Άρνηση
«Π
|
ατέρα»,
του είπε κυπαρίσσι σωστό απέναντί του. «Φεύγω πατέρα. Μα θα γυρίσω πάλι. Θα
λείψω όσο χρειάζεται. Μπορεί και χρόνια. Μα θα γυρίσω σαν που πρέπει. Μη
θλίβεσαι. Θα’χεις τα γράμματά μου. Θα’χεις τη σκέψη και τη φροντίδα μου».
Ζεστή που’ταν η ανάσα του πάνω στ’ άσπρα γένεια!
Ζεστά που κλείσαν τα χέρια του το δικό του τρεμουλιάρικο και τ’ άλλο, το
τσεκουρωμένο απ’ την αρρώστια. Το σηκώσαν τ’ άψυχο οι δυνατές παλάμες και το’
σφιξαν μαζί με τ’ άλλο δυνατά και τρυφερά πολύ.
«Παιδί μου, να’ ταν να σου κρεμάσω φυλαχτό τη γέρικη
καρδιά μου στα νια σου στήθεια! Να τήνε πάρεις μαζί σου στα μαύρα ξένα. Μα μόνο
που την τρύπησε σκληρά το στερνό του τρένου σφύριγμα, και απόμεινε να χτυπά
μόνη κι αβοήθητη».
Κι ύστερα τα γράμματα. Χάντρες στ’ ατελείωτο κομπολόι
προσμονής. Τα κράταγε λίγο, σφιχτά στο στήθος του πριν τ’ ανοίξει. Κι ύστερα να
που και το τσεκουρωμένο χέρι σάλευε λίγο-λίγο τ’ ακίνητα δάχτυλα – τόσο δα –
στην υπέρτατη πεθυμιά να τ΄ανοίξει όσο γίνεται γρήγορα. Γρήγορα να’ ρθει η
μεστή φωνή στα γέρικα αυτιά να τα χαϊδέψει. Ν’ αντέχουν μέχρι να την
ξανακούσουν.
Και τα βράδια, σαν πόσα νάγαψε το δικό του
τρεμουλιάρικο χέρι; Γράμματα αραδιαστά, βασανισμένα. Γράμματα φιλιά και ευχές
κι ελπίδες. Γράμματα χελιδόνια γυρισμού κι απελπισίας κάλεσμα.
Σαν πόσα να’ στειλε – Germany – στην πόστα; Ούτε που περίμενε πια στο τέλος. Μόνο
επιθυμούσε. Επιθυμούσε να στείλει κοντά την πλημμύρα της ψυχής του. Τίποτ’
άλλο. Παιδί μου, κι αγαπημένο μου και γιέ μου ακριβέ. Και μη νοιάζεσαι για
μένα. Κοίταξε τη ζωή και τη δουλειά σου.
Πόσος να πέρασε καιρός; Ποιος τον μετράει; Το χέρι
το αριστερό όλο και βάραινε και το πόδι σερνόταν – ασήκωτο που έγινε!
Η σκέψη δεν ήθελε πια να τριγυρίζει. Μόνο να βάζει
το χέρι να γράφει αργά, σα να’ σκαβε ένα λάκκο βαθύ μ’ επιμονή και πίστη χωρίς
μάτια.
Στο κατώφλι του σπιτιού, ασάλευτη μορφή, τη φιγούρα
του ταχυδρόμου είχε πια ξεχάσει. Μα να που κείνος τον πλησιάζει σήμερα. Και του
δίνει φάκελο από γνώριμο χέρι γραμμένο. Κι άγνωστη μορφή να λέει: «Άγνωστος»;
Δε λαθεύουν τα μάτια βοηθημένα απ’ τα γυαλιά.
Ο «Άγνωστος» είναι ο γιος ο ακριβός του. Γυρίζει το
φάκελο. Πώς το’ καμε κι αποστολέα έχει βάλει; Πώς ξέχασε την υπόσχεση που’
κανε; Και τότε μέσα σε μια, τρομερή μικρή στιγμή, δεν υπάρχει στήριγμα ν’
ακουμπήσεις και μαξιλάρι τον ύπνο ν’ αγκαλιάσει. Ανάσα δεν υπάρχει να ζεστάνει
φούχτες, παγωμένες κι αγκαλιά να γεμίσει. Είναι αλήθεια όσα τ’ αυτιά δεν ήθελαν
ν’ ακούσουν και τα μάτια δεν θέλανε να δούνε. Κι η φωτογραφία με το σιδερένιο
κουτί… Μα πώς μπόρεσε ένα κουτί να κλείνει τη λεβεντιά και τη ζωή; Και το
φρικτό γράμμα με τα «συλληπητήρια βαθιά». Και τ’ απλωμένα συμπονετικά χέρια και
τα χαμόγελα με την απόμακρη θλίψη, όλα είναι αλήθεια.
Και τα δυο χρόνια, ναι δυο είναι τα χρόνια, τώρα
μπορεί πια να το πει, το ξέρει, που φεύγουν τα άσπρα γράμματα, λουλούδια σε
βράχο φυτρωμένα χωρίς απόκριση να περιμένει καμιά. Άσβεστη φλόγα σε ξεχασμένο
καντήλι οι αράδες και μόνη άρνηση τ’ όνομα του αποστολέα. Αυτό ποτέ. Για να μην
υπάρχει δρόμος να υποχωρήσει η ελπίδα. Μόνο το τελευταίο. Πώς ξέφυγε του
σκοτισμένου νου αυτή η αράδα, η καταλύτρα του ονείρου;
Τώρα καημέ μου αβάσταχτε! Δάκρυα από στερεμένα μάτια
να’ βρεις και κραυγές από ξεραμένα χείλια.
Τώρα που πια δεν μπορεί η περήφανη πεισματική
άρνηση, κάστρο να γίνει, ας γείρει το νικημένο κεφάλι, σιμά, σιμά στη γη.
Από τη συλλογή διηγημάτων Το ρετιρέ, εκδ. Θουκυδίδης, 1987
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου