Σωριάστηκε
στο παγκάκι της μικρής πλατείας
-«Να κι ένα
καλό! Τα λιγοστά δέντρα τριγύρω χλωρά κι ευχαριστημένα! Πολλές οι βροχές πολλές
οι καλοκαιριάτικες λάσπες, και για κάποιους, ας είναι και δέντρα, αυτό σημαίνει
ευτυχία!» είπε ο ράθυμος νους του με τη μέσα του μιλιά.
Κοίταξε τα
λασπωμένα του παπούτσια… φτάνει να μη μπει πολύ νερό από τις τρύπες της σόλας,
από κει που βρήκε δρόμο το νερό για να περάσει και ν’ αρχίσει την ολοκληρωτική
κατεδάφιση.
Κάποιο
υπόλοιπο από το σουσαμένιο κουλούρι ξέφυγε ανάμεσα στα δάχτυλά του… Γρήγορα που
τρώγεται το σκασμένο! Και παιδιά σαν ήμασταν…, θυμήθηκε τα χρόνια της Γερμανικής
Κατοχής… Σουσαμένιο κουλούρι; Άπιαστο όνειρο.
Πανδαισία
γνώσης και χαράς σαν σου ξέπεφτε κανένα!
Κατοχή… Πολύ
μικρός για γραμμές επαφής με τον εχθρό, μεγάλος όμως για να νιώθει και να
θυμάται. Κι ούτε ιδέα πώς μπορείς να ξαναζήσεις στη ζωή σου ώρες χαράς… τύψης
για ένα κουλούρι. Ναι… κάποιας χαράς και τύψης, γιατί αυτός τώρα μόλις χόρτασε
την πείνα του. Η θυγατέρα του, μεγάλη, κουρασμένη, σκέψου! Να κλαίει το πρωί
γιατί έχανε τη δουλειά της. Να σκουπίζει τους δρόμους! Αυτή ήταν η εργασία της.
Δεν τους χρειαζότανε πια, για οικονομία την απολύσανε! Τα δυο δεκαπεντάρικα
παιδιά της με την κατακουτσουρεμένη σύνταξη του παππού. Για ζωή, για σχολείο...
θελήματα, ξαγρύπνιες της μάνας… Εξακολουθητικές απουσίες του πατέρα. Της νενες
η πρόσφατη γελαστή φωτογραφία πάνω στο τραπέζι…
-Τι θα φάμε
σήμερα; Συρτή η φωνή της κόρης.
-Θα περάσω
από τη Λαϊκή. Εκεί, κατά το τέλος της μέρας. Κάτι γίνεται τότε… Πολύ πράσινο
πεταμένο. Μερικοί καλοί άνθρωποι που χαράζουν κάποια ζαρζαβατικά… Θα
βολευτούμε, κάτι θα γίνει.
-Έσφιξε στο
χέρι με τα σουσάμια την πλαστική σακούλα.
-«Εσύ τα
παιδιά! Να προσέχεις τα παιδιά, να μην στεναχωριούνται…»
Και η μάνα
του στην Κατοχή… «Έχω ακόμα λαχανίδα από τα χτες... έχω και μπλιγούρι… θα σου
κάνω ένα φαϊ να γλύφεις και τα δάχτυλά σου αγόρι μου…
Η πλαστική
σακούλα έτσι σα να κουνήθηκε κρεμασμένη από το χέρι της… Κάποια σκόρπια
σουσάμια ένα γύρω, και ένα άσπρο περιστέρι ν’ αγωνίζεται να σώσει μερικά, τόσο
νόστιμα!
Χαμογέλασε…
Σα να λιγόστεψαν και τα περιστέρια.
Άλλες φορές η πλατεία ήταν γεμάτη από δαύτα κι αυτά καμαρωτά και τόσο
εμπιστεμένα στους περαστικούς –κι ας τα σκότωναν μερικοί-μερικοί έτσι ομαδικά
κάτι φορές για να μη λερώνουν τον τόπο με τ’ απόβλητά τους.
Το άσπρο
περιστέρι να επιμένει με θάρρος στο τσιμπολόγημα… Τι να σου κάνει πια κι η
Λαϊκή; Στο τέλος θα φυτρώσει λαχανόκηπος στα σωθικά μας… Είχε πει τις προάλλες
η κόρη.
Τέτοια
κατάντια, τέτοια!
Το χέρι πήγε
κοντά, το περιστέρι είχε βρει κάποια περίσσια σουσάμια και τα’ απολάμβανε.
Κοίταξε γύρω του, ερημιά! Χούφτωσε το πουλί, το ‘χωσε στη σακούλα, ίσα μια
ξαφνιασμένη φωνούλα που σταμάτησε με μιας σε κάποιο πιο δυνατό σφίξιμο.
Είναι μια
λύση! Είναι κάποια λύση -Η μέσα του φωνή- Προσωρινή, μα σκέψου τα παιδιά! Θα το
ονομάσουμε κοτόπουλο, και τάχατες δεν είναι πουλερικό; Τα πιτσουνάκια δεν
τρώγονται; Δεν τα μαγειρεύουν στα καλύτερα εστιατόρια; Θυμήθηκε τον γάτο της Κατοχής.
Τον ολόμαυρο, τον παχουλό, τον αγαπημένο του “Τυχερό”, έτσι τον είχε βαφτίσει…
Κι όταν τον έχασε, δεν ήξερε! Δεν ήξερε! Τι πόνος, τι δάκρυα… «Τον είδα στα
χέρια του Ιταλού του φύλακα της τηλεφωνικής, εδώ πιο κάτω… Πάει για τον φούρνο
ο γάτος σου. Οι Ιταλοί τους τρώνε, δεν στο είχαν πει ποτέ; Κι όπως τον έχεις καλοθρεμμένο…»
είπε η γειτόνισσα.
Μήπως ήξερε
πώς μπορούσες να στραγγαλίσεις ένα μικρό κάτασπρο περιστέρι, πεινασμένο και
τόσο φιλικό μαζί σου; Έτσι, για να ξεγελάσεις την πείνα των παιδιών… Μήπως μπορούσε
να ξέρει τι φέρνει η ζωή; Τι φέρνει η ώρα; Τι φέρνουν οι καιροί;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου