(...) Το βιβλίο με τον ευαίσθητο και λυρικό τίτλο «Το παραμύθι μιας ζωής» της συγγραφέως Τούλας Μπούτου έρχεται με τη σειρά του να προστεθεί στις αυτοβιογραφικές μαρτυρίες των ανθρώπων που είτε γεννήθηκαν είτε κατοίκησαν είτε σταδιοδρόμησαν επαγγελματικά στον Πειραιά, προσφέροντας στην πόλη μας κάθε ικμάδα της ύπαρξής τους.
Η Τούλα Μπούτου εκτός της επιστημονικής-ιατρικής-της ιδιότητας(είναι η πρώτη αναισθησιολόγος στον Ελλαδικό χώρο) που για πάνω από σαράντα χρόνια υπηρέτησε με αυταπάρνηση και ατομικό ψυχικό κόστος ασχολείται και με την λογοτεχνία. Έχει γράψει ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα, μικρές μελέτες και πρόσφατα ασχολήθηκε και με το θέατρο.
Οι διηγηματικές της προτάσεις είναι κατά την γνώμη μου εκείνες που υπερτερούν των άλλων καλλιτεχνικών της δραστηριοτήτων, και οι οποίες τις προσφέρουν με άνεση την ταυτότητα της συγγραφέως επάξια.
(...) «Το παραμύθι μιας ζωής»είναι το πρώτο της στο είδος της αυτοβιογραφίας. Το βιβλίο είναι μια εξιστόρηση της συνολικής πορείας της ζωής της, τόσο της προσωπικής όσο και της επαγγελματικής. Επίσης υπάρχουν σελίδες που περιγράφει και διηγείται γεγονότα και καθημερινά συμβάντα που δεν αφορούν άμεσα την ιστορία της ζωής της, όμως σχετίζονται κατά κάποιον τρόπο με αυτήν και στα οποία η ίδια ήταν παρούσα ως αυτόπτης μάρτυρας, και ιδιαίτερα αυτού που αφορούν την εξέλιξη της Ιατρικής επιστήμης στον τομέα της αναισθησιολογίας που συμπορεύεται με την ατομική της σταδιοδρομία και δράση.
Στην συνολική του θεώρηση το βιβλίο, εξιστορεί ευθύγραμμα και ειρηνικά χωρίς εκφραστικές ή υφολογικές κορώνες την πορεία της ζωής της από τις «θαμπωτικές καλοκαιρινές ώρες» ενός πρωινού του 1950, όταν κατέβηκε στον Πειραιά συντροφιά με έναν συμφοιτητή της έως σήμερα που ο χρόνος και η μοίρα την σημάδεψαν τραγικά και ανεξίτηλα. Στην αφήγηση πρυτανεύει η νηφαλιότητα της αποδοχής, η στωική ματιά του κλαυσίγελου του βίου, μια που η Ειμαρμένη ότι είχε να της δώσει της το πρόσφερε στα πρώτα φοιτητικά της χρόνια. Το παιδικό της όνειρο που ακόμα την κνίζει κράτησε περίπου μια πενταετία.
Η Μπούτου, δεν αναπλάθει σε ένα «ταμπλό βιβάντ» τους μύθους της εποχής της, δεν μας περιγράφει στοιχεία και γεγονότα του Πειραϊκού χώρου της ατμόσφαιρας του λιμανιού, των χρόνων της ζωής της, εκτός του πολύ στενού οικογενειακού της περιβάλλοντος. Δεν υπερβαίνει τα όρια προστασίας που της παρέχει η ιατρική της κλινική που ήταν όνειρο ζωής και δημιούργημα του ιατρού και πολιτευτεί Θεόδωρου Λαμπράκη αλλά και της ίδιας μεταγενέστερα. (Ο Θεόδωρος Λαμπράκης υπήρξε αδερφός του Γρηγόρη Λαμπράκη, βουλευτή και αγωνιστή της Αριστεράς και της Ειρήνης, που δολοφονήθηκε στην Θεσσαλονίκη).
Με στρωτό αφηγηματικό λόγο «απομυθοποιεί» τα ουσιαστικότερα συμβάντα του βίου της και των οραματικών φιλοδοξιών της δίνοντάς τους μια γήινη, πιο ανθρώπινη υφή ούτως ώστε να τα αναδείξει στις σωστές τους διαστάσεις, στις οικείες σε εμάς κλίμακες των προσωπικών μας βιωμάτων, των ατομικών μας κοινωνικών και ψυχολογικών προβλημάτων. Οι κεραυνοί της μοίρας που συνταράσσουν εξακολουθητικά την ζωή της, δεν της αφήνουν περιθώρια για κοινωνικούς συμβιβασμούς, για εφησυχασμούς που προσφέρει η ασφάλεια μιας ισορροπημένης και ίσως μίζερης οικογενειακής ζωής.
Ο λόγος της είναι έντονα αυτοαναφορικός και αυτό επιβεβαιωτικός των προσωπικών της επιλογών. Οι εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη με εκπληκτική ταχύτητα χωρίς όμως να μας κουράζουν. Η ροή των γεγονότων δεν αφήνει περιθώρια καλλιτεχνικής ανάπαυλας. Η γλώσσα χωρίς μπουκώματα εξεζητημένων εκφράσεων ισοζυγιάζει μεταξύ αυτοβιογραφικής πρόθεσης και μυθιστορηματικής ανάπλασης.
Η μνήμη που τροφοδοτεί συνεχώς την γραφή της αυτό συγκρατείται ώστε να μην καταφύγει στο διδακτισμό, στην εξαίρεση της προσωπικής πρόθεσης, αρνείται να υιοθετήσει την γυναικεία αισθηματολογία που θα καθιστούσε την αφήγηση ένα είδος λυδικού αυτοβιογραφικού ρομάντζου. Στέκεται περήφανη και ακμαία μέσα στην λαίλαπα των δεκάδων αρνητικών ζυμώσεων της μοίρας και των αδιεξόδων, και σηματοδοτεί τα γεγονότα χωρίς να τα φορτίζει με ψυχρούς εγκεφαλικούς σχεδιασμούς. Το ύφος της είναι στρωτό και λαγαρό, χωρίς παχύρρευστους τόνους γυναικείας λυγρότητας.
Μέσα από την σημαδεμένη από την μοίρα αλλά σημαντική προσωπική της ιστορία και σταδιοδρομία, η συγγραφέας αναφέρεται στα ηθικά φορτία και ψυχικά βάρη που επωμίζεται εδώ και χρόνια. Μια ατομική διαδρομή που θα τις δώσει την δυνατότητα να αναμετρηθεί με τις αντοχές της, να παλέψει με τις φοβίες της, να οργανώσει ανετότερα τα αδιέξοδά της σε ένα σύγχρονο και μοντέρνο παραμύθι με απρόβλεπτη πραγματικά εξέλιξη. Οι κοριτσίστικες φαντασιώσεις της δεν θα διαρκέσουν πολύ. Οι αρρώστιες, οι θάνατοι, τα οικονομικά προβλήματα, δεν της παρέχουν την πολυτέλεια να ονειρεύεται για μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε με ευκολία να συμπαρασταθεί στο οικογενειακό της περιβάλλον. Η εξέλιξή της και η σταδιοδρομία της στον χώρο της Ιατρικής είναι η ζωοδότρα πνοή της προσωπικής της πορείας που αγκομαχά μέσα στα νέφη της σκοτεινής προσωπικής της μοίρας. Ο σεβασμός προς τον ιατρικό μέντορά της και κατοπινό σύζυγό της είναι μεγάλος και απεριόριστος. Όπως και η βαθειά ευγνωμοσύνη απέναντι στους πρωτεργάτες δασκάλους της αναισθησιολόγους που μαθήτευσε με θέρμη κοντά τους. Η συναισθηματική της ευκρασία για τα πρόσωπά τους και την ιατρική τους στάση είναι θερμή και απεριόριστη.
Ο πρόωρα χαμένος της έρωτας όπως φαίνεται από την σύνολη αφήγηση διατηρείται μέχρι σήμερα στην μνήμη και θα ολοκληρωθεί με την έλευση του γιου της και θα κλείσει τον κύκλο του με την ξαφνική και απρόοπτη εκδημία του. Οι άντρες που αγάπησε, έφυγαν με τραγικό τρόπο πριν από εκείνη. Και το μόνο που τις απομένει είναι να στέκεται μοιραία και σπαρακτικά και να παρακολουθεί την πορεία των εξελίξεων με έναν σαρκασμό και μια γυναικεία ωριμότητα
Ο κύκλος της οικογένειας Λαμπράκη έκλεισε με βίαιο τρόπο. Όπως γράφει η ίδια: «Αυτή είναι η ζωή μου. Κάνε το χρέος σου μια επιταγή από τον Θεό-Μοίρα στον κάθε άνθρωπο, με την μεγάλη ή την μικρή αποστολή του».
Και αυτό το χρέος-το Σολωμικό Χρέος-απέναντι στην κοινωνία αλλά και απέναντι στον εαυτό της είναι που εδώ και χρόνια πράττει με συνέπεια η συγγραφέας και ιατρός Τούλα Μπούτου. Ένα χρέος όχι μόνο σαν απάντηση στο νόημα της ζωής, αλλά σαν ασπίδα απέναντι στον ίδιο τον θάνατο που καιροφυλαχτεί κάθε στιγμή σε κάθε μας βήμα να ανατρέψει το όποιο μικρό ή μεγάλο προσωπικό ή καλλιτεχνικό μας κατόρθωμα.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη δημοσίευση εφημερίδα,
«Κοινωνική», Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010, σελίδα 6.
Πειραιάς, Δευτέρα, 16 Δεκεμβρίου 2013.
Ολόκληρο το κείμενο στο ιστολόγιο του Γιώργου Μπαλούρδου