Γιατί πρέπει να μην ξεχνούμε...
Κάτι που πολύ αγαπήσαμε, που έχει δεθεί με τη χρυσή ώρα της νιότης
μας, δεν ξεχνιέται ποτέ. Μπορεί να επανέρχεται πάντα κοντά μας, αλώβητο από την
σκληρή μεταχείριση του Χρόνου.
Τη Μαρία Πολυδούρη την είχα πρωτοδιαβάσει και με είχε
κερδίσει στην τρυφερή ηλικία των 20 χρόνων. Την άνοιξη λοιπόν, κάθε άνοιξη εκεί
κοντά στα τέλη του Απρίλη, με κάποια λογοτεχνική αφορμή, θυμάμαι πως χάθηκε
αυτή η γλυκειά ποιήτρια του Μεσοπολέμου, μόλις στα 28 της χρόνια.
Γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1902 και έσβησε στις 29 Απριλίου
1930 σε κάποια κλινική Χρηστομάνου στα Πατήσια. Η ποίησή της, που όπως έγραφε ο
Ανδρέας Καραντώνης στα «ποιητικά» του το 1977, «έχει κάτι από την αίγλη των
τραγικών θρύλων των πλασμένων από ποίηση, έρωτα και θάνατο», μπόρεσε στα λιγοστά
χρόνια της δημιουργίας της να καταγράψει και να δώσει με πληθωρική ορμή, μέσα
από τη λυρική της έξαρση, όλο το απόσταγμα της ζωής, του έρωτα και του θανάτου.
Γιατί η Πολυδούρη στη σύντομη πορεία της σε τούτο τον κόσμο έτσι ήθελε να ζήσει
και να εκφρασθεί.
Είχε από πολύ νωρίς δείξει τον ορμητικό και παράφορο
χαρακτήρα της. Αυτό το είχε επισημάνει ο Γυμνασιάρχης της και είχε πει στους γονείς
της: «Στη Μαρία διακρίνω ένα δαιμόνιο μυαλό που καλπάζει. Προς Θεού μη σας φύγουν
ούτε στιγμή τα γκέμια γιατί θα αφηνιάσει!»
Ο πατέρας της Γυμνασιάρχης, η μητέρα της μια μορφωμένη για
την εποχή γυναίκα, με το όνειρο να σπουδάσουν οι κόρες της. Η Μαρία Πολυδούρη
ήταν μια από τις πρώτες φοιτήτριες στη Νομική Αθηνών. Ταυτόχρονα έχει
ολοκληρώσει τα πολιτικά της «πιστεύω» και τα υπερασπίζεται με πάθος. Το ζήτημα της
ισότητας των 2 φύλλων, η απελευθέρωση της γυναίκας από τις άδικες καταπιεστικές
προλήψεις, την απασχολούν όλο και πιο πολύ. Είναι πάντα μπροστά από την εποχή της
και το αποδεικνύει κάθε στιγμή με τον τρόπο που ζει, περιφρονώντας τα κοινωνικά
«ταμπού» του καιρού της. Ντύνεται, συμπεριφέρεται προκλητικά για τους νόμους
και τους κανόνες που έπρεπε ν’ ακολουθούν τότε οι ομόφυλές της.
Μια φλογερή προσωπικότητα με μάτια που λάμπουν πελώρια και
καθρεφτίζουν τη δίψα για ζωή. Που δε φοβούνται ν’ αντικρίζουν τη ζωή κατάματα
και να την αντιμετωπίζουν. Άρχισε να γράφει ποίηση από πολύ νωρίς. «Μαργαρίτες»
είναι η πρώτη ποιητική της συλλογή που έγραψε σε ηλικία 15 ετών αλλά δεν
κυκλοφόρησε ποτέ.
Στη Νομαρχία Αττικής, όπου την απέσπασαν για να εργασθεί, θα γνωρίσει
τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη. Είναι ένας αδύνατος άχρωμος άνθρωπος, που τα 26 του
χρόνια δεν φωτίζουν τη νεανική του μορφή. Όμως είναι ήδη ένας φτασμένος
ποιητής. Η Μαρία τον θαυμάζει, γοητεύεται από την προσωπικότητά του, που είναι
ακριβώς η αντίθετη από τη δική της. Εκείνον τον απογοητεύει η παραμικρή
δυσκολία στη ζωή, μια δειλία τον ακολουθεί σε κάθε του βήμα. Πολλές φορές τον
κατακτά η σκέψη του θανάτου κι ο τρόπος που θα τον φέρει κοντά του. Η Μαρία και
στις πιο επώδυνές της ώρες δεν σκέφτηκε να προκαλέσει τον θάνατο. Την απασχολεί
η σκέψη του, πότε μ’ εγκαρτέρηση, πότε με τη διάθεση να παλέψει μαζί του, ποτέ όμως
με την πρόθεση να του παραδοθεί.
Έχει πολύ συζητηθεί η σχέση η ερωτική αυτών των δύο ποιητών.
Η γνώμη μας είναι πως υπήρξε, και πως εμπόδιο για την ολοκλήρωσή της που πολύ
ποθούσε η Πολυδούρη, ήταν η βεβαιότητα του Καρυωτάκη πως έπασχε από μια από τις
μάστιγες της εποχής, τη Σύφιλη, που στάθηκε και το μεγάλο του δράμα, και η
αιτία της δυστυχίας και της ανασφάλειας στη ζωή του.
Η Μαρία έχει εγκαταλείψει τις σπουδές της. Αφήνει τη σίγουρη
ζωή στην πατρίδα και φεύγει στο Παρίσι, μπορεί για ν’ απομακρυνθεί από μια
πρόσκαιρη μνηστεία με κάποιον νέο δικηγόρο Γεωργίου (ίσως σ’ αντιπερισπασμό για
τη διακοπή της σχέσης της με τον Καρυωτάκη).
Εκεί θα την πλήξει η άλλη μάστιγα της εποχής, η Φυματίωση.
Γυρίζει στην Ελλάδα και μπαίνει στη «Σωτηρία»,
αυτό το καταθλιπτικό ίδρυμα – καταφύγιο της εποχής, όπου όποιος περνούσε το
κατώφλι ήξερε πως πάνω του είχε μπει αμετάκλητη η σφραγίδα του μελλοθάνατου.
Τότε θα εκδοθεί η πρώτη ποιητική της συλλογή «Τρίλλιες που σβήνουν». Η ποιητική
της φωνή δεν θρηνολογεί, τραγουδά μόνο μ’ έναν αγέρωχο τόνο.
Στα
στήθη μου βαθειά η πληγή ματώνει,
σαν
νέο λουλούδι, νοιώθω την ορμή της
που
μου ρουφά το αίμα και με λύνει.
Το
είναι μου τώρα η δύναμή της
που
θα δουλεύει ανύποπτα για κείνη.
Οι «Τρίλλιες που σβήνουν» γίνονται
δεκτές μ’ ενθουσιασμό από τους Φιλολογικούς κύκλους της εποχής. Κοντά της συχνάζουν
ηχηρά ονόματα της Λογοτεχνίας. Η Μυρτιώτισσα, ο Άγγελος Τερζάκης, ο Σπ.
Παναγιωτόπουλος, ο Ρίτσος (νεαρός τότε), ο Σικελιανός είναι μερικοί απ’ αυτούς.
Ο τελευταίος θα της γράψει:
Μη
στοχαστείς πως ήρθα αργά κοντά σου.
Είναι
κρυφός ο δρόμος μου και δεν τον ξέρουν άλλοι.
Και
χρόνια τώρα είμαι για σένα αδελφός
όπου
σου σιάζει μυστικά το προσκεφάλι.
Κάποια μέρα του 1928 ο Καρυωτάκης θα
επισκεφθεί τη Μαρία στο νοσοκομείο. Μια επίσκεψη όπως λένε, σε ήρεμο φιλικό
τόνο. Ο ποιητής έχει μετατεθεί στην Πρέβεζα. Η διάθεσή του είναι χειρότερη παρά
ποτέ. Έχει εκφράσει την απογοήτευση και την πίκρα για τη ζωή σε πολλά ποιήματα όπως
«Δημόσιοι υπάλληλοι», «Ιδανικοί αυτόχειρες», «Νύχτα» κ.α., με το φάσμα του
θανάτου να πλανιέται παντού σκυθρωπό. Όμως η πληθωρική Μαρία τραγουδάει
ακράτητη για τον «Γυρισμό».
Ήρθες!
Ήρθες! Πλημμύρισε η χαρά μου
κι η
λαχτάρα με σφίγγει να με πνίξει.
Ήρθες
όσο κι αν μάκρυνε ο χρόνος
ο ίδιος
χρόνος την πόρτα σου’ χει ανοίξει.
Και θα προσπαθήσει αυτή, τόσο κοντά
στο θάνατο να του δώσει κουράγιο.
…Φαίδρυνε
τα χείλη!
στης
πάναγνης χαράς μου το μεθύσι
Τι
σημαίνει πως ο χειμώνας ήρθε
πριν
τίποτε για μένανε ν’ ανθίσει;
Όμως η Μαρία ούτε και τώρα
συμβιβαζόταν με την κατάστασή της. Τα βράδια φεύγει κρυφά από τη «Σωτηρία»,
συχνάζει σε νυκτερινά κέντρα, πίνει, καπνίζει, γλεντάει. Και πολύ νωρίς το πρωί
γυρίζει τσακισμένη στο κρεβάτι της. Και με την ποιητική της επίγνωση θα πει:
Τον
νεκρό που’ χω μέσα μου
περήφανα
και στοργικά μαζί μου θα τον πάρω.
θα’
μαι σα χαρωπή. Σα μυστικόπαθη
θα’
μαι μι’ αποσταλμένη από τον Χάρο.
Λίγες μέρες μετά την επίσκεψη του
Καρυωτάκη, θα μάθει για το τραγικό του τέλος. Λένε πως λιποθύμησε από την
ταραχή της. Με συγκρατημένο πόνο και σκοτεινή συνοφρύωση γράφει το ποίημα «Σ’
ένα νέο που αυτοκτόνησε».
Το 1929 εκδίδεται η ποιητική της συλλογή
«Ηχώ στο χάος». Ο σωματικός και ψυχικός πόνος έχει βαθειά ωριμάσει την
ποιήτρια. Ο στίχος της τιθασευμένος και άρτιος, κι η διορατικότητά της τραγική.
Το
τελευταίο τραγούδι μου το άγραφο
θ’
ανατείλει απ’ των ματιών τη δύση.
Το
τελευταίο τραγούδι μου παρθένο θ’ αναβρύσει
στα
πέτρινά μου χείλη.
Για άλλη μια φορά η περήφανη αδάμαστη
και τόσο πονεμένη Μαρία θα κρούσει την στερνή καμπάνα, να σφραγίσει το γήινο
πέρασμά της, με το ποίημα:
Και
τώρα κλείστε ερμητικά τις θύρες!
Τέλειωσαν
όλα!
Να
μείνω μοναχή μου!
Όλα
δικά μου ήταν εδώ μέσα.
Κι
όλα μου λείψαν.
Κι
έμεινε τόσο απίστευτα μοναχική η ψυχή μου!
Η Μ.Π. θα ελπίζει πάντα, και θα
επανέρχεται. Γιατί έχει τη σφραγίδα της δωρεάς, του αληθινού ποιητή. Και γιατί
είναι βαθειά ανθρώπινη.
Για τη Μαρία Πολυδούρη έχω μιλήσει
και έχω γράψει αρκετές φορές. Έχω δώσει διάλεξη για εκείνη τρεις φορές με τίτλο:
Μαρία Πολυδούρη
«Οι τρίλλιες που δεν σβήνουν»
Τούλα Μπούτου