονομάσει «Ποιητή του πατρικού πόνου». Και για τα ελεγεία του θα
πει: «Όλα είναι λιτά, διαυγή και θυμίζουν τη νεανική Σολωμική νότα».
Το ερωτικό
στοιχείο υπάρχει πολύ λιγότερο όπως στο γνωστό του ποίημα Η αναχώρησις όπου η επιρροή από το ανάλογο ποίημα του Σολωμού είναι
φανερή.
Ξυπνώ και μου είπαν έφυγεν η κόρη που αγαπούσα
Και κατεβαίνω στο γιαλό
τη θάλασσα παρακαλώ
την πικροκυμματούσα.
Εγώ τα πρωτοδέχτηκα τ’αφράτα της τα κάλλη
μου είπε ένα κύμα και γι αυτό
με πόθο και με γογγυτό
φιλώ το περιγιάλι
Ο Κ.Θ.
Δημαράς θα πει για τον Γ.Ζ.: «Αξίζει περισσότερο για την έφεσή προς το καλό
παρά για τις επιτεύξεις του. Όμως, η προσφορά του στη σύνδεση της Αθήνας με τα
Επτάνησα και μερικοί στίχοι του, τού εξασφαλίζουν μια έντιμη θέση στα γράμματά
μας. Όχι μόνο για όσα επεδίωξε αλλά και για όσα κατόρθωσε».
Ο Γ. Ζ.
έγινε γνωστός και σαν κριτικός. Κείμενά του δημοσιεύονται στα περιοδικά Μνημοσύνη και Ευτέρπη.
Το 1847
έρχεται στην Αθήνα με την οικογένειά του αφού πήρε προαγωγή και το παράσημο του
Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος. Και εδώ θα προσαρμοστεί και θα ζητήσει να
βρίσκεται πάντα μέσα στον περίγυρο της πνευματικής δημιουργίας του τόπου.
Πιστεύω πως αυτή η ποικιλία των τόπων που έζησε και η ικανότητά του να
προσαρμόζεται κάθε φορά τον βοήθησε να εκφραστεί ανάλογα στο έργο του με τις
ιδιαιτερότητες της κάθε σχολής. Χωρίς να αποφύγει βέβαια και ορισμένες στιγμές
στην ποίησή του όπου φανερώνεται διχασμένος σε μια διγλωσσία που μειώνει το
αποτέλεσμα του έργου του.
Ο Γ. Ζαλοκώστας, άρρωστος και κατάκοιτος για
αρκετό καιρό, έφυγε από τη ζωή τον Ιούλιο του 1858. Για άλλη μια φορά θλιμμένος
αφού περίμενε μάταια ως την τελευταία του στιγμή κάποια προαγωγή στο στρατό που
θα βελτίωνε την κακή οικονομική του κατάσταση.
Στίχοι του
Γεωργίου Παράσχου λαξεύτηκαν πάνω στον τάφο του. Ανάμεσα σ’αυτούς και το
δίστιχο:
Της δυστυχίας ευσεβώς τον ύπνον χαιρετάτε
Ο μάρτυς αναπαύεται, η συμφορά κοιμάται
Τούλα
Μπούτου