Για να θυμόμαστε και να ξορκίζουμε τον Πόλεμο…
Είμαι ένας “Ιμπακούσα”. Εγώ, που δεν κληρονόμησα από τους προγόνους,
τους γονείς μου, απ’ όλη την ταπεινή μου οικογένεια ούτε τον παραμικρό τίτλο
τιμής ή δόξας… Που το “κύριος” και το “δάσκαλε” ήταν τα μοναδικά που συνόδευαν
πάντα το όνομά μου -ήμουν μόνο ο Ichiro , ο κύριος Ichiro, ο δάσκαλος- Είμαι ένας “Ιμπακούσα”
και μόνον αυτό, που είναι γραμμένο με γράμματα ανεξίτηλα, μαύρα και
σκληροχαραγμένα παντού, ως την πιο απρόσιτη μύχια γωνιά του είναι μου, και θα
σβηστεί μόνον με θάνατο.
Πίσω στην πλάτη μια χαρακιά από πάνω ως κάτω, χαραγμένη από
την πύρινη ρομφαία του χαλασμού, κρατάει μέσα στο αυλάκι της ανέπαφη τη μνήμη,
την επωάζει αδιάκοπα και τη γεννά καθημερινά ατόφια, οδυνηρή και ανεξάντλητη.
Είμαι ένας “Ιμπακούσα”. Έτσι μας ονομάζουν όλους εμάς που
επιζήσαμε από την ατομική βόμβα κι από κείνη την κολασμένη μέρα της 9ης
Αυγούστου του 1945 στην πόλη μας, το Ναγκασάκι. Είναι κάτι σαν ένας τίτλος
ξεχωριστής τιμής για την ικανότητά μας και την τύχη μας να επιζήσουμε εμείς
ανάμεσα στις τόσες χιλιάδες ανθρώπων, που μια πύρινη μάζα ασπαίρουσα έγιναν
μέσα σε λίγα λεπτά. Σφαχτάρια στο βωμό του χαλαστή πολέμου… Ενός πολέμου που
ξεψυχούσε. Έσερνε πια τα τελευταία ξεθεωμένα του βήματα, είχε χορτάσει όλη τη
διεστραμμένη του πείνα πάνω σ’ ανθρώπινες ζωές, σπίτια, πόλεις, βουνά, θάλασσες
και ζώα, πάνω σ’ όλο το ιερό έργο του Δημιουργού μας. Τη Φύση την ίδια.
Από τις 6 του Μάη ο πόλεμος ανάμεσα στη Γερμανία -τον Άξονα-
μ’ εμάς συμμάχους κι από την άλλη Άγγλους, Αμερικανούς, Ρώσους κι άλλους, είχε
τελειώσει. Στο Πότσδαμ συναντήθηκαν οι Μεγάλοι του κόσμου, να βάλουν τη
σφραγίδα, να μονοιάσουν και να μοιράσουν… Όμως από μας υπήρχαν κάποιες
αντιρρήσεις, δεν τη βαστούσαμε την ήττα, τα θέλαμε έτσι, τα θέλαμε αλλιώς…
έπρεπε να το χρυσώσουμε το χάπι.
Ήταν για να φτάσει ο τρομερός Αύγουστος… Στις 6 Αυγούστου το
πρωί, στις 8:15, η Γη τραντάχτηκε συθέμελα. Ένα πρωτόγνωρο μανιτάρι, μαύρο και
πύρινο, διαφέντεψε τον ουρανό και τις ζωές μας. Εκεί, στη Χιροσίμα…
Δώδεκα χρονώ, θυμάμαι, κι η μάνα είχε απλώσει τα φτερά της να
μας κλείσει από κάτω. Μικρές φωνούλες σπαραγμού από τα χείλη της, τα δάκρυα που
στάλαζαν πάνω στα έκπληκτα προσωπάκια μας… Τρία μικρά παιδιά είμασταν, γυρεύαμε
να φυλαχτούμε στην αγκαλιά της από κάτι τόσο κακό… Τόσο κακό και δεν ξέραμε πώς
να τ’ ονοματίσουμε…
Η μάνα φόρεσε το δαντελένιο πέπλο στ’ αναστατωμένα μαλλιά της,
μας πήρε και τα τρία να πάμε στον Καθολικό Ναό μας. Γεμάτη η εκκλησία κι όλοι
γονατιστοί, οι πιστοί. Οι ύμνοι κι οι προσευχές αντιβούιζαν πέρα, παντού,
ξέφευγαν από τον πιο ψηλό τρούλο. Ήμουν σίγουρος, με τα λίγα μου χρόνια ήμουν
σίγουρος πως θα έφταναν μέχρι τον καλό μας Θεό, να λυπηθεί πια τα τέκνα του… Να
τα βοηθήσει.
Γυρίσαμε βουβοί στο σπίτι. Η όμορφη λαμπερή, μοναδική στον
κόσμο πόλη μας είχε ένα πέπλο σταχτί να τη σκεπάζει. Αυτό το χρώμα το σταχτί
και στις καρδιές μας.
-Εσύ είσαι ο πιο μεγάλος Ichiro. Να προστατεύεις τ’ αδέλφια σου. Δεν
έχουμε πατέρα να μας φροντίζει, εσύ πρέπει να είσαι πάντα κοντά τους, είπε η μάνα
και κάτι το σκοτεινά προφητικό στη φωνή της μ’ έκανε να κλάψω φοβισμένος
μυστικά.
Όμως, η εγωϊστική ελπίδα… Η Χιροσίμα μας χάθηκε… Η Χιροσίμα
πλήρωσε το θανάσιμο φόρο, για τον τελειωτικό χαλασμό. Φτάνει λοιπόν…
Μείναμε κλεισμένοι στο σπίτι. Τα νέα τρομερά. Η κόλαση είχε
ανέβει στη γη, είχε βρει την ιδανική θέση, αλώνιζε, δήωνε κι έλιωνε κάτω από το
καταραμένο της πέλμα την ίδια τη ζωή… Με ποιον να τα πει, να συζητήσει όλ’ αυτά
η γλυκιά μητέρα. Δώδεκα χρονώ εγώ, ο πιο μεγάλος και μια πικρή ξαφνική
ωριμότητα που την ένιωθα να μου δυναστεύει κορμί και νου. Σαν τα άγουρα φρούτα
που πρώιμα τα κόβουν, τ’ απλώνουν κάτω για να δεχτούν το βιασμό από έναν
αδιάφορο, ανελέητο ήλιο.
Κάτι δε βρήκαν πάλι αναμεταξύ τους οι Μεγάλοι. Πήραν αμέσως
αποφάσεις. Έπρεπε να μπει μια ασφαλιστική δικλίδα. Έπρεπε ο πόλεμος αμετάκλητα
να κλείσει το θανατερό του κύκλο. Κι έπρεπε να μπει η σφραγίδα στη δική μας πόλη.
Το Ναγκασάκι μας…
Εννέα Αυγούστου, το πρωί κι από τον ουρανό που πια όλο με
καχυποψία και φόβο παρατηρούσαμε, ξεχύθηκε όλη εκείνη η αντάρα, η κοσμοχαλασιά.
Δεν μπορώ τίποτα να θυμηθώ. Φλόγες μόνον βλέπω… Φωτιές να
καίνε, καπνούς να τυφλώνουν. Η Γη χόρευε ασταμάτητα, άνοιγε, κατάπινε, τίναζε
ψηλά ως τα ουρανοθέμελα τα πάντα με το δαιμονικό της χορό και ήχοι τρομεροί μου
ξέσκιζαν τ’ αφτιά…
Δε θυμάμαι τίποτα. Κραυγές μόνον ανθρώπινες, κραυγές που
είχαν γίνει μια. Μοναδική και παντοδύναμη… Μαμά!
Ούρλιαζα κι εγώ. Μαμά! Και κρατούσα, δεν ξέρω πώς, το
δαντελένιο της πέπλο στα χέρια, όταν βρέθηκα ορθός μέσα στα ερείπια. Μόνος,
κατάμονος…
Είμαι τώρα ένας μοναχικός Ιμπακούσα 63 ετών. Η ραδιενέργεια μου
στέρησε το δικαίωμα να “διαιωνίσω” το ανθρώπινο είδος. Κι είναι φορές που
χαίρομαι γι’ αυτό. Ποιο είδος; Τα χρόνια που περνούν τα ίδια πάντα μου επαναλαμβάνουν.
Δεν άλλαξε τίποτα…
Πρέπει πρώτα να φυτρώσουν λουλούδια εκεί μέσα στις βαθιές πληγές
της γhς… Λουλούδια αμάραντα, που ν’ αντιστέκονται στη φθορά και το μίσος. Το
γράφει κι ένας Έλληνας ποιητής. Και πολύ πιο πριν το είχαν διαλαλήσει οι
Έλληνες πάλι με τη Δελφική τους Ιδέα. Λουλούδια από ανθρώπινα χέρια σπαρμένα,
σίγουρα χέρια αδελφοσύνης κι αγάπης… Γι’ αυτούς που θα ‘ρθουν και θα ‘ρχονται…
Για μένα, η χαρακιά μου στην πλάτη είναι πια πολύ αργά για να
σβηστεί…
Αναδημοσίευση από την συλλογή διηγημάτων της Τούλας Μπούτου “Ο Έρωτας ήρθε το Φθινόπωρο” που εκδόθηκε στον
Πειραιά το 2000 και ήταν στη σειρά των εκδόσεων της “Φιλολογικής Στέγης
Πειραιώς”.