MEΣΑ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ
Ψιλόβρεχε. Βροχή της πόλης, να φιάχνει μουντούς λεκέδες σκόνης στα παρμπρίζ
των αυτοκινήτων, στις βιτρίνες, στα τζάμια των σπιτιών. Να την αποφύγουν
πάσκιζαν οι άνθρωποι της ασφάλτου. Πού και που η ομπρέλα, καμιά πρόχειρη
εφημερίδα, μια πλαστική σακούλα, κάτι τέλος πάντων σαν ασπίδα. Μερικοί,
λιγοστοί, άφηναν το κεφάλι τους στη διάθεσή της – « ας τη να πέφτει » μοιάζαν να λένε. Και
προχωρούσαν αδιάφοροι: Κάποιοι τους κοίταζαν μια στιγμή περίεργα. Κι έσκυβαν το
δικό τους κεφάλι, ζητώντας να το χώσουν μέσα στο σηκωμένο τους γιακά.
Παράφωνη μουσική από κορναρίσματα και φρεναρίσματα, φρένα που δεν
πιάναν στη γλίτσα της ψιλοβροχής. Ένας γοργός ρυθμός να τον ακολουθούν και τα
φώτα τα μυριόχρωμα που αναβοσβήνουν γύρω. Και σκοτάδι καμουφλαρισμένο να
ελλοχεύει παντού. Να σε περιμένει στη γωνιά του κάθε μικρού δρόμου, μόλις λίγα
μέτρα από το φωτεινό ποτάμι της κεντρικής λεωφόρου.
Εκεί στη γωνιά, κοντά στη στάση του Μουσείου. Στεκόταν. Μια σκιά
μαζεμένη, τυλιγμένη μέσα στο χοντρό παλτό. Έσφιγγε την τσάντα κάτω απ’ τη
μασκάλη, τα χέρια όσο πιο βαθιά μπορούσαν μέσα στις μεγάλες τσέπες, σφιγμένα κι
αυτά. Κεφάλι σκυφτό, χωμένο στο άνοιγμα του παλτού μπροστά.
Να ξεχωρίζουν μόνο τα μαλλιά, μαύρος λεκές πάνω στο γκρίζο μάλλινο.
Τα πόδια το ένα δίπλα στ΄άλλο, μάντευες το τρεμούλιασμα, να βοηθήσουν
θέλαν το ένα τ΄άλλο για να σταθούν ίσα κι αλύγιστα.
Η βροχή να πέφτει πάνω της πεισματικά, με ρυθμό ρολογιού, αδιάκοπα.
Καμιά προσπάθεια να την αποφύγει. Πέρναγαν οι σπάνιες φωτεινές σημαίες, κανά
δύο κοντοστάθηκαν. Ταξί ; φαινόταν να ρωτάνε. Καμιά απόκριση. Ξεκίναγαν κάπως
απότομα, εκνευρισμένα. «Φάε τη βροχή αφού σ’αρέσει».
Κι ύστερα, ένα ταξί κι αυτό, σταμάτησε. Η φωτεινή σημαία έγνεφε φιλικά.
Και ή άσπρη μερσεντές, δε βιαζόταν. Τ΄άλλα αυτοκίνητα προσπερνούσαν, κανα δύο
κορναρίσματα δυσανασχέτησης. Το ταξί στεκόταν πάντα. Ώσπου τα πόδια κινήθηκαν.
Διστακτικά, σα μουδιασμένα. Πλησίασε, άνοιξε την πόρτα δίπλα στον οδηγό. Κάθησε
βαριά και τράβηξε με δύναμη να κλείσει.
Ο άλλος καθόταν ακίνητος, αμέτοχος, σα να μην τον αφορούσε όλη αυτή η
διαδικασία, σα να περίμενε κάτι άλλο που δεν ερχόταν …….
Ξεκίνησε αργά… τ΄άλλα αυτοκίνητα προσπερνούσαν πάντα μ΄αδημονία. Ύστερα
αυτός μίλησε σιγά και βαριεστημένα, «που πάμε;» είπε. Εκείνη ξεκούμπωσε το
παλτό της, τα χέρια παγωμένα μπλέξανε πάνω στα γόνατα «Οπουδήποτε» είπε. «Τ’ακούσατε
Κύριε; Ο-που-δή-πο-τε !» ξανάπε δυνατότερα σα να τον προκαλούσε. Απάντηση
καμιά. Γύρισε να τον κοιτάξει, η κίνησή της έκλεινε κάποια απορία. Ο οδηγός
έβλεπε μπροστά με προσήλωση. Τίποτα δεν περισπούσε την προσοχή του. Στο μισοσκόταδο
τα χαρακτηριστικά του κουρασμένα. Τα μάτια δε φαίνονταν. Το στόμα κλειστό δε
χαμογελούσε. « Καταλάβατε κύριε; » μιλούσε χωρίς να τον κοιτάζει « Δεν με
νοιάζει που πάτε! Πηγαίνετέ με όπου σας πάει ο δρόμος και αφήστε με όπου εσείς θέλετε!»
Κόμπιασε λίγο. Πάλι μια κίνηση απορίας στο
γρήγορο γύρισμα του κεφαλιού. « Δεν ακούτε τι σας λέω; Πού πηγαίνετε σεις;».
Η απάντηση δεν ερχόταν. Τραβούσαν την Πατησίων. Η οδήγηση προσεκτική.
Οι καθαριστήρες δούλευαν μ΄ένα μονότονο τρικ-τρακ, πρόφταιναν να καθαρίσουν την
ψιλή βροχή.
« Τόσο πολύ σας ξάφνιασε η αδιαφορία μου για το που με πάτε; Σας έκοψε
τη μιλιά;». Ξάπλωσε πιο κάτω στο κάθισμα, χαλάρωσε, τα χέρια είχαν ζεσταθεί κι
έπαιζαν με την τσάντα. Θα σας εξηγήσω. Σ΄εσάς, σ΄ένα ξένο θα εξηγήσω αφού
ανταμώνουμε μόνο γι΄αυτά τα λίγα λεπτά. Θα χαθούμε μετά, τι με νοιάζει τι θα
στεφθείτε; Αν γυρίζατε να με δείτε, θα βλέπατε! Είμαι νέα ακόμα, κοντά στα
σαράντα. Κι έκλεισαν όλοι οι δρόμοι για μένα. Τίποτα να με ενδιαφέρει.
Τέλειωσαν όλα ». Σώπασε λίγο, μα δε γύρισε να τον κοιτάξει. Δεν περίμενε πια
απάντηση.
Και ξάφνου η φωνή από δίπλα μπήκε στη σιωπή. Όχι σαν απάντηση… Μα
μπήκε. «Η ιστολογική εξέταση ήταν θετική. Είναι σίγουρο. Μας το’παν κι οι δυο
γιατροί πριν από λίγο. Τρεις μέρες αγωνίας μέχρι να βγει… Δεν το άντεχα άλλο.
Θετική το καταραμένο! ». Αναστέναξε βαθιά, σχεδόν βόγγηξε. Δίπλα της ο
αναστεναγμός την άγγιξε. Σαν το χασμουρητό που σε κάνει κι εσένα να
χασμουρηθείς βλέποντάς το, αναστέναξε κι εκείνη… και περίμενε… δεν απορούσε
πια. Περίμενε σα να’ταν μια φυσιολογική συζήτηση, ανάμεσα δυο γνωστούς.
Σωπαίνεις, ακούς, μιλάς πάλι…
«Έχουν και κλάσεις οι ιστολογικές, το ξέρατε; Tέταρτη μας είπαν… Τέταρτη… πολύ
προχωρημένο… πέστε μου, όταν είναι τέταρτη κλάση υπάρχει καθόλου ελπίδα;».
Γύρισε για πρώτη φορά, τα βλέμματά τους αντάμωσαν. Είχε φτάσει στην
πλατεία Αμερικής το αυτοκίνητο, και συνέχιζε με σιγουριά αυτοκινήτου που ξέρει
που πάει.
« Ποιος είναι άρρωστος;» είπε εκείνη με μαλακή φωνή. « Ποιός; »
« Η γυναίκα μου. Δεκαπέντε χρόνια παντρεμένοι, δεν αλλάξαμε ποτέ πικρό
λόγο… Δεν το περίμενα. Δύο μικρά παιδιά… Τι θ΄απογίνουμε;»
Τη ρώτησε σα να περίμενε μια λύση από κείνη. « Τι θα απογίνουμε; »
ξαναρώτησε με αγωνία.
« Έχετε δυο παιδιά… Πρέπει να μεγαλώσουν…. Κάνε υπομονή άνθρωπε μου! »
Ένιωσε την ανάγκη να του μιλήσει στον ενικό. « Μπορεί να ζήσει η
γυναίκα σου. Σήμερα η επιστήμη κάνει θαύματα… Κουράγιο κι υπομονή χρειάζεται….»
Σταμάτησε λίγο. Έβλεπε θαμπά, πολύ θαμπά μέσα απ΄τα τζάμια. Ήταν η βροχή; Σκούπισε
τα μάτια με την ανάποδη του χεριού. Το χέρι της νότισε.
« Εγώ…. Ξέρεις για πού πήγαινα εγώ; Mέσα στην τσέπη μου είχα τη λύση… τη λύση για μια άσκοπη ζωή… Μια
ζωή σα βάρος ασήκωτο, δεν μπορείς να τη σηκώνεις πια… Μοναξιά… δεν ξέρεις εσύ
τι θα πει αυτό…. Να μην κρατάς τίποτα στ΄άδεια σου χέρια… Οι τεχνητοί
παράδεισοι… άστα δε λέγονται ….. » Εκείνος εγωιστικά κλεισμένος στο δικό του
κόσμο σώπαινε…..
« Θα μου πεις πως είμαι νέα ακόμη. Η ζωή συνεχίζεται κι όλα τα σχετικά.
Εγώ όμως νιώθω τόσο γριά…. Εκατό χρονών νιώθω…. Αυτό το πρωινό ξύπνημα στην
αφιλόξενη μέρα κι η εναγώνια αναζήτηση του ύπνου…. Τι να κάνω; Τι μπορώ να κάνω άλλο ; Tώρα ρωτούσε εκείνη.
Το ταξίμετρο αδιάφορα και με την επαγγελματική του συνείδηση σωστή
έγραφε συνέχεια. Πότε είχε κατέβει η σημαία; δεν το’χε προσέξει…. « Κάθε
άνθρωπος με τον πόνο του » είπε ξαφνικά ο οδηγός και έβγαλε το φλας δεξιά. Είχαν
φτάσει Κολιάτσου. Σταμάτησε μαλακά. « Πρέπει να πάω στο νοσοκομείο.
Έφυγα γιατί δεν μπορούσα να την αντικρύσω εκείνη τη στιγμή, θα με καταλάβαινε….
Μα δεν μπορεί μόνη… Με ζητάει … » είπε απολογητικά.
«Καταλαβαίνεις, όλο και κάτι υποψίες της μπαίνουν, και το νοιώθω εγώ
πόσο υποφέρει… Πρέπει να’μαι κοντά της!» Τόνισε. « Κι εσύ κοπέλα μου, υπομονή
κι εσύ. Να’χεις την υγεία σου. Αυτό να λες μόνο! Όλα φτιάχνουν. Μη βάζεις τόσο
κακές σκέψεις στο μυαλό σου. Πες μου που να σ΄αφήσω; Να πας σπίτι σου; Στους γονείς,
αδέλφια, φίλους, τι έχεις; ».
Τα μάτια της έτρεχαν, νότιζαν τώρα και το νοτισμένο απ΄τη βροχή παλτό.
Ευεργετικά τα δάκρυα του πόνου. Που το’χε διαβάσει αυτό;
«Πάμε να δούμε τη γυναίκα σας! Είπε ξαφνικά, παρακλητικά. Θα της σφίξω
το χέρι. Θα’μια μια φίλη. Θα την παρηγορήσω! Και τα παιδιά; Θέλετε καμιά
βοήθεια για κείνα; Πάμε στο νοσοκομείο μαζί σας παρακαλώ! ».
Γύρισε και την κοίταξε. Χωρίς έκπληξη καμιά… Κι ύστερα χαμογέλασε. Για
πρώτη φορά. «Πάμε» είπε μόνο και έστριψε δεξιά μες το στενό …….
Τούλα Μπούτου
απο τη βραβευμένη συλλογή διηγημάτων "Το ρετιρέ"