Η αίθουσα γεμάτη... θυμάται… Κι ολοφώτεινη, αστραποβολούσε
καθαρή, περιποιημένη και άπλατα φωτεισμένη. Όχι πως δεν είχε σταθεί σαν κύριο
πρόσωπο, σαν ομιλητής και σε άλλες όχι λίγες παρόμοιες αίθουσες, όμως τώρα εδώ,
το ζούσε τόσο δυνατά, τόσο ηδύαιχμα, αυτό το βράδυ! Κι όπως του άρεσε να
βρίσκει νεόπλαστες λέξεις από την απέραντη «ελληνική λογοθάλασσα», την είχε
βρει λοιπόν αυτή τη λέξη και την κρατούσε πετράδι πολύτιμο στο νου και στα
κείμενά του. Ήταν και το θέμα «ηδύαιχμο» και όλη η διαδρομή. Εκείνο το βράδυ,
θα παρουσίαζε ο ίδιος το βιβλίο του, έτσι το επιθυμούσε. Αλλιώς μιλάς εσύ με τη
δική σου φωνή, για το δημιούργημά σου, και αλλιώς ένας ξένος οποιοσδήποτε
ομιλητής.
Το θέμα
τον είχε απασχολήσει για πολύ καιρό, κοντά ένα δύο μήνες για να το γράψει.
Συναρπαστικό. Το θέμα αυτής της ομιλίας για τον κύριο καθηγητή ήταν μοναδικό,
συναρπαστικό. Και με τον εαυτό του το είχε κουβεντιάσει συχνά. Όχι γιατί τον
έσπρωχνε προς τα εκεί η ηλικία του. Στη χρυσή εποχή της «Γνώσης» βρισκόταν
ακόμη. Στα εξήντα του θολερά χρόνια. Με τις άριστες θεολογικές – λογοτεχνικές
κατακτήσεις του, που ήταν πλατιά αναγνωρισμένος. Και στο πανεπιστήμιο λέκτορας,
και εκτός ακαδημαϊκής καριέρας σε κύκλους πνευματικούς να «διαλέγεται» και να
κρέμονται από τα χείλη του. Θέμα ήταν η ευθανασία. Το δικαίωμα ενός πλάσματος
να αποφασίζει για την ίδια του την τύχη, όταν η ποιότητα της ζωής έχει
ανεπανόρθωτα ευτελιστεί. Όταν ο σωματικός ή και ο ψυχικός, ο διανοητικός κόσμος
έχει καίρια θιχθεί (είναι θιγμένος), τότε η Φυγή είναι μια έντιμη λύση. Η
εθελουσία σε όλη της την έκταση Φυγή. Να διαλέγεις την ώρα, τον τρόπο, ακόμα
και τη στάση, την εμφάνισή σου στο πρώτο αντίκρισμα από τους άλλους, και τις
τελευταίες σου σκέψεις. Όλα! Σε επέκταση και όταν το αδύνατο ανθρώπινο πλάσμα
δεν θα είναι σε θέση να αποφασίσει μόνο του, να έχουν το δικαίωμα και οι άλλοι,
με τις σωστές προϋποθέσεις, να του χαρίζουν μια «ηδυθανάτια» απόλαυση.
Θρίαμβος η
βραδιά! Άλλη μια ολόκληρη ώρα κατόπιν η συζήτηση με τους ακροατές και τις
απορίες τους. Το συμπέρασμα; Η συντριπτική πλειοψηφία των παρόντων συμφώνησε
απόλυτα με τις απόψεις του. Πολλοί ανέφεραν κοντινά τους παραδείγματα και τα
δήλωναν απερίφραστα. «Και για τον εαυτό μας τον ίδιο αν ξέραμε πως θα βρισκόταν
σε μια τέτοια θέση, ακόμα και την ώρα που θα βιώναμε αυτή τη θέση τόσο σκληρά,
ζωντανά, εξ επαφής, θα λέγαμε, ναι, προχωρήστε!». Αφού δεν μπορούμε να ορίσουμε
πια τη σωματική μας συμπεριφορά, δεν μπορούμε να επιστρατεύουμε την καθάρια
λογική για να πάρει τις σύντομες, σωστές αποφάσεις, ας εναποθέσουμε την ευθύνη
της εκτέλεσης στους άλλους. Τους δικούς μας ανθρώπους που με κίνητρο την αγάπη
και την συμπόνια για τον πάσχοντα θα θελήσουν να προχωρήσουν.
Ευθανασία:
Πόσοι από τα ανθρώπινα πλάσματα έχουν την θεία εύνοια να βιώνουν αυτή την
καλόηχη λέξη στο φυσικό τους θάνατο; Τον απρόκλητο, όμως σίγουρο για την
«κάποτε», «κάποια» έλευσή του;
Το βιβλίο
ήταν καλοτυπωμένο, το εξώφυλλο καλλιτεχνικό με αφηρημένα σχεδιάσματα, έτσι
αόριστα, με την χρωματική τους πανδαισία και ο τίτλος τρανταχτός, δυναμικός και
σίγουρος για τη χιλιόδρομη σημασία του. ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ. Η λέξη αγκαλιασμένη μέσα στα
χρώματα όμως ευκολοδιάκριτη.
Το όνομα
του συγγραφέα κάτω δεξιά στη σελίδα σε μια όχι συνηθισμένη για τίτλους βιβλίων
θέση, ήταν σα να σήκωνε όλο το βάρος από τα σχέδια, τα χρώματα, τα νοήματα.
Πάνω στις δυο του λέξεις. Μάρκος Τέναγος.
Δέσποζαν
στην είσοδο της αίθουσας πάνω στο καλοβαλμένο τραπεζάκι οι μικροί τόμοι των
βιβλίων και δεν υπήρξε κανένας που να μην πλησίασε στο τραπεζάκι να αποθέσει το
αντίτιμο και να πάρει το αντίτυπο. Ο Μάρκος Τέναγος πόσο τη χάρηκε αυτή την ώρα
μετά το τέλος της όλης παράστασης, όρθιος, να βάζει με σίγουρο χέρι τη σύντομη
υπογραφή στην πρώτη άσπρη σελίδα. Και η
βοηθός του, η όμορφη κατάξανθη, θαλασσομάτα Μάρω (πόσο ταίριαζε με την
θριαμβευτική βραδιά) να προσφέρει σε όσους ήθελαν το ποτηράκι με το «ηδύποτο»
από το μεγάλο δίσκο στο πλάι.
Θυμόταν…
παράξενο! Ήταν τα πρώτα που του ήρθαν στο θολωμένο μυαλό όλα τούτα από τη
στιγμή που ένιωσε εκείνη τη φοβερή ζαλάδα, την αστάθεια, την αντάρα και το φόβο
ενός «επικείμενου» θανάτου μέσα στο κεφάλι του. Λες; Λες;
Ύστερα, δεν
ήξερε πως… βρέθηκε σε ένα άσπρο δωμάτιο και τα φώτα ασπριδερά και οι φορεσιές
των γιατρών αντρών και γυναικών που ήταν
πολλοί τριγύρω του, άσπρες κι αυτές. Προσπάθησε να σηκώσει το χέρι να
χαιρετήσει… Όμως όλα είχαν γίνει ακατόρθωτα. Και η ομιλία του, λέξη δεν έβγαινε
από το κλειδωμένο στόμα. Μόνο κάποιοι παράξενοι, ηχηροί αναστεναγμοί. Έκλεισε
τα μάτια να μην βλέπει. Τότε κατάλαβε πως άκουγε! Ναι! Οι θεραπευτές είχαν
ξεθαρρέψει, μιλούσαν αναμεταξύ τους, σιγά βέβαια, όμως τόσο που μπορούσε αυτός
να ακούει.
«Εγκεφαλικό
επεισόδιο»
«Θρομβωτικό
επεισόδιο, αναμφισβήτητα»
«Η
μαγνητική τομογραφία είναι σαφής»
«Αφασία,
θρόμβος στην αριστερά κροταφική χώρα»
«Καταλαβαίνω», ήθελε να τους φωνάξει, «Σας ακούω και καταλαβαίνω»
«Είναι ο
Μάρκος Τέναγος, συγγραφέας της Ευθανασίας, βιβλίο “ιατρολογοτεχνικό”». Κάποιος
τον γνώριζε ως φαίνεται.
Δεν
ζαλιζόταν πια. Όμως ήταν έτοιμος να βυθιστεί σε έναν μακάριο ύπνο, ένα σβήσιμο
που όλο και πιο σίγουρο γινόταν. Τόσο αδύναμος στις κινήσεις. Έτσι λοιπόν;
Είναι το τέλος; Μα, έτσι, στα ολόξαφνα; Χθες ακόμα με τη Μάρω σ’ ένα ξεφάντωμα…
τώρα η γυναίκα του στεκόταν στο πλάι. Είχε γυρίσει από το νησί όπου είχε πάει
με το σύλλογο «Γυναικείες Εξορμήσεις» και του κρατούσε το ακούνητο χέρι,
μιλούσε με τους γιατρούς: «Σας παρακαλώ κάντε ό,τι μπορείτε. Και μόλις λίγες
μέρες πριν, είχε παρουσιάσει ο ίδιος το βιβλίο του που το αγαπούσε τόσο» (στον
αόριστο χρόνο το ρήμα) κι αυτός να μην μπορεί να μιλήσει να μην δύναται να
κουνηθεί και το βιβλίο εκεί, τόσο πειστικό. Όταν η ζωή ευτελιστεί… είναι
παραδεκτή, είναι νόμιμη η ευθανασία; Λες να την γυρέψει για κείνον η γυναίκα
του; Είχαν και μερικούς πρόσφατους καβγάδες για την τόσο συχνή παρουσία της
Μάρως κοντά του… η γυναίκα του ήξερε και τις ενθουσιώδεις απόψεις του περί
ευθανασίας. Μα κι αυτός τώρα να τις συζητήσει ήθελε. Κάντε την να τελειώνουμε!
Μια ζωή τόσο υποβαθμισμένη θα είναι ζωή; Νέος ακόμη και ικανός για πολλά. Τι
δίλημμα! Προχωρήστε λοιπόν! Κάντε με ό,τι θέλετε, να τελειώνουμε.
Μια όμορφη
γιατρίνα προσπαθούσε να βρει τη φλέβα στο «καλό» χέρι. Ο ορός κρεμόταν από ένα
«στατό». Οι σύριγγες άδειαζαν μέσα του από το χέρι μιας νοσοκόμας. Πόσο βαριά
τα πόδια του! Μόνο το αριστερό μπορούσε κάπως να κινηθεί. Ευθανασία λοιπόν, και
όλα τα δεινά τετελεσμένα.
Είχαν
σταματήσει όλοι μαζί, και η γυναίκα του που είχε αφήσει το χέρι του και είχε
προχωρήσει μαζί τους, απομακρυσμένοι πια όλοι από κείνον, κοντά στην πόρτα να
συνομιλούν ζωηρά.
Τώρα θα
πάρουν τελική απόφαση. Ίσως κάτι σαν υπακοή στα κελεύσματα του βιβλίου. Αυτό
θέλει; Αυτό;
Η ανάσα του έγινε γρήγορη. Είναι
σίγουρος; Λίγη επιείκεια από το χρόνο. Ο Θεός είναι μεγάλος. Πάλευε με την
νάρκη που τον κύκλωνε, πάλευε με το κλειστό του στόμα που είχε αφύσικα αλλάξει
σχήμα, με την επιθυμία να εκφραστεί, να τους δώσει να καταλάβουν. Μια γιγάντια
επιστράτευση του «θέλω», του «μπορώ», του «ελπίζω».
Η λέξη βγήκε καθαρή, ηχηρή, απίστευτα δυνατή.
ΟΧΙ! φώναξε, ΟΧΙ! Και δεύτερη φορά με την ίδια ένταση. Στάθηκαν όλοι
ξαφνιασμένοι… γύρισαν κοντά του. Ο πιο ηλικιωμένος έβαλε το χέρι του πάνω στο
δικό του. «Μη φοβάστε κ. καθηγητά, όλα θα πάνε καλά. Θα σας βοηθήσουμε. Μη
φοβάστε», είπε.
«Ευχαριστώ!», είπαν τα χείλη του Μάρκου Τέναγου, χωρίς να κινηθούν.
Ένας
παμφώτεινος ήλιος δυνάστευε έξω το τοπίο.