Το ταξίδι
ο
ταξίδι θ’άρχιζε στις 2 Αυγούστου. Μια ομάδα από είκοσι άτομα, δέκα ζευγάρια
ανάμεσα στα 30- 40 χρόνια τους νέοι – ώριμοι, με παρόμοιους προσανατολισμούς
και «πιστεύω» και βαθιά χαραγμένη στην καρδιά τους την ανησυχία για την πορεία
αυτού του κόσμου. Κάποιοι από την παρέα συναντιόντουσαν συχνότερα για να
μιλήσουν, να κουβεντιάσουν και ν’αναλύουν τις μεταφυσικές ανησυχίες τους, με
την επικοινωνία, με τη μελέτη… Αυτό το γιατί
της διχόνοιας των λαών, της επιβολής των πιο δυνατών πάνω στους αδύνατους,
αυτή η αναμόχλευση των παθών πάντα από τους ισχυρούς και η διατήρηση θανάσιμων
διαφορών ανάμεσα στους ανθρώπους. Τους απλούς τους καθημερινούς, τους τόσο
όμοιους με τα ίδια προβλήματα, βάσανα και πόθους. Τους ίδιους κινδύνους, την
ίδια επιτέλους καταληκτική μοίρα…
Αρχηγός
της εκδρομής ο Αριστείδης. Αυτός με τις προτάσεις, τα σχέδια, ολόκληρο το
πρόγραμμα, τους είχε ξεσηκώσει νου και καρδιά.
Το
φυσικό φαινόμενο που θα παρακολουθούσαν στις 11 Αυγούστου – η ολική έκλειψη του
ηλίου – κάνει τόσο σπάνια την εμφάνισή του στον πλανήτη μας. Αυτή θα ήταν η
τελευταία φορά μέσα στον αιώνα που ξεπνοούσε πια… και ποιος ξέρει πότε θα
ξαναπαρουσιαζόταν σε κάποια κοντινή μεριά. Θα ήταν κάτι το φανταστικό να το
παρακολουθήσει κανείς απ’το Τσορούμ κατάμεσα στην καρδιά της Β.Α. Τουρκίας
κοντά στην Σαμψούντα και την Αμάσεια, απ’όπου θα γινόταν τέλεια ορατή η
λιγόλεπτη απουσία, η αποστροφή της ματιάς του ήλιου από τον μικρό μας πλανήτη.
Με όλη την μυστηριακή σαγήνη και υπερφυσική πνοή της.
Θα
πρέπει λοιπόν να ταξιδέψουν ως την Σαμψούντα, δηλαδή την παλιά Αμισό, στα
βόρεια της Τουρκίας, που ανήκει στον Πόντο. Σημαντικό λιμάνι της Μαύρης
Θάλασσας, με μια ιστορία από τον 8ο αιώνα π.Χ. όταν υπήρξε και μέρος της Αυτοκρατορίας του δικού
μας Μ. Αλεξάνδρου. Πολύ κοντά και η Αμάσεια (Amasya στα
Τουρικά), στη χώρα του Πόντου κι αυτή. Και πατρίδα του αρχαίου έλληνα γεωγράφου
Στράβωνα. Σ’αυτή την πόλη στις αρχές του 20ου αιώνα άνθιζε ένα
λαμπρό ελληνικό στοιχείο με Μητροπολιτική έδρα, εκκλησίες, σχολεία. Που όμως
από το 1921-23 όλα χάθηκαν και η πόλη στοίχειωσε από τους σκληρά χαμένους
κατοίκους της. Ελάχιστες πια ελληνικές μαρτυρίες υπάρχουν στα μέρη αυτά.
Συγκεντρώθηκαν
στο σπίτι του Αριστείδη. Στην αρχή ο στενός πυρήνας της συντροφιάς, τα τέσσερα
ζευγάρια. Έπρεπε – τους είπε – να φύγουν και να φτάσουν εκεί πολύ νωρίτερα
γιατί πολύς κόσμος από διάφορα μέρη είχε προγραμματίσει να κάνει αυτό το
ταξίδι.
Ο
αρχηγός τους διάβασε διάφορα κείμενα που είχε συγκεντρώσει από εφημερίδες,
περιοδικά. Από εκπομπές σε ραδιόφωνο και τηλεόραση, επιστημονικές ανακοινώσεις,
όλα σχετικά με την σημασία της ολικής έκλειψης και την προέκταση ή τις τυχόν
επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει το φαινόμενο στη ζωή των ανθρώπων. Μια
υποβλητική ασάφεια και αίγλη, μια ατμόσφαιρα φορτισμένη από προλήψεις και
δεισιδαιμονίες. Από αόριστες προσδοκίες και φόβους… Το γεγονός αυτό που αφορά
όλα τα όντα πάνω στη Γη… Που στιγματίζει την αδυναμία μας μπροστά σε ένα φυσικό
φαινόμενο χωρίς να κάνει διακρίσεις και εξαιρέσεις. Όλοι κάτω από μια αόρατη
και υπέρτατη Δύναμη που μας ορίζει… «Ποιος γνωρίζει να μας πει τι σημασία
μπορεί να έχει; Θα πορευτούμε ψάχνοντας κι αναζητώντας εμπειρίες… Θα
προσπαθήσουμε να ανταμωθούμε με το αληθινό και το μεγάλο… Θα προσευχόμαστε και
θα αναζητούμε…»
Ο
Αριστείδης είχε στον τόνο της φωνής του κάτι το αφηρημένο και πολύ στοχαστικό.
«Θα βρούμε λίγες μέρες σε ένα ήσυχο μέρος. Ένα τόπο περισυλλογής για να
αυτοσυγκεντρωθούμε και να προσευχηθούμε. Ένα σημάδι για σωστό αρχίνισμα. Σημάδι
γι’αγάπη και ομόνοια των λαών. Ένα μήνυμα χαρμόσυνης ελπίδας για συμφιλίωση…
Κάτι σαν τις δικές μας αμφικτιονίες με την αιώνια σημασία τους. Να το
αναζητήσουμε εκεί, στη χώρα που έχουμε μάθει να βλέπουμε με δυσπιστία και
ετοιμοπόλεμη διάθεση. Με αντανακλαστική κίνηση σε θέση άμυνας πάντα… Με τα
χέρια έτοιμα και από δω και από κει για να σπρώξουν, όχι ν’αγκαλιαστούν…»
Οι
φίλοι άκουγαν μαθημένοι σε τέτοιες σκέψεις πάντα εναγώνιας αναζήτησης σε
καιρούς χαλεπούς. Πόλεμοι παντού τριγύρω, ένας πλανήτης ματωμένος ολούθε. Μια
ανελέητη καθημερινότητα, νύχια και δόντια και προσταγές για σπαραγμούς και
ανέλπιδα ξημερώματα. Και τώρα ένα σημάδι από Ψηλά, μια αναμενόμενη βέβαια ολική
έκλειψη ηλίου. Κι ας ευχηθούμε ένα θεϊκό μήνυμα αισιόδοξο να είναι η έλευσή
της.
Ενημερώθηκαν
όλοι, άφησαν έξω το ρίσκο από μια πορεία ελληνική μέσα στη Τουρκία, τώρα που
προσκλήσεις και μισοκρυμμένες απειλές, έπαιρναν κι έδιναν.
«Εμείς
θα ψάξουμε γι’ αγάπη! Θα στηριχτούμε σ’αυτήν! Δεν μας φοβίζει τίποτα!»
Έφυγαν
όλοι μαζί την καθορισμένη μέρα με πλοίο πρώτα για Ρόδο. Ο Αριστείδης εύκολα
συντόνιζε τις κινήσεις τους, ήταν όλοι ταιριασμένοι και σίγουροι.
Την
άλλη μέρα το πρωί βγήκαν στο Μαρμάρι. Ένα ήμερο τούρκικο παραθαλάσσιο προάστιο
που έμοιαζε με τα δικά μας. Οι άνθρωποι σκουρόχρωμοι, η μιλιά τους βαριά,
τραγουδιστή, ανατολίτικη. Η παρέα χωρισμένη σε μικρότερες ομάδες, επισκέφθηκαν
δυο – τρία απ’τα μαγαζάκια, κάθισαν για ένα αναψυκτικό μέχρι να έρθει η ώρα να
συναντήσουν το πούλμαν. Μερικοί που ξεμάκρυναν για ν’αγοράσουν κάποιο δωράκι
αναμνηστικό καλοδέχτηκαν την προσφορά πρόσχαρων ανθρώπων (κρύο τσάι μέσα σ’ένα
μικρό σκαλιστό ασημένιο κύπελλο).
Το
εκδρομικό αμάξι, πλυμένο, γυαλιστερό, ολοκάθαρο σταμάτησε στον ανοιχτό χώρο
απ’όπου μπορούσαν όλοι να το δουν. Ο οδηγός χαμογελούσε. «Καλώς ήρθατε» είπε
καθώς πλησίαζαν, η προφορά του βαριά μα ολοκάθαρη. Το γκρίζο βαμβακερό, άψογο
μπλουζάκι του, το τζην παντελόνι, η θερμή χειραψία με τον Αριστείδη συμπλήρωναν
ευχάριστα το καλωσόρισμα. «Θα έχουμε 17 ώρες ταξίδι. Θα περάσουμε ανάμεσα σε
μικρά χωριά και μεγάλους υπαίθριους χώρους, χωράφια και δάση. Θα δούμε πολλά.
Θα φιλοξενηθούμε σε κάποιο από τα χωριά, ξενοδοχεία δεν υπάρχουν όσο
προχωρούμε. Θα μείνουμε σε σπίτια χωρικών, είναι όλα κανονισμένα».
Η
διάθεση καλή, η πορεία μέσα σ’ένα εξοχικό, ευχάριστο περιβάλλον. Ο κόσμος που
συναντούσαν είχε ένα χαμόγελο γι’αυτούς. Ο οδηγός τους εξηγούσε που θα έβρισκαν
δροσιά, φαγητό, δροσερό νερό και ξεκούραση σ’όλη τη διαδρομή.
Η
νύχτα τους βρήκε σ’ένα χωριό με μερικά σπίτια, με χωρικούς πρόθυμους και
έτοιμους για την φιλοξενία. Ανά τέσσερις – δυο ζευγάρια – σε κάθε σπίτι. Τα
μέσα πολύ λιτά, πολύ μακριά από σύγχρονες ανέσεις, όμως η όλη ατμόσφαιρα κι η
προσμονή για τη συνέχεια, τα έκανε όλα καλοδεχούμενα.
Μεσάνυχτα
μες στη μυστηριακή σιωπή άκουσαν κι αηδόνια και οι τρίλιες τους στις ίδιες
νότες των ελληνικών πουλιών. «Η φύση δεν έχει σύνορα», είπε ο Αριστείδης.
«Είναι μια και μοναδική! Για όλα τα όντα της».
Ξεκίνησαν
νωρίς το άλλο πρωί. Τα χωριά αραίωναν, οι χωματόδρομοι όλο και πιο στενοί.
Η
παρέα των φίλων ήθελε να υπερβεί τα προγραμματισμένα και να προφθάσουν να βρουν
ένα τόπο όπως τον είχαν φαντασθεί να ξεκουραστούν πρώτα ψυχικά και σωματικά, να
ξαλαφρώσουν από όσα κουβαλά μέσα τους και βαραίνει η σκληρή πραγματικότητα. Κι
από κει πια για το λόφο, το Τσορούμ όπως και τόσος άλλος κόσμος απ’όπου θα
παρακολουθούσαν «το θαύμα».
Περνούσαν
μέσα από μια παρθένα καταπράσινη φύση, ένα δροσερό ποτάμι σε μια παράλληλη
πορεία στραφτάλιζε στον ήλιο. Ο τούρκος οδηγός γνώριζε καλά τη διαδρομή. Έφτασε
κοντά σ’ένα γεφύρι που θαρρούσες πως ήταν ετοιμόρροπο.
«Εδώ
θα σταματήσω», είπε. «Το αμάξι δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο. Βλέπετε εκείνο το
χωριό;»
Λίγο
πέρα από την άλλη όχθη το είδανε, ξεχώρισαν το μικρό νεκροταφείο με τα άσπρα
μαρμάρινα θυμητικά όπως σε κάθε νεκροταφείο. Δέντρα πολλά που το τριγύριζαν σαν
φύλακες πιστοί.
«Εγώ θα είμαι πάντα έτοιμος εδώ για ό,τι
χρειαστεί. Εσείς μπορείτε να περπατήσετε, να διαλέξετε το μέρος που θα
κατασκηνώσουμε τούτη τη βραδιά αν θέλετε. Για το πικ-νικ ό,τι επιθυμείτε…
Χρόνος υπάρχει. Και καλή διάθεση!»
Κατέβηκαν
όλοι με κέφι, προχώρησαν και ούτε μια απότομη ψιλοβροχούλα, ένα συννεφάκι
περαστικό που δρόσισε το πλούσιο χώμα και ίσα που τους ράντισε με τις χοντρές
ψιχάλες, δεν τους χάλασε τη διάθεση.
Τρεις
φίλες, η Μαρία, η Τζένη και η Πολυξένη βγήκαν μπροστά. Ήταν οι πιο νέες, οι πιο
ευκίνητες ίσως και οι πιο διψασμένες για ό,τι καινούργιο, για κάποια
περιπέτεια. Για γνωριμία με το Άγνωστο, το Νέο.
«Εσείς
μείνετε εδώ, μπορείτε να κολατσίσετε, να δροσιστείτε κάτω από το δέντρο. Εμείς
θα πάνε βρούμε το μέρος για να… στρατοπεδεύσουμε. Έχετε κι εσείς το νου σας
μήπως προκύψει και κάτι από δω»
Προχώρησαν
θαρρετά, το χωριό είχε μια παράξενη ξύλινη πορτούλα, την ξέκριναν όταν ήρθαν
κοντά, την ανοίγεις για να μπεις λες για να δείξει ότι ήταν κάτι το ξεχωριστό,
τούτος ο περικλεισμένος από φράχτες χώρος. Κάποιες φιγούρες ανθρώπων και ζώων,
ένα γαϊδουράκι, μερικά γίδια και αρνιά και πουλερικά που σταμάτησαν να
αφουγκρασθούν απορημένα έτσι που τους είδαν να έρχονται…
«Γλώσσα;
Πως θα συνεννοηθούμε;», είπε η Τζένη καθώς κι όλας ένας – δυο άντρες, μια
γυναίκα στην πόρτα ενός μικρόσπιτου μ’ένα μωρό στην αγκαλιά τις κοίταζαν
παραξενεμένοι.
«Με
τη διεθνή γλώσσα! Των χεριών! Κι όποια τούρκικη λέξη θυμηθούμε!», είπε η Μαρία
επιστρατεύοντας και το πιο εγκάρδιο χαμόγελό της που αμέσως βρήκε αντανάκλαση
στο πρόσωπο της γυναίκας και πιο δειλά στ’αντρίκεια πρόσωπα που τις πλησίασαν
κάπως.
«Γκιουν
αϊντίν… Θέλουμε ένα μέρος να καθίσουμε… Είμαστε ταξιδιώτες. Γιουνάν. Σεχαγιατ!
Θέλουμε έξω από το χωριό… Για φαγητό! Γιεμελίκ!... Πικ – νικ, ύπνο». Έδειχνε
όπως μπορούσε η Μαρία, οι δυο άντρες παρακολουθούσαν προσεκτικά. Η γυναίκα με
το μωρό που είχε αρχίσει να κλαίει μπήκε μέσα στο σπίτι. Οι κοπέλες συνέχισαν
να χαμογελούν.
«Μπορείτε
να μας δείξετε που να πάμε; Είναι κι οι άλλοι πιο πίσω…»
Ο
ένας, ο νεώτερος, γεροδεμένος άντρας γύρω στα 30 – 35 με το πιο τσιγκούνικο
χαμόγελο γύρισε και κάτι είπε στον άλλο.
«Εγώ!»,
έδειξε αμέσως μετά. «Θα σας πάω εγώ. Ανεβείτε στο τρακτέρ!»
Έτσι
κατάλαβαν καθώς τους έδειχνε το σταματημένο πιο πέρα γεωργικό όχημα. Μια
παράξενη λαμαρίνα στερεωμένη πάνω από τις ρόδες έμοιαζε με πρωτόγονο κάθισμα
για δύο. «Εδώ!», τους έδειξε πάλι. Η Μαρία γύρισε προς τις φίλες της. «Είστε
για περιπέτεια; Εγώ είμαι! Κάπου κοντά πρέπει να είναι η τοποθεσία, έτσι
κατάλαβα. Θα μας πάει λοιπόν». Κοίταξαν η μια την άλλη κι ύστερα αποφασιστικά η
Τζένη κι η Μαρία βολεύτηκαν στο κάθισμα – λαμαρίνα ενώ η Πολυξένη έπαιρνε θέση
πλάι στον οδηγό που είχε ένα πλατύτερο χαμόγελο καθώς ξεκινούσαν.
Βγήκαν
έξω απ’το χωριό, προχώρησαν σιωπηλοί ανάμεσα στα χωράφια, ύστερα ακόμα πέρα.
Ψυχή τριγύρω μόνο άφθονα βάτα και πυκνοί αγκαθεροί θάμνοι. Δέντρα λιγοστά. Ώρα
μεσημεριού και η ζέστη άρχισε να γίνεται ενοχλητική.
«Μα
που μας πάει;», μουρμούρισε η Πολυξένη.
«Πίστευε
και μη ερεύνα!», είπε η Μαρία όμως η ματιά της ερευνούσε τριγύρω, πόση ερημιά,
πουθενά κάποια φιλόξενη δροσιά, ένα πλάτωμα.
Προχωρούσαν
ολοένα. Η Μαρία άγγιξε μόλις με τις άκρες των δακτύλων της την πλάτη του
οδηγού.
«Είναι
πολύ μακριά ακόμη;», ρώτησε. Ξάφνου αυτός σταμάτησε απότομα. Θυμάρια και σκίνα
κι ανάμεσα ένας μικρός επίπεδος χώρος τόσο στενός και άβολος.
«Εδώ»,
είπε αυτός γυρίζοντας πίσω το κεφάλι. Έδειχνε.
«Τι
εδώ;» απόρησε η Μαρία. Τότε παρατήρησε πως ο άντρας δεν χαμογελούσε πια. Μια
κακιά φλογίτσα όλο και ανέβαινε στη ματιά του. «Εδώ!». Έδειχνε το μικρό
πλάτωμα. «Εδώ», της έγνεφε με άγριο τρόπο. «Εσύ! Έλα!» Κατέβηκε και προχωρούσε…
Η γλώσσα των χεριών δε λάθευε με τα σκοτεινά της υπονοούμενα… Οι άλλες δυο
είχαν παγώσει. Ούτε να μιλήσουν, ούτε να φωνάξουν! Και ποιος θα τις άκουγε στην
ερημιά; Ο θεός και ο οι τέσσερις άνθρωποι μόνο. Και δυνάστης ο ένας! Παντοδύναμος.
«Έλα!», ξανάπε πιο δυνατά. Η ματιά του καρφωμένη σκληρή, ατσαλένια στο πρόσωπο
της Μαρίας. Η διαταγή ήταν φανερό, δεν έπαιρνε αναβολή. Η Μαρία κατέβηκε από τη
ρόδα, έκανε δυο – τρία δειλά βήματα. Δεν ήξερε ούτε που να πάει ούτε πώς να
φύγει… Μόνο προχωρούσε κι αυτός να δείχνει το μικρό χώρο όπου δυο άνθρωποι
μπορούσαν να ξαπλώσουν! «Εδώ!»…
Έφτασε
και στάθηκε πρόσωπο με πρόσωπο αντίκρυ του… Κοίταξε μέσα στα σκληρά του μάτια.
Τα δικά της είχαν αρχίσει να δακρύζουν. Όμως όχι, κράτησε τα δάκρυα πριν
κυλήσουν. Και τότε σήκωσε το χέρι της αργά. Τ’ακούμπησε στην καρδιά της κι
ύστερα άγγιξε το δικό του στήθος. Σαν παράκληση. Σαν διαπίστωση… Αδέρφια!
«Καρντάς!», είπε. «Εσύ κι εγώ Καρντάς!». Ξανά και ξανά το χέρι πήγαινε κι
ερχόταν απ’την μια καρδιά στην άλλη. Ο άντρας ξαφνιάστηκε! Σταμάτησε να δείχνει
χάμω το χωμάτινο κρεβάτι… Μετέωρος σαν χαμένος. Τα δευτερόλεπτα κυλούσαν βαριά
σαν πέτρα. Τα χτυποκάρδια αόρατα και καταλυτικά…
«Καρντές;»
είπε σα να αναρωτιόταν κι ύστερα σαν να απαντούσε επιτέλους με σίγουρη παραδοχή
κι η ματιά του είχε παράξενα αλαφρώσει.
«Καρντές».
Εδειξε το τρίτροχο που περίμενε με τις άλλες γαντζωμένες πάνω του κοπέλες. Πάμε, έγνεψε χωρίς να μιλήσει άλλο. Θα σας γυρίσω πίσω, πάμε, έλεγε το
σταθερό του βήμα.
Τους
έφερε πίσω κι έφυγε βιαστικά. Η υπόλοιπη παρέα στα κέφια της!
«Αργήσατε,
όμως εμείς φροντίσαμε για όλα! Ύπνος κάτω απ’τ’αστέρια στους σάκους μας, πρόχειρο
φαγητό και πολλή συζήτηση. Και διαλογισμός! Α, πολύ εγκάρδιος λαός οι Τούρκοι!
Κοιτάτε τα φιλέματα από το χωριό!»
Η
Μαρία πλησίασε αμίλητη τον άντρα της. Το πρόσωπό της κρύφτηκε στο λαιμό του.
«Ευχαριστούμε!», είπε σιγά. Αυτός την απομάκρυνε απαλά. «Λοιπόν; Πως περάσατε;»
Την κοίταζε βαθειά στα μάτια. «Δεν βρήκατε τίποτα ενδιαφέρον για να περάσουμε
τη νύχτα;». Η Μαρία έπιασε τα δυο του μάγουλα, το φιλί που σφράγισε το δικό του
χαμόγελο φαίδρυνε και τα δικά του χείλη. «Όχι αγάπη μου, γυρίσαμε σε σας με τη
σιγουριά πως κάτι θα είχατε βρει και κανονίσει εσείς! Εδώ τ’αστέρια είναι πιο
φιλικά, πιο ήμερα κι ας είναι και τούρκικα. Αλήθεια, μας χαμογελούν!»
«Φτάνει
που γυρίσατε σε μας! Γερές και χαρούμενες!», είπε εκείνος.
Γύρισε
στις φιλενάδες της που γελούσαν κι αυτές χαρούμενα και αγκαλιασμένες. «Πολύ
ωραία η τούρκικη φύση σ’αυτά τα μέρη!» είπε η Πολυξένη.
Πέρασαν
μια αξέχαστη νύχτα κάτω από τον υπαίθριο τουρκικό μανδύα.
11
Αυγούστου 1999
Πάρα
πολύς ο κόσμος στο λόφο του Τσορούμ, άνθρωποι από διάφορα μέρη της Γης, όλοι με
τα ειδικά γυαλιά, με μικρά τηλεσκόπια και διάφορα φωτογραφικά και άλλα
τεχνολογικά μέσα. Και η παρέα εκεί αρκετές ώρες πριν.
Δυο
και είκοσι ακριβώς μετά το μεσημέρι η ζεστή αυγουστιάτικη πάμφωτη μέρα άλλαξε
ολόξαφνα. Καθώς το βλέφαρο του ήλιου χαμήλωσε σα νυσταγμένο κι έκλεισε ύστερα
βαριά σαν σε ύπνο θανατερό, η φύση ακολούθησε ανήμπορη και πτοημένη. Ένα
απόλυτο, αφύσικο σκοτάδι βασίλεψε παντού… τα πουλιά σώπασαν όλα με μιας. Ένας
ψυχρός, ολόψυχρος αέρας φύσηξε ανάμεσα στα φύλλα των δέντρων που ανατρίχιασαν.
Τ’αστέρια φάνηκαν πάρωρα τόσο μακρινά μέσα σ’ένα αμέτοχο, ξένο, νυχτερινό
ουρανό.
«Μια
υπόμνηση ενός μελλοντικού θανάτου του πλανήτη μας όταν Εκείνος το θελήσει»,
ψιθύρισε ο Αριστείδης. «Πρέπει να το θυμόμαστε!».
Ύστερα
από λίγες μέρες σ’εκείνο το σημείο της γης, ένας ολέθριος σεισμός προκάλεσε τον
αδύναμο ανυπεράσπιστο άνθρωπο σε μια άνιση πάλη. Τ’άλλαξε όλα… Εξαφάνισε
χιλιάδες ζωές, καταρράκωσε υπάρξεις και προσπάθειες. Ισοπέδωσε την ανθρώπινη
έπαρση σε μια καθολική θεώρηση. Μπροστά στην υπερφυσική δύναμή του οι απλοί
άνθρωποι ξεχνώντας έχθρητες, διαφορές, σύνορα και αμαρτωλές σκοπιμότητες προσπάθησαν
να ενώσουν τις μικρές τους δυνάμεις στη πάλη με την ανελέητη φύση.
Καρντάς! σκέφτηκε
με συγκίνηση η Μαρία καθώς διάβαζε στις εφημερίδες για την ελληνική αποστολή
προς τη γειτονική χώρα από αποφασισμένους ανθρώπους για να βοηθήσουν με
αυταπάρνηση τον ΣΥΝΑΝΘΡΩΠΟ τους. Αυτό μόνο. Χωρίς σύνορα κι απαγορεύσεις, χωρίς
απειλές.