«Όνειρο απίστευτο η λιόχαρη μέρα»
μες στου χειμώνα τη σκληρή αγκαλιά
κι εγώ του Πορφύρα βαρκούλα γυρεύω
μακριά να με πάει για λίγη χαρά.
Κουρασμένο σκαρί, τα κουπιά σκεβρωμένα
κι έχουν τόσο ξεχάσει ν’ αψηφούν τα’ Ανοιχτά…
τόσες οι ‘άδειες θέσεις’ τριγύρω!
και μια λέξη γραμμένη παντού, μοναξιά.
Του κάκου γυρεύω τους παλιούς μου συντρόφους
στης ζωής το ταξίδι τη γλυκιά συντροφιά
Μοναχή μου μ’ αφήκαν. Κι ούτε ξέρω να λάμνω
με κουπιά σκεβρωμένα και σκισμένα πανιά.
Μα η μέρα γαλάζια που ακόμα επιμένει
Λιόχαρη να’ ναι… υποσχέσεις σκορπά
πως ΥΠΑΡΧΕΙ ΝΗΣΙ! Ταξιδιώτες προσμένει,
κι έχει πάντα για κείνους μι’ ανοιχτή αγκαλιά.
Τώρα όμως εγώ έχω πια συνηθίσει
τη σαθρή μου βαρκούλα τα πεσμένα πανιά
Αραγμένη σιμά της… κι από κει ν’ αγναντεύω
την ηλιόχαρη μέρα ώσπου να’ ρθει η νυχτιά.