ΤΟ
ΜΕΓΑΛΟ ΕΛΑΤΟ
αθώς
έφθανε η μέρα της Γιορτής τα έλατα ετοίμασαν την μεγάλη τους σύναξη. Περίμεναν
πρώτα να πέσει η νύχτα. Νάρθουν τα αστέρια κοντά, πολύ κοντά τους. Το φεγγάρι
φάνηκε τελευταίο. Λεπτό και μυτερό σα δρεπανάκι. Τα έλατα έγειραν τις κορφές
τους. Τα μεγαλύτερα σκέπασαν τα πιο μικρά έτσι καθώς σμίξανε. Τα μικρά πάσκιζαν
να ψηλώσουν και οι τρυφερές τους κορφούλες ν’ αγγίξουν τις σμιγμένες των
μεγάλων.
Ξύπνησαν οι ψίθυροι της νύχτας. Ο βοριάς
σταμάτησε να σφυρίζει στα κλαδιά.
«Ακούστε με σύντροφοι» είπε το μεγάλο
έλατο, το πανύψηλο, που λες και θ’ άγγιζε τα αστέρια. «Η Μεγάλη Νύχτα έρχεται πάλι. Οι πιο παλιοί
ξέρετε τι θα πει Μεγάλη Νύχτα!»
Τα πιο μικρά όμως μπορεί να μη
θυμούνται… είναι η πιο όμορφη για τους ανθρώπους, η νύχτα των Χριστουγέννων.
Όμως για μας τούτη η νύχτα έχει άλλη σημασία. Για κάποια από μας η ζωή θ’
αλλάξει. Θάρθουν άνθρωποι, αποφασιστικοί και σκληροί, κρατώντας παράξενα
εργαλεία στα χέρια. Θα δούμε συντρόφους να πέφτουν κάτω και να φορτώνονται
προσεκτικά.
«Πάω για το μεγάλο ταξίδι. Πάω να
γνωρίσω τον κόσμο», φώναξε πέρυσι ένα
έλατο πλάι μου, καθώς το φόρτωναν ξαπλωτό. «Γειά σας! Σας λυπάμαι που θα μείνετε εδώ στην ερημιά».
Εγώ όμως ήμουν πολύ σκεπτικό. «Γιατί ποτέ δεν μάθαμε τι γίνονται οι
σύντροφοι μας που φεύγουν τόσο ξαφνικά
από κοντά μας; Ποτέ κανείς δεν γύρισε πίσω!
Σαν το γεροντότερο λοιπόν ανάμεσά σας,
πρέπει και φέτος να σας πώ: Προσέχετε! Δεν ξέρουμε γιατί οι άνθρωποι διαλέγουν
εμάς και μας παίρνουν μακριά. Για πού; Πώς θα το μάθουμε;»
Τα έλατα μείνανε βουβά. Η νύχτα τα
αγκάλιαζε όλα, σιωπηλή. Τότε ένα μικρό καμαρωτό ελατάκι κουνήθηκε με χάρη,
δεξιά-αριστερά.
«Ε!»,
είπε, «Εμένα δεν με νοιάζει. Δε με φοβίζει το άγνωστο. Εγώ θέλω να φύγω, να γνωρίσω τον
κόσμο εκεί κάτω στην μακρινή πολιτεία, να
δω τι κρύβουν τα φωτάκια που τις καθαρές νυχτιές τα βλέπουμε να τρεμοφωτίζουν».
«Μα τώρα τα φώτα των ανθρώπων θάρθουν
στο βουνό!», είπε ένα μεγαλύτερο έλατο. «Δεν
είδατε το κτίσμα τόσο κοντά μας; Δέστε! Δέστε όλα!»
Τα δέντρα τεντώθηκαν, σήκωσαν τις κορφές
τους και κοίταξαν χαμηλά στο πλάτωμα. Μέσα στο φεγγαρόφωτο ένα μεγάλο κτήριο
άσπριζε σαν ψεύτικο, σαν νεραϊδένιο.
«Ξενοδοχείο το λένε! Ξενοδοχείο το
ΜΕΓΑΛΟ ΕΛΑΤΟ το ονόμασαν, το άκουσα από τους κυνηγούς που περνούσαν από δω τις
προάλλες».
Τα έλατα ξεχώριζαν τώρα τα δέντρα, τα
φιδωτά δρομάκια. Τώρα πρόσεξαν και σταματημένα αμάξια, και ξάφνου μια λάμψη!
Μια ολόχρυση λάμψη νίκησε της νύχτας την σκοτεινιά, το φώς του φεγγαριού, των αστεριών το φώς. Το ξενοδοχείο αστραποβόλησε γύρω-γύρω
μέσα στην ερημιά. Ξεχώριζαν τώρα τα παράθυρα, τετράγωνα και φωτισμένα.
Αγκαλιαστά με τα φώτα ήρθαν κι οι φωνές,
χαρούμενες, μακρινές ανθρώπινες φωνές.
«Θεέ και Κύριε!», είπε το μεγάλο δέντρο.
«Το ξενοδοχείο ζωντάνεψε!»
«Εγκαίνια!», είπε ο μικρός. «Το άκουσα
από τους κυνηγούς! Λέγανε πως θα γίνουν εγκαίνια, τούτη τη νύχτα. Νάτο! Γι’ αυτό τα φώτα!».
«Κι η μουσική!», είπε κάποιο άλλο καθώς
ήχοι απαλοί ξεχύθηκαν σα να κατέβαιναν από τον ουρανό. «Γιορτάζουν τα εγκαίνια
του Μεγάλου Έλατου!».
Κάτι καινούργιο είχε μπει στην ακίνητη
ζωή τους. Όμως το μεγάλο έλατο κόντυνε τη χαρά τους.
«Ακούστε με!», είπε. «Πρέπει να δείξουμε
φρονιμάδα. Προσέχετε! Δεν ξέρουμε τι θα σημαίνει για μας αυτή η παρουσία του
ξενοδοχείου. Ακούστε την συμβουλή μου! Μη δείχνεστε όμορφα και φρέσκα μέχρι να
δούμε τι θέλουν από εμάς οι άνθρωποι. Χριστούγεννα και ξενοδοχείο κοντά μας;
Εγώ δε θάθελα να με προσέξουν. Σας το λέω».
Τότε το ζωηρό ελατάκι ακούστηκε με τη
σίγουρη, δυνατή φωνή.
«Εγώ θέλω να με προσέξουν! Να με
διαλέξουν και να με αγγίζουν! Θέλω να ζήσω επί τέλους!». ξεφώνισε.
Ανυπομονούσαν όλη την υπόλοιπη νύχτα.
Δεν πέρασαν ούτε δύο μέρες προσμονής και
ένα πρωινό, φασαρία πολλή.
Δύο μεγάλα καμιόνια φτάσανε, άνθρωποι
πήδηξαν από μέσα τους με εργαλεία στα χέρια.
Φασαρία από μηχανήματα που μπήκανε
μπροστά μέσα από τα αυτοκίνητα.
Το ένα είχε την καρότσα του κάτασπρη και
ολοκαίνουργια και μαύρα μεγάλα γράμματα στο πλάι : ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ‘ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΕΛΑΤΟ’.
Ο αρχηγός των δέντρων τους το διάβασε με
ψιθυριστή φωνή.
«Η ώρα ήρθε!», είπε. «Προσέχετε! Ρίξτε
τα κλαδιά να φανούν μαραμένα! Θυμηθείτε τα λόγια μου! Να μείνουμε στον τόπο
μας!».
«Ζηλεύει που είναι γέρος και δεν θα τον
διαλέξουν ποτέ! Ποτέ!», είπε το φουντωτό έλατο. «Ακούστε με που σας λέω!»
Ο ουρανός είχε χαμηλώσει. Ψιλές
παγωμένες στάλες πέφτανε μια-μια πάνω στ’ ακίνητα κλαδιά τους. Δύο μικρά έλατα
πιο πέρα είχαν πέσει κιόλας κάτω από το ηλεκτρικό πριόνι, αυτό που
αστραποβολούσε στα χέρια του ψηλού άντρα.
Οι δύο άλλοι τα μάζευαν προσεκτικά και
τα κουβαλούσαν. Τρίτο, τέταρτο δέντρο. Τα διάλεγαν μικρά με πυκνά τρυφερά
κλαδιά.
Ο μαύρος κότσυφας, πέρασε αστραπή.
«Τώρα θα διαλέξουν το πιο καλό. Τώρα θα
κόψουν το πιο ωραίο για το ξενοδοχείο!».
Το ανυπόμονο έλατο ανατρίχιασε από χαρά.
Πάσχισε να τεντώσει τα κλαδιά του, να τα ψηλώσει, να φανούν πιο λαχταριστά.
«Είμαι το πιο όμορφο δέντρο της παρέας!
Διαλέξτε εμένα!», είπε με την δεντρίσια
φωνή του που οι άνθρωποι δεν την καταλαβαίνουν.
Λες και άκουσαν τον ψίθυρο από τα κλαδιά
του που αναδεύονταν, οι άνθρωποι ήρθαν κοντά, και ο ένας άγγιξε τα κλαδιά με το
χέρι του, σα να το χάιδευε.
«Ωραίο δεντράκι, τι λες; Και τόσο
πράσινο και πυκνόφυλλο», είπε στον άλλο.
Σα να το χάιδευε κ αυτός με τα δυο του χέρια.
«Ναι!»
είπε. «Είναι αυτό που γυρεύαμε, το δίχως άλλο». Έφερε το γυαλιστερό κοπίδι.
Το ψηλό έλατο έσκουξε. «Μη!», είπε. «Αχ!
Μη το κόβετε!», μα το εργαλείο είχε αρχίσει τη δουλειά του. Πήγαινε κι ερχόταν
και όλο και χωνόταν μέσα στην τρυφερή σάρκα.
«Όχι! Όχι!». Ξανάπε το ψηλό δέντρο.
«Ναι! Ναι! Δεν πονάω! Κόψτε με!», φώναζε
το ελατάκι καθώς έπεφτε πάνω στο παγωμένο χώμα και τις πέτρες.
Το μάζεψαν γρήγορα κ εκείνο έλεγε με
χαρούμενη φωνή, καθώς το πήγαιναν για το καμιόνι!
«Γειά σας σύντροφοι! Θα σας μηνύσω τι θα
δω στον όμορφο κόσμο. Πάω να ζήσω! Να ζήσω! Να ζήσω!», η φωνή έσβησε καθώς το
σκέπασαν με ένα καθαρό πανί.
Περίμεναν την νύχτα ανήσυχα. Περίμεναν
την Άγια Νύχτα.
Από νωρίς μια φασαρία πρωτοφανέρωτη κάτω
εκεί στο πλάτωμα. Φώτα στο μεγάλο ξενοδοχείο, φώτα κρεμασμένα να φέγγουν στα
φιδωτά δρομάκια. Ήταν σα μέρα. Αμάξια σταματούσαν τόνα πίσω από το άλλο. Ύστερα
μια γλυκιά τρυφερή μουσική λες και ψάλλαν άγγελοι από τον ουρανό.
«Κοιτάτε! Θεέ μου! Κοιτάτε κει!», είπε ξαφνικά ο αρχηγός.
Και τότε μέσα σε πολύχρωμα φώτα είδαν! Ο
σύντροφος τους, φαινόταν ίσιος, καμαρωτός μέσα από το τζάμι. ‘Ένα πανέμορφο
ασημένιο αστέρι φωτοβολούσε στην κορφή του. Τα κλαδιά του φορτωμένα στολίδια.
Χρώματα, χρώματα και φως!
Θεέ μου! Κάτω στην βάση του κάτασπρο
αφράτο χιόνι. Μα και στα κλαδιά του άλιωτο πασπαλισμένο χιόνι.
Θαύμαζαν τα έλατα από μακριά και δεν
χόρταιναν. Αυτό ήταν λοιπόν! Ο σύντροφος τους έγινε βασιλιάς και βάλε! Ποτέ δεν μπορούσαν να το φανταστούν!
Όλη νύχτα δεν κοιμήθηκαν. Το ψηλό έλατο
έμεινε σιωπηλο.
«Μη μας θαμπώνουν τα φώτα και τα
στολίδια», έλεγε. «Θα δούμε πως θα τελειώσει αυτή η γιορτή…».
Οι μέρες κυλούσαν ήσυχα. Οι νύχτες
φωτερές και γεμάτες ζωντάνια.
Κάθε νύχτα η γιορτή. Άναβαν τα φώτα στο
παράθυρο, το δέντρο πρόβελνε πάντα στολισμένο, θαμπωτικό.
Οι άνθρωποι γύρω του, όλο σαν κάτι να
ζητούσαν απ’ τα απλωμένα του κλαδιά.
Πολύ αργά σαν άρχιζε να φωτίζει η αυγή,
τα φώτα έσβηναν, το παράθυρο σκοτείνιαζε, τα στολίδια ξεθώριαζαν κι όλα
ησύχαζαν. Μέχρι να νυχτώσει και πάλι…
Μα κάθε νύχτα θα γλεντούν; Δεν θα
κουραστούν ποτέ; Ο κότσυφας έφερνε τα νέα...
Το τι γίνεται δεν περιγράφεται! Τρώνε,
πίνουν, χορεύουν, τραγουδάνε. Κι όλο καινούργια, ομορφοστολισμένα πακέτα
ξετυλίγονται κάτω από το δέντρο.
Κάποια νύχτα το γλέντι άναψε, τράνεψε
όσο καμιά άλλη φορά. Τα φώτα δεν έλεγαν να σβήσουν. Ξημέρωνε για τα καλά και
έβλεπαν ακόμα τους ανθρώπους καθισμένους γύρω από το μακρύ πράσινο τραπέζι να
γελούν και να χαίρονται.
Γεια σου σύντροφε που καλοπερνάς – του
γνέφανε από μακριά.
Μα τι περίεργο! Του κάκου την άλλη
βραδιά περίμεναν ν’ ανάψουν τα φώτα και ν’ αρχίσει πάλι η γιορτή.
Ένα μικρό φωτάκι ίσα που έφεγγε μέσα και
μπορούσαν να δουν το έλατο σκοτεινό και μοναχικό. Γιατί; Μα γιατί;
Περίμεναν ξάγρυπνα να περάσει η νύχτα. «Υπομονή»,
έλεγε ο αρχηγός. «Θα δούμε. Μπορεί να κουράστηκαν οι άνθρωποι και θέλησαν να
κοιμηθούν νωρίς μια νυχτιά».
Ξεπρόβαλε μια κρύα και κατσουφιασμένη
μέρα.
Μαύρα σύννεφα κι έπαιρνε να χιονίζει.
Αραιές κάτασπρες νιφάδες πλανιόταν στον αέρα.
Και ξάφνου η μεγάλη πόρτα του
ξενοδοχείου ανοίγει. Δύο ψηλοί άντρες κάτι κουβαλούν στα χέρια. Μα ναι! Είναι το συντροφάκι τους! Γυμνό, χωρίς στολίδια. Που το πάνε; Πού; Το
φορτώνουν και ξεκινούν.
Το αμάξι ανεβαίνει τον στριφογυριστό
δρόμο. Σταματάει λίγο πιο κάτω, πολύ κοντά τους.
Οι άνθρωποι βγαίνουν, το δεντράκι
κουνιέται πέρα-δώθε καθώς το κουβαλούν πλαγιαστό. Ένα τελευταίο κούνημα και το
πετούν μέσα στο χαντάκι.
Τελείωσε. Οι άνθρωποι γύρισαν πίσω, το
βουητό της μηχανής έσβησε καθώς χάθηκαν
στην στροφή.
«Σύντροφοι! Αδέλφια μου!», ακούστηκε
τότε η φωνή του δέντρου. «Βοηθήστε με! Αχ
βοηθήστε με!».
Πάνω στα κλαδιά του που είχαν αρχίσει να
χλομιάζουν, λίγο μπαμπακένιο χιόνι σερνόταν θλιβερό.
Τότε το γέρικο έλατο μίλησε αργά με
κουρασμένη φωνή.
«Σου τόχα πει! Καλό μου αδέλφι σου τόχα
πει! Δεν άκουγες! Βαρέθηκες τον τόπο σου».
«Μ’ αγάπησαν τόσο! Με στόλισαν, με
γέμισαν δώρα που δεν ήταν δικά μου. Μου τραγούδησαν τα πιο όμορφα τραγούδια…»,
κλαψούρισε. «Κι ύστερα ξαφνικά ήμουν άχρηστο και με πετάξανε. Ποιος το
περίμενε! Ας μ’ άφηναν να πεθάνω στο ζεστό σαλόνι με την αγάπη τους γύρω μου»,
ένας δεντρίσιος λυγμός το τράνταξε ολόκληρο.
«Μην κλαίς! Καλό μας μην κλαίς!», είπαν όλα μαζί. «Εμείς
θα σε βοηθήσουμε».
«Πως;», αναστέναξε. «Αχ να γινόμουν πάλι
σαν εσάς. Να προσμένω τον ήλιο, την βροχή το χιόνι κοντά σας».
Τι να κάνουν; Τίποτα δεν ερχόταν στο
μυαλό τους. Ώσπου ο κιτρινομύτης κότσυφας φτερούγισε από πάνω τους.
«Έλα που σε περιμένουμε. Έλα να
βοηθήσεις κι εσύ».
«Ξέρω, ξέρω», είπε εκείνος. «Το καημένο,
θα μαραθεί αν το αφήσουμε πεταμένο!».
«Κάνε κάτι, κάνε κάτι!»
Ο κότσυφας χάθηκε σβέλτος κατά την
κορυφή του βουνού. Περιμένουν.
Ξάφνου από πολύ ψηλά φάνηκαν να
κατεβαίνουν τρέχοντας τα άγρια ζώα του βουνού.
Το καστανό ελάφι πρώτο με το λαφίσιο
βήμα της αστραπής. Η αλεπού με την φουντωτή ουρά ψηλά. Η νυφίτσα, ο σκίουρος
από κοντά.
Ως και ο σκαντζόχοιρος με τα αγκάθια του
ολόρθα, μια αγκαθερή μπάλα να κατρακυλά το βουνό για πιο γρήγορα. Να κι η
χελώνα. Αργά και προσεκτικά, μετρώντας το κάθε της βήμα, φάνηκε τελευταία. Τα
δέντρα κοίταζαν θαμπωμένα!
Φτάσαν τα ζώα, κύκλωσαν τον πεσμένο
πράσινο σωρό. Ο σκίουρος πήρε το γενικό πρόσταγμα.
«Εσύ!», είπε στη χελώνα που έκανε τα
τελευταία βήματα με τα στραβά της ποδαράκια.
«Βάλε το καβούκι σου κάτω από δέντρο,
σήκωσε όσο μπορείς! Και συ Ελάφι, με τα κέρατα σου βάλε από κάτω και ανασήκωνε
κι εσύ! Έλα σκαντζόχοιρε! Με τα σκληρά σου αγκάθια, βοήθα από την πάνω μεριά».
Ο κότσυφας αφήνει ένα δυνατό σφύριγμα ν’
ακουστεί σ’ όλο το βουνό.
Στο λεπτό ο ουρανός γέμισε πουλιά!
φτερουγίσματα ολόγυρα, ένας χορός αγάπης. Κοτσύφια και τσίχλες και ορτύκια και
άφοβα μικρά σπουργίτια και σπίνοι και μερικές πέρδικες καμαρωτές.
«Ελάτε! Θέλουμε αγώνα, Πιάστε όλα από
ένα κλαδάκι».
Στο πρόσταγμα του κότσυφα όλα τα πουλιά
χαμήλωσαν και φτερουγίζοντας πάντα έπιασαν με τη μύτη τους μια άκρη από το δέντρο.
Τιτιβίσματα τριγύρω.
«Όλη σας τη δύναμη!», φωνάζει πάλι ο
κότσυφας. Το έλατο σαν κρατημένο από αόρατες κλωστές άρχισε να κουνιέται, να
σηκώνεται.
Ένα μυριόστομο θαυμαστικό από όλα τα
πλάσματα του βουνού, «Α! Α! Α!», καθώς έβλεπαν το σύντροφο τους ολόρθο.
Η χελώνα συντροφιά με το σκαντζόχοιρο
έσκαβαν τώρα γύρω από τη βάση του. Έσκαβαν, που τη βρήκαν τόση δύναμη κείνα τα
στραβά ποδαράκια της χελώνας; Τίναζαν το
χώμα πίσω κι όλο βάθαινε η λακκούβα. Βοηθούσε και το ελάφι με τα πολύκλαδα
κέρατα κι ο σκίουρος με τα σβέλτα μπροστινά του πόδια κι η αλεπού με τα μυτερά
μακριά της νύχια…
Όλα βοηθούσαν. Το έλατο χωνόταν όλο και
πιο βαθιά στο νοτισμένο χώμα.
Μέσα σε λίγη ώρα, η δουλειά είχε
τελειώσει. Το έλατο είχε στηθεί κι ήταν σαν πρώτα. Τα φύλλα του χλωμά και σα
χαμηλωμένα, όμως ορθό και ζωντανό.
«Τώρα μας λείπει μια βροχή!», είπε ο
κότσυφας. «Να το ποτίσει, να το δέσει πάλι με το χώμα».
«Ναι!
Μια βροχή!», είπαν.
Κι ο ουρανός λες και τους άκουσε. Πυκνές
στάλες άρχισαν να πέφτουν. Στο τέλος μια αληθινή πεντάδροση βροχή. Βρέχονταν τα
δέντρα, βρέχονταν τα ζώα, μα κανένα δεν πήγε να κρυφτεί. Μόνο χόρευαν
γυροτρόγυρα ξετρελαμένα.
«Επιχείρηση Αγάπης!», είπε το σοφό
έλατο.
Τότε ακούστηκε η φωνή του πληγωμένου σαν
τρυφερή, σα δακρυσμένη.
«Σας ευχαριστώ πολύ, η αγάπη σας με
βοήθησε να ζήσω. Ξεγελάστηκα, πόσο με γέλασε η αστραφτερή ζωή στο σαλόνι των
ανθρώπων. Είχα ξεχάσει πως είμαι μόνο ένα δέντρο και η θέση μου είναι εδώ,
ανάμεσά σας. Ζώα και φυτά του δάσους μας, αδέλφια μου, ευχαριστώ!».
Η βροχή σταμάτησε. Το κρύο τσουχτερό. Θα’παιρνε
πάλι να χιονίζει. Μα δεν τα ένοιαζε τα δέντρα. «Ήταν τόσο ευτυχισμένα!»
Ανακάθισα στο κρεβάτι μου… Είχε αρχίσει
κιόλας να ξημερώνει.
Παράξενο όνειρο! Ψιθύρισα τρίβοντας τα
μάτια. Πόσο παράξενο σήμερα που τελειώνουν πια αυτές οι αξέχαστες μέρες και
νύχτες που ζήσαμε στο νεόχτιστο ξενοδοχείο… Βέβαια, όλα τα ωραία κάποτε
τελειώνουν… έρχονται άλλα… «Όμως αυτή η ιστορία του Χριστουγεννιάτικου δέντρου,
ήταν τόσο ζωντανή μες στο όνειρό μου! Τόσο αληθινή!».
Πλύθηκα, ντύθηκα βιαστικά. Η μαμά, ο
μπαμπάς, η αδελφή μου η Ελένη όπως κι όλοι στο ξενοδοχείο κοιμόντουσαν ακόμη
βαθιά.
Άνοιξα σιγά την πόρτα, κατέβηκα αθόρυβα
τις σκάλες. Στο σαλόνι, εκεί ήθελα να πάω! Να δώ, στη μέση του σαλονιού όπου
κάθε βράδυ φάνταζε ολοφώτεινο και στολισμένο το δέντρο… Να το δω άλλη μια φορά…
Άνοιξα την κλειστή πόρτα. Δύο άντρες
κάτι κουβαλούσαν βιαστικά, άλλαζαν τις θέσεις στα έπιπλα. Μια κοπέλα είχε βάλει την ηλεκτρική σκούπα,
προσπαθούσε να το κάνει όσο γινόταν πιο αθόρυβα.
Κοίταζα γύρω, μα… δέντρο, έλατο πουθενά!
Η κοπέλα τινάχτηκε ξαφνιασμένη, σταμάτησε τη σκούπα όταν την
πλησίασα.
«Καλημέρα! Το δέντρο; Τι το κάνατε το
δέντρο;», είπα σαν ανόητη.
«Καλημέρα δεσποινίς, ποιο δέντρο;» –
χαμογέλασε – «τελείωσε πια η αποστολή του!».
«Το πετάξανε;». Επέμεινα τόσο κουτά!
Έβαλε πάλι μπρος τη σκούπα χωρίς απάντηση.
Κι εγώ σκεφτική, σα μουδιασμένη, βγήκα
κι άρχισα πάλι ν’ ανεβαίνω τα σκαλιά.
Κι ήμουν δακρυσμένη!
Τούλα
Σουβαλιώτη - Μπούτου