στη μνήμη του Μιχάλη Καλλίστρου...
Απόψε τα πίναμε για τον εγγονό του Αργύρη – Αργύρης κι αυτός. Φεύγει το αγόρι
αύριο, πάει στην Τρίπολη να καταταγεί στην αεροπορία. Ο εγγονός του Αργύρη… Βρε
πως τρέχει η ζωή, βρε πως κυνηγιούνται τα χρόνια τονα ξοπίσω στ’ άλλο… Πότε
ήταν που ο Κώστας, ο γιος του Αργύρη πήγαινε για του Σκαραμαγκά, στο Ναυτικό… Η
παρέα μεγαλύτερη τότε, καμιά δεκαπενταριά - είκοσι. Άντρες – γυναίκες, φρέσκοι,
ακμαίοι και νέοι ακόμα ν’ αναθυμούνται τον δικό τους καιρό… Κοντινό τότε το
1940… Αυτής της σημαδεμένης γεννιάς όλοι μας.. Ο Κώστας χλωρό δεντρί, με την
κορφούλα του ψηλή, γεμάτος περηφάνια να χαιρετάει γύρω, κι ο Αργύρης νέος ακόμα
με όλη την αρσενική σιγουριά του, κι η Ελένη με όλη τη θηλυκάδα της.
Η υπόλοιπη παρέα κουτσουρεμένη σήμερα μα ακόμα ταιριασμένη.. Διανύσαμε την ίδια
δεκαετία, εκεί, άλλος λίγο μπρος άλλος λίγο πίσω. Οι αυλακιές τώρα στα πρόσωπα,
οι κορμοστασιές γέρικες ή ξεχειλωμένες.. Τα μαλλιά με το ξεθώριασμα, με τ’
άσπρισμά τους και τη λειψή τους παρουσία.. Κι οι καφετιές κηλίδες στα χέρια που
τσουγκρίζουν τα ποτήρια..
Γύρω στο τραπέζι τρώμε, πίνουμε, κάποιες ιστορίες αλμυρούτσικες, πιπεράτες έτσι
για να θυμόμαστε και τις εποχές που η ίδια η ζωή μας ήταν πιπεράτη, γλυκιά κι
αρμυρούτσικη, και όχι ο έρωτας είναι αυτούσιο το άλας τούτης της Γης!
Σαν χτες ακόμη όταν κι εμείς μοιάζαμε του Αργύρη! – είπε ο φίλος- Και μας βρήκε
το κάλεσμα της πατρίδας τόσο απροετοίμαστους! Μόλις είχα καταταχτεί, καλά καλά
δεν είχε τελειώσει η βασική εκπαίδευση… Κι έπρεπε να φύγουμε αμέσως για το
μέτωπο.. Θυμάμαι τη μάνα μου, τ’ αγκάλιασμα της μάνας, κείνης της ώρας τ’
αγκάλιασμα μετρούσε πιότερο απ’ όλα τα άλλα… Πέρασα να τους χαιρετήσω, μέναμε
τότε στην πλατεία της Αμερικής ή των Αγάμων όπως την έλεγαν.. Ο πατέρας
προσπαθούσε να κρατήσει τη σοβαρότητα και την αντρίκεια του περηφάνια. Παλιός
πολεμιστής, είχε δώσει κι εκείνος το δικό του «Παρόν» στους βαλκανικούς..
Βλέπεις τούτη η έρμη η πατρίδα αναπαμό ποτέ δεν είχε.. Δεν την αφήνουν ποτέ να
ξαποστάσει οι καλοί μας γείτονες και οι φίλοι.. Κι έτσι οι γενιές περνούν
και βάζουν η κάθε μια μια πικρή υπογραφή
στο τεφτέρι της ιστορίας..
- Άντε παιδί μου στο καλό! Είπε και με φίλησε σταυρωτά. Τρέχαμε όλοι μαζί μέχρι
την πλατεία. Τα τραμ περνούσαν φορτωμένα κόσμο.. Στρατιώτες πολλοί
κρέμονταν από τις πόρτες και χαιρετούσαν
γελαστοί.
- Στο καλό! Στο καλό! Να μας φέρετε τη Νίκη!
Αποχαιρετίστηκα από τη μάνα που μ’ έβρεχε με τα ζεστά της δάκρυα. Κρεμάστηκα κι
εγώ από κάποια χειρολαβή. Όταν ξεκίνησε η περιπέτεια του πολέμου..
Ο νεαρός Αργύρης μπήκε βιαστικός. Μ’ όλη τη δροσιά της νεότης, με την ανησυχία
της καινούργιας εμπειρίας που μόλις αρχίζει στα λαμπερά του μάτια.
- Σας χαιρετώ! Είπε.
Ευχές, τσουγκρίσματα από την αρχή. Ο παππούς ο πιο συγκινημένος.
- Έλα να σε δούμε λίγο Αργύρη. Κάθισε λίγο μαζί μας. Αύριο μας φεύγεις!
- Άστο το παιδί! Τι να μας κάνει εμάς; - Πρόλαβε ο Σταύρος από την παρέα.
- Έχει τι δικές του υποχρεώσεις, τον δικό του κόσμο να δει απόψε! Εσύ με τον
παππού σου πέρασες την τελευταία βραδιά πριν πας στρατιωτικός;
Ο Αργύρης έφυγε γελαστός.
Μείναμε πάλι η γέρικη παρέα. Ήρθε η ώρα του φρούτου ένα λικεράκι για
συμπλήρωμα, οι φωνές χαμήλωναν..
Όλα καλά – άρχισε ο Αργύρης- αυτά τα σύννεφα μόνο στον ελληνικό μας ορίζοντα,
αυτά να μην ήταν πάλι, τόσο μαύρα.. Έτσι για να μη ξεχνάμε πως πόλεμοι πάντα
υπάρχουν, κι οι άνθρωποι ποτέ δεν θα μερέψουν..
- Συμφέροντα.. είπα υψώνοντας το ποτήρι να τσουγκρίσω με τους άλλους- Όσο
υπάρχει αυτό ο Δαίμονας που λέγεται «συμφέρον» τόσο η ανθρωπιά, η αγάπη, ο
σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή, θα καίγονται στο βωμό του.. Δε μιλούν όλοι την
ίδια γλώσσα και τα ανθρώπινα σύνορα σιδερένιοι φραγμοί, αδυσώπητοι φραγμοί, από
πού να περάσει η Αγάπη; Πρέπει να ξοδευτούν όλα αυτά τα όπλα του Μίσους για να
τη σκοτώσουν. Κι αυτή να αναγεννιέται από την τέφρα της.. Ποίος μισεί σήμερα
τους Γερμανούς και τους Ιταλούς;.. Και πάλι από την αρχή..
- Τι τα θέλεις! είπε ο Σταύρος. Είναι μερικά πράγματα που μένουν πάντα ζωντανά.
Μόνον ο θάνατος τα σβήνει. Πάνω σ’ αυτό
που είπες, πως η αγάπη κι η ανθρωπιά μπορούν να φανερώνονται άξαφνα και μέσα
στο μίσος και το χαλασμό.. όσο υπάρχουν άνθρωποι.. Ίσως να τα έχουμε συζητήσει
κι άλλες φορές.. όμως εγώ κάθε φορά που θα αναλογιστώ «πόλεμο» κείνη η
σημαδιακή μέρα έρχεται μπρος μου πρώτη… Ξέρεις τι θα πει να χρωστάς τη ζωή σου
στον εχθρό, που θα θελες να τον δεις να γκρεμίζεται μπρος σου, ένα κουβάρι να
γίνεται από σάρκες, να μη μπορεί να σε βλάψει πια.. Ένας εχθρός λιγότερος.. Και
πάντα ν’ αναρωτιέσαι.. Τι να γίνε, που να βρίσκεται, να ζει αυτός ο άνθρωπος;
Ποια γη τον κρατά, θυμάται τάχα κείνο το πρωινό και την ανθρώπινη σκιαγμένη
φιγούρα να τρέχει αλαφιασμένη..
- Πες την ιστορία, είπε ο Γιάννης. Είναι τόσο επίκαιρη απόψε! Κι οι θύμησες
ζωντανεύουν, κι εμείς πια ζούμε τόσο κοντά στα παλιά!
Ο Σταύρος άναψε τσιγάρο.. Ήταν στην υποχώρηση.. άρχισε την άνοιξη του 1941.
Μόλις είχαμε γράψει μια απίστευτη ιστορία εκεί στα βουνά της Αλβανίας, που
πιστεύαμε πως θα τελείωνε με μια Νίκη, όπως μας άξιζε.. Είχαμε δώσει πολλή
ψυχή, πολλή δύναμη, νεότης, πίστη στα ιδανικά. Πολλά είδαμε να παίρνουν σάρκα
και οστά.. Μια ολόκληρη αυτοκρατορία να κουρελιάζεται, να γίνεται ανήμπορη και
καταρρακωμένη μπροστά στο μεγαλείο της δικής μας ορμής. Στο στόμα μας
τραγούδια.. Περιφρονούσαμε τους κόπους, τα πόδια τα πληγιασμένα, τα
ξεπαγιασμένα. Τα ρούχα τα κολλημένα πάνω μας από τη βρώμα και τις ψείρες..
Θυμάμαι μου είχε στείλει η νύφη μου δύο φανέλες πλεγμένες με φροντίδα από κείνη
για τον «στρατιώτη πάνω στα βουνά». Θυμάμαι τη νύχτα που σαν πρωτοφόρεσα τη μια
και είδα να περπατούν πάνω της ένα σωρό απαίσια έντομα.. Την πέταξα πέρα με
αηδία, ούτε την αναζήτησα πια.. Και ξάφνου ένα δεύτερο τρανότερο θηρίο στο πλάι
του πρώτου. Μια Γερμανία, η πανίσχυρη Ναζιστική Γερμανία τυφλωμένη από μίσος
και ανίερες φιλοδοξίες ερχόταν καταπάνω μας. Η ψυχή μας γέμισε απελπισία.. Όμως
όχι, δεν παραδοθήκαμε. Πολλοί από μας αντιμετώπισαν την ατσαλένια τους δύναμη..
Πολλοί χάθηκαν. Πιστοί στην ανέλπιδη προσταγή. Για την πατρίδα. Κι ύστερα ήρθε
το μήνυμα.. «Το μέτωπο έσπασε» ήταν το τραγικό μήνυμα. Ο πόλεμος τελείωσε.
Υποχωρήσαμε. Όχι νικημένοι, μα με προϋποθέσεις χωρίς άλλη οδό. Κι όσο
μπορούσαμε πιο συγκροτημένοι, περήφανοι, πειθαρχημένοι.
Ανάμεσα σε τόσους συντρόφους και εγώ. Κατηφορίζαμε κι η τάξη στην πορεία μας
όλο και πιο λίγη. Φορές σμίγαμε, φορές χωρίζαμε βαδίζοντας ολοένα- Είχαμε ξεκινήσει
από τη δεξιά πλευρά του μετώπου της Αλβανίας κάπου κοντά στην Οχρίδα, κι εγώ
ουραγός στην φάλαγγα πάνω στ’ άλογό μου… Ξάφνου σε ένα κακοτράχαλο μονοπάτι, τ’
άλογο παραπάτησε, γονάτισε ανήμπορο.. Νηστικό, διψασμένο βλέπεις το δόλιο.
Θυμάμαι, στάθηκα πλάι να το χαϊδέψω, να το νοιώσω όσο γινόταν.. Πιστή και άξια
η καημένη η Μαρίκα, το αλογάκι. Μα κείνη την ώρα τίποτα πια δεν σήκωνε τα πόδια
της.. την άφησα. Έπρεπε να προχωρήσω, να φτάσω τους άλλους. Ποιος ξέρει πως
τελείωσε το καημένο το ζώο. Ο δρόμος γινόταν όλο και πιο δύσκολος. Το ένστικτο
της αυτοσυντήρησης πάντα δυνατό, αποκτά μια δύναμη τυφλή και ζωώδη καμιά φορά.
Έψαχνε ο καθένας κάτι να βρει, να βάλει στο στόμα, να τραβήξει μια ρουφηξιά από
το ελάχιστο νερό στο παγούρι του, κάπου να σταθεί, να φυλαχτεί, να ξαποστάσει για
λίγα λεπτά.. Κάποτε, κοιτάζοντας γύρω, είδα πως μόνος, ολομόναχος βρισκόμουν..
Ήταν μια μέρα λαμπρή, την θυμάμαι τόσο λαμπρή και ξεταίριαστη με το χάλι μας..
Ένα ξέφωτο τριγύρω ένα ξάνοιγμα πλατύ κι ατελείωτο ανάμεσα στα βουνά.. Τα πόδια
μου καταπληγωμένα μεσα στις αρβύλες δε με βαστούσαν πια. Μα έπρεπε να τρέχω ,
να τρέχω ασταμάτητα και κουτσά - κουτσά.
Και ξάφνου ένα αεροπλάνο. Ο ήχος του
αντιβούηξε τρομαχτικός στ’ αυτιά μου. Ήταν ένα Γερμανικό καταδιωκτικό. Κοίταξα
με απόγνωση για ένα δεντράκι, μια λακκούβα, μια πέτρα να βάλω πίσω από το
κεφάλι.. Τίποτα. Γυμνός και το θηρίο
πλησίαζε ακάθεκτο σκίζοντας έναν ολοκάθαρο ανελέητο ουρανό… Έτρεχα.. Εκεί στη
μέση του ξέφωτου, ίσια καταμεσής, ένας θάμνος φουντωτός, μοναχικός σαν εμένα… Ας
τον έφτανα τουλάχιστον. Μάνα μου! μπόρεσα να σκεφτώ.. Μάνα μου!
Το αεροπλάνο κατέβαινε χαμηλά, πολύ χαμηλά, θαρρείς θα μ’ ακουμπούσε.. Με
ξεπέρασε. Έφυγε μακριά, πάνω απ’ τα βουνά. Ένας μεγάλος γύρος και ξαναγύριζε.
Πάλι πάνω μου, σκοτεινή απειλή, με το θανάσιμο βουητό του και πάλι να φεύγει..
Η ίδια κίνηση δυο τρεις φορές. Αχ! Μάνα μου! Ο μπαγάσας παίζει μ’ εμένα, τώρα
θα μου τη φέρει.. Ο θάμνος λες και ξεμάκραινε κι εγώ να τρέχω. Σάμπως τι άλλο
θα μπορούσα να κάνω; Που τη βρήκα τη δύναμη τόσο να τρέξω; Ούτε που ξέρω! Το
σιδερένιο τρομαχτικό πουλί πάλι από πάνω μου.. τελείωσε, σκέφτηκα. Μα εκείνο,
πήρε πάλι ν’ ανεβαίνει χωρίς να μου ρίξει.. Με ξεπέρασε και κρακ κρακ κρακ κρακ
έριξε μερικές ανατριχιαστικές βολές με το πυροβόλο του πέρα στα βράχια – Θα το
μπορούσα! σαν να μου λέγε. – Μα σ’ αφήνω να ζήσεις φίλε! Κι εξαφανίστηκε μέσα
στο γαλάζιο.
Μια τρελή χαρά με συνεπήρε! Θυμάμαι το βραχνό κρώξιμο από τα ξεραμένα μου χείλια
καθώς σωριαζόμουν κατάχαμα πλάι στο θάμνο. Γειά σου φίλε! του φώναξα. Να πας
στο καλό.
Κακό, ολέθριο πράγμα ο πόλεμος… Κι οι άνθρωποι πρέπει να ψάχνουν και να
βρίσκουν μόνο αυτά που μπορούν να τους κάνουν ν’ ανταμώνονται και να δίνουν τα
αδύναμα ανθρώπινα χέρια τους ο ένας στον άλλο. Έτσι μια αλυσίδα της αγάπης να φτιάχνουν τα
χέρια τους, να μην χρειάζονται τα όπλα του χαλασμού.. άχρηστα να γίνονται για
τα ανθρώπινα χέρια.
Τούλα Μπούτου