Πότε τον είχε κυριέψει αυτό το
πάθος, η ακατανίκητη επιθυμία δεν θα μπορούσε να το πει… Από παλιά, πολύ παλιά…
Στο ταξίδι του γάμου –κι όχι να πεις σε κανένα μακρινό υπερπόντιο εξωτικό
ταξίδι, που έχεις τόσα να δεις, να θαυμάσεις και να πάρεις- μέχρι την Ξάνθη
είχανε πάει, να δουν και λίγη Ελλάδα του Βορρά. Κοντά σ’ ένα χωριό έμενε κι ένας
ξάδελφος της Ελπίδας που θα τους φιλοξενούσε. Η Ελπίδα, η γυναίκα του τόσο νέα
και νοστιμούλα τότε κι όλο γελούσε κι είχε απορήσει που τον είδε κολλημένο στο
τζάμι του παλαιοπωλείου, εκεί στην άκρη της πλατείας.
-Τι χαζεύεις τόσην ώρα; Τον ρώτησε.
Μα εκείνος δεν μπορούσε να
ξεκολλήσει τα μάτια του από τη μικρή χορεύτρια. Κρατούσε αγκαλιασμένο με το ΄να
χέρι το σμάλτινο ρολόι, τ’ άλλο της χέρι και το ένα ποδαράκι σηκωμένα, μετέωρα
κι έτοιμη να χυθεί στο χορό… Ο παλαιοπώλης τον είδε από μέσα, έβαλε επιτήδεια το
χέρι πίσω, κούρντισε το ρολόι, η χορεύτρια άρχισε να γυρίζει γύρω-γύρω κι ένας γλυκός
σκοπός, τους έφτασε μέχρι έξω.
Τ’ αγόρασε χωρίς συζήτηση κι εκείνο
το άλλο, το μεταλλικό κοντόχοντρο με το διαπεραστικό ήχο στο ξυπνητήρι…
-Θα μας θυμίζουν αυτές τις όμορφες,
τις αξεπέραστες μέρες μας. Ο χρόνος περνά μέσα από τα ρολόγια και γράφεται…
είπε της Ελπίδας που όλο απορούσε.
Σιγά-σιγά το σπίτι γέμιζε από
ρολόγια… Κάθε λίγο και λιγάκι ένα καινούργιο. Η Ελπίδα το είχε πάρει πια
απόφαση. «Μ’ αυτά κοιμόμαστε, μ’ αυτά τρώμε, μ’ αυτά αγαπιόμαστε. Καλά που δεν
έχουμε παιδιά!» έλεγε.
Το πιο μεγάλο, το πιο επιβλητικό,
το πρώτο ήταν το GRAND FATHER’S
CLOCK -το βαρύ
εγγλέζικο ρολόι, που είχε κουβαλήσει μαζί της η μάνα του, όταν ο πατέρας του -μηχανικός
στα καράβια- την γνώρισε σε κάποιο μουντό εγγλέζικο λιμάνι και την έφερε σα
λάφυρο ακριβό στην Ελλάδα, με τ’ αχυρένια της μαλλιά, το λιγοστό χαμόγελο, τ’
ανοιχτόχρωμο γαλάζιο των ματιών της, και τα τόσο μαλακά τρυφερά της χέρια.
-Είναι η προίκα μου! έλεγε με τα
σπασμένα Ελληνικά της. Και δεν τ’ αποχωριζόταν. Μόνη της το κούρδιζε μια φορά
το μήνα με το βαρύ του κλειδί, και πολλές φορές καθισμένη αντίκρυ του στην
πολυθρόνα έμενε να χαζεύει το αδιάκοπο πήγαιν’ έλα του χρυσού του δίσκου.
-Τι το κοιτάς έτσι μαμά; Την ρώτησε
μια φορά ο μικρός, τι ακούς;
-Τον χρόνο παιδί μου! Ακούω τα
βήματα του χρόνου!
-Πού είναι ο χρόνος;
-Μέσα του! Εκεί τον συναντώ από
τότε που ήμουν πολύ μικρή, μακριά στην πατρίδα μου μέχρι τώρα. Ακολουθώ την
περπατησιά του.
Δεν πολυκατάλαβε. Όμως φαίνεται ο
σπόρος είχε από τότε πέσει, και φυτρώσει…
Ύστερα το μεγάλο ρολόι είχε
μετρήσει τα χρόνια της απουσίας της μάνας, και του πατέρα την κατοπινή φυγή.
Και στο δικό του σπίτι έμπλεκε τους στακάτους χτύπους του με τους χτύπους των
άλλων ρολογιών τώρα. Ξεχώριζε το δυνατό του «μπάνκ!» στην κάθε μισή ώρα και η
μελωδική του αναφορά στις ολόκληρες ώρες.
Ήταν φορές που έτσι από μια
επιθυμία να τα χαρεί όλα μαζί, τα συντόνιζε, όλα, και τα παλιά που τότε έτρεχαν
μπροστά, πότε κούτσα-κούτσα με τη ραγισμένη τους παρουσία τον έφερναν πίσω τον
χρόνο κι αυτά με τις μπαταρίες, τα καινούργια, που πια ανάγκη από ανθρώπου χέρι
για κούρδισμα δεν έχουν, τα ένωνε όλα λες μια ορχήστρα, κι αυτός καθισμένος
στην πολυθρόνα του αντίκρυ στην T.V. περίμενε…
Η Ελπίδα είχε λείψει από χρόνια, το
σπίτι, τα ρολόγια μόνο δικά του… Κι ο χώρος της μοναξιάς γέμιζε ασφυκτικά καθώς
όλα μαζί, πάνω στα ράφια, στα ραφάκια, στα τραπέζια, στην T.V., στον
μπουφέ, στο μικρό γραφείο -ακόμα και του χεριού του το πολύ καινούργιο τι τι τι
τίτί έκανε όταν έπρεπε κάτι να του θυμίζει- ξαπολούσαν όλα μαζί τη φωνή τους να
διαλαλήσει την υπογραμμισμένη στιγμή του Χρόνου. Τ’ άκουγε με αγαλλίαση μέχρι
το τέλος…
Ύστερα η ορχήστρα σταματούσε, κάθε
όργανο-ρολόι ξεπνοούσε λίγο μπρος, λίγο πίσω, δεν πείραζε. Κι αυτός απόμενε
λίγο ακόμη σκεφτικός να καπνίζει την πίπα του, οι ήχοι σα να τον συντρόφευαν
ακόμη…
Τον είχε δαμάσει τον χρόνο, έτσι το
‘νοιωθε… Κι ας προχωρούσε ακάθεκτος, τον είχε δαμάσει, κάτι πολύ δικό του, κάτω
από τη μπαγκέτα του μαέστρου…
Κι αν ήθελε πάλι, μπορούσε να τον
κάνει να σωπάσει για πάντα! Το είχε σκεφτεί κι αυτό… Τ’ άφηνε όλα τα ρολόγια
σιωπηλά, για μέρες. Στο μεγάλο ρολόι έπρεπε ν’ ακινητοποιήσει με το χέρι του το
χρυσό του δίσκο για να το κάνει να σωπάσει… Όμως δυό – τρεις φορές που το έκανε
κάτι τον πόνεσε… θαρρείς η μάνα του, έτσι θαμπόχρωμη κι άϋλη μέχρι το τέλος,
έτσι σα να την έβλεπε μπροστά του, να το κοιτά τόσο θλιμμένη, και να γυρίζει το
χρόνο πίσω στη μακρινή της πατρίδα… Όχι, δεν ήθελε ποτέ να το βλέπει σιωπηλό
και ξεκούρντιστο.
Τώρα δεν είχε πια δουλειά, δεν είχε
υποχρεώσεις. Συνταξιούχος από καιρό. Σιγά-σιγά κλεινόταν μέσα στο σπίτι του,
όλο και πιο σπάνια έβγαινε, οι γνωστοί, οι φίλοι λές και τον απόφευγαν, κι αυτός
το ’βρισκε βολικό, να μην τους βλέπει, να μην ακούει κανέναν. Η εφημερίδα, η
πίπα και τα ρολόγια του… Μια μοναξιά που δεν ήταν μοναξιά… Τα πρώτα χρόνια,
μετά το χαμό της Ελπίδας είχε δοκιμάσει μιά-δυό φορές να φέρει κάποια γυναικεία
συντροφιά στο σπίτι. Ήταν μια όμορφη κοπελιά η πρώτη. Του είχε χαμογελάσει μέσα
στο τρένο, και σαν να του ‘κλεινε πονηρά το ένα της μάτι με σημασία, κι αυτός βγήκε
από πίσω της στη στάση. Γνωρίστηκαν στα γρήγορα και δέχτηκε μετά χαράς –αφού έφαγαν
κι ήπιαν και γελάσανε σε κάποιο ταβερνάκι –να τον ακολουθήσει σπίτι του.
-Μωρέ τι είναι όλα τούτα! Θαύμασε με
το που μπήκε κοιτάζοντας τριγύρω.
-Είναι ο χρόνος! Μ’ αρέσει να τον
μετρώ! Να παρακολουθώ κάθε στιγμή τα βήματά του! είπε αυτός.
-Και δεν φοβάσαι να στο θυμίζουν
κάθε στιγμή πώς γερνάς;
-Εγώ θέλω να τον βλέπω κατάματα, κι
έτσι να τον παλεύω τον χρόνο!
Γέλασε το κορίτσι, ίσως και λίγο
κοροϊδευτικά. Κι ύστερα κάθισε πλάι του και άρχισε να τον χαϊδεύει και να του
κάνει τα χίλια-δυό, κι εκείνου πως του ‘ρθε, έμενε αμέτοχος σ’ όλα τούτα. Με
την Ελπίδα ήταν κάτι το διαφορετικό, τα χάδια της τρυφερά κι όλο γλυκά, και τον
έκανε γρήγορα να θέλει το σμίξιμό τους, κι ο χρόνος που χτυπούσε με τις καρδιές
των ρολογιών ολόγυρα τόσο φιλικός, λες και τον έσπρωχνε κάθε φορά να χαρεί την
υπέρτατη στιγμή.
Ο χτύπος τους τώρα ένα απαγορευτικό
σήμα… Η κοπελιά.
-Δεν είσαι για προκοπή! Του είπε.
Της έδωσε τα λεφτά που γύρεψε.
-Τόσα ρολόγια τριγύρω σε
ξεκούρντισαν μπάρμπα! Του φώναξε βγαίνοντας.
Η άλλη ήταν μια μεσόκοπη, χήρα, την
έβλεπε να μπαινοβγαίνει σε κάποιο γειτονικό σπίτι. Σιγά-σιγά άρχισε να τη
χαιρετά κι αυτή του γελούσε και σα να γλύκαινε τότε η σοβαρή της όψη. Άρχισαν
να κουβεντιάζουν, να λένε τα δικά τους, κι όταν την κάλεσε για ένα καφέ…
-Θα ‘ρθω το σούρουπο, του είπε.
Με το που μπήκε στάθηκε
ξαφνιασμένη.
-Τι είναι όλα τούτα τα ρολόγια; Είπε.
Το τελευταίο μόλις που το είχε
αγοράσει πηγαίνοντας για τη σύνταξη χθες, από ένα κατάστημα δώρων. Όμορφο
ξύλινο, καλογυαλισμένο ρολόι δεν είχε προφτάσει να του βρει θέση και κείνο πάνω
σε μια καρέκλα είχε αρχίσει φιλότιμα τη δουλειά του μ’ ένα δυνατό τίκ-τάκ.
-Παντού ρολόγια! Θαύμασε η Ελένη –έτσι
την έλεγαν.
-Είναι οι σύντροφοί μου, οι αγάπες
μου! είπε εκείνος.
-Μα ο ήχος τους, αυτό το μονότονό τους
χτύπημα στην ησυχία δε σε πειράζει;
-Με συντροφεύει ίσα-ίσα! Είπε αυτός
λίγο ενοχλημένος. Μα κουμάντο ήθελαν να του κάνουν όλοι στο σπίτι του, στη ζωή
του;
Κάθησαν στον καναπέ, κουβέντιασαν,
την κέρασε γλυκό και πορτοκαλάδα. Από κοντά του φάνηκε πιο νέα, πιο συμπαθητική
κι η ομιλία, το γέλιο της σαν να του θύμιζαν λίγο τη μακαρίτισσα… Ήρθε πιο
κοντά, πέρασε το χέρι του στην πλάτη της… Αυτή φάνηκε να χαλαρώνει, να θέλει μα
όταν έγειρε πάνω της να τη φιλήσει…
-Δεν μπορώ! Είπε. Όλ’ αυτά τα
ρολόγια… μου φαίνεται σα να μας παρακολουθούν. Μάτια, αυτιά, σα να ‘ναι γύρω μας
και μας ακούν και μας βλέπουν!
Κείνη τη στιγμή, λες κι ήταν βαλτά,
άρχισαν τρία-τέσσερα μαζί. Το μεγάλο το GRAND FATHER’S CLOCK πρώτο και καλύτερο με την καμπάνα του, εφτά φορές «Μπάνκ»
δυνατά, αλύπητα, τ’ άλλα με τη μουσική τους, κι ο κούκος στον απέναντι τοίχο
έβγαλε κοροϊδευτικά το κεφαλάκι του και κούκου! Κούκου! Άρχισε κι αυτός.
-Δεν μπορώ! Είπε κι εκείνη. Κι αυτό
ήταν όλο.
Τον έπιασε ένας θυμός ασυγκράτητος.
-Υποκρισία! Της φώναξε. Είστε όλοι
οι άνθρωποι υποκριτές! Κάνετε πως δεν το ξέρετε, δεν το νοιώθετε τον χρόνο που
περνά και χάνεται από μπροστά μας, την κάθε στιγμή. Σας ενοχλεί που σας τον
θυμίζουν τα ρολόγια. Όμως εγώ θέλω να τον βλέπω κατάφατσα, κι έτσι τον πολεμώ,
έτσι τον ορίζω εγώ τον χρόνο μου!
Την άλλη μέρα, για πείσμα, αγόρασε
άλλα δύο μικρά ρολόγια, το μικρότερο είχε ένα γρήγορο λαχανιαστό τίκι-τίκι-τίκι…
-Εσύ είσαι πολύ προκομένο! Είπε και
το ‘βαλε πλάϊ στο μαξιλάρι του.
Το βράδυ εκείνο βάλθηκε να τα μετρήσει
ένα-ένα. Έφτασε τα τριάντα πέντε, κι ήταν ακόμα πολλά, μα κάτι σαν κούραση, μια
βαρεμάρα τον τυραννούσε.
-Λοιπόν, τη μεγάλη παράσταση! Είπε δυνατά.
Κόντευε δέκα η ώρα, κούρντισε,
έβαλε όσα μπορούσε περισσότερα να χτυπήσουν στις 10 ακριβώς. Ύστερα μισογέμισε
ουϊσκι το ποτήρι, πήρε την πίπα του και κάθησε μπροστά στην τηλεόραση, την
άνοιξε. Πάνω της η χορεύτρια με το σηκωμένο ποδαράκι της, έτοιμη για χορό.
-Το ραντεβού μας, είναι στις 10! Της
φώναξε.
Στις δέκα ακριβώς όλα ζωντάνεψαν. Ο
χώρος, ο χρόνος σ’ ένα σφτιχταγκάλιασμα… Κι αυτός λίγο γερμένος στο πλάι πάνω
στην πολυθρόνα, με την τηλεόραση ανοιχτή, με άδειο ποτήρι μπροστά του, είχε
βάλει μία μεγάλη τελεία, στον χρόνο του…
Το διήγημα «ΤΑ ΡΟΛΟΓΙΑ» έγινε από την συγγραφέα ένας θεατρικός μονόλογος
που παίχθηκε με μεγάλη επιτυχία για μακρό διάστημα. Υπάρχει ο κύριος λόγος από
έναν ηθοποιό και φωνές προσώπων παρεμβαίνουν στο κείμενο και συντελούν σ’ ένα
αρμονικό αποτέλεσμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου