ΡΥΘΜΟΣ ΚΑΙ ΝΟΣΤΑΛΓΙΕΣ
Από τις πρώτες ανοιξιάτικες μέρες – ένας ήλιος σίγουρος- μ΄όλη τη θαλπωρή του, που υπόσχεται κι’ακραίες θέσεις ……
Πλήθος κόσμου πηγαινοέρχεται στο μεγάλο πεζοδρόμιο, κι΄εγώ αργοπερπατώ με την πολύ κατωφερική μου διάθεση αυτή τη στιγμή. Κι’ας βρίσκομαι ανάμεσα σε τόση ζωντάνια-νεαρόκοσμος ολούθε-κι’ας φορώ κι εγώ το κομψό μου παντελόνι παρασυρμένη ίσως από τη γενίκευση αυτής της μόδας.
Γυναίκες-άντρες, όλοι κυκλοφορούν μ΄ένα παντελόνι κι’ένα μπλουζάκι, ελεύθεροι κι’ωραίοι. Κι’ας άρχισε να παίζει τώρα κι αυτή η παθιασμένη νοτιοαμερικάνικη μουσική….
Τι τα θέλετε. Αυτοί οι ευλογημένοι πεζόδρομοι εκτός από την άνεση που μας χαρίζουν στο περπάτημα και στο χάζεμα, κι ας γκρινιάζαμε στην αρχή για την κατασκευή τους, μας τροφοδοτούν πολύ συχνά και με μίνι – συναυλίες. Κι είναι τόσο ευχάριστο και ζωογόνο ν΄ακούς αυτή την καλόγουστη τις πιο πολλές φορές μουσική, με τους ζωντανούς ρυθμούς που σου τονίζουν το βηματισμό και και τη διάθεση.
Τέσσερις είναι τούτη τη φορά οι μουσικοί με την υπαίθρια προσφορά τους. Δυο πνευστά, μια κιθάρα, το κρουστό που με το πόδι εκείνου που το χειρίζεται γίνεται και ντράμς, ένα πέμπτο όργανο. Κι η συναυλία στήθηκε ! Μελαμψοί οι μουσικοί με τα επιδέξια χέρια τους, το κύπελλο διακριτικά σε μια άκρη δεν θυμίζει διόλου επαιτεία. Ο βηματισμός μου με φέρνει πιο κοντά τους, ακούω, χαζεύω, η μουσική της με τέρπει ακουστικά κι ας είναι ξένη, παλεύει με την κακή μου διάθεση, να μου την πάρει όλη, να την εξαφανίσει, να την κάνει να διαλυθεί μέσα στην ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα, κι ας είναι και πασπαλισμένη με μπόλικο καυσαέριο …… Αφήνω πρόθυμα τον οβολό μου. Ποιος ξέρει από πού έρχονται τα παιδιά, ποιος ξέρει τι έχουν αφήσει πίσω, σε ποια ελπίζουν προοπτική.
Μια ανεπαίσθητη στάση, και ξεκινώ για να τα΄αφήσω πίσω όλ’αυτά. Τα νεανικά παντελόνια, τα γελέκα, τη θορυβώδη μουσική παιγμένη με χέρια και με πόδια. Νιώθω πολύ ξέταιρη, αυτά όλα ταιριάζουν τόσο μεταξύ τους….. νιώθω μόνη, απρόσμενα απογυμνωμένη, κάτι σαν εγκατάλειψη πλανιέται γύρω μου.
Και ξάφνου μια μελωδία, είναι σκοπός τόσο γλυκός και γνώριμος – μα από πού ; - έρχεται να μ΄ακουμπήσει σαν αγαπημένο χέρι σε θερμή χειραψία. Η Νοτιοαμερικάνικη μουσική εξακολουθεί απτόητη, όμως ποιος την ακούει …….. ποιος! Θετικός χημειοτροπισμός με στρέφει προς την παλαιά μελωδία. Και να που στην ελαφριά ανηφόρα του πεζόδρομου ξεπροβάλλει η λατέρνα. Η ρομβία, στολισμένη σαν παληά αρχοντοκυρά, σπρωγμένη από το γέρικο χέρι του άντρα, το άλλο χέρι γυρίζει το χερούλι, κι η μελωδία της « Παλόμα » ξεσηκώνει όλη τη νοσταλγική μου διάθεση…. Ξεκούρντιστος λίγο ο σκοπός κι’ η αλήθεια, σκαλώνει που και που ο ρυθμός, όμως τι πειράζει! Τι πειράζει!
Η Νοτιοαμερικάνικη μουσική έχει τελείως εξαφανιστεί. Κι’ η « Παλόμα » με συμβιβάζει μ΄όλα τριγύρω, θα μπορούσα τώρα να χωρέσω παντού, φορώντας το μοντέρνο μου παντελόνι.
Τούλα Μπούτου
αδημοσίευτο διήγημα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου