Ήταν μια
ξεχασμένη εικόνα! Μία εικόνα βγαλμένη απ’ τα παληά. Πότε είχα ξαναδεί αυτή την
ανεμιστή γαλάζια σύναξη των αγαπημένων συμβόλων; Ούτε που θυμάμαι. Εμείς που
είχαμε ζήσει εποχές σκληρές, πολύ σκληρές τότε που έπρεπε να φυλάγουμε στο
σκοτεινό πατάρι του σπιτιού το κοντάρι με την γαλανόλευκη, γιατί κείνη την
εποχή «μας έσκιαζε η φοβέρα και μας πλάκωνε η σκλαβιά» για τέσσερα χρόνια, κι
αλίμονο αν ο κατακτητής ανακάλυπτε πως διατηρούσαμε τα όσια και τα ιερά μας ζωντανά
κι αθάνατα!
Όμως τόσα χρόνια είχανε κυλήσει από τότε, και πόσα καινούργια
μας είχανε πικράνει! Σαν ακούγαμε για τούτο το «πανί χωρίς σημασία». Για κουρελόπανο
που μπορείς και να το πατάς! Για ανύπαρκτα σύμβολα και σβησμένες ιστορίες! Όμως
να, στη γωνιά της πλατείας αυτές τις σημαδιακές Μαρτιάτικες μέρες υπήρχε ο
πωλητής της γαλανόλευκης. Πολλές σημαίες!
Έτσι περήφανες,
με τον άσπρο τους σταυρό στην κορφή. Με την ευλύγιστη χάρη στο φύσημα του
θαλασσινού αγέρα. Με τις μνήμες να τυλίγονται και ν’ αγκαλιάζουν το λεπτόκορμο
κοντάρι! Η ίδια εικόνα και σε μερικούς δρόμους πιο κάτω! «Πουλούσαν σημαίες και
στη λαϊκή αγορά» με πληροφορούσαν.
Μια χαρά
πλημμύρισε την καρδιά μου ζυμωμένη με νοσταλγίες, θύμησες πολλές, αμέτρητες…
πικρές στιγμές μεγαλοσύνης κι ελπίδας! Άρωμα νιότης… Μελωδίες από «πνεύμα
αθάνατο, πατέρα του ωραίου, του μεγάλου και τ’ αληθινού…».
Αγόρασα μία…
Την έδεσα στο μπαλκόνι, παραμονή της Γιορτής. Ο Παντελής με την πληγωμένη του
οντότητα χαιρέτισε στρατιωτικά δακρύζοντας, και της μιλούσε, της μιλούσε όπως εκείνος
μπορεί, είμαι σίγουρη πως είχε πισωγυρίσει μαζί της στα χρόνια του 1940-1941.
Έσκυψα από
το μπαλκόνι, μερικά ακόμα ασπρογάλαζα λάβαρα μου έγνεφαν από τους γύρω εξώστες.
Ναι! Υπάρχουμε! Μου τραγουδούσαν.
Η ψυχή του
ποιητή Γεωργίου Δροσίνη, που είχε καθιερώσει την Γιορτή της Σημαίας στα σχολεία
θα μας χαμογελά τώρα από κάποια ακρούλα τ’ ουρανού. «Επί τέλους!». Ένα μεγάλο
ευχαριστώ σ’ αυτούς που έφεραν τους πουλητάδες με την πραμάτεια τους στους δρόμους,
στις λαϊκές, τόσο κοντά μας για να μας αγγίξουν και να μας ξυπνήσουν! Ποτέ πια
λησμοσύνη.
Η μνήμη
σκιρτώντας από χρόνο σε χρόνο, από κομμάτι σε κομμάτι της ιστορίας, σταμάτησε
δακρυσμένη σε κείνο το παλικάρι… Τον φρουρό της Ελληνικής σημαίας στην
Ακρόπολη. Τον Κώστα Κουκκίδη! Που όταν στις 27 του Απρίλη του 1941 μπήκαν οι
κατακτητές στην Αθήνα, όταν ο βάρβαρος Ναζισμός μας έκοβε την ανάσα, εκείνος
έμεινε ακίνητος, άφοβος κι αποφασισμένος. Να πώς απαθανάτισε την πράξη του ο
ανταποκριτής της εφημερίδας Νταίηλυ Μαίηλ του Λονδίνου στο φύλλο της 09-06-1941
(από το περιοδικό ΕΛΛΟΠΙΑ του Δημήτρη Λαζογιώργου Ελληνικού).
«… Ο Κ.
Κουκκίδης, Έλληνας στρατιώτης, φύλαγε την ελληνική σημαία φρουρός στην Ακρόπολη
της Αθήνας, όταν μια ομάδα Γερμανοί στρατιώτες τον πλησίασαν. Κρατούσαν τη δική
τους με την σβάστικα στα χέρια «Κατέβασε τη σημαία» του είπαν. «Κι ανέβασε τη
δική μας!». Ο Κώστας δεν ήξερε τη γλώσσα τους μα κατάλαβε. Έσφιξε τα δόντια,
έλυσε το σκοινί και αργά άρχισε να κατεβάζει τη γαλανόλευκη αμίλητος… ‘Υστερα
κοντοστάθηκε για μια στιγμή, κάρφωσε τα μάτια στον Γερμανό επικεφαλή της ομάδας
κι απότομα μ’ ένα σάλτο βρέθηκε στον διπλανό βράχο. Τυλίχτηκε με τη σημαία και
ρίχτηκε στο κενό…»
Η Ελλάδα και
τα παιδιά της ας κρατήσουν για πάντα τη θύμησή του.
Τούλα Μπούτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου