Βραδιά αποκριάς και ξεφαντώματος. Κάποια Φιλανθρωπική πρόφαση, κάποια κινητοποίηση σωματείων, τι σημασία έχει! Μια επανάληψη σαν τις τόσες βραδιές απόδρασης από την καθημερινότητα, που συμβαίνουν πάντα μέσα στα ατελείωτα χρόνια της ανθρώπινης διαδρομής πάνω σε τούτο τον χιλιοδαρμένο μας πλανήτη. Σ’ όλες τις εποχές με της κάθε μιας την ιδιαίτερη χρωματική πινελιά, με τρόπους ανάλογα με τα ήθη, και τα έθιμα, τους τόπους, τις ροπές, το είδος του κεφιού. Παραλλαγές και ιδιομορφίες, κι ας μένουν πάντα οι άνθρωποι όμοιοι και απαράλλαχτοι μπροστά στον πόνο, τον έρωτα και τον θάνατο.
Και στην τωρινή μσε ξέφρενη εκτροχιασμένη εποχή, με μια καθολική κατολίσθηση ηθικών – πνευματικών αξιών και οικονομικής καταβαράθρωσης, μια βραδιά αποκριάτικου ξεσηκωμού. Κι η αστραποβολούσα τεράστια αίθουσα με τη χαρτένια της πολυχρωμία, τα ποικιλόχρωμα φώτα, και την παντοδυναμία του Ήχου.. Σύγχρονες κολομπίνες, κυρίες εποχής, ντόμινα, ιππότες, εμφανίσεις πολλές ακαθόριστους φύλου. Και μουτσούνες! Να κρύβουν τις ανθρώπινες μορφές της αδιαφορίας, της οδύνης της χαράς, εκείνες τις νικημένες από τον χρόνο και τον πόνο. Κι οι άλλες να «δοξάζουν» λοιδορώντας τα πρόσωπα της επικαιρότητας, της φαντασίας του καλού και του κακού.
Είναι ανάμεσα και η Φρύνη με την αυθάδικη πρόκληση της έννοιας «ομορφιά». Την απόλυτη…
Τα πόδια σμιλεμένα στη μακριά τους ζωγραφική σιγουριά , να σαλεύουν ρυθμικά κάτω από την γενναιόδωρη κοντόφουστα της μπαλαρίνας, που αγωνιζόταν να κρατήσει την ισορροπία μήπως και στερήσει καμία οπτική σπαράσσουσα λεπτομέρεια, αλλά και να μην αποκαλύψει τα «περαιτέρω» λαχταριστά μυστικά (υποτίθεται) των «Αδύτων».
Χόρευε η Φρύνη, μόνη όπως συνηθίζεται, χόρευαν οι πάντες τριγύρω, άστραφταν μάτια, λικνίζονταν γοφοί, αναδεύονταν μαλλιά, χέρια αγκάλιαζαν στον αέρα νοητά και αόρατα, τα φώτα χαμήλωναν επικίνδυνα, ποτήρια άδειαζαν και γέμιζαν ξανά. Κι η Φρύνη περιέφερε τη νιότη της απ’ άκρη σ’ άκρη της αίθουσας..
Μια μάσκα πλησίασε από πίσω. Μαύρη μάσκα πλατύγυρο καπέλο πάνωθε, σιλουέτα ψηλόλιγνη με στέρεη διάχυτη αρσενικάδα από τις πλατιές παλάμες, τις μόνες ξέσκεπες ως πάνω στους καλογυμνασμένους ώμους, τα μούσκουλα αδύνατο να κρυφτούν από το μαύρο γυαλιστερό πανί που τ’ αγκάλιαζε λαίμαργα. Η Φρύνη χόρευε στον φρούδο ρυθμό της διαιώνισης της χαράς… τ’ αρσενικά μπράτσα την έπιασαν από πίσω, την έκλεισαν μέσα τους ίσα ακουμπιστά κάτω από το λαχταριστικό μπούστο.
Η μαύρη φιγούρα, η μαύρη μάσκα έσκυψε στον ρόδινο ξεσκέπαστο λαιμό της. Καυτή ανάσα! Όλα μια ανάσα τριγύρω! Παραμέρισε τα μοσκοβολημένα μαλλιά, τα νοτισμένα αυτάκια. Ο κόσμος έγινε μια αγκαλιά…
Κι ο θρίαμβος της προσωρινότητας πάνω στη νίκη της Διάρκειας…
Τούλα Σουβαλιώτη -Μπούτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου