Γεώργιος Σουρής (1853-1919)
ονομαστός αυτός σατιρικός ποιητής γεννήθηκε
στην Ερμούπολη της Σύρου στις 2 Φεβρουαρίου του 1853. Η καταγωγή του ήταν από
σοβαρή και εύπορη οικογένεια. Ο πατέρας του Χριστόφορος είχε γεννηθεί στα
Κύθηρα και είχε ασχοληθεί με το επάγγελμα του εμπόρου με ικανοποιητικά
αποτελέσματα.
Όταν η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ο
Χριστόφορος Σουρής διέθεσε όλη του την περιουσία για ν’απαλλάξει τον αδελφό του
από χρέη που του είχαν δημιουργηθεί από την αποτυχημένη ασχολία του με το
εμπόριο.
Ο Γεώργιος είχε την επιθυμία να ασχοληθεί με την
επιστήμη της Θεολογίας, όμως η οικογένεια είχε πλέον την ανάγκη από οικονομική
βοήθεια και ο γιος του έπρεπε να προσφέρει αυτή τη βοήθεια το συντομότερο. Αρχίζει
λοιπόν με το εμπόριο όπως ο πατέρας του και πηγαίνει γι αυτό στη Ρωσία. Αλλά δεν
σημείωσε καμιά πρόοδο και γρήγορα γυρίζει στην Αθήνα.
Διορίσθηκε γραφέας σε κάποιο συμβολαιογραφείο και
συγχρόνως γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου. Χωρίς επιτυχία
ούτε στις σχολικές, ούτε στις πανεπιστημιακές του επιδόσεις.
Μια μέρα, ένας φίλος του ήλθε και τον παρακάλεσε να
γράψει έναν επικήδειο λόγο για τη μνηστή του, που είχε φύγει ξαφνικά από τη
ζωή. Ο Σουρής προτίμησε να γράψει ένα ποίημα για την περίπτωση. Αυτό το ποίημα
το οποίο είχε μεγάλη επιτυχία, έγινε η αρχή της λαμπρής του διαδρομής στην
ποίηση. Ποιήματά του αρχίζουν να δημοσιεύονται σ’εφημερίδες και περιοδικά. «Μη
χάνεσαι», «Ραμπαγάς», «Αριστοφάνης», «Ασμοδαίος» και άλλα. Με το ψευδώνυμο Souris.
Το 1881 παντρεύτηκε την Μαρία Κωνσταντινίδου από τη
Χίο, το γένος Αργέντη – Ροδοκανάκη και από το γάμο αυτό απέκτησε πέντε παιδιά.
Υποδειγματικός σύζυγος και πατέρας με ιδιαίτερη αδυναμία, αγάπη, εκτίμηση στη
γυναίκα του. Κανένα του ποίημα δεν δημοσιεύτηκε πριν το κρίνει η κυρία Σουρή.
Μετά την αποτυχία του στις εξετάσεις της Φιλολογίας,
αποφάσισε να εκδώσει ένα έμμετρο σατιρικό φύλλο, τον «Ρωμηό». Το πρώτο φύλλο είδε
το φως στις 2 Απριλίου του 1883 και συνέχισε να εκδίδεται σχεδόν επί 50 χρόνια.
Έγινε ένα φύλλο προσφιλές για κάθε αθηναίο και όχι μόνο, που στους έξυπνους στίχους
του ξεχνούσε τις δύσκολες ώρες που περνούσε κατά καιρούς η πατρίδα μας.
Ακόμη και στις πολύ σύντομες θερινές διακοπές του ο
ποιητής μας συνέχιζε να γράφει.
Έκανε μια αριστοτεχνική μετάφραση των «Νεφελών» και
αυτό έγινε η αιτία να καλείται νέος Αριστοφάνης. Επίσης το μεγαλύτερο του ποίημα
«Ο Φασουλής Φιλόσοφος». Η φήμη του γρήγορα ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα και έγινε
διάσημος και στο εξωτερικό. Σε πολλές χώρες κυκλοφορούσαν μεταφράσεις των ποιημάτων
του και φωτογραφίες του που από κάτω είχαν το χαρακτηριστικό δίστιχο «Εγώ ο Γεώργιος
Σουρής – ιππότες του Σωτήρος – και Χιώτης διαβολόλωλος – αστείου χαρακτήρος».
Ήταν φιλάνθρωπος, ειλικρινής, ένθερμος πατριώτης. Κατόρθωσε
να διαβάζεται, να γίνεται αντιληπτός, να εμπνέει αισιοδοξία παρά την απαισιοδοξία
του ανθρώπου ο οποίος απώλεσε την πίστη στο περιβάλλον. Ενέπνεε ενθουσιασμό και
σκόρπιζε ελπίδες για ένα απώτερο Μέλλον. Πολλοί συγγραφείς και κορυφαίοι ξένοι άνθρωποι
των γραμμάτων είχαν συνηγορήσει για να του δοθεί το βραβείο Νόμπελ.
Οι μεγάλες
τρικυμίες, οι μάταιοι θόρυβοι, οι άγονοι φιλολογικοί διαπληκτισμοί, του ήταν άγνωστοι.
Δεν ανήκε σε καμιά πολιτική μερίδα, γι αυτό δεν σατίριζε πρόσωπα σύγχρονά του. Και
το μίσος έλειπε από τους στίχους του.
Όπως και ο πατέρας του, έτσι κι αυτός δεν έτρεφε
καμιά υπόληψη για το χρήμα, γι αυτό ποτέ δεν το κυνήγησε και το Δημόσιο Ταμείο
δεν τον εγνώρισε σαν πελάτη του, όπως θα μπορούσε να είναι.
Όπως είναι φυσικό, βρέθηκαν μερικοί που τον αποδοκίμασαν.
Μερικοί τον κατηγόρησαν ότι είναι αισχρός στις εκφράσεις του. Όμως οι λέξεις
που μεταχειριζόταν ο Σουρής, ήταν λέξεις της καθημερινής ζωής που οι κατήγοροί
του δεν είχαν απλώς συνηθίσει να τις βλέπουν γραμμένες με τυπογραφικά στοιχεία
και τοποθετημένες στη σωστή θέση. Άλλοι τον κατηγόρησαν πως έβρισκε θέματα γελοία
για να ασχοληθεί (όπως στο ποίημά του Ο Φασουλής φιλόσοφος). Αλλ’ αυτοί απλούστατα
δεν είχαν μπορέσει να εμβαθύνουν στο νόημα των στίχων, πως ο Φασουλής δεν ήταν
απλώς ο Φασουλής του κουκλοθέατρου αλλά ο άνθρωπος του λαού που βλέπει τον κόσμο
με γυμνό μάτι.
Ο Σουρής ήταν απλός και ταπεινός διαβάτης που έβλεπε
τα πάντα με σκωπτικό χιούμορ και φαιδρότητα, η οποία όμως στο βάθος έκλεινε
βαθιά μελαγχολία. Γιατί ενώ με τους στίχους του έκανε να γελούν τόσες γενιές
ανθρώπων, ο ίδιος ήταν σχεδόν πάντα σκυθρωπός και μελαγχολικός.
Πολλοί οι λογοτέχνες που πέρασαν το κατώφλι του
σπιτιού του, αλλά πολύ λίγοι οι πιστοί του φίλοι, επειδή αυτοί καταλάβαιναν τον
κλειστό του χαρακτήρα. Οι θαυμαστές του έργου του, του είχαν παραχωρήσει μια βίλα
στο Ν. Φάληρο. Οι κάτοικοι του Φαλήρου, έβλεπαν κάθε βράδυ το Σουρή με τη γυναίκα
του στη συνηθισμένη γωνία του καφενείου. Κι ενώ οι φίλοι του μιλούσαν και γελούσαν
ζωηρά, αυτός αμίλητος σκεπτόταν, χαμένος πίσω απ’τους καπνούς του τσιγάρου του.
Είναι πολύ γνωστός ο πίνακας των 6 φίλων (Παλαμά,
Δροσίνη, Σουρή, Προβελέγγιου, Στρατήγη) κι είναι χαρακτηριστικό το ύφος του
καθενός εκ των 6 αυτών ποιητών – συνοδοιπόρων.
"Οι σύγχρονοι ποιηταί", πίνακας του Γ. Ροϊλού. Στην άκρη δεξιά, ο Αριστομένης
Προβελέγγιος διαβάζει ένα έργο του΄ δεξιά απ' αυτόν ο Γεώργιος Σουρής και στη συνέχεια οι Κωστής
Παλαμάς, Ιωάννης Πολέμης και Γεώργιος Στρατήγης. Πρώτος απ' αριστερά , με το
μονόκλ, ο Γεώργιος Δροσίνης.
Είναι γνωστό από τα «Σκόρπια φύλλα της ζωής μου»,
του Γ. Δροσίνη, πως ο τελευταίος, ένα βράδυ κατηφορίζοντας την οδό Χαρ. Τρικούπη
– Πινακωτών τότε – καθώς έφευγε από βεγγέρα στο σπίτι του φίλου του Σουρή – άκουσε
για πρώτη φορά στη ζωή του να τραγουδιέται από κανταδόρους, μελοποιημένη, από άγνωστο
συνθέτη, η αθάνατη κατόπιν «Αμυγδαλιά» του.
Ο Γεώργιος Σουρής ήταν μια ξεχωριστή φυσιογνωμία, ένας
φιλόσοφος που δεν θαμπώθηκε από τίποτα σ’αυτόν τον κόσμο.
Το 1918 ο ποιητής προσεβλήθη από ένα είδος γρίπης. Στις
17 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου σταμάτησε την έκδοση του Ρωμηού που επί τόσα χρόνια είχε συντροφέψει και διασκεδάσει τους Έλληνες.
Στις 26 Αυγούστου του 1919, ο θάνατος στέρησε τον
ελληνισμό από έναν Αριστοφάνη. Οι σύγχρονοί του λυπήθηκαν βαθιά για την απώλειά
του. Αλλά και οι μεταγενέστεροι τον αναθυμόμαστε πολλές φορές διαβάζοντας κάτι
δικό του – που πάρα πολύ συχνά θαρρείς είναι γραμμένο για τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Για τα δεδομένα της σημερινής κοινωνικής και πολιτικής μας ζωής, με την πικρόχολη
εμπνευσμένη διάθεση για διακωμώδηση.
Πριν κλείσουμε αυτό το κείμενο, ας θυμηθούμε άλλη
μια φορά το μοναδικό σε κάθε του λεπτομέρεια ποίημα που εκφράζει την Ελλάδα.
Δυστυχία σου Ελλάς
Ποιος είδε κράτος λιγοστό
σ' όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά 'χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
Νά 'χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Όλα σ' αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που 'χει
στο 'να λουστρίνι, στ' άλλο τσαρούχι.
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.
Δυστυχία σου, Ελλάς,
με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα,
τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;
Κείμενο από το «Τετράδιο»
του Γιάννη
Σουβαλιώτη
Με επανάκαμψη
Τούλα Μπούτου