Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ
Θ
|
υμόταν… όταν έφτασαν κοντά στο
βράχο ξαφνικά όλη εκείνη η παιχνιδιάρικη διάθεση, η ρηχή ευθυμία, το κέφι, όλα καταλάγιασαν.
Κάτι το τραγικά υποβλητικό τους κύκλωσε, πλανιόταν στον αέρα μέσα στο
κρυστάλλινο πρωινό.
Ήταν μια παρέα από τέσσερα ζευγάρια, όλοι
νέοι, που ξεκίνησαν μαζί από την πατρίδα κι είχαν πολύ λογαριάσει αυτό το
ταξίδι.
Φθινόπωρο,
Σεπτέμβρης μήνας όμως καλοκαίρι, ολοφώτεινο και ζεστό θυμάται, το κάτασπρο
φουστάνι της Αννί, τα γυμνά της πόδια μέσα στα σαντάλια. Τα κοντομάνικα
πουκάμισα.
-Στην πατρίδα θα
φορούσαμε τώρα τα χοντρά μας μάλλινα, είπε γελώντας η Αννί. Το χέρι της μέσα
στο δικό του, ανέβαιναν με το κεφάλι ψηλά, να βλέπουν τα άσπρα μάρμαρα που όλο
τους καλούσαν στην κορφή του βράχου. Μέσα στο σακίδιο είχε ένα μικρό βιβλίο. «Η ιστορία του Ιερού Βράχου», μετάφραση
από το έργο ενός Έλληνα συγγραφέα. Το είχε διαβάσει αργά και προσεκτικά κι όλα
εκείνα που έγραφε κοντά στις άλλες γνώσεις, του σχολείου, σ’ό,τι είχε διαβάσει
κι ακούσει μέχρι τότε… Σα να πήγαινε να συναντήσει παλιούς αγαπημένους φίλους,
που δεν τους γνώριζε από κοντά, όμως θέλει τόσο να τους αντικρίσει, να
κουβεντιάσει μαζί τους…
Είχε ως τότε
επισκεφτεί μερικούς από τους αναρίθμητους τόπους του κόσμου. Η Γαλλία, η
Γερμανία, η Αυστρία, η ισπανική ομορφιά, του είχαν ανοίξει τις πύλες τους. Τα
ταξίδια ήταν η μανία του. Τώρα ήθελε να βάλει και την Αννί μέσα στη μαγεία
τους. Την προηγούμενη χρονιά τους κέρδισε η Ιταλία. Αυτή τη φορά το είχε πολύ
μελετήσει. Διάβασε, προγραμμάτισε, οι άλλοι φίλοι συμπλήρωσαν την ομάδα μ’όλη
την επίγνωση του τι ήθελαν να δουν και να κερδίσουν απ’αυτό το ταξίδι, στην
Ελλάδα… Το ίδιο κιόλας πρωινό η ανάβαση στο Βράχο της Ακρόπολης: «Ο πρώτος
Παρθενώνας που χτίστηκε, ο ‘πώρινος ναός’, καταστράφηκε στους Περσικούς πολέμους
το 480 π.Χ. Όμως το όραμα του Περικλή τον ξανάστησε, με την τελική του μορφή,
στα 450 μ.Χ.»
Καθώς ανέβαιναν,
ο Παρθενώνας ερχόταν όλο και πιο κοντά τους.
-Γιατί νιώθω
τόσο συγκινημένος; Λες στη προηγούμενη ζωή μου να ήμουν Έλληνας;
Θυμάται που
ρώτησε… Η Αννί γέλασε:
-Πολύ ξανθός για
Έλληνας!
-Λάθος κάνεις!
Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν ξανθοί, γαλανοί, το έχω διαβάσει!
-Μπορεί τότε να
ήμουν κι εγώ Ελληνίδα και να είχαμε αγαπηθεί εδώ, σε τούτη τη γη! Μπορεί να
κατοικούσαμε κοντά σε τούτο το Βράχο! Και ν’ανεβαίναμε για προσκύνημα στο ναό
της Αθηνάς!
Οι άλλοι φίλοι
είχαν προχωρήσει, τους είχαν χάσει από τη ματιά τους. Τράβηξε την κοπέλα από το
χέρι, κάθισαν σε μια μεγάλη πέτρα.
Νέοι, νιόπαντροι
κι ερωτευμένοι. Η Ακρόπολη είχε δέσει τον ίσκιο της με την πιο γλυκιά τους ώρα…
Τόσο πολλά, τόσο ατέλειωτα χρόνια από κείνο το χρυσογάλαζο πρωινό, από τη
στίλβουσα λευκότητα του Βράχου! Η Αννί ήταν η ίδια η χαρά και η ομορφιά της
ζωής. Ο δρόμος για τα Προπύλαια οδηγούσε στο Αιώνιο Θαύμα. Ένα θαύμα ήταν, να
μπορείς να ζεις και να το χαίρεσαι!
Η εικόνα ερχόταν
πολλές φορές μπροστά του πάντα γλυκιά, θαμπωτική και μεγαλόπρεπη. «Τα σχέδια
για το χτίσιμο του Παρθενώνα ήταν του Ικτίνου και του Καλλικράτη. Όμως, ο
Φειδίας, ο μεγαλύτερος γλύπτης των αιώνων, είχε το γενικό πρόσταγμα… Ο ναός θεμελιώθηκε πάνω στο παλιό κρηπίδωμα
του ναού της θεάς Αθηνάς… Και μέσα στο σηκό του στήθηκε το πελώριο
χρυσελεφάντινο άγαλμα της Θεάς, έργο κι αυτό του Φειδία».
Η Αννί άκουγε,
ακουμπισμένη στον ώμο του. Ύστερα ήρθαν και οι άλλοι φίλοι, ένας ξεναγός τους
εξηγούσε κι αυτοί άκουγαν σε στάση προσοχής. Το Ερέχθειο, ο σημαντικότερος
σωζόμενος ναός ιωνικού ρυθμού στην Ακρόπολη. Εδώ ο Ποσειδώνας είχε χτυπήσει με
την τρίαινά του, θυμωμένος με τη θεά Αθηνά γιατί διεκδικούσε κι εκείνη την
κυριότητα της Αθήνας. Όμως οι έξι κομψοί ιωνικοί κίονες στέκουν ανίκητοι στο
χρόνο. Στη νοτιοανατολική πλευρά του οι πανέμορφες Κόρες, οι Καρυάτιδες… Η
Αννί, κρατούσε την αναπνοή της, με σηκωμένο το κεφάλι, με τα ξανθά μαλλιά της
δεμένα ψηλά, αέρινη μέσα στο άσπρο της φόρεμα. Τα γαλάζια της μάτια χόρταιναν
ομορφιά, κοιτάζοντας τις θλιμμένες περήφανες Κόρες που ακούραστοι σήκωναν στα
ωραία κεφάλια τους, το επιστύλιο του ναού… Τα περίτεχνα φορέματά τους θαρρείς
θ’ανέμιζαν στο ελαφρότατο αεράκι… Η μια Κόρη βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο.
Κλεμμένη απ’τον Αγγλο λόρδο Έλγιν.
Πολλά χρόνια
ύστερα από την «ημέρα στην Ακρόπολη», συνάντησαν την «Κόρη» στο Βρετανικό Μουσείο. Μέσα στην πανδαισία του φωτός, στην
περίοπτη θέση της έστεκε κι άστραφτε από θλίψη…
-Θυμάσαι, είχε
ρωτήσει την Αννί που δεν ήθελε να ξεκολλήσει από τη θέση της, να τη βλέπει.
-Δεν έχω
συναντήσει κάτι πιο μοναχικό! είπε κείνη και τα μάτια της υγρά.
Στο ναό του
Ερεχθείου έμειναν για ώρα πολλή. Ο ξεναγός τους εξηγούσε. Μιλούσε μ’ένα πάθος
στη φωνή, δε φαινόταν πως κουράζεται να τα λέει τόσες φορές.
Τότε, θυμάται,
άφησε τους άλλους να προχωρήσουν λίγο –θα βγάλω μερικές φωτογραφίες, είπε στη
γυναίκα του που ακολούθησε τους φίλους. Εκεί, στη βάση, κάτω από τις Καρυάτιδες
που τον αντίκριζαν από τα εφτά μέτρα ύψος, κάτω από την αμφίβολη τραυματισμένη
από το χρόνο ματιά τους, έσκυψε, έβαλε το χέρι. Κάνοντας πως θα δέσει τα
κορδόνια των παπουτσιών του…
Ένα κομμάτι
μάρμαρο αντιστάθηκε για λίγο στο κάλεσμά του, ξεκόλλησε ύστερα, γέμισε πρόθυμα
τη χούφτα του. Το τρύπωσε γρήγορα στον ανοιγμένο του σάκο… Η καρδιά του
χτυπούσε να σπάσει, τι ντροπή αν τον έπιαναν κείνη τη στιγμή! Όμως η επιθυμία
να κρατήσει κάτι από όλη εκείνη την ομορφιά ήταν τόσο μεγάλη, τόσο ακατανίκητη!
Ύστερα
τριγύρισαν ακόμη για ώρα πολλή, μπήκαν στο Μουσείο. Θαύμασαν την ομορφιά της
Αθήνας από κει πάνω, τότε δεν είχε το μαύρο σύννεφο να τη σκεπάζει όπως
μαθαίνει πως γίνεται τώρα… Μίλησαν για Ιστορία…
-Θα ξανάρθουμε…
Είναι κάτι που δε συγκρίνεται με τίποτε άλλο, είπε η Αννί. Θέλω να μου το
υποσχεθείς Ζακ!
Δεν το είπε
αμέσως της Αννί. Στο ξενοδοχείο άνοιξε με τρόπο τη βαλίτσα και βαθιά στον πάτο
της τυλιγμένο σε μια πετσέτα τοποθέτησε το μαρμάρινο λάφυρο.
Όταν έφτασαν
στην πατρίδα, οι Βρυξέλλες τους υποδέχτηκαν με βροχή. Την ασταμάτητη
φθινοπωρινή βροχή τους. Όμως είχαν κρατήσει Ήλιο στο χρυσοκοκκίνισμα της
επιδερμίδας τους και μέσα στην καρδιά τους. Η Αννί τιτίβιζε χαρούμενα βγάζοντας
τα καλούδια, τα ρούχα και τα θυμητικά ένα – ένα από τις αποσκευές. Εκείνος τότε
πήρε την πετσέτα, την άνοιξε. Το μάρμαρο φάνταξε χλομό, κιτρινισμένο μέσα στο
τεχνητό φως.
-Τι είν’αυτό;
είπε έκπληκτη εκείνη.
-Είναι δικό μας
και θα ζήσει πάντα μαζί μας, είπε αυτός και κάτι σαν τελετουργία, στις
κινήσεις, καθώς έβγαλε όλα τ’άλλα αντικείμενα από το ράφι μιας εταζέρας. Το
τοποθέτησε μόνο. Μοναχικό και πανέμορφο στο μικρό ράφι.
Η Αννί ήρθε πολύ
κοντά.
-Πότε το πήρες,
πώς; είπε με θαυμασμό. Για κοίτα Ζακ; Μου φαίνεται σα ν’αναπνέει! Κοίταξε, έχει
φλέβες; Νομίζεις πως αίμα κυκλοφορεί μέσα του!
Λεπτές,
ωχροκίτρινες γραμμές διακρίνονται στην όψη του. Όσες φορές κι αν στάθηκε να το
κοιτάξει από κοντά, θυμόταν τη φράση της Αννί.
-Ανασαίνει!
Είναι ζωντανό! Αίμα κυκλοφορεί εντός του; Και σαν μια κίνηση στήθους που
αναδεύεται σε ανάσα ζωής!
Τα χρόνια
κύλησαν, όλα αλλάζουν μέσα στο σπίτι της “Avenue des Jardins”.
Τα παιδιά γεννήθηκαν τέσσερα, το ένα ύστερ’από το άλλο. Μεγάλωσαν, σχολειά,
Πανεπιστήμια. Χαρές και λύπες μπαινόβγαιναν κι αυτές. Ο μικρός, ο Πιέρ, χάθηκε
στα τέσσερά του χρόνια, τότε το σπίτι είχε σκοτεινιάσει για πολύ καιρό… Ύστερα
ήρθαν και γάμοι. Δυο κόρες έφυγαν νυφούλες από το σπίτι. Κι ήταν σα να φορούσε
τ’άσπρα μια Αννί, μ’όλη τη χλομή ξανθή της ομορφιά.
Η δική του η
Αννί όλο και πιο σκυφτή, άλλαζε σχήμα το κορμί της, τα μαλλιά της χρώμα, το
γλυκό της πρόσωπο σκαμμένο από τα μονοπάτια του χρόνου που περνούσε ανάμεσά
τους.
-Κι εσύ το ίδιο!
του μηνούσε ο καθρέφτης του.
Σταματούσε
μπροστά στο μικρό έπιπλο, όπου πάνω του άσπριζε το περήφανο κομμάτι του
μαρμάρου. Το χαιρετούσε σιωπηλά. Ορόσημο ενός ακατάλυτου χρόνου.
-Εσύ
θ’ανασαίνεις πάντα μια ακατανίκητη νιότη! Αιώνιο εσύ!
Στο πλάι του
ακουμπισμένο μόνο το βιβλίο «Η ιστορία
του Ιερού Βράχου».
Τώρα δεν έβγαινε
πια πολύ. Δεν καλόβλεπε. Η Αννί είχε φύγει ήρεμη και καρτερική ως το τέλος. Τα
παιδιά, τα εγγόνια έρχονταν με τη σειρά τους, κάθε βδομάδα και από κάποια να
του χαρίσουν χαρά με την παρουσία και τη φροντίδα τους. Όμως, το σπίτι είχε
μεγαλώσει απελπιστικά κι αυτός ήταν τόσο μονάχος μέσα κει, και ο χρόνος είχε
χάσει το νόημά του. Παλιές φωτογραφίες και βιβλία τον συντρόφευαν. Πήρε και το μικρό
έπιπλο στο δωμάτιό του. Ήθελε όλα τα πιο αγαπημένα του κοντά. Από το κρεβάτι
του ξαπλωμένος μπορούσε να βλέπει το χλομό κομμάτι του μαρμάρου. Έχει πάντα τις
ωχροκίτρινες ζωντανές του φλέβες, τ’ανεπαίσθητα σκαλίσματα. Τις νύχτες που
αγρυπνούσε ανέπνεε κοντά τους, ήταν σίγουρος.
Κι ήταν μια
τέτοια αργοκύλητη νύχτα αγρύπνιας που σκέψεις παράξενες και πρωτοφανέρωτες τον
τριγύρισαν. Άναψε το μικρό φως του κομοδίνου. Ήρθε μπροστά του ο χαριτωμένος
ασύμμετρος ναός του Ερεχθείου. Πως άλλαζε όψη και μορφή σαν τον κοίταζες από
την κάθε του πλευρά! Ο αρχιτέκτονας που τον έχτισε δεν είναι γνωστός. Οι
Αθηναίοι πίστευαν πως προστάτευε τον τάφο του μυθικού τους μονάρχη, του
Κέκροπα. Που η ιστορία του χάνεται μέσα στην αχλύ του μύθου. Τον καιρό της
βασιλείας του έγινε η έριδα ανάμεσα στη θεά Αθηνά και τον Ποσειδώνα, για το
ποιος θα κατακτήσει την πόλη της Αθήνας. Νίκησε η Αθηνά κι ο Ποσειδώνας τότε
χτύπησε θυμωμένος με την τρίαινα το ναό…
Η πέτρα τον
παρατηρούσε από το ράφι έτοιμη να του μιλήσει… Η αναπνοή της θαρρείς σ’αρμονική
κίνηση με τη δική του. Ποιος ξέρει, ποιος μπορούσε να πει από ποιο κομμάτι του
ναού, του τάφου του Κέκροπα, από ποιο άλλο ιερό κτίσμα είχε λείψει αυτή η
πέτρα; Τόσο ξέταιρη η παρουσία της μέσα σ’αυτό το δωμάτιο. Πρώτη φορά το’νιωσε
βαθιά, πόσο έγραφε μια αταίριαστη ιστορία τούτο το λάφυρο σ’αυτή τη μακρινή του
χώρα. Που είναι ο ήλιος, που είναι τα γύρω μάρμαρα να παλεύουν με την καυτερή
του ανάσα και ποτέ να μη λιώνουν! Που είναι η αγκαλιά της Ιστορίας ολόγυρα;
Πόσο πελώριος
εγωισμός, για να κρατήσει αυτό το ξεριζωμένο, το ξενιτεμένο κομμάτι… Ναού;
Κολόνας που κάποτε υψωνόταν και ιστορούσε;
Κι εκείνος τόσο
γέρος πια κι ανήμπορος. Τόσο προσωρινός κι εφήμερος, πως μπορούσε να
διαφεντεύει ένα μικρό κομμάτι αιωνιότητας;
Το φαντάστηκε
ύστερα από κείνον, ένα ασήμαντο πέτρινο αντικείμενο. Ξεφτίδι παλιού καιρού, θα
το πετούσαν σε μια άκρη να βιώνει την προδομένη του αιωνιότητα. Μια ανατριχίλα
τον διαπέρασε. Αυτό το λένε τύψεις! σκέφτηκε.
Άφησε το φως
αναμμένο όλη νύχτα. Ο χώρος είχε γεμίσει από άυλες παρουσίες. Η Αννί, οι φίλοι
οι φευγάτοι. Η μαρμάρινη κολόνα… Οι «Κόρες»
του Ερεχθείου που τον αντίκριζαν με τη στοχαστική ματιά τους πάνω από την
τραυματισμένη τους όψη…
Μπορεί να’ναι
ένα κομμάτι από μας και θα μας λείπει… Έλεγε η ματιά τους.
Σηκώθηκε πολύ πρωί.
Πήρε το μαρμάρινο πλάσμα. Χάρηκε για λίγο ανάμεσα στα χέρια του κάθε άκρια,
στρογγυλάδα και κόχη. Αίμα κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες του... του ψιθύρισε η
Αννί… Ύστερα το τύλιξε προσεχτικά σε μαλακό χαρτί, έγινε ένα όμορφο δέμα μέσα
στο χαρτονένιο κουτί, με το χάρτινο περιτύλιγμα. Έγραψε πάνω καθαρά τη διεύθυνση:
Ambassade de Grece
2 Av. Franklin
Roosevelt
1050 Bruxelles
Μέσα ήταν το
μικρό γράμμα που έγραφε:
Κύριε Πρέσβυ,
Αυτή η πέτρα – ξενιτεμένη από την Ακρόπολη των
Αθηνών – βρισκόταν κοντά μου για πολλά – πολλά χρόνια. Την πήρα – την έκλεψα
πρέπει να πω – από το ναό του Ερεχθείου – ζητώ συγνώμη. Όμως την αγάπησα και τη
σεβάστηκα. Ήταν το πολυτιμότερο πράγμα που είχα. Τώρα μεγάλωσα, γέρασα πολύ και
οι τύψεις με τυραννούν, καθώς η πέτρα με ρωτάει με τη δική της φωνή:
Είχα δικαίωμα να της στερήσω το ιερό της περιβάλλον;
Την επιστρέφω λοιπόν πριν εξαντλήσω την
προσωρινότητά μου σε τούτο τον κόσμο. Σας παρακαλώ, κύριε πρέσβυ, βρείτε της
πάλι τη θέση της μέσα στο χώρο του Ιερού Βράχου.
Το γράμμα δεν
είχε υπογραφή.