Φωτογραφίες από τα βιβλία μου και την 'Αμυγδαλιά'

Όλα τα βιβλία της Τ. Μπούτου, επιλεγμένα τεύχη από τα Πειραϊκά Γράμματα, θεατρικές παραστάσεις, εκδηλώσεις, βραβεύσεις κ.α

.

.

.

Μικρό απόσπασμα από το νέο μου βιβλίο «Η Κίνα του 1978, Το μεγάλο ταξίδι της ζωής μου», από τις εκδόσεις Vivliologia (2015)

Κριτικές και αναφορές στο έργο της Τούλας Μπούτου

δείτε κι άλλες κριτικές εδώ

.

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Το Βλέμμα

Το Βλέμμα

Τ
ον έβλεπαν συχνά. Μεσημέρια τις πιο πολλές φορές, κοντά στην ώρα που σχολούσαν τα παιδιά. Καραδοκούσε στη γωνιά. Καμιά σαρανταριά – σαράντα πέντε χρονών καλοβαλμένος άντρας και το καπέλο, πάντα κατεβαστό να σκιάζει τα μάτια.
Ήταν πολύ ο κόσμος κείνη την ώρα, γονείς και συγγενείς κι όλοι αυτοί που έπρεπε με το σχόλασμα να πάρουν από το χέρι το παιδί για να το φέρουν στο σπίτι. Κι έτσι έμοιαζε σαν ένας απ’αυτούς. Ήταν ανάμεσα σ’όλους κι εκείνος με το βλέμμα καρφωμένο στην πύλη που άνοιγε διάπλατα πάνω στην ώρα και παρακολουθούσε την κίνηση πάντα με φροντίδα να μη φαίνεται πολύ, να μη δίνει στόχο.
Πρώτη μια παιδούλα της πέμπτης σα ν’απόρησε κάποια φορά.
-Τι περιμένει τούτος δω κάθε μέρα; Για ποιο παιδί βρίσκεται έξω από την πόρτα κάθε μεσημέρι;
Οι φίλες γύρισαν τον κοίταξαν, γέλασαν κιόλας φωναχτά, με την παιδιακίσια ευκολία για χαρούμενη διάθεση. Ο άντρας κατέβασε ευθύς το γύρο του καπέλου, γύρισε πήρε ένα βήμα αδιάφορο. Τάχατες περαστικός, τίποτα δεν τρέχει.
Όμως τα παιδιά πήραν το μήνυμα, το’να με τ’άλλο. Είχαν το νου τους πια και το κουβέντιαζαν καθώς κι ο ξένος εκεί, οι απουσίες του ελάχιστες. Παρατηρούσαν το νευρικό βηματισμό του πέρα – δώθε, το κοίταγμα του ρολογιού και την ανήσυχη ματιά του να ψάχνει πάντα κατά κει, κατά την πύλη που άδειαζε το πολύβουο σμάρι των παιδιών. Τον έβλεπαν κατόπιν πως έφευγε, ακολουθώντας πάντα διακριτικά κάποια μικρή ομάδα.
Σιγά – σιγά κάποια ανησυχία, φόβος μια περιέργεια, που θέριευε ολοένα. Δεν μπορούσες να μην λογαριάσεις τούτη την παράξενη απουσία… Πάντα μόνος. Ή μήπως ήταν και κάποιος άλλος που κρυβόταν στη γωνία; Προσπάθησαν να δουν, άδικα όμως, παρουσία άλλη δεν φάνηκε πουθενά. Ύστερα ξεχνούσαν την έννοια τους για ψάξιμο, που να βρεις άκρη, παιδιά βλέπεις ξένοιαστα πουλιά, να φτερακίζουν λεύτερα και ν’αντιβουίζει όλος ο δρόμος από τις χαρούμενες λαλιές τους. Ο άντρας εκεί κάθε τόσο με το νευρικό του βηματισμό, με το μπέρδεμά του κάποια στιγμή μέσα στο σμάρι των παιδιών. Το χάσιμό του από μπροστά τους κατόπιν.
-Να δούμε πότε θα μιλήσει, πότε θα μας πει κάτι, να καταλάβουμε τι θέλει; Ή μήπως είναι κανένας τρελός; Είπε ένα κορίτσι της πέμπτης, καθώς έβγαιναν από το σχολείο κάποια φορά και πρόλαβαν να δουν τη φιγούρα του που γύριζε στη γωνιά.
-Εγώ άρχισα να φοβάμαι. Είπε η ξανθιά παιδούλα, αυτή που τον πρωτόδε… Λίγα ακούμε κάθε μέρα για ναρκωτικά, για απαγωγές παιδιών; Και να δεις που εμάς κοιτάζει περισσότερο, έχω παρακολουθήσει εγώ πώς μας βλέπει ύπουλα και πονηρά.
-Κι εγώ τον είδα να έρχεται πίσω μας, από γωνιά σε γωνιά, μέχρι το σπίτι της Τασίας όπου σταματήσαμε… Κακός άνθρωπος είναι, είμαι σίγουρη, είπε κι η μικροκαμωμένη Μαρία.
-Τι μας νοιάζει; Εμείς προσέχουμε. Και κοίτα να δεις που πάντα κοντά στα κορίτσια είναι ο κύριος. Ποτέ δεν τον είδαμε ν’ακολουθήσει κάποια παρέα αγοριών.
Γέλασε μια άλλη μικρή και γύρισε κατά πίσω, ίσια στην ώρα που ο άγνωστος περνούσε στην απέναντι γωνία, στάθηκε τούτη τη φορά με κάποια αδιαφορία μη τον δουν, το κεφάλι του λίγο γερτό, η ματιά του καρφωμένη στα κοριτσάκια που περνούσαν χαχανίζοντας και φλυαρώντας, ίσως και να κατάλαβε πως κουβέντιαζαν για κείνον όσο που ξεμάκρυναν.
Ήταν κάποια μέρα που ο δάσκαλος θέλησε να μιλήσει στη πέμπτη τάξη για τα ναρκωτικά. Δάσκαλος που νοιαζόταν για τα παιδιά, τους μίλησε για τους τόσους κινδύνους, για το πόσο πρέπει να προσέχουν να μη μιλούν με αγνώστους στο δρόμο, να μη παίρνουν το παραμικρό από ξένο χέρι. Να μη ξεμοναχιάζονται… Η Τίνα σήκωσε το χέρι.
-Να πω κάτι κύριε; Είναι ένας ξένος, ένας μεγάλος άντρας που πολύ συχνά βρίσκεται έξω από την πόρτα του σχολείου και μας παρακολουθεί. Εμάς τα κορίτσια μας ακολουθεί και μας κοιτάζει… Παράξενα που μας κοιτάζει κύριε!
Ο δάσκαλος ανησύχησε.
-Προσέχετε, είπε. Όλες μαζί, γρήγορο βήμα εσείς που πάτε μόνες στα σπίτια σας… Καλά κάνατε και μου το είπατε και μη φοβάστε.
Είχε το νου του τώρα ο δάσκαλος. Τη δεύτερη κιόλας μέρα τον ξέκρινε, έτσι ακριβώς όπως του τον είπαν. Διακριτικά να περιμένει, το καπέλο πάντα χαμηλά στα μάτια.
-Βρε τον μασκαρά, μουρμούρισε καθώς τον είδε να προχωρά πίσω από την κοριτσίστικη παρέα και να χάνεται στη γωνία.
Στήθηκε αρκετές φορές πάντα με προσοχή να μην τον δει ο άγνωστος κι ούτε που το κουβέντιασε με άλλους συναδέλφους. Θα το ξεδιάλυνε μόνος του το μυστήριο. Δυο μικρά παιδιά είχε ο δάσκαλος κι έτρεμε για κείνα και αν μπορούσε θα έπνιγε στη θάλασσα όλους αυτούς τους ζωντανούς κινδύνους που απειλούν τα όσια και ιερά των ανθρώπων. Έτσι, κάποιο μεσημέρι, καθώς ο άντρας έπαιρνε το γνώριμο βηματισμό πίσω από τα κοριτσάκια πετάχτηκε κείνος από τη δική του σκοπιά, τάχυνε το βήμα, δεν κρατιόταν με τίποτα πια και πλεύρισε τον ανύποπτο ξένο.
-Κύριε… φώναξε, κύριε…
Ο άγνωστος γύρισε ξαφνιασμένος. Στάθηκε, κοιτάχτηκαν. Ο δάσκαλος τον μετρούσε από πάνω ως κάτω με ανήσυχη ματιά. Του άλλου η ματιά σαν αφηρημένη σαν κάπου αλλού ξεχασμένη.
-Τι θέλετε; Είπε.
-Θέλω να πούμε δυο κουβέντες. Εμείς οι δυο να κουβεντιάσουμε… Σε βλέπω τόσες φορές έξω από το σχολείο. Και μη μου πεις πως είναι τυχαίο το πέρασμά σου. Το ξέρω καλά πως δεν είναι. Θα μιλήσεις και θα μου πεις, θέλεις δε θέλεις, τι γυρεύεις τα μεσημέρια εδώ! Έτσι για να μη φωνάξω τούτη τη στιγμή την αστυνομία.
Τα’λεγε γρήγορα, νευρικά κι ήταν έτοιμος να τον πιάσει από το λαιμό να τον σβουρίξει χάμω. Σκότωμα που το θέλουν όλα τα καθάρματα.
-Λέγε, έκανε άγρια. Λέγε.
Τα παιδιά είχαν ξεμακρύνει, κανένα δεν πήρε είδηση από τη σκηνή αυτή.
-Τι θέλετε να σας πω; Είπε ο άντρας με φωνή απρόσμενα μαλακιά, σα θλιμμένη καταπτοημένη φωνή.
Τόση δειλία, είναι θρασύδειλοι όλοι αυτοί οι ανώμαλοι, οι απατεώνες, οι κακούργοι, σκέφτηκε ο άλλος.
-Πάμε μέχρι το σχολείο να τα πούμε, είπε τώρα πιο ήρεμα. Θέλω ξεκάθαρες εξηγήσεις. Πάμε.
Γύρισαν, βάδισαν πλάι – πλάι μέχρι την πόρτα του σχολείου. Ο ξένος ακολουθούσε πειθήνια. Μπήκαν στο γραφείο. Ο επιστάτης συμμάζευε, ετοιμαζόταν να κλείσει.
-Άφησέ μας λίγο κυρ Κώστα, του είπε κι έδειξε ένα κάθισμα στον άντρα.
Αυτός είχε βγάλει το καπέλο, κάθισε στην άκρη της πολυθρόνας. Το πρόσωπό του χωρίς τη σκιά ήταν ένα συμπαθητικό πρόσωπο. Τα μάτια του κοίταζαν τώρα ίσια μες στα δικά του μάτια, στοχαστικά.
-Κοίτα από ποιους μπορείς να το βρεις, σκέφτηκε πάλι ο δάσκαλος. Τόση υποκρισία;
-Λέγομαι Στράτος Σαλμάς… Μένω εδώ, στον Πειραιά… Είμαι έμπορος, αντιπρόσωπος ανταλλακτικών αυτοκινήτων… άρχισε να μιλάει αργά, σταματούσε σε κάθε φράση. Ντρέπομαι, είπε πιο σιγά. Ντρέπομαι γι’αυτή μου την πράξη, ξέρω πόσο επιλήψιμο είναι να στέκεσαι έξω από ένα σχολείο και να παρακολουθείς τα παιδιά… μιλούσε σχεδόν ψιθυριστά. Σταμάτησε.
-Περιμένω, περιμένω ν’ακούσω τι θα μου πεις για δικαιολογία. Εσύ, μορφωμένος άνθρωπος, ντροπή, είπε ο άλλος, πάντα νευρικά μα όχι αγριεμένα.
-Όχι, όχι δεν είναι αυτό… Δεν είναι αυτό που νομίζετε… Δεν είμαι. Δεν είμαι παρά ένας πατέρας, πονεμένος πατέρας… Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα, έβγαλε από την τσέπη το μαντήλι του, τα σκούπισε. Έμεινε λίγο με γερμένο κεφάλι.
-Ντρέπομαι, είπε πάλι, που αναγκάζομαι να τριγυρίζω κοντά στα παιδιά. Το ξέρω πως δεν πρέπει να το κάνω. Και είναι μάταιο. Ούτε ξέρω πως βρήκα αυτό το δρόμο… Κι ούτε κανείς δικός μου το ξέρει.
Ο δάσκαλος άκουγε ξαφνιασμένος, άφωνος. Περίμενε χωρίς να διακόψει τη σιωπή που μάκραινε.
-Είναι για τη μικρή Μαρία Αγριπίδου της πέμπτης… είπε επιτέλους. Έχει… έχει κάτι δικό μου, κάτι δικό μου πολύ ακριβό… Ό,τι έχει απομείνει ζωντανό από τη δική μου Μαρία. Την έλεγαν Μαρία την κορούλα μου που χάθηκε πριν ένα χρόνο. Το κοριτσάκι αυτό, η Αγριππίδου βλέπει με τα μάτια της. Το ένα, τα δύο, δεν ξέρω. Όμως το φως της είναι της Μαρίας μου… Το ξέρω, αυτές οι δωρεές πρέπει να μένουν για πάντα στη σκιά… Χωρίς καμιά συνέχεια, καμιά επαφή. Κι αυτό ήθελα… Μα καθώς τη βλέπω κάθε φορά χαίρομαι τόσο να ξεκλέβω ένα της βλέμμα! Μια ζωντανή σπίθα ζωής που απομένει.
Ο δάσκαλος σηκώθηκε, πήρε στα χέρια του το χέρι που κρατούσε το μαντήλι.
-Συγνώμη, συγχώρησέ με κύριε Σαλμά, είπε με φωνή που πρόδιδε όλη τη συγκίνησή του. Που να το φανταστώ! Είμαι κι εγώ πατέρας και μπορώ να σας καταλάβω.
-Δε θα ξανάρθω. Σας το υπόσχομαι, είπε ο άντρας. Χαμογελούσε αχνά.
-Χάρηκα που σας γνώρισα κύριε Σαλμά. Ο Θεός μαζί σας… είπε ο νέος άντρας κι η φωνή του είχε λυγίσει κόβοντας ένα λυγμό.


Από το βιβλίο της Τούλας Μπούτου, Ζωή Χαρισμένη, εκδ. Ινστιτούτο Μελέτης της Τοπικής Ιστορίας και της Ιστορίας των Επιχειρήσεων (Ι.Μ.Τ.Ι.Ε), 2008




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου