(Το διήγημα πήρε βραβείο
Λασκαριδείου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού από το Λύκειο Ελληνίδων)
Η
θύελλα είχε κατέβει χαμηλά, μας έφτασε ως την πιο μικρή απόμακρη ακρούλα, μας έκλεισε
μέσα στα φοβερά πλοκάμια της. Σαν φωτιά που ανάβει κι απλώνεται πάνω-κάτω,
απλώνεται, θεριεύει κλείνοντας μέσα στην καταλυτική της αγκαλιά ό,τι
συντυχαίνει στο φλογερό της δρόμο.
Ύστερα
όλα καταλάγιασαν. Έσβησε η φωτιά, κατακάθισε και στάχτη πολλή σκέπασε τις ζωές μας,
σκέπασε τις ψυχές. Ξέραμε πως η στάχτη δεν είχε παγώσει, λάβα πυρακτωμένη το
κέντρο της στάχτης, όμως έπρεπε να περιμένουμε κι η ζωή να πορεύεται το δρόμο της.
Τα καθημερινά δεν αλλάζουν. Αντέχουν σε όλα τα ανέλπιστα.
Ο Β’
Παγκόσμιος Πόλεμος αναποδογύρισε την ήρεμη πορεία μας μέσα στο χρόνο και
προσπαθούσαμε να γαντζωθούμε απ’ τα καθημερινά, τα σίγουρα. Να ζούμε μέσα τους και
να ‘ναι όλα σαν πριν.
Από
την πρώτη μέρα, εκείνο το αξέχαστο πρωινό μιας Δευτέρας του Οκτώβρη, που οι
σειρήνες άρχισαν να ουρλιάζουν δαιμονισμένα όλες μαζί, κόβοντας τον ύπνο μας σε
χίλια κομμάτια, ξεσκίζοντας τ’ αυτιά μας, μια άλλη ζωή άρχιζε για όλους. Στην
αρχή ήταν ο τρόμος, η απορία. Τι θα ‘ναι ο πόλεμος; Πόσο μπορεί να τ’ αλλάξει
όλα; Πόσο κρατάει ένας πόλεμος;
Από
την πρώτη μέρα, οι συναγερμοί, τα καταφύγια, η συσκότιση. Τα σπίτια φόρεσαν την
πένθιμη στολή τους, τη σκοτεινή, οι δρόμοι γίναν σκυθρωποί, οι άνθρωποι
κυκλοφορούσαν με τα πρόσωπα αγέλαστα, γεμάτα φροντίδα. Η αμφιβολία, η ανησυχία,
η αγωνία, η προσμονή, σύντροφοί μας αχώριστοι.
Εμείς
παιδιά τότε στο Γυμνάσιο, ίσια μπροστά στη μαγική πόρτα της ζωής, που ήταν
έτοιμη ν’ ανοίξει, για μας. Ήμασταν μια συντροφιά, τρελοπαρέα τη λέγαμε, ίσαμε
πέντε κοριτσόπουλα. Τ’ απογέματα να μαζευόμαστε στο σπίτι της μιας μας. Οι
κουβέντες έπαιρναν κι έδιναν. Τι θα γίνει, πώς θα γίνει, πόσος ο κίνδυνος, τι
να κάνουμε;
Η
Νίκη η αδελφή της φίλης μας της Μαρίνας ερχόταν πολύ σπάνια. Αυτή ήταν μεγάλη
για τη συντροφιά μας, δε μας έκανε πολύ γούστο, δεν τη βλέπαμε συχνά, όμως τη
θαυμάζαμε πολύ. Το κορμί της πλέρια μεστωμένο, με τις τονισμένες τορνευτές του
στρογγυλάδες. Πάντα ντυμένη μ’ έναν αέρα απλησίαστο για μας. Ακόμα θυμάμαι τα
παπούτσια της τα κρέπ, χρώμα βαθύ καστανό, ανάλαφρα και τόσο αριστοκρατικά!
Ποτέ ως τότε δεν είχα δει κάτι παρόμοιο κι απόμενα να τα χαζεύω κάθε φορά που
καταδεχόταν να μας πλησιάσει. Όνειρο άπιαστο ένα τέτοιο ζευγάρι παπούτσια στα
δικά μας πόδια. Αμ τα σκουλαρίκια; Το κολλιέ με τις γαλάζιες χάντρες στον
ψηλόλιγνο λαιμό της; Η Νίκη ζούσε μιαν άλλη ζωή ανέκαθεν.
Η
Μαρίνα, η φιλενάδα μας, έξι – επτά χρόνια μικρότερη, ήταν τόσο κοντινή μας, με
τη μαύρη σχολική ποδιά και το άσπρο κατακάθαρο γιακαδάκι, τα καφέ της παπούτσια
με το κλασικό λουράκι και το κουμπάκι στο πλάι.
Το
σπίτι τους έκρυβε κι αυτό κάποιο μυστήριο. Στον ήσυχο δρόμο, μα τόσο κοντά στην
πλατεία μας, ένα ισόγειο διαμέρισμα, σε μια γκρίζα τετραώροφη πολυκατοικία. Δεν
μπορούσαμε να εξηγήσουμε γιατί η μητέρα μας δεν ήθελε να πηγαίνουμε στο σπίτι
αυτό. Έβρισκε λογιών – λογιών δικαιολογίες να μας εμποδίζει -την αδελφή μου κι
εμένα- να πάμε. Μα και τις άλλες οι
μητέρες τους. Κι εμείς μετά το σχολείο, λαχανιαστά και γρήγορα, όποτε βέβαια
και όσο μπορούσαμε, στο σπίτι της Μαρίνας. Μας υποδεχόταν πάντα σκοτεινό και
κατσουφιασμένο. Μια γυναίκα -η κυρά Κατίνα- μας άνοιγε την πόρτα, μας έγνεφε
βιαστικά. Περάστε στο δωμάτιο δεξιά…,
μπαίναμε και έκλεινε την πόρτα μέχρι να ειδοποιήσει τη φίλη μας. Τα κλεισμένα
παντζούρια, η πνιχτική σιωπή, τα βήματα που ακούγαμε μερικές φορές, οι κλειστές
πόρτες, μας έκαναν να μιλάμε σιγά, να περπατάμε στις μύτες των ποδιών.
Όταν
βγαίναμε ύστερ’ από λίγη ώρα, σαν να χαιρόμαστε διπλά τον ήλιο και το φως.
Όμως
την άλλη μέρα θέλαμε να ξαναπάμε, κάτι μας τραβούσε. Μπορεί το κρυμμένο μυστικό
του. Σπάνια άνοιγε την πόρτα του δωματίου που βρισκόμαστε κλεισμένες η μητέρα της
Μαρίνας. Ήταν μια ψιλή, γεμάτη γυναίκα. Τα μάτια της μεγάλα και σκοτεινά,
φορτωμένα έγνοια και σκέψη, που βάραιναν στο βλέμμα της. Μας μιλούσε αφηρημένα
με τη βαθιά της φωνή, το χαμόγελο αβέβαιο και λίγο. Μαντεύαμε πως βιαζόταν να μας
δει να φύγουμε. Πήγαινε κι εσύ Μαρίνα με
τα κορίτσια, έλεγε τις περισσότερες φορές.
Όσο
για τον πατέρα, αυτός κι αν ήταν παράξενος! Η Μαρίνα μιλούσε λίγο γι’ αυτόν, κι
είχε έναν αέρα περιφρόνησης στη φωνή. Απορούσαμε. Το νιώθαμε πως τον είχε πολύ
χαμηλά τον πατέρα στην καρδιά της.
Τον
συναντούσαμε πολύ σπάνια στην πόρτα. Έφευγε πάντα βιαστικός με το καπέλο
κατεβασμένο μέχρι τα φρύδια. Και δεν κοιτούσε ποτέ ίσια στα μάτια, αν τύχαινε
να μας χαιρετήσει και να μιλήσει μια στιγμή.
Όμως
εμείς αγαπούσαμε τη φίλη μας μ’ όλα της τα παράξενα. Η Μαρίνα ήταν γλυκιά και
πρόσχαρη και καλή.
-«Πού
τα βρίσκει όλ’ αυτά τα ωραία η αδελφή σου; Εσένα γιατί δε σου παίρνουν τα ίδια;»
ρωτούσαμε καμιά φορά, όχι τόσο ευγενικά.
-«Εγώ
είμαι μικρή, δε θέλω. Ύστερα η Νίκη εργάζεται και τ’ αγοράζει μόνη της».
Ποτέ δεν κατορθώσαμε
να μάθουμε πού εργαζόταν η Νίκη.
Γρήγορα
ήρθαν οι μέρες που μας γέμισαν χαρά και περηφάνια. Νικούσαμε. Εκεί στα βουνά της
Αλβανίας οι Ιταλοί έπαιρναν ένα μάθημα λεβεντιάς και παλικαριάς απ’ τους στρατιώτες
μας. Κορυτσά, Πρεμετή, Αργυρόκαστρο. Σε μια-μια απ’ τις πόλεις της Αλβανίας η
σημαίας μας στηνόταν και κυμάτιζε υπερήφανη.
Τα
σχολειά έκλεισαν, άνοιξαν πάλι. Ζούσαμε μέσα σε μιαν έξαψη και πυρετό. Τόσο
καινούργια όλ’ αυτά! Ένα απόγεμα η Μαρίνα μας ήθελε στο σπίτι της. «Ελάτε! Η Νίκη έφτιαξε ένα γλυκό για μας!»
Μια
μικρή ψευτιά για τις αντιρρήσεις της δικής μας μαμάς, που δεν άλλαζαν, και
φύγαμε. Παρέα τρεις-τέσσερις φιλενάδες. Η κυρά-Κατίνα μας άνοιξε με τις ίδιες κινήσεις.
Μας ήθελε να περάσουμε γρήγορα στο δωμάτιο δεξιά.
Η
Νίκη κι η Μαρίνα ήρθαν αμέσως να μας βρουν. Η Νίκη πάντα ντυμένη φανταχτερά και
καλόγουστα, καλοχτενισμένη κι όμορφη. Γελαστή και καταδεχτική τούτη τη φορά. Μας
σερβίρισε ένα ζουμερό γλυκό, κέικ με χαρουπόμελο και καρύδια, όνειρο για την
εποχή. Ύστερα ήρθε και κάθισε κοντά μας. Χαρτιά κρατούσε στα χέρια της.
-«Βρε
Ανθουλάκι,» μου λέει. «Μια μεγάλη χάρη θα σου ζητήσω. Ξέρω πως γράφεις τις ωραιότερες
εκθέσεις στο σχολείο, η Μαρίνα μας λέει γράφεις και τις δικές της μερικές φορές.
Θέλω ν’ αρχίσω αλληλογραφία μ’ ένα φίλο μου στρατιώτη στο μέτωπο, κι εγώ δεν τα
καταφέρνω καλά. Μπορείς λοιπόν να μου γράφεις εσύ τα γράμματα;»
-«Μα
πώς!» Είπα απορημένα. «Τι να γράφω; Πού θα ξέρω τα γράμματα;»
-«Θα
στα δίνω εγώ! Και θα μου γράφεις την απάντηση με το δικό σου χέρι. Ο γραφικός
μου χαρακτήρας και η ορθογραφία μου είναι για κλάματα! Να χαρτοφάκελα. Πάρε κι
αυτό το μολύβι -μου δίνει ένα ασημένιο βιδωτό πανωραίο μολυβάκι- για να γράφεις
καλύτερα. Πάρε και τα γράμματα του Γιώργου μου που πολεμάει στο μέτωπο…»
Ο
Γιώργος της… Πήρα τα γράμματα, βιάζομαι να φύγω, να βρεθώ μόνη, να τα διαβάσω.
Ήμουν στην ηλικία της προσμονής και του ονείρου, γύρω στα δεκαπέντε-δεκάξι, κι
όλα θαυμαστά και φωτεινά σε τούτον τον κόσμο. Ούτε ο πόλεμος δεν κατάφερνε να
θαμπώσει τη χαρά που ανάβλυζε πολλές φορές αναίτια, από την ξεκούραστη ψυχή μας.
Θα ζούσα ένα μεγάλο φανταστικό έρωτα. Ο Γιώργος της! Τον φανταζόμουν ψηλό κι
όμορφο, να παλεύει τον εχθρό στα χιονισμένα βουνά, και να περιμένει ένα γλυκό
λόγο, απ’ την πολυαγαπημένη του που έμεινε πίσω. Κι ήμουν εγώ που θα ‘γραφα το
λόγο αυτό. Η πολυαγαπημένη του… Τα φάκελα ταλαιπωρημένα και λίγο λερωμένα,
είχαν ανοιχτεί πρόχειρα και βιαστικά. Σκισμένα στις άκριες. Δεν τα πρόσεξαν τα
καημένα καθώς τ’ άνοιγαν.
Μόνη
στο δωμάτιό μου, βράδυ και ησυχία, ανοίγω με τόση συγκίνηση το πρώτο.
-«Γεια
σου ρε Νικάκι!» έμεινα λίγο απορημένη. «Γεια σου ρε κοπελάρα μου! Σε θυμάμαι δω
πάνω στις ερημιές, που βρίσκομαι, κι αχ! Να σ’ είχα για λίγο κοντά μου να
κάναμε τα ωραία μας! Θυμάσαι;» Αχ τι λόγια είν’ αυτά; Γιατί ο Γιώργος γράφει
έτσι; Πού είναι το “πολυαγαπημένη μου”;
Ήταν αδύνατο με την απειρία της ηλικίας και της εποχής το κλίμα, να πιάσω ένα
τέτοιο νόημα.
Τέλειωσα
το γράμμα. Κάποια ελπίδα για το δεύτερο χάθηκε με πολλά άλλα παρόμοια.
-«Θυμάσαι
κουκλάρα το ξενοδοχείο στην Ομόνοια; Θυμάσαι τα ξημερώματα που παραδέρναμε στους
δρόμους; Τι κέφια ήταν εκείνα! Πότε βρε Νικάκι θα ξεφαντώσουμε ξανά; Κάνε καμιά
προσευχή να βγω ζωντανός, από τούτο το μακελιό και να ξαναβρούμε τα κέφια μας».
Απόμεινα
πολύ σκεφτική. Ο πόλεμος αλλάζει τους ανθρώπους, χάνουν το δρόμο, τον ίδιο τους
τον εαυτό…
Πήρα
τα χαρτοφάκελα, το ζηλευτό ασημένιο μολυβάκι.
Πολυαγαπημένε
μου, αρχίζω, κι έβαζα όλη την ψυχή μου. Σε συλλογίζομαι κει στ’ απάτητα βουνά
να διαφεντεύεις το δίκιο μας και τη λευτεριά μας…
Γράφοντας
κάτι σαν μεθύσι με συνεπαίρνει. Το χέρι μου πετάει, τα γράμματα βγαίνουν
σίγουρα, στρογγυλά, κρατούν ακόμα τον παιδιακίσιο χαρακτήρα τους. Όλα μια φλόγα
να φτάσουν το Γιώργο της… το Γιώργο μου.
Παρά
λίγο θα’ βαζα το όνομά μου, καθώς τέλειωσα το γράμμα. Μα συνέφερα.
-«Σε
φιλώ με απέραντη αγάπη, η Νίκη σου».
Η
υπογραφή βγήκε τόσο πειστική, ήμουν στ’ αλήθεια η Νίκη του. Παράδωσα το γράμμα
στη Μαρίνα να της το δώσει, να το στείλει. Κι η απάντηση δεν άργησε.
-«Έλα
βρε Ανθουλάκι! Καλά τα γράφεις, τον συγκίνησες το λεβέντη!» μου είπε η Νίκη,
δίνοντάς μου το γράμμα από το μέτωπο. Η ανυπομονησία μου ακόμη μεγαλύτερη μέχρι
να βρεθώ μόνη να τ’ ανοίξω.
«Αγαπημένο
μου Νικάκι! Τούτη τη φορά πολύ με συγκίνησε το γραμματάκι σου. Μου κράτησε
συντροφιά μέσα στην αγριάδα και την παγωνιά που ζούμε. Χτες δώσαμε μάχη στο
διπλανό ύψωμα. Μας είχαν περικυκλώσει οι Ιταλοί. Μας χτυπούσαν απ’ όλες τις μεριές.
Λες να κλάψει καθόλου η Νίκη αν σκοτωθώ; Σκέφτηκα κάποια στιγμή…»
Αχ!
Κινδύνεψε ο Γιώργος! Πόσο θα ‘θελα να είχα μια φωτογραφία του! Πρέπει να ζητήσω
μια της Νίκης να τον βλέπω τουλάχιστον καθώς του γράφω.
«Κινδύνεψες
πολυαγαπημένε μου, γράφω, για μας όλους. Την ώρα που εμείς περνάμε μια υποφερτή
ζωή εδώ εσύ παίζεις τη ζωή σου κορώνα-γράμματα. Είσαι ένας ήρωας, όπως και
τόσοι άλλοι, όμως για μένα είσαι ο ΕΝΑΣ κι αν λείψεις, μου λείπει η ίδια η ζωή».
Πού
τα βρήκα τέτοια λόγια και τόσο πάθος; Είχα διαβάσει βιβλία ερωτικά βέβαια. Η ωραία του Πέραν, η Στέλλα του Φλαμμαριόν, καμάρωναν στη
μικρή βιβλιοθήκη μας, μαζί μ’ άλλα πολλά. Κι αυτός, ο Γιώργος ήταν τ’ όνειρο κι
οι προσμονές μου. Θα ‘ρχόταν και για μένα ο έρωτας μια μέρα…
Τούτη
τη φορά το γράμμα του Γιώργου μια πελώρια απορία. «Βρε Νικάκι, εσύ γράφεις
τέτοια γράμματα; Είναι δυνατό; Δεν μπορώ να το πιστέψω. Πού τον έκρυβες αυτόν
τον εαυτό σου; Ποτέ στις όμορφες ώρες που περάσαμε παραδέρνοντας εδώ κι εκεί,
δεν άφησες να φανεί κάτι τέτοιο!»
-«Αυτή
ήμουν πάντα» του απαντώ. «Κι έπρεπε εσύ να σκύψεις μέσα μου και να με βρεις…
Εγώ αγάπη μου απ’ την πρώτη μέρα που σε γνώρισα περίμενα να μ’ ανακαλύψεις…»
Η
Νίκη ενθουσιασμένη. Του ‘στελνε και κανένα γλυκό, κανένα πουλόβερ πλεγμένο -τάχα
απ’ τα χέρια της- που η κυρά Κατίνα με μια μικρή πληρωμή το καλόπλεξε στα
γρήγορα.
-«Βρε
Ανθούλα! Αν μου τον καταφέρεις μέχρι το τέλος θα ‘χεις ένα μεγάλο δώρο!» μου λέει
μια φορά.
-«Τι
να καταφέρω;» ρώτησα ανόητα.
-«Μα
να τον τυλίξουμε! Είναι από πλούσια οικογένεια, μορφωμένος και καλός. Γαμπρός
με τα όλα του! Να τον καταφέρεις να παντρευτούμε!»
Έμεινα
ακόμα πιο ανόητα απορημένη.
-«Μα
και βέβαια πρέπει να παντρευτείτε αφού τον αγαπάς και σ’ αγαπά!»
Η
Νίκη με χτύπησε στην πλάτη με συμπάθεια.
-«Άντε
βρε μικρό!» είπε μονάχα και ψευτογέλασε.
Ο
Χειμώνας όλο και πιο σκληρός. Όλα δυσκολεύουν και τα γράμματα μια αχτίδα στη
σκοτεινιά. Έρχονται απανωτά και κάθε φορά ένα βήμα προσέγγισης. Ένας αέρας
σεβασμού άρχισε να φυσάει ανάμεσα στις γραμμές τους. Εγώ δεν μπορούσα τότε να
το αξιολογήσω, μόνο χαιρόμουν το “Αγαπημένη
μου”, “Κορίτσι μου γλυκό” και “Πόσο λαχταρώ να βρεθώ κοντά σου”, “Αν δε σε είχα και σένα τι θα γινόμουν εδώ
στη παγωνιά μας”.
«Γράφε
μου Νίκη μου, γράφε μου φως της ζωής μου», έλεγε το τελευταίο γράμμα του
Γιώργου.
Εγώ
δεν περίμενα πια μήτε απάντηση. Έγραφα, έγραφα, να του κρατώ συντροφιά, όλες τις
ώρες της μοναξιάς του. «Να σε φυλάει το γράμμα μου, από κάθε κακό. Βάλε το
κοντά στη καρδιά σου. Με την εικόνα της Παναγιάς».
Κι
η Νίκη μόνον τον κόπο να το στέλνει και να γελάει τρανταχτά κάθε φορά.
-«Μωρέ
μάγια του ΄κανες και τον άλλαξες! Μπράβο Ανθούλα! Να ‘σαι καλά!»
-«Θα
μου τον γνωρίσεις, όταν γυρίσει;» είπα μια φορά κι ήθελα στ’ αλήθεια τόσο να
γνωρίσω το Γιώργο της, το Γιώργο μου.
-«Πώς!
Πώς!» είπε και γέλασε πιο δυνατά. Οι φίλες μου με πείραζαν. Άντε να δούμε!
-«Μήπως
τον ερωτευτείς στο τέλος; Θα ‘χει γούστο! Διάβασέ μας τουλάχιστον τι του
γράφεις!»
Ποτέ
δεν τους διάβασα ούτε μιαν αράδα.
-«Του
γράφω όπως θα ‘νιωθα, αν ήμουν εγώ η Νίκη» είπα μονάχα.
Τον
Απρίλη το μέτωπο το Αλβανικό έσπασε. Δεύτερο θηρίο, η Γερμανία, ήρθε στο πλευρό
της Ιταλικής αυτοκρατορίας να βοηθήσει, να συντρίψουνε τη μικρή, πεισματάρα
χώρα μας. Θλίψη και πόνος! Τι μας περίμενε πάλι!
-«Ανθούλα!
Φτάνουν πια τα γράμματα. Σ’ ευχαριστώ» είπε η Νίκη μια μέρα. «Ο Γιώργος γυρίζει
ζωντανός».
-«Θα
τον δούμε λοιπόν!» είπα κι η χαρά πάλευε με τη λύπη. Δε θα ξαναγράψουμε λοιπόν
στο Γιώργο μας! Τέρμα τα όνειρα κι η αγάπη.
Τα
σχολεία έκλεισαν πάλι. Τη Μαρίνα είχαμε καιρό να τη δούμε. Στο σκυθρωπό της σπίτι
η πόρτα θεόκλειστη. Περάσαμε, χτυπήσαμε πολλές φορές, του κάκου.
Ξαφνικά έν’ απόγεμα
στην πόρτα μας η Νίκη! Ήμασταν όλες μαζί στο σπίτι το δικό μου και
κουβεντιάζαμε, περνούσαμε τις άχαρες μας ώρες. Και να ‘τη! Πιο όμορφη και
καλοντυμένη παρά ποτέ! Και το γέλιο της το πιο ξάστερο πράγμα στη σκοτεινιά μας!
-«Γεια
σας βρε παιδιά! Τι κάνετε; Πώς τα περνάτε;»
Την κοιτάζαμε άφωνες.
-«Εσύ
τι κάνεις;» είπα επιτέλους εγώ.
-«Καλά
Ανθούλα μου! Για σένα ήρθα!»
Ανοίγει την τσάντα της,
βγάζει ένα τούλινο μπαλάκι γεμάτο κουφέτα.
-«Γιου
Χου!» Φωνάζει και μου πετάει το χαρούμενο μπαλάκι. «Παντρεύτηκα Ανθούλα! Γι’
αυτό χαθήκαμε! Και στα δικά σας! ‘Ένα γρήγορο κατοχικό γάμο! Αυτή είναι η
μπομπονιέρα, δε γινόταν καλύτερη!»
Έμεινα
με το στόμα ανοιχτό. Οι φωνές πάλευαν μέσα μου. Παντρεύτηκε! Ο Γιώργος της, ο
Γιώργος μου παντρεύτηκε, κι ούτε που τον έχω γνωρίσει! Μόλις γύρισε κουβαλώντας
τα γράμματά μου, τόσο γρήγορα, παντρεύτηκε!
-«Να
ζήσετε!» Κατάφερα να πω. Και στην αμηχανία μου: «Έχω και το ασημένιο σου
μολύβι, να στο δώσω!»
-«Α!
Όχι! Στο χαρίζω, να θυμάσαι τα γράμματα που μου ‘γραφες!» είπε μεγαλόψυχα. «Αυτό
λοιπόν ήταν το δώρο, για το που τα καταφέραμε!» σάρκασα μυστικά.
Η
ζωή μας πήρε τον ανηφορικό αγκαθωτό δρόμο, να διαβούμε τα σκληρά χρόνια του
ξενικού ζυγού. Τη Νίκη δεν τη βλέπαμε πια καθόλου. Από τη Μαρίνα μαθαίναμε πως
περνάει καλά στο καινούργιο σπιτικό της, κάπου στο κέντρο της Αθήνας.
Το
Γιώργο μας ποτέ δεν τον γνώρισα. Ποτέ κι αυτός δεν έμαθε ποιος του κρατούσε
συντροφιά, στις σκληρές ώρες του πολέμου.
Το
μόνο που έφτασε στ’ αυτιά μας είναι πως αυτός ο γάμος δεν κράτησε πολύ.
Διαλύθηκε γρήγορα και ανεξήγητα.
Αργότερα
η Νίκη παντρεύτηκε έναν Αμερικανό από το Τέξας -έλεγαν πως είχε πετρελαιοπηγές-
κι έφυγε για πάντα από την Ελλάδα.
(Μία αληθινή ιστορία του πολέμου)