Φωτογραφίες από τα βιβλία μου και την 'Αμυγδαλιά'

Όλα τα βιβλία της Τ. Μπούτου, επιλεγμένα τεύχη από τα Πειραϊκά Γράμματα, θεατρικές παραστάσεις, εκδηλώσεις, βραβεύσεις κ.α

.

.

.

Μικρό απόσπασμα από το νέο μου βιβλίο «Η Κίνα του 1978, Το μεγάλο ταξίδι της ζωής μου», από τις εκδόσεις Vivliologia (2015)

Κριτικές και αναφορές στο έργο της Τούλας Μπούτου

δείτε κι άλλες κριτικές εδώ

.

Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

ΝΤΙΣΝΕΥ ΛΑΝΤ

Ιατρικώς το λένε έμμονη ιδέα. Του’πε και γελούσε. Μια περιπαιχτική φλογίτσα στις κόρες των ματιών.
-          Μα πού το’δες γραμμένο; Tόσα μέρη στον κόσμο και συ με τη σκέψη κολλημένη σ΄αυτή την τελίτσα στο χάρτη. Να μου λες και να μου ξαναλές τα απίθανα.
-          Η «έμμονη ιδέα» να μη σβήνει. Ξαναγεννιόταν εκεί, κατά την άνοιξη, καινούργια και αστραφτερή. 
      Η τελίτσα στο χάρτη της Αμερικής του ‘γνεφε! Τούτη τη χρονιά δε γίνεται, θα πάμε!
-          Στο’πα! Θα πηγαίναμε! Είπε σχεδόν δυνατά. Το άκουσε η κυρία στ΄αριστερά του.
-          Τι είπατε; τον ρώτησε.
-          Ήταν η μοναχική κυρία στο ίδιο γκρουπ.
-          Τίποτα! της έγνεψε με το κεφάλι χαμογελαστά. Και δεν της είπε :
-          Άσε μας κυρά μου! Σ΄ενοχλώ που μιλάω μόνος μου;
-          ‘Έφταιξε κι ο Γιώργος στο γραφείο. Τον είχανε πάει τα ξαδέλφια του εκεί. Μόλις πάτησε το πόδι στην Αμερική άλλο δεν του’λεγαν. «Θα σε πάμε και στη Ντίσνευ Λαντ, αξίζει να δεις, είναι το κάτι άλλο. Κρίμα που δεν είσαι παντρεμένος να κάνεις το ταξίδι του μέλιτος εκεί!
-          Κι ήταν έτσι; ρωτούσαν στο γραφείο. Στ΄αλήθεια άξιζε τόσο; Κι άρχιζε να λέει ο Γιώργος. Όχι μια και δυο φορές. Πολλές, άπειρες φορές. Κάθε φορά καινούργιες λεπτομέρειες. Ένα όνειρο. Ένας μικρός παράδεισος.
-          Τρεις μέρες συνέχεια πήγαιναν με τα ξαδέλφια. Απ΄το πρωί μέχρι το βράδυ, κι έμεναν στο μεγάλο ξενοδοχείο, πολύ κοντά. Τους έπαιρνε το τρενάκι το πρωί να τους πάει, κι από ψηλά να τα βλέπουν όλα!
-          Όλοι είπαν τότε. « Αξίζει να πάμε μια φορά!
-          Είναι πολύ μακριά, πολυέξοδο ταξίδι! Κι εμείς δεν έχουμε ξαδέλφια εκεί να μας φιλοξενήσουν! Είπαν μερικοί.
-          Και στο δικό του μυαλό μπήκε η ιδέα και κλειδώθηκε. Ρωτούσε. Ο Γιώργος πρόθυμα, δε βαριόταν να διηγείται τα ίδια και τα ίδια!
-          Δε θα το ξεχάσει όσο ζει! Μεγαλύτερο δώρο δεν μπορείς να κάνεις στην Κλαίρη! Θα ταξιδέψετε στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον! Άλλο να τα΄ακούς από μένα κι άλλο να δεις τι μπορει να καταφέρει ο άνθρωπος.
-          Η κυρία στ΄ αριστερά έβγαλε μια ψιλή φωνούλα, καθώς ένα γερό κούνημα τους τράνταξε ξαφνικά.
-          Κενό αέρος! Μη φοβάστε! Την καθησύχασε. Τη λυπήθηκε, είχε χλωμιάσει.
-          Πάντα το φοβόμουν τα΄αεροπλάνο! Είπε σιγά, απολογητικά.
-          Τι να σου κάνω εγώ! Ας ,μην ταξιδεύεις! Δεν της είπε. Μα της χαμογέλασε. Κι η Κλαίρη φοβόταν. Το’λεγε πάντα. Χαριτωμένα που το’λεγε! Είχε ένα δικό της τρόπο να τα λέει όλα χαριτωμένα.
-          Είσαι μωρό! Αυτός. Κι αγκαλιά, και φιλί. Κι ένιωθε πολύ δυνατός, πολύ τρανός να μπορεί να προστατέψει, να μη φοβάται τίποτα μες την αγκαλιά του.
-          Θα΄μαστε μαζί! Δε θα νιώσεις φόβο ούτε για μια στιγμή! Το ταξίδι θα’ναι ονειρεμένο, θα σου κρατώ το χέρι όλες τις ώρες! Πότε αυτά; Δεν είναι πολύς καιρός μα να θυμάται έτσι την κάθε λεπτομέρεια; Λες και δεν πέρασε ούτε χρόνος!
-          Έχουμε πέντε ώρες! Μα μου φαίνονται αιώνες!
-          Πάλι η κυρία από δίπλα. Έβαλε πάλι το τυπ8ικό χαμόγελο για να της πει.
-          Θα περάσουν! Ηρεμείστε, έχουμε τόσο ωραίο ταξίδι! Το πιο πολύ πέρασε! Ύστερα θ΄αποζημιωθούμε εκεί!
-          Έχετε ξαναπάει;
-          ‘Όχι. Μα είναι σα να’χω πάει! Έχω διαβάσει και πολύ ασχοληθεί! Γιατί το’πε αυτό; Νάτο, αμέσως!
-          Τότε θα μου λέτε μερικά πράγματα; Δε θα σας κουράσω;
-          Έχουμε και πολύ καλό ξεναγό!

Η απάντησή του διπλωματική πολύ. Ήρθε κι ο καφές κείνη την ώρα. Η κυρία σώπασε, να τον πιεί, να φάει το κέικ.
Πρώτος σταθμός. Νέα Υόρκη. Και τρεις μέρες ξενάγηση στην ατέλειωτη πολιτεία.
-          Δύο εισιτήρια; τον είχαν ρωτήσει στο ταξιδιωτικό γραφείο. Το θεωρούσαν φυσικό. Νέος! Γυναίκα;  Φιλενάδα; To θεωρούσαν φυσικό.
-          Ένα! είπε λίγο κοφτά.
Ένα, και μοναξιά όλες τις μέρες, και να ξεπληρώνεις ένα όνειρο που το χρώσταγες στον ίδιο τον εαυτό σου τόσα χρόνια. Δεν πειράζει. Ένα! Όμως δεν τον γέλασε τον εαυτό του! Δεν γέλασε κανένα! Ντίσνευ Λαντ! Το’πε και το’κανε! Χαλάρωσε. Ένας υπνάκος ήταν απαραίτητος. Η κυρία δίπλα είχε κιόλας γείρει πίσω το κεφάλι, τα μάτια κλειστά. Την  παρατήρησε πιο ελεύθερα τώρα. Γύρω στα σαράντα-πενήντα. Συμπαθητική, με κάποια διάχυτη τρυφεράδα στα άχρωμα χαρακτηριστικά. Χήρα; Xωρισμένη; Αυτό το τελευταίο πολύ φοριέται τελευταία !
-          Χωρισμένος! Είχε πει στον υπάλληλο του ταξιδιωτικού γραφείου, σαν τον ρώτησε λίγο αδιάκριτα! Είστε παντρεμένος; Χωρισμένος, και τόσο μακρινό ταξίδι μόνος. Τι το περίεργο;
-          Καλά κάνετε! Πρέπει να τη χαιρόμαστε τη λιγοστή ζωή μας! Και τα ταξίδια είναι σα να ζεις μια καινούργια ζωή κάθε φορά! Οι μέρες πιο γεμάτες γίνονται διπλές, τρίδιπλες! Μακραίνει τη ζωή με τα ταξίδια! Είπε ο πράκτορας με ύφος πολύξερο.
Συμφωνούσε. Κι η Κλαίρη οχτώ χρόνια περίμενε να γεμίσει τη μονότονη ζωή τους με κάτι καινούργιο.
-          Βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια! Δουλειά, δουλειά και σπίτι με τις άχαρες δουλειές!
Αυτό το – βαρέθηκα -  όλο και πιο συχνά στα χείλη της με τον καιρό. Κι η Αννούλα; Tον πρώτο χρόνο είναι η αλήθεια, την απασχολούσε η φροντίδα της μέρα-νύχτα. Ξέχασε τα «βαρέθηκα» και τη «μονοτονία». Κι εκείνος δε σταματούσε να της λέει:
-          Μόλις λίγο μεγαλώσει το παιδί θα τ΄αφήσουμε στη μητέρα σου και θα πάμε στην Αμερική! Θα το δεις! Θα πάμε στο Λος Άντζελες, στη Ντίσνευ Λαντ! Οργανωμένα τέλεια ταξίδια!
-          ‘Ελα! Πάλι τα ίδια. Ποιος σε πιστεύει πιά;
Κι η φωνή της κρύα, και σα να’χε μια δόση περιφρόνησης κάτι φορές. Στη Κηφισιά,την πρώτη φορά…… Είχανε φάει σε μια συμπαθητική ταβερνούλα, και γύριζαν άσκοπα στα δρομάκια μετά. Και κει, σ΄ένα χωράφι, έρημη γωνιά, κάθησαν χάμω. Χάμω, στο χορτάρι, και την έγειρε, το μπράτσο του κάτω απ΄το κεφάλι της. Τα μαλλιά της χυμένα δεξιά-αριστερά, φέγγαν και στο σκοτάδι, με το ξανθό τους χρώμα. Κι ύστερα είχαν κατέβει τα΄άστρα χαμηλά, καθώς τη φιλούσε, καθώς το χέρι του περνούσε μέσα απ΄τη λεπτή μπλούζα κι έβρισκε μια σάρκα τόσο απαλή και λεία και σφιχτή, κι ανεβοκατέβαινε να τη γνωρίσει, να γνωρίσει κάθε γωνιά και λακουβίτσα και πτυχή. Κι αν περνούσε κανείς;  Του το’πε δειλά μα ύστερα κι αυτή στο σφιχτό αγκάλισμα, και στην κορυφή της ηδονής, να νιώθεις ίλιγγο, σχεδόν πονάς….. Θα΄ταν τώρα εκεί, δίπλα του. Στη θέση της ομιλητικής κυρίας.

Σχεδόν την αντιπάθησε την κυρία, έτσι καθώς την έβλεπε με κλειστά μάτια τόσο κοντά του.

Στο γραφείο όλοι είχαν απορήσει.
-          Θα πας μόνος βρε θηρίο; Δεν πας κάπου πιο κοντά; Δεν σκέφτεσαι τα έξοδα;
-          Θα πάω! Ούτε σκιά δισταγμού. Θα πάω! Τόσα χρόνια αυτό δε λογάριαζα; Θα πάω!
-          Γειά σου μπαμπά η Αννούλα με τη γλυκιά φωνή της, καθώς η πόρτα θα’κλεινε σε δευτερόλεπτα.
Μια ζωή, να τα΄ανασταίνεις στην αγκαλιά σου, και «Γειά σου μπαμπά!»

Τόσο απλά, και σίγουρα, και χωρίς ίχνος λύπης. Η Κλαίρη της κρατούσε το χέρι λες και φοβόταν μη μετανιώσει και μείνει εκεί, στο σπίτι που την είδε να βλασταίνει. Η φωνή της σοβαρή, γιατί όχι κρύα;
-          Γειά σου! Θα σου τηλεφωνήσω για τις λεπτομέρειες! Την άλλη Κυριακή θα σου στείλω το παιδί!
-          Όπως θέλεις! Κουρασμένος αυτός. Και πόσο θα’θελε να τελειώνει αυτό το άθλιο παιχνίδι! Γειά σας!
‘Ετσι γειά σας, και τελεία και παύλα στα δέκα χρόνια που κύλησαν γοργά, και όμορφα, και κουραστικά, και αβάσταχτα.

Στο αεροδρόμιο Κέννεντυ κόσμος πολύς. Και κρατούσε το βαλιτσάκι της κυρίας. Ήταν βαρύ, την είδε τόσο χλωμή, τη λυπήθηκε. Η κυρία κελαηδούσε.
-          Τι ωραίο αεροδρόμιο! Φανταστικό! Και μας κάνει κι έξοχο καιρό! Ωραία η Ν.Υόρκη, δε νομίζετε;
-          Ναι, νομίζω. Κοίταξε, άξιζε τον κόπο το ταξίδι, πρέπει να το πιστέψει.

Το ξενοδοχείο καλό. Η ξενάγηση μ΄έναν ήλιο αστραφτερό, τα’κανε όλα να λάμπουν. Τα χρώματα ζωηρά, σα να’χαν μόλις όλα πλυθεί με ζεστή σαπουνάδα. Η αγορά Ροκφέλλερ χρυσαφιά, θαμπωτική.
Οι ουρανοξύστες-ούτε να γυρίζουν να σε δουν απ΄το ατελείωτο ύψος τους. Η Πέμπτη λεωφόρος- αυτά είναι τα περίφημα μαγαζιά,τα πανάκριβα!
Αγνάντεψαν το άγαλμα της Ελευθερίας σα να τους χαιρετούσε από μακριά πάνω στο νησάκι, με το υψωμένο χέρι! Η Αννούλα θα τα χαίρονταν όλ΄αυτά. Είναι μεγάλη πια-Μα- Γειά σου μπαμπά! Φτάνει να’ναι με τη μάνα της. Κάτι ξέρουν τα δικαστήρια και δίνουν τα παιδιά στη μητέρα, εκεί ανήκουν!
-          Βρες καμιά και συ! Ακόμα τη σκέφτεσαι; O Γιώργος στο γραφείο.
-          Μωρέ ας με παράταγε και μένα τη δικιά μου να βρω καμιά μικρούλα!
 Με μάτι πονηρό και χαμόγελο να λέει πολλά. Θα βρει. Η ζωή μπροστά ακόμα… Ο χρόνος είχε αρχίσει να γράφει πάνω στο πρόσωπο της Κλαίρης. Ψιλές, απειλητικές γραμμούλες. Και τα μαλλιά της, σαν αργούσε να πάει κομμωτήριο, να διασχίζονται από άσπρες τρίχες.            Η σάρκα όχι πιά τόσο σφιχτή, περίσσευε λίγο. Η συνήθεια βαραίνει τόσο;

To πούλμαν στην τεράστια γέφυρα VERANGERO που ενώνει BROOKLYN και NEW JERSEY. Όλα μεγάλα εδώ. Όλα γιγάντια!

Η κυρία φρόντιζε να’ναι δίπλα του. Τον ρωτούσε, λες κι είχε ξανάρθει αυτός, ή να’ταν Αμερικάνος. Καλύτερα, απ΄το τίποτα. Της μιλούσε όποτε είχε κέφι, κάτι φορές έκανε πως αποκοιμιόταν στο πούλμαν. Εκείνο που’θελε, που’θελε πολύ, ήταν να το μάθει η Κλαίρη. Θα της το’πε η Αννούλα.
-          Στ΄αλήθεια! Θα πάει στη Ντίσνευ Λαντ;
To’πε και το κατόρθωσε!
Δεν μπορεί, έτσι είπε. Και δεν μπορεί…..
-          Θα μπορούσα να’μουν κι εγώ σ΄αυτό το ταξίδι! Το’χασα!
Και λοιπόν; Αυτός τι κερδίζει; Η Αννούλα ούτε που απόρησε! Καλό ταξίδι μπαμπά! Να μου φέρεις κάτι όμορφο!
-          Είμαστε γκρουπ. Αν θα’χουμε καιρό για ψώνια κάτι θα σου φέρω!
-          Εδώ είναι η ASTORIA! Σχεδόν μια ελληνική παροικία! Λέει ο ξεναγός. Έλληνες που έχουν κάνει προκοπή, είναι πολύ δεμένοι μεταξύ τους.
Εδώ δε μένει και ένας θείος της Κλαίρης; Μακρινός, μα λογάριαζε να πάνε να τον δουν σα θα φτάνανε στη Νέα Υόρκη.
Θα χαρεί να μας δει! Θα μας γυρίσει παντού!
Πού να’ναι το σπίτι του; Tι να κάνει; Τι να του πει; Γιατί τέλειωσαν όλα; Ποιος το γύρεψε;
Χρόνια αγωνιζόταν να βγει λίγο πάνω. Ήθελε να δώσει αυτή την ικανοποίηση της Κλαίρης.
-          Δε μιλάς καημένε!  Όλοι παίρνουν προαγωγές γιατί ξέρουν να μιλήσουν! Εσύ πάντα ένας ιδιωτικός υπάλληλος χωρίς καμιά προοπτική ν’ανέβεις.
-          Δε βαρέθηκες να δουλεύεις σ΄αυτό τ’ασφυχτικό μονότονο γραφείο; Δε φροντίζεις να κάνεις μόνος σου κάτι καλύτερο;
Κι αν αποτύχαινε; Η σιγουριά δεν είναι κάτι που μετράει πολύ; Σιγά-σιγά, μα σταθερά, θα τα’φτιαχνε όλα. Θα του αναγνώριζαν τα προσόντα, την τιμιότητα…
-          Αχ καημένε! που ζεις! Η Κλαίρη είχε βαρεθεί! Κάτι στιγμές η ματιά της μακρινή, χαμένη σ΄άλλους κόσμους.
Άπιαστη η ματιά της! Τις νύχτες την ένιωθε χορδή τεντωμένη στο πλευρό του. Δεν κοιμόταν! Δοκίμαζε να την αγγίξει. Λαχταρούσε να την αγγίξει κάτι φορές! Η χορδή τεντωνόταν περισσότερο. Η Κλαίρη άλλαζε πλευρό. Η Κλαίρη του’φευγε στο σκοτάδι. Τόσο μακρινή…. Του’φευγε…..
-          Τίποτα δεν κατάφερες! Πολλά λόγια και έργα μηδέν! Κουράστηκα! Το κατάλαβες;  Κουράστηκα! Τι μου πρόσφερες όλα τα χρόνια αυτά; Που πήγαμε; Τι χαρήκαμε; Πες μου αν μπορείς!
-          Μα να! Τώρα πιά φτάσαμε κάπου, παίρνω την προαγωγή! Ο μισθός αλλάζει! Το καλοκαίρι θα πάμε στην Αμερική, δε σε γέλασα! Θα πάμε όλο το γύρο! Μέχρι Ντίσνευ Λαντ!
-          Να πας μόνος σου! Ανίκανε! … Ναι. Φτάσαν μέχρι εκεί. Δεν έπαιρνε άλλο.

Η κυρία του χαμογελούσε.
-          Σας κούρασα! Είστε τόσο καλός! Θα καθήσουμε κοντά στην Ελληνική Ταβέρνα που θα φάμε;

Πότε τέλειωσε η ξενάγηση; πόσες ώρες; Πότε γύρισαν στο ξενοδοχείο; Αύριο φεύγουν. Τά’βαλε με τον εαυτό του.
-          Άχρηστε! Έτσι θα χαρείς το ταξίδι της ζωής σου; Τίποτα δε θα δεις!
Πάλι αεροπλάνο. Το γκρουπ  βούιζε γύρω του σα μελίσσι. Η κυρία το ίδιο. Μαίρη Κτενά τη λέγανε. Επί τέλους συγκράτησε τ΄όνομά της.
Πετούσαν ώρα πολλή πάνω απ΄την απέραντη πόλη, το Λος Άντζελες.
-          Εδώ θα δούμε τα πιο ωραία! Η κυρία χτυπούσε τα χέρια σαν παιδί. – Χρόνια το’χα υποσχεθεί το ταξίδι αυτό στον εαυτό μου! Ο άνδρας μου έχει πεθάνει δέκα χρόνια. Πέρασα δύσκολες μέρες. Πολλή δυστυχία. Είμαι μόνη. Χωρίς παιδιά κι υποχρεώσεις. Είπα λοιπόν να κάνω ένα μακρινό ταξίδι, να ξεχαστώ, να ξεδώσω!
-          Ποιος σε ρώτησε; Δεν τη ρώτησε.
-          Κι εγώ περίπου τα ίδια! Της είπε λακωνικά. Μόνος, και θέλω να ξεδώσω!

Τα μάτια της τον κοίταζαν περίεργα. Περίμενε τη συνέχεια. Δεν είχε συνέχεια…. Η κυρία γύρισε μπροστά λίγο αμήχανη, σα στενοχωρημένη.

Φτάνανε λοιπόν. Θα’ταν η Κλαίρη, θα της το’λεγε.
-          Φτάνουμε αγάπη μου! Το Λος Άντζελες είναι απ΄τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου. Θα δεις το Χόλλυγουντ, το Μπέβερλυ Χιλλ. Χάρτες δίπλα του, σημειώσεις από την εγκυκλοπαίδεια, λεπτομέρειες από φίλους που είχαν πάει. Να της κάνει το ταξίδι αξέχαστο! Να γίνει το ταξίδι αξέχαστο!

Της άρεσε και το Λος Άντζελες της Κυρίας Μαίρης. Του το είπε άπειρες φορές, καθώς γύριζαν την πόλη BY NIGHT. Σε κάποια στιγμή, το χέρι της έτσι ανέμελα γατζώθηκε στο δικό του. Ήθελε να του δείξει ένα ολοφώτεινο χτίριο. «Κινηματογραφικές εταιρίες! Τα γραφεία τους!»

Η Κυρία Μαίρη ήταν ενθουσιασμένη. Το χέρι της απόμεινε για λίγο πάνω στο δικό του, σαν ξεχασμένο.
Πικροχαμογέλασε μες το σκοτάδι, και δεν της είπε «Άστο! Μα δε βγαίνει τίποτα!».
Τη νύχτα ήρθε η Κλαίρη, ήρθε η Αννούλα και του κάναν συντροφιά,- Μπαμπά, τώρα θα δούμε αν η Ντίσνευ Λαντ είναι όπως μας το’λεγες;  Θα τη γυρίσουμε όλη, έτσι;
H Kλαίρη ήταν κοντά, πολύ κοντά του. Περίμενε. Περίμενε όσα της έταξε τόσα χρόνια…
-          Θα δεις πόσο είχα δίκιο: της έλεγε. Τώρα θα κάνουμε τ΄αληθινό μας ταξίδι, το γαμήλιο! Και πόσες γυναίκες έχουν πάει στη Ντίσνευ Λαντ για γαμήλιο ταξίδι;
Για κείνον, εκείνες οι πρώτες τέσσερις μέρες στο Λουτράκι ήταν αξέχαστες. Στο μικρό ξενοδοχείο, να τρώνε στο δωμάτιο, και να γελάνε σαν παιδιά σαν τους κοίταζε το γκαρσόνι παράξενα. Κι’έρωτας!
-          Πάντα σαν την πρώτη φορά. Θυμάσαι, στην Κηφισιά; της έλεγε. Για μας, θα’ναι πάντα σαν την πρώτη φορά!
Δεν υπάρχει πια ούτε πρώτη, ούτε τελευταία…. Προσπάθησε να θυμηθεί την τελευταία… Είχε ξυπνήσει μέσα στο σκοτάδι, τα μάτια του ορθάνοιχτα ψάχναν…
Μια άνοστη φορά, σχεδόν την είχε πάρει με το ζόρι. Την ξάφνιασε μέσα στη νύχτα, την κράτηση πάνω του, εκείνη πάλευε να ξεφύγει. – Θα με βιάσεις κιόλας;
Ύστερα, χαλάρωσε. Αφέθηκε αδιάφορη. Ήταν χειρότερο απ΄το πάλαιμα…
-          Κάποιος άλλος θα’ναι στη ζωή της! Τόπε δυνατά, κι άναψε το πορτατίφ δίπλα του.
-          Τώρα τ΄ανακάλυψες; Τόσον καιρό τι φανταζόσουν;
Το φανταζόταν, μα κι αν το’βλεπε με τα μάτια του, τι θα κέρδιζε; Κλαίρη τελεία και παύλα. Καινούργιο ξεκίνημα. Σήμρα, μπαίνοντας στη Ντίσνευ Λαντ δε θα γυρίσει καθόλου πίσω το κεφάλι. Από κει θ΄αρχίσει να ξετυλίγεται το καινούργιο κουβάρι της ζωής του. Η Μαίρη Κτενά….
Δεν ήταν να’ναι λίγο νεότερη; Μα δε βαριέσαι! Μήπως θα την παντρευτεί; Γάμος! Θεός φυλάξει! Ο κουμπάρος ο Αλέκος είχε πολύ στενοχωρηθεί.
-          Γιατί βρε παιδί μου; Σας πίστευα ταιριασμένο ζευγάρι.
Κάντε αυτό το μακρινό ταξίδι που όλο το συζητάτε. Πάρτην να φύγετε οι δυό σας. Ν΄αλλάξετε παραστάσεις! Να νικήσετε τη ρουτίνα! Βάλε το παιδί να της μιλήσει!
Άδικα τάλεγε ο Αλέκος. Θάνατος υπάρχει και για τον έρωτα, όπως και για τη ζωή.
-          Δε γίνεται Αλέκο! Με το ζόρι δεν κρατιέται! Θα φύγω μόος, για να ξεδώσω!

Είχε ξημερώσει για τα καλά. Τοιμάστηκε γρήγορα. Δεν ήθελε να τον περιμένουν. Δεν του άρεσε ποτέ ν΄αργεί στα ραντεβού του. Αυτό τ΄αναγνώριζε κι η Κλαίρη.
-          Είσαι σωστός, είσαι τυπικός. Άλλα σου λείπουν!
Το στόμα του μια στυφή γεύση. Δεν την έδιωξε το πρωινό που πήραν όλοι μαζί στη μεγάλη στολισμένη αίθουσα του ξενοδοχείου. Η κ. Μαίρη ήταν ιδιαίτερα περιποιημένη σήμερα, βαμένη, καλοχτενισμένη. Του’χε κρατήσει θέση στα δεξιά της. – Να σας αλείψω βούτυρο; Θέλετε μαρμελάδα ή μέλι;
Πρέπει να΄ταν καλή με τον άντρα της. Τρυφερή, περιποιητική. Η Κλαίρη ποτέ δεν ήταν έτσι. Ψυχρή, λίγο απόμακρη, κι αφηνόταν στις δικές του φροντίδες. Αυτός να της φέρει τον καφέ στο κρεβάτι, να της καθαρίσει το φρούτο. Να μαγειρέψει μαζί της στην κουζίνα τις Κυριακές. Δεν τον πείραζε. Το χαιρόταν να τη φροντίζει. Να την έχει σα μωρό.
Η Κλαίρη….
Δε σε γέλασα! Ήρθε κι η ώρα για τη Ντίσνευ Λαντ! Θα’ναι τόσο όμορφα να τη γυρίσουμε οι δυό μας!....
Είχε αφαιρεθεί. Κατάλαβε πως κρατούσε τη φρυγανιά μετέωρη κι είχε ξεχαστεί. Η Μαίρη περίμενες υπομονετικά να συναντήσει το βλέμμα του. Ο ξεναγός χτύπησε τα χέρια του. Στεκόταν στην πόρτα και τους φώναζε να μπούνε στο πούλμαν, να ξεκινήσουν.
Κάθησαν με τη Μαίρη στα μπροστινά καθίσματα.
-          Πως την περίμενα αυτή τη μέρα! έλεγε η Μαίρη.  Πρέπει να΄ναι κάτι το υπέροχο! Να προσπαθήσουμε να τα δούμε όλα!
-          Ναι, ναι, έλεγε και την άφηνε να μιλάει. Κάτι ξεπετούσε μέσα στην καρδιά του.
Τόσα χρόνια να λογαριάζει αυτή την ώρα…. Δεν τον πίστευε η Κλαίρη. Δεν τον πίστευε κανείς… Για τίποτε δεν τον είχε άξιο. Μόνο να δουλεύει στη μονότονη δουλειά του με το κεφάλι σκυφτό, να μη μπορεί να σηκώσει κεφάλι. Μέχρι κι η Αννούλα. Δεν τον πίστευε κι αυτή.
-          Όλο το λες μπαμπά, μα δεν πάμε πουθενά! ΄Ετσι της τα’λεγε η μητέρα της.

Η απόσταση αρκετή μέχρι τη Ντίσνευ Λαντ. Η Μαίρη είχε σωπάσει. Κατάλαβε πως τον κούραζε; Κοιτούσε έξω απ΄το τζάμι… Πού και πού αναστέναζε. Ο ξεναγός εξηγούσε τι θα δουν. Ούτε που τον άκουγε. Δεν τον ένοιαζε. Κι απόρησε, αλήθεια, δεν τον ένοιαζε;

Είχε βάλει ένα στόχο. Το’χε τάξει στον ίδιο του τον εαυτό, μ΄όσα του έτυχαν αυτός το κατόρθωσε, τον έφτασε το στόχο. Το ταξίδι έγινε. Και τώρα;
-          Φτάνουμε! είπε η Μαίρη με απαλή φωνή, σα να’θελε να τον ξυπνήσει μαλακά.
Φτάνουμε! Να! Η πύλη !

Προχώρησαν όλοι μαζί. Να μη χαθούν μέχρι την είσοδο, είπε ο ξεναγός, να βγάλουν όλα τα εισιτήρια! Στις 6 το απόγευμα πάλι συνάντηση στο πούλμαν, για το γυρισμό.

Η καρδιά του χτυπούσε παράξενα. Κοντοστάθηκε. Η Μαίρη στάθηκε κι αυτή και τον κοιτούσε. Προχώρησε πάλι. Στην πύλη ψηλά έγραφε στ΄Αγγλικά:  « H πιο ευτυχισμένη γωνιά πάνω στη Γη ».

Αλήθεια Κλαίρη, το σπίτι μας θα’ταν η πιο ευτυχισμένη γωνιά του κόσμου αν το΄θελες εσύ. Δεν το’θελες!

Στάθηκε και κοίταξε την πύλη. Ο ξεναγός είχε δώσει στον καθένα το εισιτήριό του.
-          Προχωράμε; είπε η Μαίρη σαν απορημένη, σα δισταχτική.
-          Εγώ δε θα’ρθω! είπε αυτός. Δε θα’ρθω! ξανάπε, κι η φωνή του λίγο σκληρή. Προχωρήστε εσείς!

Εκείνη ξεκίνησε, και κάθε τόσο γύριζε πίσω το κεφάλι, σα να μη πίστευε πως θα’μενε πίσω. Χωρίς να μιλάει, γύριζε και τον κοίταζε κάθε τόσο …..

Αυτός ριζωμένος εκεί στην είσοδο, δεν κοίταζε πουθενά ……


Τούλα Μπούτου

από την συλλογή διηγημάτων  «το ρετιρέ»





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου